Πήγαινε μόνη της, την πρώτη Κυριακή του μήνα, του το είχε υποσχεθεί. Βράδυ πάντα, να μην τη δει κανείς, έδινε κάτι στον φύλακα –τρία χρόνια τώρα είχαν γνωριστεί καλά- άνοιγε την πόρτα και τη συνόδευε μέχρι κάτω. Ήταν παγερά στο υπόγειο, η καρδιά της σφιγγόταν, ακόμα δεν μπορούσε να συνηθίσει. Μετά το μεγάλο σκοτεινό διάδρομο, το φως του θαλάμου της φαινόταν σκληρό, κουραστικό. Υπήρχαν καμιά εικοσαριά φοριαμοί, αριθμημένοι, δεν ήταν όλοι γεμάτοι, οι περισσότεροι στα αζήτητα – κάποιοι μετανάστες και άλλοι αγνώστου ταυτότητος- χωρίς κανείς για μήνες να ενδιαφερθεί, στο εξάμηνο δυο ευχές, μια φτηνή κάσα όλοι μαζί στο λάκκο. Οι δωρεές ήταν μόνο τρεις. Οι μόνιμοι. Ο φύλακας ξεκλείδωνε το δεκαεπτά, τραβούσε έξω τη λαμαρίνα, τραβούσε από πάνω του και το λευκό σεντόνι. Ύστερα τους άφηνε μόνους, για μισή ώρα, τρία τέταρτα, ανάλογα, όχι όμως παραπάνω.
Οι μύες ήταν ακόμα μαλακοί, όπως και το δέρμα, και οι αρθρώσεις εύκαμπτες. Ντυμένος με μια πορτοκαλί ρόμπα από μετάξι, χαμογελαστός, τα μάτια ανοιχτά, να την κοιτάζει, λες και ήταν ζωντανός. Τα όμορφα γαλάζια του μάτια, αγέραστα και αθάνατα, τα ηδονικά του χείλη ροδοκόκκινα. Τον κοιτούσε, τον χάιδευε, τον φιλούσε και χαμογελούσε. Δεν είχε πια κάτι καινούργιο να του πει, έτσι σώπαινε. Ήτανε επιθυμία του να βαλσαμωθεί, δεν ήθελε να τον φάνε τα σκουλήκια, ούτε να τον ψάλουν οι χοντροπαπάδες, το ερωτικό του σώμα διαθέσιμο στην επιστήμη, τιμητική δωρεά στους νεκρόφιλους φοιτητές της ιατρικής, αγόρια και κορίτσια, να του κάνουν ότι γουστάρουν, εκεί κάτω, στα μπουντρούμια, κρυφά, μετά τα μαθήματα, στις πιο τρελές παρτούζες, της έλεγε και ξεραινότανε στα γέλια, τότε που ζούσε ακόμα. Δεν ήταν καλαμπούρια για να ξορκίζει το κακό, σοβαρολογούσε. Από τότε είχε σχεδιάσει τα πάντα, πήγε στο νοσοκομείο, ρώτησε, του είπανε τη διαδικασία, όλα γίνανε σύμφωνα με το γράμμα του νόμου. «Θα ‘ρχεσαι να με βλέπεις καμιά φορά;» την είχε ρωτήσει μια φορά χωρίς γέλια, σοβαρός και κάπως λυπημένος.
Ακόμα και τον θάνατό του ο ίδιος τον σκηνοθέτησε. Η νεκροψία έδειξε ότι είχε καταπιεί αρκετά διεγερτικά χαπάκια. Η πράξη έγινε με δυο κοπέλες κι έναν νεαρό και κράτησε ολόκληρο το βράδυ. Η καρδιά δεν άντεξε. Ανακοπή από υπερβολική δόση καύλας σε άκρως προχωρημένη ηλικία, έγραφε η γνωμάτευση του ιατροδικαστή. Μαζί με λελογισμένη κατανάλωση αλκοόλ και χασίς. Ο πιο ένδοξος θάνατος. Εκείνη τη στιγμή ξαναμπήκε στο νεκροτομείο ο φύλακας. Του χαμογέλασε.
Οι μύες ήταν ακόμα μαλακοί, όπως και το δέρμα, και οι αρθρώσεις εύκαμπτες. Ντυμένος με μια πορτοκαλί ρόμπα από μετάξι, χαμογελαστός, τα μάτια ανοιχτά, να την κοιτάζει, λες και ήταν ζωντανός. Τα όμορφα γαλάζια του μάτια, αγέραστα και αθάνατα, τα ηδονικά του χείλη ροδοκόκκινα. Τον κοιτούσε, τον χάιδευε, τον φιλούσε και χαμογελούσε. Δεν είχε πια κάτι καινούργιο να του πει, έτσι σώπαινε. Ήτανε επιθυμία του να βαλσαμωθεί, δεν ήθελε να τον φάνε τα σκουλήκια, ούτε να τον ψάλουν οι χοντροπαπάδες, το ερωτικό του σώμα διαθέσιμο στην επιστήμη, τιμητική δωρεά στους νεκρόφιλους φοιτητές της ιατρικής, αγόρια και κορίτσια, να του κάνουν ότι γουστάρουν, εκεί κάτω, στα μπουντρούμια, κρυφά, μετά τα μαθήματα, στις πιο τρελές παρτούζες, της έλεγε και ξεραινότανε στα γέλια, τότε που ζούσε ακόμα. Δεν ήταν καλαμπούρια για να ξορκίζει το κακό, σοβαρολογούσε. Από τότε είχε σχεδιάσει τα πάντα, πήγε στο νοσοκομείο, ρώτησε, του είπανε τη διαδικασία, όλα γίνανε σύμφωνα με το γράμμα του νόμου. «Θα ‘ρχεσαι να με βλέπεις καμιά φορά;» την είχε ρωτήσει μια φορά χωρίς γέλια, σοβαρός και κάπως λυπημένος.
Ακόμα και τον θάνατό του ο ίδιος τον σκηνοθέτησε. Η νεκροψία έδειξε ότι είχε καταπιεί αρκετά διεγερτικά χαπάκια. Η πράξη έγινε με δυο κοπέλες κι έναν νεαρό και κράτησε ολόκληρο το βράδυ. Η καρδιά δεν άντεξε. Ανακοπή από υπερβολική δόση καύλας σε άκρως προχωρημένη ηλικία, έγραφε η γνωμάτευση του ιατροδικαστή. Μαζί με λελογισμένη κατανάλωση αλκοόλ και χασίς. Ο πιο ένδοξος θάνατος. Εκείνη τη στιγμή ξαναμπήκε στο νεκροτομείο ο φύλακας. Του χαμογέλασε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου