Εκείνη τη μέρα
του καλοκαιριού ο καλός ξάδελφος τα ξύπνησε νωρίς. Στο σπίτι της θείας λείπανε όλοι. Ντυθήκανε,
πήρανε πρωινό και μπήκανε βιαστικά στο αμάξι. Έπρεπε να πάνε στην πόλη σήμερα.
Ο ήλιος ήταν χλωμός και η θάλασσα μολυβένια.
Η παραλία δεν είχε κόσμο, μόνο κάτι γριές εδώ και κει που κοιτούσαν με
περιέργεια τον ουρανό. Ο καλός ξάδελφος οδηγούσε αμίλητος, αργά, στην άκρη του
δρόμου. Σε όλη τη διαδρομή κανείς δεν μίλησε.
Στην πόλη φύσαγε κρύος δυνατός αέρας. Ο
κόσμος είχε βγει έξω, στους δρόμους και στις πλατείες, τα αυτοκίνητα ακινητοποιημένα
και οι οδηγοί περίμεναν υπομονετικά. Όλοι κοιτούσαν ανήσυχοι τον ουρανό, που
όλο και σκοτείνιαζε.
Δεν μπόρεσαν να μπουν στο στενό δρομάκι,
σταμάτησαν στην γωνία. Κόσμος πολύς, γείτονες,
αλλά και άγνωστοι, είχαν φράξει το δρόμο μέχρι την πόρτα του σπιτιού τους. Στέκονταν
σκεφτικοί και αμίλητοι. Άλλοι κάπνιζαν νευρικά και άλλοι κοιτούσαν τον σκοτεινό
ουρανό. Φαίνονταν άυπνοι και ταλαιπωρημένοι, σαν να μην είχαν κλείσει μάτι όλη
την νύχτα. «Ο ήλιος θα σβήσει σε λίγο» κάποιος ψιθύρισε, μα τα τρία παιδάκια δεν
φοβήθηκαν, πίστεψαν ότι έφτασε τελικά η Δευτέρα παρουσία που τους λέγανε στο
σχολείο και στο κατηχητικό. Πλάι στην πόρτα είδαν όρθιο ένα όμορφο γυαλιστερό καπάκι
και στον τοίχο δυο χαρτιά κολλημένα μα δεν πρόλαβαν να τα διαβάσουν, μπήκαν
βιαστικά μέσα.
Στο σπίτι δεν υπήρχε κανείς. Όσο και να
φώναζαν, τον μπαμπά, τη μαμά, δεν έπαιρναν απάντηση. Και ο καλός ξάδελφος δεν ήταν
πλέον μαζί τους. Προχώρησαν στον σκοτεινό διάδρομο και είδαν στο βάθος το πωρ-μαντώ. Ο καθρέπτης
του ήταν σκεπασμένος μ’ ένα λευκό σεντόνι και στα άγκιστρα κρέμονταν μόνο κάτι
μαύρα κουρέλια. Μα και πιο μέσα, στο σαλόνι, όλα τα έπιπλα και οι καναπέδες
ήταν σκεπασμένοι με άσπρα καλύμματα.
Ξαφνικά, ξεπρόβαλλε μπροστά τους ένας γέρος
που χαμογελούσε χωρίς δόντια. Στα χέρια του κρατούσε ένα φαλακρό κεφάλι,
φωτεινό σαν μαγική σφαίρα που χαμογελούσε με τα μάτια κλειστά, λες και έβλεπε
κάποιο ευχάριστο όνειρο. «Φιλήστε τον πατέρα σας, παιδάκια» πρόσταξε ο ασχημόγερος
και αυτά υπάκουσαν τρομαγμένα. Το κούτελο ήταν παγωμένο και ένα κομμάτι απ’ τα ροδαλά τους χειλάκια
κόλλησε πάνω του.
Τότε άνοιξε απότομα τα μάτια. «Δεν μπορεί να
βρει κανείς λίγη ησυχία σ’ αυτό το σπίτι!», φώναξε δυνατά και τα παιδάκια έβαλαν
τα κλάματα. Πιασμένα χέρι χέρι και κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο, βρήκαν τελικά
το κουράγιο να τρέξουν προς την εξώπορτα.
Απ’ το δρόμο ακούγονταν φωνές, κάποιοι τα
φώναζαν να βγουν έξω. Άκουσαν και τη φωνή του καλού ξάδελφου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου