Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025

Ο ΓΕΡΟΣ

Επιστρέφω σπίτι αργά το βράδυ. Μπαίνοντας στην πολυκατοικία ακούω βογγητά και φωνές. Έρχονται απ’ το διαμέρισμα που βρίσκεται κοντά στην εξώπορτα. Ο ηλικιωμένος που μένει μέσα ζητάει βοήθεια. Τον ξέρω μα όχι πολύ καλά. Πλησιάζει τα εκατό και είναι γερό καρύδι. Τον φροντίζει η κόρη του και μια αποκλειστική νοσοκόμα. Μια εποχή τον είχε βάλει στο γηροκομείο μα δημιουργούσε προβλήματα στους άλλους οικότροφους και τον πήρε πάλι. Δεν του άρεσε εκεί μέσα. Είναι δύστροπος και δύσκολος άνθρωπος. Αν και δεν γνωρίζω το παρελθόν του. Πώς πορεύτηκε στη ζωή του. Τα έργα και τις ημέρες του.

Η πόρτα του είναι κλειστή. Χτυπάω το κουδούνι του με δεν μου ανοίγουν. Ούτε μου απαντάει κανείς. Μάλλον τον έχουν αφήσει ολομόναχο και κάτι έχει πάθει. Κάτι του συμβαίνει.  Παίρνω τηλέφωνο τις πρώτες βοήθειες αν και δεν ξέρω πώς θα μπουν μέσα. Κάποια στιγμή σταματάω να τον ακούω και ανησυχώ. Μάλλον κουράστηκε να διαμαρτύρεται και τον πήρε ο ύπνος. Ίσως πάλι να πεθαίνει. Μπορεί να βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση. Ίσως να μην τον προλάβουν ζωντανό. Κάτι πρέπει να σκεφτώ. Κάτι να κάνω. Να αποφασίσω γρήγορα. Είμαι κι εγώ ολομόναχος. Τέτοια ώρα όλοι οι ένοικοι κοιμούνται. Δεν μπορώ να τους ενοχλήσω. Ούτε και την διαχείριση της πολυκατοικίας. Να βρισκόταν τουλάχιστον ένα κλειδί να μπω μέσα να δω.

Επομένως κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό. Βγαίνω στον ακάλυπτο και σκαρφαλώνω στο μπαλκόνι του. Τα παντζούρια του διαμερίσματος είναι ανοιχτά. Μέσα έχει φως. Σπάω την τζαμόπορτα και μπαίνω. Κάνω θόρυβο και το δάπεδο γεμίζει με θρύψαλα. Τον βλέπω ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Είναι ακίνητος. Είχα πολύ καιρό να τον δω. Πλέον είναι κατάκοιτος και δεν βγαίνει καθόλου έξω. Το κεφάλι του καραφλό και ξεφλουδισμένο. Το πρόσωπό του ζαρωμένο και σταφιδιασμένο. Ο γέρος φαίνεται παρατημένος και ανήμπορος. Αναπνέει ακόμα αλλά έχει χάσει τις αισθήσεις του. Μπορεί και να κοιμάται. Τον κουνάω λίγο και κάπως συνέρχεται. Ανοίγει τα μάτια του και με κοιτάζει τρομαγμένος. Μάλλον δεν με αναγνωρίζει. Δεν με θυμάται. Μπορεί και να με περνάει για κλέφτη. Τόσα χρόνια στην ίδια πολυκατοικία δεν είχαμε πολλά πάρε δώσε. Ένα γεια σας ή μια καλημέρα κι εκείνη με μισή καρδιά. Προσπαθεί πάλι να φωνάξει μα δεν τα καταφέρνει. Άχνα δεν βγαίνει απ’ το στόμα του. Τον ανασηκώνω ελαφριά και του δίνω να πιει ένα ποτήρι νερό. Τον ρωτάω πού είναι η κόρη του και η νοσοκόμα που τον φροντίζει. Δεν απαντά. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνει τι του λέω. Του πιάνω απαλά το χέρι και τον καθησυχάζω.  Ηρέμησε και μην ανησυχείς. Όλα θα πάνε καλά.

Ευτυχώς η πόρτα του είναι ξεκλείδωτη. Σε λίγο φτάνει το ασθενοφόρο. Δεν άργησε καθόλου. Ανοίγω στους νοσηλευτές και τον παίρνουν. Αμέσως του φοράνε μάσκα οξυγόνου. Η κατάστασή του είναι κρίσιμη. Στο τσακ τον προλάβανε. Μου λένε να πάω κι εγώ μαζί του. Αρνούμαι. Δεν είμαι συγγενής του. Δεν τον έχω τίποτα. Τους δίνω το τηλέφωνο της διαχείρισης για να ψάξουν να βρουν την κόρη του. Θα προσπαθήσω κι εγώ αύριο να επικοινωνήσω μαζί της. Θα της αφήσω κι ένα σημείωμα στην πόρτα για να της εξηγήσω τι έγινε. Ο γέρος φεύγει με το φορείο. Ασφαλίζω από πίσω κλείνοντας τα παντζούρια και τα φώτα. Βγαίνω απ’ το διαμέρισμα τραβώντας απαλά την πόρτα. Κατεβαίνω αργά τα δεκαεπτά σκαλοπάτια που οδηγούν στην κόλαση και φτάνω έξω απ’ την γκαρσονιέρα μου. Βάζω το κλειδί στην πόρτα κι ανοίγω. Δεν βλέπω την ώρα να πέσω στο κρεβάτι και να ξεραθώ. Είμαι ψόφιος στην κούραση και χρειάζομαι ύπνο. Ούτε τα ρούχα δεν προλαβαίνω να βγάλω.

Χαράματα με ξυπνάει η αστυνομία. Χτυπάνε επίμονα το κουδούνι και την πόρτα. Δεν πρόλαβα να κλείσω μάτι. Τους ανοίγω και μπαίνουν μέσα δυο μπάτσοι. Τουλάχιστον είναι ευγενικοί. Ζητούν συγνώμη για την πρωινή αναστάτωση. Πρόκειται για το νυχτερινό περιστατικό. Ο γέρος ισχυρίζεται ότι του έκλεψα ένα μασούρι λίρες που είχε πάνω του και κάποια χρήματα κάτω απ’ το μαξιλάρι. Ενημέρωσε και την κόρη του που θέλει να μου κάνει μήνυση. Γι’ αυτό θέλουν τα στοιχεία μου. Ήδη άνθρωποι της ασφάλειας έχουν πάρει δαχτυλικά αποτυπώματα απ’ το διαμέρισμα. Είναι και η σπασμένη μπαλκονόπορτα που επιβαρύνει την θέση μου. Αν ήταν για ζήτημα ζωής και θανάτου θα έπρεπε να ειδοποιήσω εκείνους να επέμβουν κι όχι να πάρω μόνος μου πρωτοβουλίες. Προς το παρόν δεν έχουν εντολή να ψάξουν την γκαρσονιέρα μου μα πρέπει να τους ακολουθήσω στο τμήμα.

Όσοι ώρα μιλούν τους κοιτάζω ζαβλακωμένα. Δεν καταλαβαίνω τι λένε. Με κατηγορούν για κλέφτη. Είμαι ακόμα νυσταγμένος και το μάτι μου τσιμπλιασμένο και θολό. Δεν έχω κοιμηθεί καλά κι ούτε καφέ δεν έχω πιει ακόμα. Σκέφτομαι πως η μέρα μου ξεκίνησε άσχημα. Παρ’ όλα αυτά δεν προσπαθώ να τους εξηγήσω τι έγινε ούτε και να δικαιολογηθώ. Δεν υπάρχει λόγος ούτε έχω κάτι να κερδίσω απ’ αυτό. Και γιατί άραγε τα όργανα της τάξης να με πιστέψουν. Δεν είναι υποχρεωμένοι. Έτσι κι αλλιώς είμαι αθώος. Δεν έχω κάνει τίποτα. Εγώ να βοηθήσω ήθελα κι από πάνω βρήκα το μπελά μου. Πρέπει μόνο να βρω έναν καλό δικηγόρο για να με υπερασπιστεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου