Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018

Ν. Α. ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ (1931-1996)


Νυχτερινό
Ακόμα μια νύχτα σπαταλημένη. Ακόμα μια νύχτα
κάτω από τους ίδιους αστερισμούς

Ακόμα μια νύχτα θα σφίξω τα χέρια σου·
τα μάτια σου είναι γατίσια σα μια ταράτσα
    φθινοπωρινού ξενοδοχείου
ο ουρανός υπόσχεται βροχή και ξέρεις
πόσο χλομιάζουν οι ώρες, τα τρένα αρχίζουν
      χειμερινά δρομολόγια
κι ύστερα δεν ξέρω αν θ’ ακούω για πάντα
εκείνη τη ραγισματιά στη φωνή, εσένα μονάχα
    ή ένα γράμμα
δίχως καν σκέψη ανταπόκρισης

Ακόμα μια νύχτα σπαταλημένη, χαμένος στις
    παιδικές χορωδίες
θυμάμαι ένα κλάμα παιδιού όταν οι δρόμοι
     χαμηλώνουν τα φώτα.

Modus Vivendi
Ν’ αφήνεσαι ράθυμα στο ρεύμα της θάλασσας, να λιμνάζεις
σε τόπους που πρόσκαιρα  αγάπησες ή αναλώνεσαι
διαγνώνοντας άσκοπα αθεράπευτες περιπτώσεις

Να προσμένεις μιαν άνοιξη πως τάχα πλησιάζει
με τη νωχέλεια ηλιόλουστης μέρας που ξάφνου ναυάγησε
μες στις κατάφωτες παραθαλάσσιες κωμοπόλεις 

Να ‘σαι κατάμονος κι όμως κρυμμένος σε χίλιες καρδιές
να περάσεις στο αίμα αυτών που σ’ αγκάλιασαν
   πρόσκαιρα
να πληθαίνεις.

Το τρίτο παράθυρο
Με κυνηγάει πάντα στον ύπνο μου το τρίτο παράθυρο
ένα μάτι ανελέητο κι εμείς
κόκκινα κι άσπρα πιόνια στη λέσχη των τραπεζικών·
είναι το ίδιο φωτάκι που καίει στην πολύβουη Αθήνα
για μια νύχτα μονάχα, την άνοιξη, «φθερεί ο Θεός»
αυτός ο αμαρτωλός Θεός που με σαρκάζει στο κάτασπρο
    γέλιο σου
κάτω από μια λάμπα ασετιλίνης τα βράδια στον
    κήπο
δεν μ’ αφήνουν ποτέ μοναχό και το τρίτο παράθυρο
ένα κόκκινο μάτι –ανάβει τη φλέβα της νύχτας,
      πυκνώνει τη μοναξιά
θαμπώνει τα όνειρά μου.

Οδοιπορικό 1953
Αργά, με το σούρουπο, επισκέφτηκα το Γιαννάκη στο
θάλαμο. Τα μάτια του άναβαν σαν τον υδράργυρο που
ανεβαίνει επικίνδυνα. «Αύριο φεύγουμε. Δοκιμάσαμε τον
ήλιο τον καυτό μαζί. Ήπιαμε τα βράχια, την άνυδρη
πέτρα, τα λατομεία πιο άσπρα από το φως και οι
λεμονάδες, ήταν απρόσιτες, κι η Αθήνα, α, η Αθήνα μια
υπόσχεση μόνο».
Το Σάββατο, στην επιθεώρηση, είδα τις τυλιγμένες
κουβέρτες. Ο θάνατος σκοτείνιαζε με τη βροχή, ο
θάλαμος βράδιαζε σαν τον υδράργυρο που χαμηλώνει
με το πρώτο φθινόπωρο. Το στρατόπεδο ερημώνει.
Γνώρισα το βήμα του από το παράθυρο. Πήδηξε σ’ ένα
τζαίημς κι έφυγε.
Η βροχή δεν σταμάτησε όλο το Σεπτέμβρη.

Μια πράξη απόγνωσης
Με τίναξε η φωνή σου εντός μου. Χτυπούσε
παραθυρόφυλλα σα να σηκώθηκε ξάφνου αέρας
θραύοντας γυαλικά και γλάστρες, τρύπωσε
στον ύπνο μες στο θάμπος του ονείρου κι όλο φύτευε
γυμνά καλώδια ηλεκτροφόρα, σα να ‘τανε βλαστοί
και ρίζες λουλουδιών και σπόροι, αναδεύοντας
φορέματα κι οσμές νεκρές απ’ το σεντούκι

Με τίναξε η φωνή σου και πετάχτηκα. Απ’ τη βεράντα
ερχότανε ξυστά το φως της νύχτας και σε είδα
γυάλινα μάτια υγρά, χυμένα
απ’ την ομίχλη κι όμως καθάρια, τόσο καθάρια
ανάμνηση που χρόνια φύλαξα
από αδιάφορα χέρια

Τότε τα είδα λουσμένα με άλλο φως
ματόκλαδα ανοιχτά βαλσαμωμένα
σαν τα νεκρά πουλιά, τα είδα
μες σε γλυκό βυθό, σε αράγιστο καθρέφτη αποθεμένα
να με κοιτούν αμίλητα σα μάτια
σφαγμένου ζώου που ακόμα θυμάται.
                                                   Και κατάπια
τα θρύμματα απ’ τα τζάμια κι έσφιξα
πάνω μου σύρματα γυμνά, ηλεκτροφόρα

Δεν είναι ποίημα
Πριν από μέρες, φτάνοντας στο σπίτι
προχωρημένο απόγευμα, ήλιος σβησμένος
με τα μεγάφωνα ανοιχτά, στο πάτωμα απλωμένα
σε τρόμο ασταμάτητο άναβες, ξοδευόσουν
στην άσφαλτο που πύρωσε τη μέρα, και το βράδυ
τη μεταφέρουν σκοτωμένα φώτα ηλεχτρικά.
                                             Γιατί το αργό χαλάρωμα
μες στο κενό, το επίμονο ψιχάλισμα
στα κλειδωμένα βλέφαρα τραβώντας τις κουρτίνες
γίνεται βάρδια εξαντλητική.
                                        Γιατί αυτή η ερήμωση
δεν είναι ποίημα, μουσική ή μαλακό φθινόπωρο
δε συνηθίζεται σε ρούχο- είναι τα μάτια ενός παιδιού
πνιγμένου

Η ποίηση δε μας αλλάζει
Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει

Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη

Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη.

Ars poetica
Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είσαι
αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα

Όταν οι άλλοι αδιάφοροι, με σιγουριά
ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ
να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες
αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό
κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν
μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια
τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα
με αίσθημα ποτισμένες

Στο καρνάγιο
Τον βρήκα με τα παραθυρόφυλλα κλειστά σ’ ένα μικρό
διαμέρισμα προς την Καλαμαριά, όχι μακριά από την
θάλασσα, όπου ετοιμάζονταν σιγά σιγά να πεθάνει.
Στη μακρόχρονη συμβίωση με την κατάκοιτη
μητέρα του απέδιδε την αποτυχία του να γίνει
κάτι·  στον ξαφνικό πλουτισμό του από μια κληρονομιά,
τα χρόνια μιας αλόγιστης σπατάλης σε ταξίδια
και ηδονές· σε μια κακή συγκυρία, το προοδευτικό
σάπισμα των οστών και την απιστία του στις αιώνιες
αξίες που τον είχαν από μικρό γαλουχήσει

Με άνεση περνούσε τη βελόνη με το αναισθητικό. Το
πρόσωπό του αδιάφορο –ούτε ηρωισμός, ούτε αντίσταση-
ανέμελη αισιοδοξία  για μια ζωή χωρίς εκπλήξεις
μήτε έκσταση, «γιατί αυτό μόνο υπάρχει πάνω σε
τούτη τη γη»

Τον άκουγα να μου εξιστορεί τις μέρες του στο διπλανό
 καρνάγιο. Μαστόρευε, «σκέψου, πιάνουν ακόμα τα χέρια
μου –αυτό είναι τονόημα, πώς να στο πω αλλιώς»

Έκλαψα τον παλιό μου συμμαθητή. Στην απερίγραπτη
ακαταστασίατου σπιτιού είχε ξεφτίσει τώρα και το
ηλιόλουστο τοπίο. «Αυτό πάει πολύ για ποίημα», είπε
σφίγγοντάς μου δίχως θέρμη το χέρι  

Στο φθινοπωρινό ξενοδοχείο
Σ’ αυτό το φθινοπωρινό ξενοδοχείο, έγραφες
που αγαπηθήκαμε τα περασμένα χρόνια
γυρίζω πάλι στις ταράτσες του και σκέφτομαι
βλέποντας φώτα εργοστάσια μες στη συννεφιά
πόσο το πεθαμένο αίσθημα επιζεί
ανήμπορο για μια σταγόνα αίμα

Κι όμως δεν τα λυπάμαι τα εργοστάσια, δεν τα σκέφτομαι
δε με μεθούνε πια το απόβραδο οι μηχανές
ούτε και η μνήμη σου, ξέθωρη πια πάνω στα τζάμια

Μόνο τον γείτονά μου, αυτόν δεν τον ξεχνώ
φυματικός και συνταξιούχος έμπορας
κρεμάστηκε στα δέντρα αυτά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου