Περίμενε στη διασταύρωση
ν’ ανάψει το πράσινο και άκουγε στο ραδιόφωνο λαϊκά. Αυτή στεκόταν λίγο πιο
πέρα, μετά τα φανάρια, και του έκανε νόημα. Κούτσαινε ελαφρά και παραπατούσε,
σαν να είχε ξεχαρβαλωθεί το τακούνι της. Πήγαινε στο λιμάνι, του είπε, σε μια κάθετη.
Δρόμος μικρός, στενός κι ασήμαντος. Αν δεν τον ήξερε κανένα πρόβλημα, θα τον
καθοδηγούσε αυτή. Την κοίταξε αρκετές φορές απ’ τον καθρέφτη, με γρήγορες,
λοξές ματιές. Δεν μπορούσε να κάνει λάθος, αυτή ήταν. Το βλέμμα ολόιδιο, και η
φωνή της -λίγο πιο βραχνή- μα στα
υπόλοιπα αγνώριστη. Είχαν περάσει και είκοσι χρόνια, δεν την είχε ξαναδεί από
τότε. Είχε γεράσει, μα την αναγνώρισε, αυτή ήταν. Ευτυχώς, τα μάτια δεν
γερνάνε. Κάποια στιγμή διασταυρώθηκαν κι
αντάλλαξαν χαμόγελα. Τις έλειπαν κάμποσα δόντια. Του χαμογέλασε πρώτη, δεν
πρέπει όμως να τον γνώρισε, αλλιώς κάτι θα του ‘λεγε, κάτι θα ρώταγε. Δεν είπε
τίποτα. Συνέχισε να φρεσκάρει τα χείλη της με το ίδιο πάντα κραγιόν από κεράσι.
Και γύρω από τα μάτια οι ίδιες πάντα γαλάζιες ανταύγειες. Απ’ την άλλη, κι αυτός
είχε αλλάξει πολύ. Αμούστακο παιδί ήταν τότε. Και το ταξί, ίσως κάτι να της
θύμιζε, μα που να πάει το μυαλό της. Είχαν περάσει και είκοσι χρόνια. Μια ζωή.
Όταν οι γονείς του σκοτώθηκαν
-και οι δυο μαζί, σε τροχαίο- πήγε να μείνει στον αδερφό της μάνας του. Σ’ αυτό
τουλάχιστον στάθηκε τυχερός. Έμπαινε στα είκοσι τρία, τελείωνε το μαθηματικό,
ενήλικας βάσει νόμου, και κανένας φιλεύσπλαχνος εισαγγελέας δεν μπορούσε να του
επιβάλει κηδεμόνα. Εκείνος ο φαλακρός δηλαδή, ο αγέλαστος, με τα κοκάλινα γυαλιά που αποφάσισε για τα
μικρότερα αδέρφια του, χωρίς να ρωτήσει καν, ότι θα έμεναν με το άλλο σόι, του
πατέρα του. Ο θείος ήταν ανύπαντρος και μόνος, ο χρόνος είναι γιατρός του είπε,
θα συνηθίσουμε, μα πιο πριν, τη μέρα της κηδείας, έκλαψε πολύ πάνω και απ’ τα
δύο φέρετρα, σαν μικρό παιδί, μπροστά σε όλους, χωρίς ντροπή, δυο μέτρα άντρακλας.
Αυτή την είχε γκόμενα. Όταν γύρισαν σπίτι, τού τη γνώρισε. Ήταν κουκλάρα η
άτιμη, πανέμορφη, μόνο που από τότε κούτσαινε ελαφρά. Αργότερα έμαθε ότι ένας
πρώην την είχε πετάξει απ’ το μπαλκόνι κάποιου ξενοδοχείου, μα τη γλύτωσε. Μόνο
που έγινε συναρμολογούμενη και βιονική, γεμάτη σίδερα και λαμαρίνες. Η ίδια του
τα ‘λεγε, όποτε το ‘φερνε η κουβέντα, και ξεραινότανε στα γέλια. Ο θείος σπάνια
γελούσε, μα τον αγαπούσε, τον πρόσεχε, τον φρόντιζε, ποτέ δεν τους είδε να
τσακώνονται. Κι αυτός δεν την ζήλευε, της είχε εμπιστοσύνη, παρόλο που συνέχιζε
να δουλεύει νύχτα σε μπαρ, κάτω στο λιμάνι, από τότε. Ξημερώματα πήγαινε και
την έπαιρνε απ’ τη δουλειά και γύριζαν μαζί στο σπίτι. Τους άρεσε η νύχτα, κατά
βάθος ήταν δυο ρομαντικοί βρικόλακες, μα πρόσεχαν. Όσο μπορούσαν. Και
γαμιόντουσαν ωραία, παθιασμένα, με μουγκρητά και βρωμόλογα της καύλας. Τους
άκουγε, την ώρα που έβγαινε ο ήλιος, θέλοντας και μη –ένας τοίχος τον χώριζε-
και αναστατωνόταν και βάραγε σερί τις μαλακίες για την πάρτη της. Κάποιες φορές
τους είχε πάρει και μάτι απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα. Και μπανιστήρι όταν έκανε
ντουζ στην τουαλέτα και ο θείος του ροχάλιζε του καλού καιρού. Ήταν μουνάρα η
άτιμη. Μα κι ο θείος άντρακλας. Και αυτός μέσα σ’ όλη αυτή την παραζάλη είχε
καθήκον να πενθήσει και τους αδικοχαμένους του γονείς. Και τα αδέρφια που δεν θα ξανάβλεπε από τότε. Και
σ’ όλα αυτά, είχε και τη σχολή. Το πτυχίο πάντως το πήρε, έστω και με τα χίλια
ζόρια, μόνο και μόνο για το χατίρι. Για να νιώσει κι αυτός λίγο περήφανος.
Πλέον ήταν γιος του. Μα του το ξέκοψε αμέσως. Δεν είχε καμία όρεξη να ξυπνάει
απ’ τα άγρια χαράματα και να μαθαίνει πρόσθεση κι αφαίρεση σε κουμπούρες και
αδιάφορους, είχε αρχίσει σιγά σιγά και ο ήλιος τον πειράζει στα μάτια, του έλεγε.
Δεν του έφερε αντίρρηση. Μετά το φανταρικό έπιασε αμέσως δουλειά. Στην αρχή
μαζί, τον εκπαίδευε στη νύχτα, μάθαινε τους δρόμους και τους ανθρώπους, να
αποφεύγει τις λακκούβες και τα σαμαράκια, τον βοήθησε να βγάλει και την άδεια.
Μετά μόνος του, απόγευμα και βράδυ εναλλάξ, και όσο περνούσε ο καιρός, αυτός
πιο πολύ, για να τον ξεκουράζει. Περνούσαν κι απ’ το λιμάνι, στο μπαρ που
δούλευε εκείνη. Ο θείος ήταν φίλος με το
αφεντικό της, πίνανε κάνα ουίσκι, σκέτο με πάγο σε χαμηλό, πάντα, και το πρωί γύριζαν
σπίτι. Πέντε χρόνια πέρασαν έτσι. Όμορφα χρόνια.
Στα μισά του δρόμου,
έβαλε διπλή ταρίφα. Προχωρούσε αργά στη δεξιά λωρίδα, δεν βιαζόταν να φτάσει. Αυτή
κοιτούσε αφηρημένα έξω. Μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχαν πει λέξη. Τον έτρωγε να
της πιάσει την κουβέντα, να επιβεβαιώσει την υποψία του, να την ρωτήσει και να
σιγουρευτεί. Είχε πολλά να την ρωτήσει, μα την τελευταία στιγμή κάτι τον
κράταγε. Ότι έγινε έγινε, ότι έγραψε έγραψε, δεν είχε πλέον σημασία. Ο θείος
είχε συγχωρεθεί, αυτή κάποιον άλλο θα
είχε βρει -το αφεντικό της μάλλον- κι αυτός παντρεμένος με δύο κόρες. Ας είναι
καλά ο θείος, όπου και να ‘ναι, που τα άφησε όλα σ’ αυτόν, και το ταξί, και το
σπίτι και όσα χρήματα είχε στην τράπεζα. Πουθενά στη διαθήκη δεν αναφέρθηκε τ’
όνομά της, σαν να μην υπήρξε ποτέ γι’ αυτόν. Ας έζησαν δέκα χρόνια μαζί. Ήθελε
να τη ρωτήσει και για κείνο το βράδυ, το τελευταίο, που ο θείος έφυγε τρέχοντας
από το σπίτι, εξαφανίστηκε, και μείνανε οι δυο τους, μόνοι και αμίλητοι, και
τον τράβηξε στην κρεβατοκάμαρα και γαμηθήκανε χωρίς τύψεις και ενοχές. Για
πρώτη φορά και για τελευταία.
Εκείνη η μέρα ήταν
πεπρωμένη. Τον ξύπνησαν φωνές και σπασίματα. Ο θείος είχε ακουμπήσει στο ψυγείο
της κουζίνας κι έκλαιγε. «Όχι αυτός, γαμώ το θεό μου, όχι αυτός!» κάθε τόσο
μονολογούσε και χτύπαγε το κεφάλι του. Η κηδεία ήταν την ίδια μέρα το απόγευμα.
Φτάσανε τελευταίοι και καταϊδρωμένοι. Είχε πολύ κόσμο, μέχρι το δρόμο έξω, ίσα που
κατάφεραν να περάσουν μέσα. Δεν πλησιάσανε την εκκλησία, στριμώχτηκαν στο
υψωματάκι πλάι στον τάφο, για να βλέπουν καλύτερα. Ο θείος έκλαιγε, όλοι
έκλαιγαν, αυτός δεν έκλαιγε, μόνο ένιωθε ένα σφίξιμο στο στομάχι του. Δίπλα στη
ανοιγμένη γούβα, που σε λίγο θα χώνανε τον δημοφιλή λαϊκό τραγουδιστή, είχαν παραταχθεί στην πρώτη γραμμή πουτάνες,
βιζιτούδες και μπαρόβιες-πιο πίσω οι νταβάδες κι οι αγαπητικοί- με τα ρούχα της δουλειάς, σφιχτά μπούστα και
μίνι λαμέ, από την προηγούμενη. Η ουρά έφτανε κοντά του, μέχρι τη μάντρα του
νεκροταφείου. Η διπλανή τρανταζόταν απ’ το κλάμα, ασταμάτητα. Πρέπει να είχε
ιδιαίτερη σχέση με τον μακαρίτη, σιγοψιθύριζε μάλιστα –κάπως φάλτσα- κι ένα
τραγούδι του, απ’ τα τελευταία που είχε γίνει μεγάλο σουξέ. Κοιταχτήκανε στα
μάτια, ένα βλέμμα παρηγοριάς και ένα χαρτομάντιλο. Σκούπισε τα μάτια της και του
χαμογέλασε, θα μπορούσε και να ‘τανε γιος της. Δεν ξέρει πως του ήρθε, της
χάιδεψε τα μαλλιά και κείνη του είπε ευχαριστώ
και παραπατώντας έκανε δυο βήματα πίσω και κόλλησε πάνω του. Αμέσως πήρε φωτιά.
Το άρωμά της μύριζε ακόμα σπέρμα και σάλια αντρικά, έντονο άρωμα, της νύχτας.
Άρχισε να τρίβεται πάνω της και στο τέλος ξερόχυσε αφήνοντας ένα μεγάλο λεκέ
πάνω στο ροζ μίνι. Οι αναστεναγμοί του ήταν βουβοί, πένθιμοι, κανείς δεν πήρε
είδηση, ίσως κι αυτή ακόμα. Το γυαλιστερό φέρετρο κατέβαινε στον λάκκο και το
πλήθος ολόγυρα φώναζε «αθάνατος». Χειροκροτούσαν όλοι ασταμάτητα και τραγουδούσαν.
Κι ακούγονταν, όχι τα λόγια των παπάδων, αλλά μπαγλαμάδες και μπουζούκια. Στην
επιστροφή δεν βγάλανε κουβέντα. Τα μάτια του θείου είχαν στεγνώσει, γυάλιζαν
και κάρφωναν το άπειρο. Μέσα σε μια μέρα είχε γεράσει, τα μαλλιά του άσπρισαν,
το αριστερό του χέρι άρχισε να τρέμει. Δεν ήξερε ότι ήταν φίλοι, τόσο πολύ,
καρδιακοί, δεν του είχε κάνει ποτέ κουβέντα γι’ αυτόν. Το κασετόφωνο έπαιζε
τραγούδια του, «τις μέρες μας μετράει, βλέπει πως ήρθε η ώρα μας…» άκουγε ο θείος και προσπαθούσε
να σιγοντάρει με τη βραχνή του φωνή, μα πνιγόταν. Έγραφε το ρολόι, έγραφε
ασταμάτητα, η σημαία ανεβοκατέβαινε, ο χρόνος περνούσε και η ζωή του έφευγε,
πήγαινε στράφι, στο διάολο πήγαινε. Κι αυτός χρέωνε και χρέωνε και όλο τους
χρέωνε. Όταν μπήκαν στο σπίτι, εκείνη τους
υποδέχτηκε αμίλητη. Την τράβηξε παραμέσα στο υπνοδωμάτιο και λογομάχησαν. Πρώτη
φορά, δεν τους είχε ξαναδεί να τσακώνονται. Φώναζαν δυνατά, μα απ’ την κουζίνα
δεν μπορούσε να καταλάβει τι λένε. Κάποια στιγμή ο θείος βγήκε αγριεμένος και
τράβηξε προς την εξώπορτα. Αυτή πίσω του κλαίγοντας και παρακαλώντας προσπαθούσε
να τον σταματήσει. «Πόση είναι η ταρίφα σου μωρή καργιόλα, να, πάρε τα διπλά»
της φώναξε και της πέταξε στα μούτρα ένα μάτσο χιλιάρικα. Μετά άνοιξε την πόρτα
και χάθηκε. Το άλλο πρωί τον βρήκανε μέσα στο ταξί χαμογελαστό με τα μάτια
ορθάνοιχτα. Το στόμα του ήταν γεμάτο αφρούς, το ραδιόφωνο έπαιζε ακόμα λαϊκά.
Από υπερβολική δόση ηρωίνης, είπαν.
Όταν φτάσανε στο λιμάνι
είχε νυχτώσει. Σταμάτησε ακριβώς έξω απ’ το μαγαζί. Είχε να περάσει από τότε.
Δεν είχαν αλλάξει πολλά, υποβαθμισμένη συνοικία, ποιος να νοιαστεί. Κάποια
μαγαζιά είχανε κλείσει. Πλέον άλλες εποχές, άλλα ήθη, η πελατεία είχε
περιοριστεί. Τον πλήρωσε για την κούρσα, του έδωσε σχεδόν τα διπλάσια. Δεν
ήθελε ρέστα, του είπε χαμογελώντας και τον κοίταξε επίμονα. Όποτε ήθελε, να
πέρναγε απ’ το μαγαζί για ένα ποτό. Σκέτο με πάγο σε χαμηλό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου