Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2015

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ


   Έλειπε χρόνια μακριά, μα αυτό ήταν το τελευταίο του ταξίδι, δεν θα ξανάφευγε από κοντά τους. Όταν τον είδε να μπαίνει, στην αρχή δεν τον γνώρισε, τον πέρασε για άγνωστο, ένας έκπτωτος άγγελος ή κάποιος κλέφτης ψυχών. Μόνο όταν τον κοίταξε επίμονα στα μάτια κατάλαβε πως ήταν αυτός και βούρκωσε. «Πάει  καιρός», της είπε χαμογελώντας και την αγκάλιασε σφιχτά.
   Το  σπίτι είχε μείνει το ίδιο, τόσα χρόνια, τίποτα  δεν είχε αλλάξει. Ο μακρόστενος διάδρομος με το καφετί χαλί, στην άκρη οι γλάστρες με τα σπαθιά και το θεόρατο πωρ-μαντώ, τα λερωμένα παλτά και τα φθαρμένα καπέλα πάνω στα άγκιστρα, οι μαύρες ομπρέλες με τη σουβλερή μύτη που στέγνωναν στον πάτο και το γκρίζο σακάκι πάντα γεμάτο κέρματα στις τσέπες. Όλα εκεί, στη θέση τους από πάντα, εκτός απ’ τον  σπασμένο καθρέφτη που πλέον δεν χρησίμευε σε τίποτα. «Τον κάναμε πόρτα για την αποθήκη» του εξήγησε και προχώρησαν στο βάθος αγκαλιασμένοι.
   Ρούφηξε μια καυτή γουλιά απ’ τον καφέ του –σκέτο πάντα- και άναψε τσιγάρο. Το σαλόνι είχε κι αυτό μείνει το ίδιο. Μόνο πάνω απ’ την παλιά πολυθρόνα της γιαγιάς είχε φυτρώσει μία μικρή συκιά, μάλιστα είχε και καρπούς. «Το κομπρεσέρ σκότωσε τη γιαγιά;» ρώτησε την μάνα του όσο πιο φυσικά μπορούσε μα κείνη δεν του απάντησε, μόνο για μια στιγμή σκοτείνιασε το βλέμμα της.
   Την ρώτησε και για τον μπαμπά τι κάνει, αν είναι καλά. «Δεν τον ξέρεις τώρα; Όλη τη μέρα στα καφενεία και τους δρόμους γυρίζει με τους φίλους, δεν τον βλέπει το σπίτι του. Μα το βράδυ που θα έρθει, θα χαρεί που θα σε δει». Κι αυτός θα χαιρόταν, μετά από τόσα χρόνια. Όταν έφυγε ήταν πολύ μικρός, αμυδρά τον θυμάται από κάτι ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Σίγουρα θα είχαν πολλά να πουν οι δυο τους και πιο πολύ για κείνο το πρωινό που έφυγε  απ’ το σπίτι χαμογελαστός  και δεν ξαναγύρισε.
   Τον κοιτούσε αμίλητη που ρούφαγε βαθιά τον καπνό του και καμάρωνε. «Άσπρισες», είπε και έχωσε τα δάχτυλά της μέσα στα χιονισμένα του μαλλιά. Ναι, αυτός είχε γεράσει ενώ εκείνη παρέμενε ίδια κι απαράλλαχτη, αναλλοίωτη,  όπως την είδε την τελευταία φορά. Χαμογελαστή, στρουμπουλή, με τα μαλλιά βαμμένα κόκκινα και το καφεκίτρινο λουλουδιστό φουστάνι που φορούσε. Πενήντα ολόκληρα χρόνια πριν.
   Ήθελε να μάθει και για τ’ αδέρφια του, πως είναι, τι κάνουν, αν είχαν φτιάξει οικογένειες, παιδιά, για τις δουλειές τους, τέτοια πράγματα. «Βασανίζονται, μαμά», απάντησε κοιτώντας το ξεφτισμένο ταβάνι. Δύσκολο πράγμα η ζωή -αυτή το ‘ξερε καλύτερα- μα κάνουν υπομονή, αντέχουν ακόμα. «Δεν βιάζονται να γυρίσουν», της είπε και έσκασε ένα πικρό χαμόγελο.

   Τότε πρόσεξε πως του λείπανε τα δόντια, όλα σχεδόν. Έπρεπε να τα φτιάξει, του χαλάγανε το πρόσωπο. «Δεν τα χρειάζομαι πλέον», της είπε και έσβησε τη γόπα στο τασάκι. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου