Γύριζε κουρασμένος
απ’ το νοσοκομείο με τα αποτελέσματα των εξετάσεων χωμένα βαθειά στη
τσέπη του σακακιού. Δεν ήθελε να της το φανερώσει, μα σαν τον είδε κατάλαβε.
Δεν μπορούσε να την ξεγελάσει. Ήταν ανέκαθεν κακός ηθοποιός και κείνη σπίρτο
αναμμένο. Κάποτε θα έφτανε η ώρα να το αντιμετωπίσουν κι αυτό, είπε. Όλα με τη
σειρά τους.
Είχαν γνωριστεί σε
μια από τις πιάτσες του πληρωμένου έρωτα, μια θεοσκότεινη νύχτα του χειμώνα
γεμάτη υγρασία και μοναξιά. Το πάθος που τους κυρίευσε ήταν κεραυνοβόλο και μοιραίο,
σπάνιος για τέτοιες περιστάσεις. Αυτή είχε έρθει απ’ το χωριό της πρόσφατα,
διωγμένη κακήν κακώς. Την έβγαζε στο δρόμο, όπως όπως, και για λίγα κέρματα τα
έκανε όλα. Αυτός δούλευε λογιστής σε μια μεγάλη εταιρεία, έβγαζε καλά λεφτά, ανύπαντρος,
είχε και δικό του σπίτι. Περνούσαν καλά μαζί, παρόλο που συγγενείς και γείτονες απ’ την αρχή τους
κοιτούσαν με μισό μάτι. Με τους συναδέλφους ποτέ δεν είχε πολλά πάρε δώσε, ούτε
έδινε λογαριασμό για τη ζωή του. Είχε τουλάχιστον δυο-τρεις καλούς φίλους εκτός
δουλειάς που του αρκούσαν.
Σε λίγες μέρες έκλειναν μισό αιώνα μαζί, πολλά χρόνια, με
κάποια ενδιάμεσα διαλλείματα. Τότε που ακόμα ήταν νέοι και άμυαλοι και
αχόρταγοι και ζήλευαν πολύ και δεν συγχωρούσαν τις απιστίες και χώριζαν με το
παραμικρό. Έστω και αν μετά από λίγο τους περνούσε και ξανασμίγαν. Μα ο μεγάλος καβγάς ξέσπασε τη μέρα που του
είπε πως ήθελε να κάνει την επέμβαση, να τον κόψει, να νιώσει κανονική γυναίκα.
Έτσι, θα άλλαζε και την ταυτότητά της, θα μπορούσαν και να παντρευτούν, ο νόμος
πλέον δεν θα στεκόταν εμπόδιο.
Δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Απ’ την αρχή δεν ήθελε να
τον πολυδείχνει, ούτε τον άφηνε να τον χαϊδέψει.
Οι ρόλοι τους ήταν καθορισμένοι, του έλεγε και αυτός θέλοντας και μη υπάκουε.
Γιατί τον αγαπούσε. Ένα πανέμορφο ξανθό αγόρι είκοσι δύο χρόνων όλο γλύκα,
σκέτος άγγελος, το πιο καλό παιδί ήταν, παρά τα όσα είχε περάσει. Δεν μπορούσε
να του φέρει αντίρρηση. Πολύ αργότερα
άρχισε δειλά δειλά να βάφεται και να φοράει φούστες και ψιλότακουνα γοβάκια,
αλλά μόνο γι’ αυτόν. Ήταν μέρος του παιχνιδιού και του άρεσε.
Όταν ξεκίνησε θεραπεία και τα βυζιά του άρχισαν να
φουσκώνουν, έγινε πυρ και μανία. «Αν ήθελα να πιάνω μαστάρια, θα πήγαινα με
κανονική γυναίκα» του είχε πει τσαντισμένος. Μα το κατάπιε κι αυτό. Γιατί τον
αγαπούσε. Τώρα όμως δεν πήγαινε άλλο. Τσακώθηκαν άγρια. Τον σκυλόβρισε, τον
χτύπησε άσχημα και τον πέταξε έξω απ’ το
σπίτι.
Αμέσως, το μετάνιωσε πικρά. Όταν έμεινε μόνος κατάλαβε
πως δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτόν. Κι ας τον έκλεψε από πάνω. Δεν μπορούσε να
τον βγάλει απ’ το μυαλό του. Ούτε δέκα μέρες δεν είχαν περάσει και άρχισε να
τον ψάχνει. Άφαντος. Τον έψαξε παντού. Στην αστυνομία, στα νοσοκομεία, στα
νεκροτομεία, πουθενά. Φοβήθηκε μην είχε κάνει καμιά τρέλα. Ώσπου έμαθε πως είχε
φύγει για την πρωτεύουσα και ηρέμησε κάπως. Και προσπάθησε να τον ξεχάσει.
Την ξανασυνάντησε τυχαία ένα απόγευμα στον μόλο, λίγο
πριν να πέσει ο ήλιος. Καθόταν στο παγκάκι ολομόναχη, κάπνιζε και αγνάντευε την κίτρινη θάλασσα. Δυσκολεύτηκε να την γνωρίσει. Είχαν περάσει τρία χρόνια
από τότε και είχε αλλάξει πολύ.
Είχε μια φίλη
κοντοχωριανή στην πρωτεύουσα που τη βοήθησε να κάνει την εγχείρηση. Χάλασε
πολλά λεφτά, ότι του έκλεψε εκείνη τη μέρα εκεί πήγαν. Κατόπιν δούλεψε σε
κάποια μαγαζιά -και στο δρόμο- μα δεν της άρεσε και γύρισε πίσω. «Ζούγκλα η μεγάλη
πόλη», του είπε κι αγκαλιαστήκανε σφιχτά. Την πήρε πάλι στο σπίτι, μετά από λίγο παντρεύτηκαν και δεν ξαναχώρισαν.
Για κανένα λόγο.
Ο πόνοι μέρα με τη μέρα όλο και δυνάμωναν, ο πυρετός πλέον
μόνιμος και ο γιατρός τακτικός στο σπίτι. Σπάνια σηκωνόταν απ’ το κρεβάτι, μέρα
με τη μέρα έλιωνε, μα δεν ήθελε να πεθάνει σε νοσοκομείο. Είναι πολύ δυνατά τα
φώτα των θαλάμων, δεν τα αντέχει, της είχε πει. Αυτή πάντα δίπλα του και
ολομόναχη, δεν ήθελε από κανέναν βοήθεια. Έτσι κι αλλιώς οι φίλοι με τα χρόνια
είχαν λιγοστέψει. Και τούτη δω η γάτα που την είχαν από νεογέννητο, είχε
γεράσει η κακομοίρα, κουρασμένη κι αυτή,
δεν έφευγε από τα πόδια του.
Στο τέλος η κατάσταση είχε γίνει αφόρητη, ούτε οι
κορτιζόνες τον έπιαναν ούτε άλλα παυσίπονα μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Τρέμανε
τα κόκαλά του, ήταν έτοιμα να σπάσουν. Ο γιατρός πλέον συνιστούσε υπομονή. Ο
θεός είναι μεγάλος. Η επιστήμη έκανε το χρέος της, δεν μπορούσε να βοηθήσει
άλλο.
Τουλάχιστον ήταν εξασφαλισμένη. Θα έπαιρνε τη σύνταξή
του, είχε και κάποια χρήματα στην άκρη. Είχε γράψει και το διαμέρισμα στο όνομά
της. Κανένας ξεχασμένος ξάδελφος απ’ το πουθενά ή κανά κωλοανήψι του κερατά δεν
θα μπορούσε να το διεκδικήσει απ’ τη γυναίκα της ζωής του, τον άνθρωπο που κοιμόταν
δίπλα του τα βράδια, αυτόν που αγάπησε πιο πολύ και απ’ τον εαυτό του. Μόνο να
έβρισκε έναν άνθρωπο, της είπε, είναι άγριο πράγμα η μοναξιά, δεν αντέχεται. Μα
όλα αυτά δεν μπορούσαν να την παρηγορήσουν. Δεν είχε περάσει άσχημα μαζί του,
κανένα παράπονο. Ίσως μόνο κανά παιδί, μα και πάλι ποιος ξέρει, κάθε εμπόδιο
για καλό. Έτσι κι αλλιώς, αυτό το έργο σπάνια έχει χάπυ έντ.
Μοίρασε το μπουκαλάκι στα ίσα, τον ανασήκωσε λίγο και του
έδωσε να πιεί. Του φάνηκε πικρό μα δεν παραπονέθηκε. Ήπιε κι αυτή. Ένιωθε
κουρασμένη και ξάπλωσε δίπλα του, κρατώντας του απαλά το χέρι.
Τους βρήκαν μετά από μέρες και τους τρεις στο κρεβάτι,
πλάι πλάι, αγκαλιασμένους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου