Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

Ο ΩΡΑΙΟΣ ΛΟΧΑΓΟΣ


Μνήμη Γιάννη Ντρε

   Έμπαινε στο στρατόπεδο αργοπορημένος. Ο υπεύθυνος της πύλης στάθηκε προσοχή και τον χαιρέτησε με συγκατάβαση. Το έγραφε στο πρόσωπό του. Ερχόταν από κακιά νύχτα, ταλαιπωρημένος και άυπνος. Μα η σημερινή μέρα ήταν ξεχωριστή για την Μονάδα και δεν σήκωνε αργοπορίες. Παρ’ όλα αυτά, αυτός δεν βιαζόταν. Βάδιζε πάνω στην μεγάλη ευθεία προς το Διοικητήριο αργά και με σκυμμένο το κεφάλι.
   Όλο το στρατόπεδο ήταν ανάστατο. Φαντάροι και αξιωματικοί,  υπάλληλοι και ένστολοι, έτρεχαν πανικόβλητοι για τις αγγαρείες της τελευταίας στιγμής. Καθαριότητες, τακτοποιήσεις, κάποιες ενημερώσεις των προϊσταμένων, όλα έπρεπε να γίνουν στην εντέλεια. Ακόμα και ο διοικητής ήταν αγχωμένος. Φορούσε την επίσημη στολή του και ο ιδρώτας έτρεχε ρυάκι στο κούτελό του, τα γυαλιά του θάμπωναν. Παρ’ όλο το τρέξιμο του τελευταίου μήνα, οι δουλειές δεν τελειώνουν ποτέ και εχθρός του καλού είναι πάντα το καλύτερο, συνήθιζε να τους λέει με έμφαση. Όλα έπρεπε να είναι στην εντέλεια, άψογα. Σε λίγο, θα έφτανε ο στρατηγός για την επιθεώρηση.
   Όταν τον είδε να έρχεται με το πάσο του έγινε πυρ και μανία, κατακόκκινος απ’ το κακό του. Τον ρώτησε τι ώρα είναι αυτή που έρχεται, τα χάλια του έχει, είναι και αξύριστος. Αυτός με ψύχραιμη, σιγανή φωνή του είπε ότι έπρεπε να φύγει αμέσως για την πόλη του.  Πέθανε χτες  ένας καλός του φίλος, η κηδεία θα γινόταν σήμερα το μεσημέρι στις τρεις, προλάβαινε δεν προλάβαινε να πάει. Ο διοικητής γούρλωσε έκπληκτος τα μάτια. Αυτό αποκλείεται, του είπε, ειδικά σήμερα που είναι η επιθεώρηση, το πόστο του είναι κρίσιμο, δεν θα μπορούσε να λείψει, αν τουλάχιστον ήταν κάποιος στενός συγγενής του ίσως. Ο Λοχαγός δεν επέμεινε, ούτε είπε κάτι άλλο, έστω ένα «μάλιστα, κύριε διοικητά» που θα ταίριαζε στην περίσταση.
   Ήταν καλός φίλος, μα άτυχος. Μια παλιά πνευμονία, ένα μικρόβιο στα νεφρά είπαν οι γιατροί, εξετάσεις, αιμοκαθάρσεις, ταλαιπωρίες, μα δεν το ‘βαζε κάτω, χωρίς κλάψες και πάντα με  το χαμόγελο. Πέθανε στον ύπνο του από ανακοπή. Τουλάχιστον δεν κατάλαβε τίποτα, ωραίος θάνατος. Και δεν ήταν ούτε σαράντα πέντε χρόνων.
   Τους έβλεπε απ’ το παράθυρο του γραφείου του, σε παράταξη, με τα κράνη, τις εξαρτήσεις και τα όπλα παραμάσχαλα, μούσκεμα στον ιδρώτα να περιμένουν. Ο διοικητής περπατούσε νευρικά πέρα δώθε και έριχνε κλεφτές ματιές προς το σιντριβάνι. Δικό του επίτευγμα, ήταν πολύ περήφανος γι’ αυτό, ειδικά για το γύψινο αγαλματάκι, τον φύλακα-άγγελο του στρατοπέδου. Μα ο Λοχαγός δεν μπορούσε να περιμένει άλλο, η ώρα περνούσε. Φόρεσε το τζόκεϊ και βγήκε έξω.
   Όταν τον είδε,  έγινε πάλι έξω φρενών. Να ξεκουμπιστεί από μπροστά του, να πάει να κρυφτεί, εκθέτει όλο το στρατόπεδο, φώναζε. Και την άδεια να την ξεχάσει. Αυτός δεν είπε τίποτα, μόνο του χαμογέλασε, όπως και στους φοβισμένους συναδέλφους του. Τους χαιρέτησε με το αριστερό του χέρι και τράβηξε για την πύλη.
   Ο διοικητής τα είχε πλέον χαμένα. «Που πας;» του φώναξε ξαφνιασμένος και τον έπιασε απ’ το μπράτσο και κείνος γύρισε προς το μέρος του και του άστραψε δυο χαστούκια, αλλού  τα γυαλιά, αλλού το καπέλο, έχασε και την ισορροπία του και βρέθηκε μες στο  σιντριβάνι να τον κατουράει γελώντας το όμορφο χερουβείμ. Ο διοικητής είχε ξαφνικά χλομιάσει και  φώναζε βοήθεια, κάποιος να τον βγάλει από κει μέσα. Κάποιοι έτρεξαν να τον βοηθήσουν, μα ο Λοχαγός πλέον δεν έδινε σημασία και βάδιζε προς την έξοδο.
   Πλησίαζε δώδεκα, η ώρα του στρατηγού. Δεν είχε ρολόι, μα το ένιωθε. Ο ήλιος στο ψηλότερο σημείο, πύρωνε τα κράσπεδα και τις λαμαρίνες. Είχε μόνο διακόσια μέτρα να διανύσει. Έβραζε ολόκληρος, έσταζε σαν κατουρημένος.  Ξεκούμπωσε το χιτώνιο και το πέταξε πλάι, στα χορτάρια μαζί με το τζόκεϊ. Οι αρβύλες τον βάραιναν,  τις κλότσησε κι αυτές μακριά και οι πατούσες του τσουρουφλίστηκαν. Μπροστά του έβλεπε την αφρισμένη θάλασσα με τα πράσινα νερά και του ερχόταν να βουτήξει, μα έκανε υπομονή, λίγα μέτρα ήθελε ακόμα. Το παντελόνι του σερνόταν στην καυτή άμμο, το έβγαλε κι αυτό και έμεινε ολόγυμνος, όπως τον γέννησε η μάνα του.
   Έφτασε στην κεντρική πύλη και σταμάτησε στη σιδερένια μπάρα. Απ’ την άλλη μεριά επίσημες στολές, αστραφτερά  παράσημα και  μαύρες πολυτελείς λιμουζίνες τον τύφλωναν. Τόση λάμψη δεν μπορούσε άλλο να την αντέξει. Τον κοιτούσαν αμήχανα και  μιλούσαν ψιθυριστά, κάποιοι χαζογελούσαν μεταξύ τους, μα δεν τον ένοιαζε. Ήταν ολόγυμνος, ζεσταινόταν πολύ και ο φίλος του σε λίγο θα έμπαινε μέσα στο χώμα.

  Άνοιξε τα χέρια διάπλατα, τέντωσε το γυμνό του κορμί και βούτηξε στα παγωμένα νερά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου