Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

ΕΝΤΟΣ ΔΑΚΤΥΛΙΟΥ


Έβγαινε το σούρουπο που έπεφτε ο ήλιος, κάθε μέρα, βρέξει-χιονίσει, χειμώνα καλοκαίρι, πάντα με τα πόδια, από το κάστρο στο λιμάνι, αργά και ράθυμα περνούσε μέσα από πολύβουες πλατείες και δρόμους γεμάτους αυτοκίνητα, αφηρημένος συνήθως  και ρουφούσε λαίμαργα τα καυσαέρια, σκόνταφτε στα σπασμένα πεζοδρόμια, έπεφτε μέσα στις λακκούβες, όλα ωραία και καλά, και χάζευε τα πλήθη των ανθρώπων, παρέες παρέες και χαρούμενα ζευγάρια, τα παιδιά με τις μαμάδες που γκρινιάζαν, οι γέροι ολομονάχοι, όλοι τελείως άγνωστοι μα συμπαθείς, κουρασμένοι στο τέλειωμα της μέρας, όπως κι αυτός που κάπου κάπου σταματούσε για λίγο -δεν βιαζόταν πλέον, είχε πολύ χρόνο για πέταμα- και τραβούσε καμιά φωτογραφία. Πάνω από δυο ώρες κρατούσε η καθημερινή του βόλτα. Πάντα εντός δακτυλίου.
Εκείνη τη μέρα δεν είχε πάρει μαζί του την φωτογραφική μηχανή. Είχε βραδιάσει για τα καλά και έβρεχε. Γύριζε σπίτι ψάχνοντας υπόστεγα να προφυλαχτεί. Περνούσε μπροστά απ’ το παλιό τελωνείο, ο δρόμος κάπως σκοτεινός, οι περαστικοί λιγοστοί. Κάποια στιγμή άκουσε απ’ το βάθος φωνές και κακό. Βρισιές, χτυπήματα και ουρλιαχτά. Τρεις μαυροντυμένοι  χτυπούσαν ανελέητα κάποιον πεσμένο και κουλουριασμένο στο πεζοδρόμιο. Αυτός βογκούσε και κρατούσε το κεφάλι του. Οι μηχανές ήταν αραγμένες στο πλάι και οι ασύρματοι βούιζαν ασταμάτητα. Κάποιοι περαστικοί, χωμένοι στις ομπρέλες τους, με σκυμμένο το κεφάλι, προσπερνούσαν βιαστικά.
Τουλάχιστον δεν είχε ακούσει πυροβολισμούς. Είναι πειρασμός να κουβαλάς όπλο μαζί σου. Καθόταν σε μια μεριά και τους κοιτούσε.  Παρόλο που βρεχόταν, δεν τον ένοιαζε. Όταν τον πήραν χαμπάρι, του φώναξαν να ξεκουμπιστεί να φύγει από μπροστά τους, μα αυτός συνέχισε να τους κοιτάζει. Πλησίασαν δίπλα του και άρχισαν να τον σπρώχνουν.  «Γιατί τον χτυπάτε;» τους ρώτησε ατάραχος και αυτοί τον τράβηξαν  πιο μέσα στη γωνιά, για εξακρίβωση στοιχείων, είπαν. Δεν είχε ταυτότητα μαζί του, ήταν ύποπτος. Άρχισαν να τον ψάχνουν, μα αυτός αντιστάθηκε, όσο μπορούσε. Τον έριξαν ανάσκελα κάτω και τον ακινητοποίησαν.  «Είναι παράνομα αυτά που κάνετε» φώναξε, «θα δώσετε λόγο στη δικαιοσύνη». Άρχισαν να τον χτυπάνε λυσσασμένα, με κλοτσιές και ροπαλιές, όπου έβρισκαν. «Μουνόπανο, για να μάθεις να μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!» ούρλιαξε ο πιο γεροδεμένος  -πρέπει να ήταν ο επικεφαλής- και του έριξε έναν τελευταίο κατακέφαλο. Μα τις τελευταίες του βρισιές δεν τις άκουσε. Είχε προλάβει να λιποθυμήσει. Τον άφησαν εκεί, σωριασμένο χάμω, έβαλαν μπρος τις μηχανές και έφυγαν.
Όταν άνοιξε τα μάτια του δεν υπήρχε γύρω του κανείς. Τουλάχιστον, είχε σταματήσει να βρέχει, μα κρύωνε και πονούσε σε όλα του τα μέρη. Ήθελε να κλάψει, μα δεν μπορούσε. Για να παρηγορηθεί σκέφτηκε πως όλα αυτά ήταν ένα κακό όνειρο, σε λίγο θα ξύπναγε. Έβλεπε συχνά τέτοιους εφιάλτες, μα στο τέλος πάντα ξυπνούσε. Σηκώθηκε με τα χίλια ζόρια και περπάτησε μέχρι το σπίτι. Ευτυχώς, έμενε κοντά. Οι δρόμοι ήταν έρημοι. Θα ξημέρωνε σε λίγο.
Τελικά ο κόσμος είναι μικρός. Τους ξανασυνάντησε τυχαία μετά από καμιά δεκαριά μέρες, έξω από ένα φαστφουντάδικο. Χαλαροί και οι τρεις, βαριεστημένοι, τρώγανε πίτες και μιλούσαν για ποδόσφαιρο. Οι μοτοσικλέτες αραγμένες παραπέρα και οι ασύρματοι βούιζαν ασταμάτητα. Πλησίασε κοντά τους. Όταν τον είδαν, πρέπει να τον θυμήθηκαν, γιατί άρχισαν να γελούν. «Τι κοιτάς ρε; Ξεκουμπίσου από δω!» του είπε ο πιο γεροδεμένος  και συνέχισε το μασούλημα. Αυτός συνέχισε να τους κοιτά αμίλητος και ανέκφραστος. «Φύγε, ρε!!!» ούρλιαξε πάλι ο μπάτσος και άρχισε να μαζεύεται κόσμος απ’ το μαγαζί και τους γύρω δρόμους.  Είχε πολύ φως το μέρος, σαββατόβραδο, γύρω στις δέκα. Έσκασε ένα  γελάκι και ατάραχος τράβηξε το πιστόλι. Σήκωσε το δεξί χέρι και τους σημάδεψε. Για λίγα δευτερόλεπτα όλα πάγωσαν. Κατόπιν, ακούστηκαν έξι πυροβολισμοί.
Ούτε στον ανακριτή, ούτε και αργότερα στο δικαστήριο, είπε γιατί το έκανε. Δεν δήλωσε ούτε αθώος ούτε ένοχος. Όσο και αν τον πίεσαν,  δεν έβγαλε άχνα, τσιμουδιά. «Έχω δικαίωμα να μη μιλήσω», τους είπε ήρεμα και σταθερά και μετά σιώπησε.
Για καιρό η περίπτωσή του έγινε πρώτη είδηση στα κανάλια και τις εφημερίδες. Αρχικά προσπάθησαν να τον συνδέσουν με την τρομοκρατία και τις διάφορες ομάδες αναρχικών, μα απέτυχαν. Αυτός δεν ήταν με κανέναν. Ίσως λίγο ελευθεριακός, λίγο ανένταχτος, λίγο μοναχικός αλλά ως εκεί. Και το ποινικό του μητρώο ήταν κατάλευκο. Δεν είχε απασχολήσει ξανά την δικαιοσύνη, ούτε καν την αστυνομία, τίποτα, απόλυτα νομοταγής.
Στη δίκη δεν παρευρέθηκε, έμεινε κλεισμένος στο κελί του, ούτε και ζήτησε κάποιον δικηγόρο να τον υπερασπιστεί. Οι συγγενείς του τον παρακαλούσαν. Έπρεπε να δείξει κάπως μεταμέλεια, να ελαφρύνει τη θέση του, μα αυτός αμετάπιστος. Είχε φτάσει η ώρα της τελικής ρίξης.  Δεν είχε να κερδίσει τίποτα, προτίμησε την πλήρη περιφρόνηση, ούτε να τους βρίσει δεν μπήκε στον κόπο. Ήξερε ότι δεν θα τον πίστευαν και δεν θα του αναγνώριζαν κανένα ελαφρυντικό. Ήταν μια ψυχρή δολοφονία ανθρώπων του νόμου και της τάξης, εν ώρα υπηρεσίας, ούτε καν σε κατάσταση αυτοάμυνας. Υπήρχαν τόσοι μάρτυρες. Ακόμη και ο πρότερος έντιμος βίος του θα αποδεικνυόταν γκρίζος και αμφιλεγόμενος. Με σκιές.
Ο εισαγγελέας μίλησε για ειδεχθή και αποτρόπαια πράξη ενάντια  στους πυλώνες του συστήματος, χωρίς κάποιο εμφανές κίνητρο. Ούτε τρομοκρατία, ούτε ξεκαθάρισμα λογαριασμών, αλλά και ούτε για ψυχοπαθής φαινόταν ο κατηγορούμενος, Ίσως μόνο λίγο κυνικός. Ήταν λοιπόν εχθρός της κοινωνίας και έπρεπε να αποβληθεί απ’ αυτή, να καταδικαστεί με τη μεγίστη των ποινών. Απ’ την άλλη, ήταν και η προσβλητική του συμπεριφορά προς το δικαστήριο, τελείως ανάρμοστη. Γι’ αυτήν θα του άξιζε ακόμα και η ποινή του θανάτου.
Η αγόρευση του εισαγγελέα έγινε απολύτως πιστευτή. Δικάστηκε τρεις ισόβια που μετατράπηκαν σε είκοσι χρόνια. Όταν το πληροφορήθηκε απ’ τον διευθυντή της φυλακής, έμεινε ανέκφραστος. «Ευχαριστώ πολύ, κύριε» του είπε ευγενικά και συνέχισε να διαβάζει το βιβλίο του. Ούτε έφεση έκανε.
Στη φυλακή κράτησε τις αποστάσεις του απ’ όλους, σχεδόν απομονωμένος,  με τα βιβλία, τα χαρτιά και τα μολύβια του. Ακόμη και στο προαύλιο ζήτησε να βγαίνει ολομόναχος, να περπατά με τις ώρες και να εκτονώνεται. Δεν θα χαριζόταν σε κανέναν, τους είπε.

Βγήκε μετά από δεκαπέντε χρόνια, λόγω καλής διαγωγής και επέστρεψε στην κοινωνία. Ήταν εξήντα χρονών. Ξανάρχισε τις βόλτες του στην πόλη, το σούρουπο, αφού πέσει ο ήλιος. Και πάντα εντός δακτυλίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου