Γεννήθηκε
όταν ο πόλεμος τελείωνε, από γενιά ανδρείων. Περίμεναν να τους φέρει την νίκη,
μα δε μπόρεσε. Και δεν έφταιγε εκείνος.
Καθώς
μεγάλωνε τον κρέμαγαν από συκιές ανάποδα και τον έδερναν, για να τον κάνουν
καλό και χρήσιμο στην κοινωνία. Έτσι του είπαν, μα δεν τους πίστεψε και τράβηξε
τον δικό του δρόμο.
Σχολείο δεν πήγε, ούτε έμαθε μια τέχνη. Μόνο, δυο χρόνια φυλακή -λένε πως τον κατέδωσε η ίδια του η μάνα από
αγάπη κι από τρέλα- και ένα στα καράβια. Κι απ’ το στρατό τους ξέφυγε νωρίς, μ’
ένα τρελόχαρτο στο χέρι και για παράσημο μια άσπρη τούφα στα μαλλιά.
Στο
πατρικό δεν ξαναγύρισε. Ο πατέρας αναρωτιόταν το γιατί. Τη μάνα, πλέον, δεν την
ένοιαζε. Τον είχε πάντα δίπλα και μιλούσαν.
Στην
πόλη πρωτοδούλεψε γκαρσόνι και παραγιός για όλες τις δουλειές. Κατόπιν πρόκοψε
και άνοιξε δικό του μαγαζί. Για ξέμπαρκους, λαθρεπιβάτες, ανέστιους και μόνους.
Όπως κι αυτός. Μα οι μέρες ήταν ξέσυκιες,
αργούσαν να νυχτώσουν και οι νύχτες κασαβέτιες, προάγγελοι θανάτου, περνούσαν όπως
όπως. Με γυναίκες, ποτά, σκονάκια και
τσιγάρα.
Παντρεύτηκε
δύο φορές. Γυναίκες της δουλειάς, που τις ήθελε και στο σπίτι. Έκανε και παιδιά,
μα δεν πρόφτασε να τα φτιάξει. Τον σκότωσαν νέο και ωραίο, στα σαράντα, έξω απ’ το μαγαζί,
μ’ ένα καδρόνι στο κεφάλι. Για έναν αλμυρό λογαριασμό, είπαν, ή για μια όμορφη
κυρία.
Διαθήκη δεν σκέφτηκε να κάνει. Άφησε μόνο ένα
κορίτσι στην άσπρη του χαρά και ένα αγόρι που πήρε τ’ όνομά του. Περίμεναν να
τον φέρει πίσω, μα δε μπόρεσε. Και δεν έφταιγε εκείνο.
Τον φέραν πίσω στο πατρικό. Οι γυναίκες
μαυροφορέθηκαν, τ’ αδέρφια τσάκισαν. Γνωστοί και φίλοι έκλαψαν πολύ, ήταν σε
όλους τους πολύ αγαπητός.
Οι
γονείς κοιτούσαν αμίλητοι το φέρετρο. Ο
πατέρας αναρωτιόταν το γιατί. Την μάνα, πλέον, δεν την ένοιαζε. Τον είχε πάντα
δίπλα και μιλούσαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου