Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015

ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ


Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και λαμπερή, χαρά θεού. Το κασετόφωνο έπαιζε τα τραγούδια –ανάκατα λαϊκά με δημοτικά- στο διαπασών και η τσίκνα σου έσπαγε τη μύτη. Είχε μόλις βγει το κοκορέτσι. Οι καλεσμένοι τσιμπολογούσαν με μανία και οι συμπέθεροι, γελαστοί και ορεξάτοι, τους κερνούσαν κόκκινο κρασί.
Είχαν πολλούς λόγους να χαίρονται οι συμπέθεροι. Τα παιδιά τους -δεν είχαν πατήσει ακόμα τα εικοσιπέντε- πριν από δυο χρόνια γνωρίστηκαν, στο άψε σβήσε παντρεύτηκαν, γεννήθηκε και η κορούλα τους, όλα βιαστικά και πρόσφατα, αύριο θα γινόταν και το βαφτίσι.
Οι γιαγιάδες δεν τσακώνονταν πλέον για το όνομα της μπέμπας – θα έπαιρνε και τα δύο ονόματα- και την έπαιζαν εναλλάξ στην αγκαλιά τους. Είχε πολύ όρεξη και κέφι η μικρούλα, όλο χαρές και γελάκια ήταν και κουνούσε νευρικά την κουδουνίστρα της. Οι φίλοι και οι συγγενείς πίνανε και γλεντούσαν και κάθε τόσο φωνάζαν «να σας ζήσει», να την δούνε μεγάλη και τρανή. Εις αύριον τα καλύτερα, στο βαφτίσι που το γλέντι θα ήταν τρικούβερτο, καλύτερο κι απ’ το σημερινό το πασχαλιάτικο.
Όταν βγήκε και το αρνί είχαν έρθει όλοι στο τσακίρ κέφι. Οι συμπέθεροι έσερναν πρώτοι τον χορό –τσάμικα και καλαματιανά έπαιζε το κασετόφωνο- οι καλεσμένοι ακολουθούσαν. Ένας ξέδελφος τραβούσε βίντεο, κάποιοι άλλοι φωτογραφίες, κάπου κάπου στο δρόμο παραέξω πετούσαν και καμιά στρακαστρούκα που περίσσεψε από χτες. Παρόλο που φέτος μείνανε στην πόλη, γιόρταζαν την  ανάσταση με όλες τις παραδόσεις και τα έθιμα, Έστω και στριμωγμένοι στον μικρό κήπο του τριώροφου.
Το απόγευμα που άρχισε να πέφτει ο ήλιος τσούγκρισαν και τα αυγά. Ξεθεωμένοι απ’ το φαγητό, το πιοτό και τον χορό χαλάρωναν στις καρέκλες τους. Ένιωθαν πλήρεις και ευτυχισμένοι, ούτε τσακωμούς, ούτε ειρωνείες και βρισίματα που ήξεραν από άλλα γιορτάσια που μαζεύονταν τα σόγια. Όμως όχι, το δικό τους δεν ήταν τραπέζι μίσους, τίποτα δεν είχαν να χωρίσουν. Και κάποιοι τσακωμένοι τούτη την άγια μέρα έδιναν τόπο στην οργή και  ψευτοχαμογελούσαν. Μόνο το  αγγελούδι τους είχε από ώρα αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της μαμάς του. Σε λίγο οι καλεσμένοι άρχισαν να  φεύγουν. Εις αύριον τα καλύτερα, ευχόντουσαν, και του χρόνου. Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν αποχαιρετήθηκαν τελευταίοι και  οι συμπέθεροι.
Την άλλη μέρα έγινε και το βαφτίσι. Στο μαγαζί οι συμπεθέροι, γελαστοί και ορεξάτοι,  κερνούσαν πάλι κόκκινο κρασί τους καλεσμένους. Ο φωτογράφος αποθανάτιζε τους φίλους και τους συγγενείς χαρούμενους και ευτυχισμένους. Τελευταίες τραβήχτηκαν οι οικογενειακές φωτογραφίες των παιδιών με τον νουνό. Στη μέση κρατούσαν την κορούλα τους και χαμογελούσαν. Μόνο για μια στιγμή ο ένας συμπέθερος μιλώντας παράμερα με την αδερφή του, ξέσπασε σε κλάματα, μάλλον απ’ την συγκίνηση των ημερών.

Αργά το απόγευμα, μετά την τούρτα, οι συγγενείς και οι φίλοι άρχισαν να αραιώνουν. «Να σας ζήσει», ευχόντουσαν και ο παππάς  έδωσε για άλλη μια φορά την ευλογία του. «Ο θεός θέλει να σας βλέπει αγαπημένους και μονιασμένους» τους είπε και τους σταύρωσε τρεις φορές. Και αυτοί με σεβασμό έσκυψαν και φιλήσανε το χέρι του.
Μετά από λίγες μέρες, τα παιδιά πήγαν στους δικηγόρους τους. Το διαζύγιο βγήκε  κοινή συναινέσει -ασυμφωνία χαρακτήρων, είπαν- χωρίς διατροφές, κλάματα και άλλες τραγωδίες. Κοινή θα ήταν και η επιμέλεια της κόρης τους, έτσι αποφάσισαν.
Οι συμπέθεροι δεν βρέθηκαν ξανά στο ίδιο τραπέζι. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου