Το καφενείο
έχει λίγο κόσμο και η εφημερίδα δεν γράφει τίποτα το σημαντικό, μόνο τρεις
κηδείες στην προτελευταία σελίδα. Αυτή, γύρω στα σαράντα, κάθεται μόνη της και
καπνίζει αργά. Φοράει εφαρμοστό τζιν και μπλούζα καφετιά στο χρώμα των μαλλιών
της. Είναι όμορφη, σοβαρή και λυπημένη, αξιοπρεπής και πλήρης. Το παιδί με το
δίσκο της φέρνει το ούζο που είχε παραγγείλει. Πίνει μια γουλιά, τραβάει και μια
τζούρα και κοιτάει ψηλά την τέντα του μαγαζιού. Ένας ξεθωριασμένος σκύλος
περνάει από δίπλα και της κουνάει
την ουρά. Δεν του δίνει σημασία. Συνεχίζει να καπνίζει και να πίνει το ούζο
της. Χτυπάει το
κινητό της και το σηκώνει αμέσως. Ψάχνει τριγύρω χαρούμενη, τα μάτια της ζωηρεύουν,
βγάζουν μικρές φλογίτσες. Την πλησιάζει ένας άντρας στην ηλικία της, την αγκαλιάζει
και την φιλάει. Γελούν και οι δυο με την καρδιά τους.
Ένας πλανόδιος
μουσικός παίζει ακορντεόν και τραγουδά ένα παλιό ρετρό. Η φωνή του είναι βραχνή
και φάλτσα, ακούγεται κουρασμένος μα τα δίνει όλα. Όταν τελειώνει το τραγούδι ζητάει
μια μικρή βοήθεια. Δεν του δίνει κανείς και φεύγει με σκυμμένο το κεφάλι για το
επόμενο μαγαζί. Ο ξεθωριασμένος σκύλος τον ακολουθεί.
Εκείνο το
απόγευμα, το γυφτάκι που
πουλάει κόκκινα μπρελόκ δεν πέρασε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου