Ήταν στις τελευταίες τάξεις του σχολείου που
ακούγαμε για πρώτη φορά για κάτι έκπτωτους
βασιλιάδες και άνεργους συγκλητικούς, για αόρατους θιάσους
και αρωματισμένους νέους, για μακρινές
σατραπείες και άλλα παρόμοια. Και όλα αυτά μας ταρακουνούσαν και μας γοήτευαν λιγάκι, έστω
και προσωρινά, εμάς τους βαριεστημένους περί των σχολικών νέους του 1988. Κι ας
μην τα απαγγέλλαμε σωστά, όπως και κείνη η κακομοίρα η φιλόλογος που τα πετσόκοβε για να τα
αναλύσει γραμμή προς γραμμή, λέξη προς λέξη και να μας διδάξει την περιλάλητη
καβαφική ειρωνεία. Αυτή μονάχα και τίποτα άλλο.
Εκεί τελείωνε η αποστολή της.
Βέβαια, ο ποιητής είχε
περισσότερα να μας πει, κι ας μην τον καταλαβαίναμε ακόμα εκείνα τα άγουρα χρόνια.
Ήταν και άλλες οι προτεραιότητες: Μαθηματικά,
Φυσική, Χημεία, Πανελλήνιες και ο στρατός
ως μια κάποια λύση, στο τέλος μιας δύσκολης εφηβείας. Απώλεια, στέρηση, μοναξιά.
και η αδιόρατη λεπτή γραμμή της μαύρης χολής που όλο και ξεμάκραινε.
Ο καιρός των εξετάσεων δεν άργησε
να έρθει και δίχως πολλά πολλά πανηγύρια πέρασα στη Στρατιωτική Σχολή
Ευελπίδων. Πλέον, μια λαμπρή καριέρα –λέγανε- ανοιγότανε μπροστά μου και όλοι,
συγγενείς και φίλοι, βιαζόντουσαν να μου ευχηθούν «και στρατηγός!». Μόνο η μάνα
σιωπούσε βουρκωμένη. Εμένα, αυτό που μ’
ένοιαζε ήταν ότι θα έφευγα, κι ότι θα είχα κάτι το σίγουρο. Κι ας γύρναγα σαν
τσιγγάνος από δω κι από κει. Κι ας είχα τον καθένα πάνω απ’ το κεφάλι μου. Αργότερα,
βλέποντας και κάνοντας.
Πρέπει να ήταν σε κάποια έξοδο,
ένα μουντό Σαββατιάτικο απόγευμα, Φλεβάρης του 1991 και εγώ να τριγυρνώ άσκοπα
στο κέντρο. Έξω απ’ το «ΡΕΞ», στην Πανεπιστημίου, χάζευα ένα πάγκο με φτηνά βιβλία
και το μάτι μου έπεσε σε μια συλλογή
ποιημάτων του. Τα 154 ποιήματα που διάβασα το ίδιο βράδυ –σίγουρα κάπως βιαστικά
- ήταν αποκαλυπτικά. Ο καθαρός έρωτας
απέναντι στο αναπότρεπτο του θανάτου, οι μνήμες ενάντια στη φθορά του χρόνου, η
μοναχική αξιοπρέπεια κατά της κοινωνικής ηθικής, και άλλα τέτοια «σωκρατικά». Ο ποιητής, ανεπαισθήτως,
εμφυσούσε τα «καινά δαιμόνια» που θα συναντούσα
αργότερα, ξανά και ξανά, σε βιβλία, μουσικές και ταινίες, και που με τα χρόνια θα
αισθηματοποιούνταν ευεργετικά και «επικίνδυνα» εντός μου. Όλα αυτά τα «μισοειδωμένα πρόσωπα και οι αβέβαιες μνήμες» που θα με ακολουθούν
πιστά για περισσότερο από μια δεκαετία στις άνυδρες βόλτες μου στην Ελλάδα. Λαμία,
Σάμος, Αθήνα, Πρέβεζα και μόνιμη επιστροφή στην Πάτρα, στην πόλη που σε
ακολουθεί.
Η παρέα των μυστικών φίλων, με
τα χρόνια, όλο μεγάλωνε. Πλάι στον Καβάφη, ο «Ξένος», ο «Αλέξης Ζορμπάς», ο Ξανθούλης, «Τα Βαμμένα
Κόκκινα Μαλλιά», ο Κουμανταρέας, το «Οδός Πανός», ο Ταχτσής, ο Μίσσιος, ο
Τσαγκαρουσιάνος και άλλοι, και άλλοι, και άλλοι. Μα και οι παλιοί ρεμπέτες, και
ο Χατζιδάκις, και ο Άσιμος, και οι λίστες ατέλειωτες. Και τα όνειρα, που
σίγουρα θα έπαιρναν εκδίκηση, κι αυτά ευεργετικά παυσίλυπα άλλης μιας δίσεκτης μοναξιασμένης εποχής, που κάποτε,
ξαφνικά και άδοξα, τελείωσε κι αυτή.
Σήμερα, λοιπόν, που οι λαμπρές
καριέρες ανήκουν στο παρελθόν, και οι αστραφτερές στολές με τα γαλόνια κλείστηκαν
για πάντα στην ντουλάπα, όλα αυτά μοιάζουν μακρινά και ξένα. Στον Ποιητή που μας
δίδαξε Ζωή και Τέχνη, εμείς τα μακρινά ανίψια και νόθα τρισέγγονα, χρωστάμε πολλά. Και πιο πολύ το κουράγιο να αντέχουμε
και να ελπίζουμε. Ακόμη «κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις».
Ένας αρχαίος μύθος λέει ότι,
στις αρχές του προηγούμενου αιώνα-μέρες 1901 μ.Χ.- ο ποιητής, διερχόμενος για Ιταλία, πέρασε και
από την Πάτρα. Ήταν κατακαλόκαιρο, θείος Ιούλιος στα τελειώματα, με πολλή
ζέστη. Έμεινε τρεις μέρες στην πόλη, σε ένα ξενοδοχείο «καθαρώτατο, άνετα
επιπλωμένο, και διαθέτει καλή κουζίνα», όπως σημείωνε ευχαριστημένος στο
ημερολόγιό του. Παρ’ όλη την «τρομερή» ζέστη, έκανε βόλτες στους δρόμους και
στις πλατείες και θαύμασε τα αξιοθέατα της πόλης, αποκομίζοντας θετική
εντύπωση. Όλα αυτά εκείνον τον καιρό που ήταν ακόμα νέος –δεν είχε πατήσει τα
σαράντα- ταξίδευε κάπου κάπου, δεν έγραφε πολύ και κρυβόταν ακόμα με συστολή
πίσω από τις άτιμες τις σκάλες.
Μα τώρα τα χρόνια πέρασαν. Μπορεί,
πλέον, να μην τον διαβάζω τακτικά, αλλά τον
συναντώ τα απογεύματα, λίγο πριν σουρουπώσει. Γυροφέρνει άσκοπα κι αυτός σε
δρόμους και πλατείες, εδώ και κει, και πάντα μόνος. Κάπου κάπου σταματά κάποιον
πλανόδιο μικροπωλητή, ρωτώντας για την ποιότητα των παιχνιδιών, μα ποτέ δεν
αγοράζει κάτι, για ποιον άλλωστε. Όταν κουραστεί κάθεται στην Πλατείας Όλγας,
ανάβει τσιγάρο και παραγγέλνει διπλό ελληνικό. Σκέτο. Ή άλλες φορές, πιο αργά,
κάνα ούζο με ξυροκάρπια. Για ώρες, κάθεται μόνος και αμίλητος, άγνωστος μεταξύ
αγνώστων αυτός ο μέγας, και χάνεται στα δικά του. Και σαν βραδιάσει για τα καλά κατηφορίζει προς
το λιμάνι και το σταθμό των τρένων και χώνεται
στα σκοτεινά δρομάκια πίσω από τα ΚΤΕΛ.
Παρά την ηλικία του, περπατά γρήγορα και
νευρικά, ρίχνοντας βιαστικές μα
διαπεραστικές ματιές σ’ αυτούς τους μελαμψούς νέους με τα κουρελιασμένα ρούχα
και τα πεινασμένα μάτια, που ίσως κάτι να του θυμίζουν. Εγώ, όσες φορές
προσπάθησα να τον πλησιάσω και να του μιλήσω –ότι είμαστε κατά κάποιο τρόπο
συγγενείς ή τουλάχιστον ένα ευχαριστώ – δεν τα κατάφερα. Άνοιξε το βήμα του και
ξεμάκρυνε, δεν ξέρω γιατί. Μόνο καμιά φορά ένα ελαφρό μειδίαμα ή μια κίνηση του
κεφαλιού όλο συγκατάβαση. Δεν ήθελα να γίνω και φορτικός. Έτσι κι αλλιώς
απεχθανόταν από πάντα τις πολλές
συνάφειες και συναναστροφές.
Και δεν ξέρω καν που μένει.
*Πρώτη δημοσίευση Οδός Πανός τχ.148 Απρ-Ιουν 2010