Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

Η ΚΑΚΙΑ ΣΤΙΓΜΗ

Την περίμενε ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Πάνω στο κομοδίνο, το μπουκάλι είχε κατέβει μέχρι τη μέση και το τασάκι γεμάτο στάχτες και αποτσίγαρα.
   Ταξίδευε συνέχεια, ένα βράδυ θα έμενε μόνο. Ούτε στο χωριό δεν προλάβαινε να πάει, να δει τη μάνα του για λίγο. Ίσως την επόμενη φορά.
   Της τηλεφώνησε και ήρθε αμέσως εδώ. Όπως πάντα. Στο ίδιο ξενοδοχείο, στο ίδιο δωμάτιο, στην ίδια πάντα γωνιά του πρώτου ορόφου. Απ’ το μπαλκόνι  να χαζεύει το μικρό λιμάνι με τα μεγάλα καράβια δίπλα στον σταθμό των τρένων. Το φεγγάρι δεν είχε φανεί ακόμη.
   Χάιδεψε απαλά τα χαμνά του και κάρφωσε το βλέμμα στο ταβάνι. Τέσσερα χρόνια την ήξερε μόνο, πεντ’ έξι φορές είχαν βρεθεί όλες κι όλες. Αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες –έτσι πίστευε- τον καταλάβαινε κάπως, όχι μόνο για τα λεφτά. Ένα ναυάγιο κι αυτή, σαν όλους μας. Με τον άντρα της ανάσκελα από πρέζα και ένα αγόρι να το μεγαλώνει η μάνα της.
   Είχαν καιρό να ειδωθούν, του είχε λείψει. Ίσως να την παντρευόταν κάποτε, όταν θα έβγαινε στη σύνταξη και δεν θα ξαναμπαρκάριζε. Σήμερα όμως ήθελε μόνο να γαμήσει και να χύσει, να ξαλαφρώσει, να παρηγορηθεί. Μια  αγκαλιά, ένα χάδι, και ύπνος βαρύς και δίχως όνειρα.  
   Ξερόβηξε δυνατά, άρπαξε το μπουκάλι και ήπιε. Ήταν ολομόναχος, το ρολόι του τοίχου έδειχνε σταθερά τρεις και κείνη είχε αργήσει.
   Μπήκε μέσα τρεκλίζοντας και πήγε κατευθείαν στο μπάνιο, ούτε καλησπέρα δεν είπε. Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπο, ίσιωσε κάπως τα μαλλιά και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Είχε τα χάλια της, γερνούσε σταθερά και απόψε δεν έπρεπε να έρθει.  
   Όταν βγήκε, πήρε το μπουκάλι απ’ το κομοδίνο, και ήπιε το λίγο που είχε απομείνει. Έκανε ν’ ανάψει τσιγάρο, μα την άρπαξε δυνατά απ’ το χέρι και την τράβηξε κοντά του. Δεν ήθελε απόψε, δεν  έπρεπε να πάει. Άρχισαν να βρίζονται και να χτυπιούνται, πάλευαν πάνω στο κρεβάτι.
    Κάποια στιγμή σηκώθηκε όρθιος, την βούτηξε απ’ τα μαλλιά και την έσυρε έξω στο μπαλκόνι. Συνέχισε να την βρίζει και να τη χτυπά και κείνη να ουρλιάζει από τον πόνο. Ξαφνικά, την σήκωσε  ψηλά και  την πέταξε χάμω σαν σακί, απ’ τα επτάμισι μέτρα.  Την ξανάβρισε, μπήκε μέσα και έκλεισε πίσω του την μπαλκονόπορτα.
    Πεσμένη καταγής, βογκούσε ξεψυχισμένα. Κάποιοι μαζεύτηκαν γύρω γύρω και ένας απ’ το ξενοδοχείο κάλεσε τις πρώτες βοήθειες. Όταν έφτασε το ασθενοφόρο, αυτός είχε βγει πάλι στο μπαλκόνι –ντυμένος και ξεμέθυστος πλέον- και παρακολουθούσε. Στο λιμάνι βρισκόντουσαν τρία καράβια αγκυροβολημένα και η σελήνη απόψε δεν βγήκε.
   Υπήρχαν δύο μάρτυρες που είδαν όλο το συμβάν. Πήγαν το ίδιο βράδυ στην Ασφάλεια και έδωσαν κατάθεση. Ήταν δολοφόνος και τέρας, είπαν, δεν υπήρχε αμφιβολία. Ήθελε να την ξεκάνει. Και δεν ντράπηκε να βγει ολόγυμνος στο μπαλκόνι.
   Αυτός τα αρνήθηκε όλα. Έπεσε μόνη της, είπε. Ήταν πιωμένη, του φώναζε και τον έβριζε χωρίς λόγο. Προσπάθησε να την κρατήσει, μα δεν μπόρεσε. Του ξέφυγε απ’ τα χέρια κι έπεσε στο κράσπεδο.
   Παρ’ όλα αυτά, η γυναίκα στάθηκε τυχερή. Έσπασε μόνο τη λεκάνη  και τ’ αριστερό της πόδι, μα  η ζωή της δεν κινδύνευε. Θα ζούσε και θα γινότανε καλά. Ήταν ατύχημα, τους είπε. Δεν καταλάβαινε τι έκανε, αυτός δεν έφταιγε σε τίποτα, να την σώσει ήθελε.
   Έτσι, οι μάρτυρες άλλαξαν την αρχική κατάθεση, μάλλον δεν είδανε καλά, είχε πολύ σκοτάδι, ένα η θάλασσα κι ο ουρανός, και η νύχτα τους ξεγέλασε. Κανείς δεν έφταιγε, είπαν, ήταν η κακιά στιγμή.

   Η γυναίκα τελικά συνήλθε. Αυτός πήγε στο χωριό, είδε τη γριά μάνα του και μπαρκάρισε ξανά. Συνέχισαν να βλέπονται, όπως πρώτα. Όχι όμως στο ίδιο ξενοδοχείο.

*Πρώτη δημοσίευση Οδός Πανός τχ. 135 Ιαν-Μαρ 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου