Κατακαλόκαιρο με καύσωνα.
Περπατώ κοντά στον μόλο κυνηγώντας μάταια δροσερούς και ανακουφιστικούς αέρηδες.
Αν και σούρουπο κάνει ακόμη πολλή ζέστη και δεν φυσάει καθόλου. Οι διαβάτες
είναι λιγοστοί. Ο ήλιος δύει. Βουλιάζει βιαστικά μέσα στην πορτοκαλοκίτρινη
θάλασσα. Κάνει μπλουμ και πνίγεται πέρα μακριά πίσω από τον αβαθή ορίζοντα.
Είμαι βιαστικός γιατί κάπου κάποιοι με περιμένουν. Πρέπει να προλάβω. Σε λίγο
θα νυχτώσει κι ο ουρανός θα σκοτεινιάσει. Η πόλη τα βράδια ερημώνει επικίνδυνα.
Δεν πρέπει να κυκλοφορεί κανείς έξω. Δεν έχουν συμβεί και λίγα τον τελευταίο
καιρό. Πρέπει να είμαι προσεκτικός.
Προχωράω χαζεύοντας τριγύρω
μα πιο πολύ είμαι βυθισμένος στις σκέψεις μου. Ξαφνικά μέσα σε ένα παρκαρισμένο
αυτοκίνητο βλέπω ένα μικρό παιδί γύρω στα δέκα. Μοιάζει εγκλωβισμένο. Έχει
κολλήσει το πρόσωπό του στο τζάμι και το χτυπάει με τα χέρια του ζητώντας απεγνωσμένα
βοήθεια. Με κοιτάει στα μάτια κλαίγοντας. Πλησιάζω κοντά του και προσπαθώ να το
απελευθερώσω αλλά δεν καταφέρνω τίποτα. Οι πόρτες του είναι κλειδωμένες. Σταματάω
δυο τρεις περαστικούς μα είναι βιαστικοί και απρόθυμοι να με βοηθήσουν.
Σηκώνουν τους ώμους αδιάφορα και ταχύνουν το βήμα τους. Ειδοποίησε τις αρχές
και τους υπεύθυνους μου λένε. Εμείς βιαζόμαστε. Έχουμε δουλειές και δεν θέλουμε
μπλεξίματα. Τους καταλαβαίνω. Έχουν κι αυτοί τα δίκια τους. Παίρνω τηλέφωνο την
αστυνομία και την πυροσβεστική και τους εξηγώ την κατάσταση. Τους λέω πού
ακριβώς βρίσκομαι. Τους δίνω την μάρκα το χρώμα και τον αριθμό κυκλοφορίας του
αυτοκινήτου. Με καθησυχάζουν. Δεν πρέπει να ανησυχώ. Θα έρθουν γρήγορα και θα κάνουν
το καθήκον τους. Περιμένω κάμποση ώρα μα δεν βλέπω κανέναν τους.
Έχει πια σκοτεινιάσει και οι
δρόμοι είναι άδειοι. Παντού ερημιά. Ακόμα και τα αδέσποτα έχουν εξαφανιστεί από
προσώπου γης. Γάτες και σκυλιά κάπου έχουν λουφάξει. Το παιδί συνεχίζει να
κλαίει και να οδύρεται. Είναι κάθιδρο. Κινδυνεύει να πάθει ασφυξία αφυδάτωση
και θερμοπληξία. Μπορεί και να χάσει τη ζωή του. Δεν ξέρω πόσες ώρες ή μέρες
βρίσκεται παγιδευμένο εκεί μέσα. Ούτε πού είναι οι γονείς του. Γιατί το
παράτησαν και φύγανε. Συνεχίζει να με κοιτάζει κατάματα. Μα τώρα έχει
σταματήσει να κλαίει και να χτυπάει το τζάμι με τα χέρια του. Δεν έχει άλλες
δυνάμεις. Κουράστηκε. Έχει σταματήσει να παλεύει και να αγωνίζεται. Έχει αποδεχτεί
το πεπρωμένο του. Ξαφνικά χάνει τις
αισθήσεις του και καταρρέει. Λιποθυμάει και σωριάζεται στο πίσω κάθισμα του
αυτοκινήτου. Με πιάνει πανικός. Σε λίγο μπορεί και να πεθάνει. Κάτι πρέπει να
κάνω για να το σώσω. Τότε παίρνω μία μεγάλη πέτρα από δίπλα και την ρίχνω με
δύναμη πάνω στο αμάξι. Το τζάμι σπάει και γίνεται θρύψαλα. Χίλια κομμάτια. Επικρατεί
πανζουρλισμός. Γίνεται της τρελής και της κακομοίρας. Ο συναγερμός του
αυτοκινήτου αρχίζει να χτυπάει δαιμονισμένα και με ξεκουφαίνει. Μου τρυπάει τα αυτιά.
Απ’ το βάθος πλησιάζει
τρέχοντας ένας άντρας και χειρονομεί στον αέρα. Μάλλον είναι ο πατέρας του αγοριού.
Δείχνει αγριεμένος και αλαφιασμένος. Χωρίς να μου ζητήσει κάποιες εξηγήσεις αρχίζει
να με βρίζει με ακατανόμαστες φράσεις και να με χτυπά. Έχει αφρίσει απ’ το κακό
του και θέλει να μου σπάσει το κεφάλι. Να μου το ανοίξει στα δύο. Μου ρίχνει
κλοτσιές και μπουνιές. Ξεθυμαίνει την οργή του επάνω μου. Το πρόσωπό μου έχει
ματώσει. Δεν αντιστέκομαι ούτε προσπαθώ να προφυλαχτώ. Έχω παγώσει απ’ τον φόβο
μου. Δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει. Για ποιο λόγο τέτοιο μένος απέναντί μου. Τόση
βαρβαρότητα. Στο τέλος με αρπάζει απ’ τον λαιμό και με σφίγγει με δύναμη. Θέλει
να με πνίξει. Νιώθω ασφυξία. Ανασαίνω βαριά και άρρυθμα. Όλα γύρω μου θολώνουν.
Προσπαθώ να φωνάξω βοήθεια μα δεν βγαίνει λέξη απ’ το στόμα μου. Πριν
λιποθυμήσω και χάσω τις αισθήσεις μου κοιτάζω προς το αυτοκίνητο. Το παιδί δεν
είναι μέσα. Έχει εξαφανιστεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου