Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

ΤΑ ΜΗΛΑ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ

    Στις τρεις χτυπά γερά το ξυπνητήρι. Ανοίγει τα μάτια, τα ξανακλείνει, σφίγγει το μαξιλάρι, γυρνά πλευρό, ξαναγυρνά, τεντώνεται, τανιέται. Στο τέλος σηκώνεται.  Βαρύς και παρασάνταλος. Τα όνειρα  είναι μακάβρια, εξουθενωτικά, η τουαλέτα τρία μέτρα δρόμος, γεμάτος ναρκοπέδια. Μια κατσαρίδα πετάγεται μπροστά του, κάνει ντρίπλα και την αποφεύγει. Σηκώνει το καπάκι. Κατουράει για ώρα. Νιώθει ανακούφιση. Στον καθρέπτη οι πιτσιλιές κρύβουν το σκυθρωπό βλέμμα. Τα γένια μακραίνουν και ασπρίζουν ασταμάτητα. Πρέπει να τα κόψει, ίσως και να τα βάψει κάποτε. Μα τώρα χρειάζεται καφέ και κάτι για τη ζαλάδα. Η τηλεόραση λέει ειδήσεις, μα δεν υπάρχουν νέα πια. Τα έχει ξανακούσει, ίσως σε κάποια άλλη ζωή, ίσως και χτες, μα την αφήνει να βουίζει.
   Την γκαρσονιέρα δεν την βλέπει ποτέ ο ήλιος κι αυτός παρακολουθεί τη ζωή απ’ τον φεγγίτη. Κάποιος πετάει τρία σάπια μήλα στο πεζοδρόμιο και μαζεύονται οι γάτες. Τα κοιτάζουν με περιέργεια, τα μυρίζουν και τα γλύφουν. Μα οι γάτες δεν τρώνε μήλα, ειδικά τα τρύπια, τα συφοριασμένα. Αυτά ανήκουν μόνο στα σκουλήκια τους.
   Ξαναγυρίζει στο κρεβάτι. Για ώρα ακίνητος και άσκεφτος, με τον ανεμιστήρα κατά πάνω του. Πρέπει να ψωνίσει. Να προλάβει τα μαγαζιά ανοιχτά. Τον φούρνο, το σούπερ μάρκετ, το περίπτερο. Είναι απόγευμα και κάνει ακόμα ζέστη. Οι ζέστες τον πειράζουν. Γυρίζει γρήγορα στο σπίτι κρατώντας τις σακούλες. Η πόλη άδεια, ψυχή στους δρόμους, στις πλατείες, ημέρες διακοπών. Θα τσιμπήσει κάτι, θα φτιάξει δεύτερο καφέ. Θα γυρίσει στο κρεβάτι. Κάτι θα βρει για να διαβάσει ή θα πάρει το λάπτοπ αγκαλιά για θερμοφόρα.
   Το βράδυ θα μπει σαν κλέφτης από τον φεγγίτη και τα σάπια μήλα θα γίνουν πέντε ολοστρόγγυλα φεγγάρια γεμάτα κρατήρες. Τότε οι γάτες θα εξαφανιστούν χωρίς να τα πειράξουν. Αυτά ανήκουν μόνο στα σκουλήκια τους. Ίσως βγει και λίγο για περπάτημα. Σκέβρωσε τόσες ώρες στο κρεβάτι.
   Η νύχτα θα περάσει πάλι όπως-όπως. Tο πρώτο φως θα κάψει τους ξεχασμένους βρικόλακες και τα σκουπιδιάρικα του δήμου θα αδειάσουν τους κάδους. Τα σκουλήκια  θα συνεχίζουν να ξεκοιλιάζουν  τα χαλασμένα μήλα. Στο τέλος, δεν θα αφήσουν τίποτα. Μόνο  φλούδες και κοτσάνια.      

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ


Γεννήθηκε όταν ο πόλεμος τελείωνε, από γενιά ανδρείων. Περίμεναν να τους φέρει την νίκη, μα δε μπόρεσε. Και δεν έφταιγε εκείνος.
Καθώς μεγάλωνε τον κρέμαγαν από συκιές ανάποδα και τον έδερναν, για να τον κάνουν καλό και χρήσιμο στην κοινωνία. Έτσι του είπαν, μα δεν τους πίστεψε και τράβηξε τον δικό του δρόμο.
Σχολείο δεν πήγε, ούτε έμαθε μια τέχνη. Μόνο, δυο χρόνια φυλακή  -λένε πως τον κατέδωσε η ίδια του η μάνα από αγάπη κι από τρέλα- και ένα στα καράβια. Κι απ’ το στρατό τους ξέφυγε νωρίς, μ’ ένα τρελόχαρτο στο χέρι και για παράσημο μια άσπρη τούφα στα μαλλιά.  
Στο πατρικό δεν ξαναγύρισε. Ο πατέρας αναρωτιόταν το γιατί. Τη μάνα, πλέον, δεν την ένοιαζε. Τον είχε πάντα δίπλα και μιλούσαν.
Στην πόλη πρωτοδούλεψε γκαρσόνι και παραγιός για όλες τις δουλειές. Κατόπιν πρόκοψε και άνοιξε δικό του μαγαζί. Για ξέμπαρκους, λαθρεπιβάτες, ανέστιους και μόνους. Όπως κι αυτός. Μα οι  μέρες ήταν ξέσυκιες, αργούσαν να νυχτώσουν και οι νύχτες κασαβέτιες, προάγγελοι θανάτου, περνούσαν όπως όπως.  Με γυναίκες, ποτά, σκονάκια και τσιγάρα.
Παντρεύτηκε δύο φορές. Γυναίκες της δουλειάς, που τις ήθελε και στο σπίτι. Έκανε και παιδιά, μα δεν πρόφτασε να τα φτιάξει. Τον σκότωσαν  νέο και ωραίο, στα σαράντα, έξω απ’ το μαγαζί, μ’ ένα καδρόνι στο κεφάλι. Για έναν αλμυρό λογαριασμό, είπαν, ή για μια όμορφη κυρία.
Διαθήκη δεν σκέφτηκε να κάνει. Άφησε μόνο ένα κορίτσι στην άσπρη του χαρά και ένα αγόρι που πήρε τ’ όνομά του. Περίμεναν να τον φέρει πίσω, μα δε μπόρεσε. Και δεν έφταιγε εκείνο.
Τον φέραν πίσω στο πατρικό. Οι γυναίκες μαυροφορέθηκαν, τ’ αδέρφια τσάκισαν. Γνωστοί και φίλοι έκλαψαν πολύ, ήταν σε όλους τους πολύ αγαπητός.
Οι γονείς κοιτούσαν αμίλητοι το φέρετρο.  Ο πατέρας αναρωτιόταν το γιατί. Την μάνα, πλέον, δεν την ένοιαζε. Τον είχε πάντα δίπλα και μιλούσαν.




Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑ ΟΛΓΑΣ

   Από χτες έβαλε ζέστες και δεν φυσάει καθόλου. Τα δέντρα στέκονται ακίνητα σαν πεθαμένα, κάποια παιδάκια παίζουν ακόμα στις κούνιες, νεαροί κουβεντιάζουν στα παγκάκια. Ο ήλιος, από ώρα, έχει κρυφτεί πίσω από τις πολυκατοικίες. 
   Το καφενείο έχει λίγο κόσμο και η εφημερίδα δεν γράφει τίποτα το σημαντικό, μόνο τρεις κηδείες στην προτελευταία σελίδα. Αυτή, γύρω στα σαράντα, κάθεται μόνη της και καπνίζει αργά. Φοράει εφαρμοστό τζιν και μπλούζα καφετιά στο χρώμα των μαλλιών της. Είναι όμορφη, σοβαρή και λυπημένη, αξιοπρεπής και πλήρης. Το παιδί με το δίσκο της φέρνει το ούζο που είχε παραγγείλει. Πίνει μια γουλιά, τραβάει και μια τζούρα και κοιτάει ψηλά την τέντα του μαγαζιού. Ένας ξεθωριασμένος σκύλος περνάει από δίπλα  και της κουνάει την ουρά. Δεν του δίνει σημασία. Συνεχίζει να καπνίζει και να πίνει το ούζο της. Χτυπάει το κινητό της και το σηκώνει αμέσως. Ψάχνει τριγύρω χαρούμενη, τα μάτια της ζωηρεύουν, βγάζουν μικρές φλογίτσες. Την πλησιάζει ένας άντρας στην ηλικία της, την αγκαλιάζει και την φιλάει. Γελούν και οι δυο με την καρδιά τους.
   Ένας πλανόδιος μουσικός παίζει ακορντεόν και τραγουδά ένα παλιό ρετρό. Η φωνή του είναι βραχνή και φάλτσα, ακούγεται κουρασμένος μα τα δίνει όλα. Όταν τελειώνει το τραγούδι ζητάει μια μικρή βοήθεια. Δεν του δίνει κανείς και φεύγει με σκυμμένο το κεφάλι για το επόμενο μαγαζί. Ο ξεθωριασμένος σκύλος τον ακολουθεί.
   Εκείνο το απόγευμα, το γυφτάκι που πουλάει κόκκινα μπρελόκ δεν πέρασε. 

Κυριακή 5 Ιουλίου 2015

ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ

   Την τελευταία πενταετία η χώρα μας μπήκε ξανά σακατεμένη στη δίνη της ιστορίας. Δυστυχώς, στο τιμόνι της βρέθηκαν οι ίδιοι άνθρωποι που την οδήγησαν στο σημερινό χάλι –έχει βέβαια και ο λαός τις ευθύνες του γι’ αυτό- συνασπισμένοι και υπάκουοι στις προσταγές των υπερεθνικών ελίτ και του ντόπιου ατροφικού κεφαλαίου, και με τους νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους υπηρέτες τους πάντα στον ρόλο μιας ψευτο-επιστημονικής και αντικειμενικής δικαιολόγησης της λιτότητας που εφαρμόστηκε, ως δήθεν αναπόφευκτος μονόδρομος (μείωση μισθών και συντάξεων, κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας κλπ). Έτσι, οι πλούσιοι γίναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι, στα όρια της εξαθλίωσης.
   Από τις αρχές του χρόνου, μετά τις εκλογές, η πολιτική κατάσταση του τόπου άλλαξε. Ο λαός για πρώτη φορά δεν φοβήθηκε και ψήφισε αριστερά, παρά την τρομοκρατία που του ασκήθηκε από τα ξένα και εντόπια συμφέροντα των αγορών. Τόσα χρόνια στον τρόμο της ανασφάλειας και της πείνας απέκτησε αντισώματα και ψήφισε  υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια.
   Η κυβέρνηση, παρόλες τις αντίθετες προβλέψεις και πρακτικές των προηγούμενων, δεν είπε ψέμματα και δεν πρόδωσε τον κόσμο που την εμπιστεύτηκε. Διαπραγματεύτηκε με θηρία και τέρατα, και παρόλο που δεν κατάφερε να φέρει μια συμφωνία, δεν ταπεινώθηκε. Γιατί, δυστυχώς, όπως αποδείχτηκε, ο πραγματικός στόχος των ευρωπαίων δεν ήταν μια έντιμη συμφωνία αλλά η φθορά και η πτώση μιας αριστερής κυβέρνησης, που αποτελούσε ενοχλητική παραφωνία μέσα στην ευρωζώνη, προτού μάλιστα φτάσουν οι ισπανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Έτσι, πίστευαν ότι θα στείλουν ένα  ηχηρό μήνυμα προς τους λαούς για το ποιος κάνει πραγματικό κουμάντο. Η κυβέρνηση δεν λύγισε, ούτε ξεπούλησε τις ιδεολογικές της αρχές. Αποφάσισε το δημοψήφισμα με ουσιαστικό ερώτημα, πέρα από όσα ακούστηκαν εδώ κι εκεί, αν ο λαός συνεχίζει να την εμπιστεύεται στην διαπραγμάτευση με τους ευρωπαίους ή όχι. 
   Μέχρι την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος μεσολάβησε και πάλι μια απίστευτη τρομοκρατία, μέχρι και τις τράπεζες έκλεισαν. Όλοι, ευρωπαίοι, παλαιό πολιτικό σύστημα, καναλάρχες, βιομήχανοι και άλλοι βρέθηκαν απέναντι στην αριστερά και κινδυλογούσαν ξεδιάντροπα.
   Όμως, ο ραγιάς απέθανε! Το ΟΧΙ επικράτησε με μεγάλο και απρόσμενο ποσοστό. Ο ελληνικός λαός έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στους, για την ώρα τουλάχιστον, έντιμους και σοβαρούς αριστερούς, που δείχνουν έμπρακτα ότι αγωνίζονται για το καλό των λαϊκών στρωμάτων.
   Μα πέρα απ’ τις χαρές και τα πανηγύρια,  πλέον η ευθύνη της κυβέρνησης είναι ιστορική, όχι κατ’ ανάγκη για την παραμονή της χώρας στο ευρώ. Περιμένουμε από την αριστερά να παραμείνει σοβαρή και έντιμη γιατί γνωρίζουμε καλά ότι είναι η τελευταία μας ελπίδα. Αν αποτύχει κι αυτή, ή ακόμα χειρότερα μας προδώσει, τότε η επιστροφή των ζόμπι και των δεινοσαύρων θα είναι αναπόφευκτη. Και αυτή που θα φέρει στην χώρα την απόλυτη ερήμωση και καταστροφή.

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

ΡΙΑΛΙΤΙ

   Η πρόταση στριφογύριζε συνέχεια στο κεφάλι του. Στο τέλος δέχτηκε. Δεν είχε και τίποτα να χάσει, οι γιατροί δεν του έδιναν πολύ ζωή ακόμα, ήδη είχαν αρχίσει οι έντονοι πόνοι. Αποδέχτηκε το τετελεσμένο γεγονός με ψυχραιμία. Όχι πως δεν φοβόταν, απλά δεν πίστευε σε μεταθανάτιες ιστορίες και άλλα τέτοια παραμύθια και αυτό κάπως δυσκόλευε τα πράγματα. Έτσι κι αλλιώς, πενήντα χρόνια δεν είναι ούτε πολλά, ούτε και λίγα.
   Για την γυναίκα του δεν νοιαζόταν, χρόνια χωρισμένοι, όταν θα το μάθαινε μπορεί και να χαιρόταν. Ούτε φίλους καλούς είχε πλέον για να τον κλάψουν, ούτε με παλιούς συναδέλφους είχε κρατήσει επαφή. Σιγά σιγά έπαψε να είναι διαθέσιμος και αποτραβήχτηκε μακριά απ’ όλους. Όσο για τους λοιπούς συγγενείς, ούτε στο κηδειόχαρτο δεν χωράγανε, στο διάολο όλοι τους.
   Μόνο την κόρη του σκεφτόταν, παρόλο που την έβλεπε αραιά και που. Μάλιστα,  την τελευταία φορά της είχε πει μεθυσμένος πως η μάνα της έφταιγε που ήθελε να την κρατήσει. Ένα ατύχημα ήταν, μια απροσεξία, η έξαψη της στιγμής, ένα τράβηγμα που την τελευταία στιγμή ματαιώθηκε. Το μεγαλύτερο λάθος της ζωής του. Ποτέ δεν συγχώρεσε τον εαυτό του γι’ αυτό. Αυτή δεν του απάντησε, ούτε ένα «άντε και γαμήσου» ή ένα φτύσιμο στα μούτρα που του άξιζαν. Μόνο στιγμιαία τα μάτια της γέμισαν νερά, του γύρισε απότομα την πλάτη και έφυγε. Γι’ αυτήν τουλάχιστον, ο θάνατός του θα ήτανε χρήσιμος.
   Η ιδέα ήταν φρέσκια ακόμα–δεν είχαν γυριστεί πολλά επεισόδια- και οι  παραγωγοί έψαχναν εναγωνίως  σε νοσοκομεία και κλινικές για εθελοντές, με το αζημίωτο πάντα. Καρκινοπαθείς, σχιζοφρενείς, κατάκοιτοι και αυτοκτονικοί,  όλοι τους επιθυμητοί. Κι ο ίδιος δεν είχε παράπονο. Πληρώθηκε καλά και προκαταβολικά -πως αλλιώς- και έτρεξε να καλύψει  και τις τελευταίες του υποχρεώσεις. Δεν του άρεσε να αφήνει εκκρεμότητες,  ήταν πάντα σε όλα του τυπικός.
   Μέχρι και απ’ το γραφείο κηδειών πέρασε. Οι υπάλληλοι είχαν έμειναν άγαλμα, μ’ ανοιχτό το στόμα. Μα πιο πολύ ξαφνιάστηκαν όταν τους ζήτησε να μην τυπώσουν κηδειόχαρτα –έτσι τελικά αποφάσισε- δεν θα προσκαλούσε κανέναν στην κηδεία του. Ακόμα και η κόρη του ήθελε να το μάθει απ’ τον δικηγόρο του κατόπιν εορτής. Ούτε παπάδες και ψαλμωδίες ήθελε - απαιχθανόταν τα κεριά και τα λιβάνια- ούτε σταυρούς και ταφόπλακες. Απ’ το σπίτι κατ’ ευθείαν  στον ξερό λάκο, άκλαφτος και αδιάβαστος, αυτός ο ασήμαντος κανένας, ένα εύγευστο μεζεδάκι για τα σκουλίκια.
   Θα το έδειχναν στη νυχτερινή ζώνη, μετά τις δώδεκα, ακατάλληλο για ανήλικους, ερωτευμένους και τους λίγους ακόμα ευτυχισμένους. Και για την κόρη του. Όμως, όχι σε κάποιο ψυχρό στούντιο ή σ’ ένα λευκό δωμάτιο νοσοκομείου. Ο όρος ήταν απαράβατος. Στο πατρικό του σπίτι, εκεί που γεννήθηκε, μεγάλωσε και πέρασε όλη του τη ζωή.
   Είχε γίνει μεγάλη διαφήμιση και η ακροαματικότητα άγγιζε το απόλυτο. Η επιτυχία ήταν εξασφαλισμένη. Το κοινό διψούσε για αίμα. Είχε γίνει και γκάλοπ, τα κινητά πήραν φωτιά, χιλιάδες τα μηνύματα, ψήφισαν πως. Υδροκυάνιο με καλαμάκι ή πιστόλι στο στόμα. Προσωπικά, δεν τον ένοιαζε, θα είχε ένα χρήσιμο θάνατο.
   Ήταν όλα έτοιμα. Η κάμερα στημένη απέναντί του, ο σκηνοθέτης καθισμένος στην αναπαυτική του πολυθρόνα κι αυτός  ήρεμος στο κρεβάτι. Το κοινό ήθελε με πιστόλι, διψούσε για αίμα. Αυτός ψύχραιμος και γελαστός.
   Τελευταίες οδηγίες. Η κάμερα λίγο πιο πάνω και ζουμ πίσω του στον τοίχο. Αποχαιρετισμός του κοινού, ευχές για υγεία, μακροημέρευση και ευτυχία. Το όπλο στο στόμα με την κάνη προς τα πάνω. Λάμψη και κρότος και αυτός ασάλευτος να κοιτά με έκπληξη τους θεατές.
   Η κόρη τελικά το έμαθε έγκαιρα –είδε την εκπομπή- και έθαψε τον πατέρα. Αυτή και το γραφείο τελετών μόνο. Όσο για το ριάλιτι, για κάμποσο καιρό έγινε της μόδας και μπήκε σε τροχιά θριάμβου. Ώσπου το κοινό χόρτασε από αίμα.

*Πρώτη δημοσίευση Οδός Πανός τχ.141 Ιουλ-Σεπ 2008

Ο ΚΑΒΑΦΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ

   Ήταν στις τελευταίες τάξεις του σχολείου που ακούγαμε για πρώτη φορά για κάτι  έκπτωτους  βασιλιάδες και  άνεργους συγκλητικούς, για αόρατους θιάσους και αρωματισμένους  νέους, για μακρινές σατραπείες και άλλα παρόμοια. Και όλα αυτά  μας ταρακουνούσαν και μας γοήτευαν λιγάκι, έστω και προσωρινά, εμάς τους βαριεστημένους περί των σχολικών νέους του 1988. Κι ας μην τα απαγγέλλαμε σωστά, όπως και κείνη η κακομοίρα  η φιλόλογος που τα πετσόκοβε για να τα αναλύσει γραμμή προς γραμμή, λέξη προς λέξη και να μας διδάξει την περιλάλητη καβαφική ειρωνεία. Αυτή μονάχα και τίποτα άλλο.  Εκεί τελείωνε η αποστολή της.
   Βέβαια, ο ποιητής είχε περισσότερα να μας πει, κι ας μην τον  καταλαβαίναμε ακόμα εκείνα τα άγουρα χρόνια. Ήταν και άλλες οι  προτεραιότητες: Μαθηματικά, Φυσική, Χημεία, Πανελλήνιες  και ο στρατός ως μια κάποια λύση, στο τέλος μιας δύσκολης εφηβείας. Απώλεια, στέρηση, μοναξιά. και η αδιόρατη λεπτή γραμμή της μαύρης χολής που όλο και ξεμάκραινε.
   Ο καιρός των εξετάσεων δεν άργησε να έρθει και δίχως πολλά πολλά πανηγύρια πέρασα στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Πλέον, μια λαμπρή καριέρα –λέγανε- ανοιγότανε μπροστά μου και όλοι, συγγενείς και φίλοι, βιαζόντουσαν να μου ευχηθούν «και στρατηγός!». Μόνο η μάνα  σιωπούσε βουρκωμένη. Εμένα, αυτό που μ’ ένοιαζε ήταν ότι θα έφευγα, κι ότι θα είχα κάτι το σίγουρο. Κι ας γύρναγα σαν τσιγγάνος από δω κι από κει. Κι ας είχα τον καθένα πάνω απ’ το κεφάλι μου. Αργότερα, βλέποντας και κάνοντας.
   Πρέπει να ήταν σε κάποια έξοδο, ένα μουντό Σαββατιάτικο απόγευμα, Φλεβάρης του 1991 και εγώ να τριγυρνώ άσκοπα στο κέντρο. Έξω απ’ το «ΡΕΞ», στην Πανεπιστημίου, χάζευα ένα πάγκο με φτηνά βιβλία και το μάτι  μου έπεσε σε μια συλλογή ποιημάτων του. Τα 154 ποιήματα που διάβασα το ίδιο βράδυ –σίγουρα κάπως βιαστικά -  ήταν αποκαλυπτικά. Ο καθαρός έρωτας απέναντι στο αναπότρεπτο του θανάτου, οι μνήμες ενάντια στη φθορά του χρόνου, η μοναχική αξιοπρέπεια κατά της κοινωνικής ηθικής, και άλλα τέτοια  «σωκρατικά». Ο ποιητής, ανεπαισθήτως, εμφυσούσε  τα «καινά δαιμόνια» που θα συναντούσα αργότερα, ξανά και ξανά, σε βιβλία, μουσικές και ταινίες, και που με τα χρόνια θα αισθηματοποιούνταν ευεργετικά και «επικίνδυνα» εντός μου. Όλα αυτά τα  «μισοειδωμένα πρόσωπα και  οι αβέβαιες μνήμες» που θα με ακολουθούν πιστά για περισσότερο από μια δεκαετία στις άνυδρες βόλτες μου στην Ελλάδα. Λαμία, Σάμος, Αθήνα, Πρέβεζα και μόνιμη επιστροφή στην Πάτρα, στην πόλη που σε ακολουθεί.
   Η παρέα των μυστικών φίλων, με τα χρόνια, όλο μεγάλωνε. Πλάι στον Καβάφη, ο «Ξένος»,  ο «Αλέξης Ζορμπάς», ο Ξανθούλης, «Τα Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά», ο Κουμανταρέας, το «Οδός Πανός», ο Ταχτσής, ο Μίσσιος, ο Τσαγκαρουσιάνος και άλλοι, και άλλοι, και άλλοι. Μα και οι παλιοί ρεμπέτες, και ο Χατζιδάκις, και ο Άσιμος, και οι λίστες ατέλειωτες. Και τα όνειρα, που σίγουρα θα έπαιρναν εκδίκηση, κι αυτά ευεργετικά παυσίλυπα άλλης μιας  δίσεκτης μοναξιασμένης εποχής, που κάποτε, ξαφνικά και άδοξα, τελείωσε κι αυτή.
   Σήμερα, λοιπόν, που οι λαμπρές καριέρες ανήκουν στο παρελθόν, και οι αστραφτερές στολές με τα γαλόνια κλείστηκαν για πάντα στην ντουλάπα, όλα αυτά μοιάζουν μακρινά και ξένα. Στον Ποιητή που μας δίδαξε Ζωή και Τέχνη, εμείς τα μακρινά ανίψια και νόθα  τρισέγγονα,  χρωστάμε πολλά. Και πιο πολύ το κουράγιο να αντέχουμε και να ελπίζουμε. Ακόμη «κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις».
   Ένας αρχαίος μύθος λέει ότι, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα-μέρες 1901 μ.Χ.-  ο ποιητής, διερχόμενος για Ιταλία, πέρασε και από την Πάτρα. Ήταν κατακαλόκαιρο, θείος Ιούλιος στα τελειώματα, με πολλή ζέστη. Έμεινε τρεις μέρες στην πόλη, σε ένα ξενοδοχείο «καθαρώτατο, άνετα επιπλωμένο, και διαθέτει καλή κουζίνα», όπως σημείωνε ευχαριστημένος στο ημερολόγιό του. Παρ’ όλη την «τρομερή» ζέστη, έκανε βόλτες στους δρόμους και στις πλατείες και θαύμασε τα αξιοθέατα της πόλης, αποκομίζοντας θετική εντύπωση. Όλα αυτά εκείνον τον καιρό που ήταν ακόμα νέος –δεν είχε πατήσει τα σαράντα- ταξίδευε κάπου κάπου, δεν έγραφε πολύ και κρυβόταν ακόμα με συστολή πίσω από τις άτιμες τις σκάλες.
   Μα τώρα τα χρόνια πέρασαν. Μπορεί,  πλέον, να μην τον διαβάζω τακτικά, αλλά τον συναντώ τα απογεύματα, λίγο πριν σουρουπώσει. Γυροφέρνει άσκοπα κι αυτός σε δρόμους και πλατείες, εδώ και κει, και πάντα μόνος. Κάπου κάπου σταματά κάποιον πλανόδιο μικροπωλητή, ρωτώντας για την ποιότητα των παιχνιδιών, μα ποτέ δεν αγοράζει κάτι, για ποιον άλλωστε. Όταν κουραστεί κάθεται στην Πλατείας Όλγας, ανάβει τσιγάρο και παραγγέλνει διπλό ελληνικό. Σκέτο. Ή άλλες φορές, πιο αργά, κάνα ούζο με ξυροκάρπια. Για ώρες, κάθεται μόνος και αμίλητος, άγνωστος μεταξύ αγνώστων αυτός ο μέγας, και χάνεται στα δικά του.  Και σαν βραδιάσει για τα καλά κατηφορίζει προς το λιμάνι και το σταθμό των τρένων και χώνεται  στα σκοτεινά δρομάκια πίσω από τα ΚΤΕΛ.
   Παρά την ηλικία του, περπατά γρήγορα και νευρικά,  ρίχνοντας βιαστικές μα διαπεραστικές ματιές σ’ αυτούς τους μελαμψούς νέους με τα κουρελιασμένα ρούχα και τα πεινασμένα μάτια, που ίσως κάτι να του θυμίζουν. Εγώ, όσες φορές προσπάθησα να τον πλησιάσω και να του μιλήσω –ότι είμαστε κατά κάποιο τρόπο συγγενείς ή τουλάχιστον ένα ευχαριστώ – δεν τα κατάφερα. Άνοιξε το βήμα του και ξεμάκρυνε, δεν ξέρω γιατί. Μόνο καμιά φορά ένα ελαφρό μειδίαμα ή μια κίνηση του κεφαλιού όλο συγκατάβαση. Δεν ήθελα να γίνω και φορτικός. Έτσι κι αλλιώς απεχθανόταν από πάντα  τις πολλές συνάφειες και συναναστροφές.
   Και δεν ξέρω καν που μένει.


*Πρώτη δημοσίευση Οδός Πανός τχ.148 Απρ-Ιουν 2010

Η ΚΑΚΙΑ ΣΤΙΓΜΗ

Την περίμενε ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Πάνω στο κομοδίνο, το μπουκάλι είχε κατέβει μέχρι τη μέση και το τασάκι γεμάτο στάχτες και αποτσίγαρα.
   Ταξίδευε συνέχεια, ένα βράδυ θα έμενε μόνο. Ούτε στο χωριό δεν προλάβαινε να πάει, να δει τη μάνα του για λίγο. Ίσως την επόμενη φορά.
   Της τηλεφώνησε και ήρθε αμέσως εδώ. Όπως πάντα. Στο ίδιο ξενοδοχείο, στο ίδιο δωμάτιο, στην ίδια πάντα γωνιά του πρώτου ορόφου. Απ’ το μπαλκόνι  να χαζεύει το μικρό λιμάνι με τα μεγάλα καράβια δίπλα στον σταθμό των τρένων. Το φεγγάρι δεν είχε φανεί ακόμη.
   Χάιδεψε απαλά τα χαμνά του και κάρφωσε το βλέμμα στο ταβάνι. Τέσσερα χρόνια την ήξερε μόνο, πεντ’ έξι φορές είχαν βρεθεί όλες κι όλες. Αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες –έτσι πίστευε- τον καταλάβαινε κάπως, όχι μόνο για τα λεφτά. Ένα ναυάγιο κι αυτή, σαν όλους μας. Με τον άντρα της ανάσκελα από πρέζα και ένα αγόρι να το μεγαλώνει η μάνα της.
   Είχαν καιρό να ειδωθούν, του είχε λείψει. Ίσως να την παντρευόταν κάποτε, όταν θα έβγαινε στη σύνταξη και δεν θα ξαναμπαρκάριζε. Σήμερα όμως ήθελε μόνο να γαμήσει και να χύσει, να ξαλαφρώσει, να παρηγορηθεί. Μια  αγκαλιά, ένα χάδι, και ύπνος βαρύς και δίχως όνειρα.  
   Ξερόβηξε δυνατά, άρπαξε το μπουκάλι και ήπιε. Ήταν ολομόναχος, το ρολόι του τοίχου έδειχνε σταθερά τρεις και κείνη είχε αργήσει.
   Μπήκε μέσα τρεκλίζοντας και πήγε κατευθείαν στο μπάνιο, ούτε καλησπέρα δεν είπε. Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπο, ίσιωσε κάπως τα μαλλιά και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Είχε τα χάλια της, γερνούσε σταθερά και απόψε δεν έπρεπε να έρθει.  
   Όταν βγήκε, πήρε το μπουκάλι απ’ το κομοδίνο, και ήπιε το λίγο που είχε απομείνει. Έκανε ν’ ανάψει τσιγάρο, μα την άρπαξε δυνατά απ’ το χέρι και την τράβηξε κοντά του. Δεν ήθελε απόψε, δεν  έπρεπε να πάει. Άρχισαν να βρίζονται και να χτυπιούνται, πάλευαν πάνω στο κρεβάτι.
    Κάποια στιγμή σηκώθηκε όρθιος, την βούτηξε απ’ τα μαλλιά και την έσυρε έξω στο μπαλκόνι. Συνέχισε να την βρίζει και να τη χτυπά και κείνη να ουρλιάζει από τον πόνο. Ξαφνικά, την σήκωσε  ψηλά και  την πέταξε χάμω σαν σακί, απ’ τα επτάμισι μέτρα.  Την ξανάβρισε, μπήκε μέσα και έκλεισε πίσω του την μπαλκονόπορτα.
    Πεσμένη καταγής, βογκούσε ξεψυχισμένα. Κάποιοι μαζεύτηκαν γύρω γύρω και ένας απ’ το ξενοδοχείο κάλεσε τις πρώτες βοήθειες. Όταν έφτασε το ασθενοφόρο, αυτός είχε βγει πάλι στο μπαλκόνι –ντυμένος και ξεμέθυστος πλέον- και παρακολουθούσε. Στο λιμάνι βρισκόντουσαν τρία καράβια αγκυροβολημένα και η σελήνη απόψε δεν βγήκε.
   Υπήρχαν δύο μάρτυρες που είδαν όλο το συμβάν. Πήγαν το ίδιο βράδυ στην Ασφάλεια και έδωσαν κατάθεση. Ήταν δολοφόνος και τέρας, είπαν, δεν υπήρχε αμφιβολία. Ήθελε να την ξεκάνει. Και δεν ντράπηκε να βγει ολόγυμνος στο μπαλκόνι.
   Αυτός τα αρνήθηκε όλα. Έπεσε μόνη της, είπε. Ήταν πιωμένη, του φώναζε και τον έβριζε χωρίς λόγο. Προσπάθησε να την κρατήσει, μα δεν μπόρεσε. Του ξέφυγε απ’ τα χέρια κι έπεσε στο κράσπεδο.
   Παρ’ όλα αυτά, η γυναίκα στάθηκε τυχερή. Έσπασε μόνο τη λεκάνη  και τ’ αριστερό της πόδι, μα  η ζωή της δεν κινδύνευε. Θα ζούσε και θα γινότανε καλά. Ήταν ατύχημα, τους είπε. Δεν καταλάβαινε τι έκανε, αυτός δεν έφταιγε σε τίποτα, να την σώσει ήθελε.
   Έτσι, οι μάρτυρες άλλαξαν την αρχική κατάθεση, μάλλον δεν είδανε καλά, είχε πολύ σκοτάδι, ένα η θάλασσα κι ο ουρανός, και η νύχτα τους ξεγέλασε. Κανείς δεν έφταιγε, είπαν, ήταν η κακιά στιγμή.

   Η γυναίκα τελικά συνήλθε. Αυτός πήγε στο χωριό, είδε τη γριά μάνα του και μπαρκάρισε ξανά. Συνέχισαν να βλέπονται, όπως πρώτα. Όχι όμως στο ίδιο ξενοδοχείο.

*Πρώτη δημοσίευση Οδός Πανός τχ. 135 Ιαν-Μαρ 2007

ΚΑΥΤΕΣ ΚΟΤΣΙΛΙΕΣ

   Οι κοτσιλιές είναι καυτές και νερουλές. Το γνωρίζω γιατί είμαι παθός. Ήταν πριν από είκοσι πέντε χρόνια, το καλοκαίρι που τελείωνα το λύκειο. Μέσα σε ένα μήνα είχα γίνει τρεις φορές στόχος περιστεριών. Δύο στο σβέρκο μου επάνω και μια –απίστευτο και όμως αληθινό!-  μέσα στο αριστερό μου μάτι, πίσω από τα μεγάλα φώτο γκρέι γυαλιά μυωπίας που φορούσα εκείνα τα χρόνια. Ούτε αυτά δεν μπόρεσαν να με προστατεύσουν, μα ευτυχώς δεν έχασα το φως μου. Και ήταν τέτοιο το σοκ που για καιρό, περπατώντας στο δρόμο, αντί να προσέχω μπροστά μου τις επικίνδυνες λακκούβες και τις κακοτεχνίες,  κοιτούσα φοβισμένος τα ακροκέραμα των παλιών σπιτιών και τα ηλεκτροφόρα καλώδια, κάνοντας τους ανάλογους ελιγμούς. Μα αν σε είχαν βάλει στο μάτι, όπου και να περπατούσες κινδύνευες. Το ναρκοπέδιο δεν διέθετε λωρίδες διαφυγής. Πάντως η μάνα μου έλεγε πως είναι γούρι να σε χέζουν περιστέρια και ίσως να ‘χε δίκιο. Έτσι κι αλλιώς, από τότε, δεν ξανάφαγα καυτή κοτσιλιά στη μούρη, σημάδι πως η τύχη μ’ εγκατέλειψε δια παντός.
   Παρόλα αυτά τα περιστέρι μου είναι συμπαθή γιατί ομορφαίνουν την πόλη μας, ειδικά τις πλατείες. Και μου σφίγγεται το στομάχι όταν βλέπω κάποιο πατικωμένο στη μέση του δρόμου με τα φτερά ανοιγμένα,  έτοιμο να πετάξει, μα δεν πρόλαβε. Μια γκρίζα χαλκομανία στην μέση της ασφάλτου, κάτω απ’ τα αύννεφα του ουρανού, ανάμεσα σε πολυκατοικίες, αρουραίους και ανθρώπους, όλα γκρίζα και μελαγχολικά, μα τόσο όμορφα.
   Τώρα τις καυτές κοτσιλιές τις πετάω εγώ. Είμαι ο μέγας κότσιλος του σύμπαντος, ένα γκρίζο πετούμενο του ουρανού που μετά από σαράντα τρία χρόνια απουσίας στην έρημο επιστρέφω σοφότερος και πλήρης, πετάω από πάνω μου τον μαγικό μανδύα, γίνομαι επιτέλους ορατός και όποιον πάρει ο χάρος, ίσως και μένα.
   Το ιστολόγιο θα περιέχει σύντομα κείμενα φαντασίας και πραγματικότητας, με την προϋπόθεση ότι θα κατανικηθεί η φυσική μου ροπή για τεμπελιά και ονειροπόληση και θα στρωθώ στη δουλειά. Χαρά  και εργασία λοιπόν, και πολλές καυτές κοτσιλιές στα άδεια μας κεφάλια.

   
Υ.Γ. Ποτέ δεν είπα τα σκατά των πουλιών «κουτσουλιές». Θεωρώ τη λέξη κακόηχη και αντιαισθητική, αδιαφορώ δε για την ετυμολογική της ρίζα και ιστορία.