Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Περπατούσε μεσημεριάτικα στη γιορτινή πόλη. Κάθε λίγο σταματούσε μπροστά από τις στολισμένες βιτρίνες και χάζευε τα αγιοβασιλιάτικα παιχνίδια. Δεν είχε ακόμα αποφασίσει για το δώρο του ανιψιού του, δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του, το βράδυ ήταν καλεσμένος σπίτι τους για το ρεβεγιόν. Δεν ήξερε να διαλέγει δώρα, μάλλον λεφτά θα του έδινε και φέτος, κι ας ξίνιζε τα μούτρα του ο μπόμπιρας. Τις γιορτές, από παιδί,  έπεφτε η διάθεσή του, ξεβολευόταν, έβγαινε απ’ την ρουτίνα του, τις συνήθειές του, την καθημερινότητά του. Την μοναξιά του. Τις γιορτινές μέρες έπρεπε να είναι χαρούμενος –πάση θυσία- να χαμογελά σαν βλαμμένο, να δίνει και να παίρνει ευχές, ακόμα και σε αγνώστους, χρόνια πολλά, και του χρόνου, υγεία και χαρά, να βλέπει συγγενείς και παλιούς γνωστούς, μαζί τους να αναπολεί νοσταλγικά τις παλιές καλές  εποχές, να τον ρωτάνε τι κάνει, πως περνάει, με τι ασχολείται τώρα, αν παντρεύτηκε, που δουλεύει, κι αυτός να χαμογελά σαν ηλίθιος. Πάντα τον καλούσε τέτοιες μέρες ο μεγάλος του αδερφός να φάνε μαζί, να χαρούνε, σαν μια οικογένεια, γιόρταζε κι ο μικρός, είχε το όνομα του πατέρα τους. Το είχε πάρει απόφαση. Θα τους έτρωγε και φέτος όλους στη μάπα. Και δεν είχε καμία όρεξη. Κάθε χρόνο έλεγε να μην πάει –έψαχνε μια καλή δικαιολογία- και πάντα πήγαινε, ας ένιωθε παρείσακτος ανάμεσά τους, ξένος, χρόνια τώρα. Προτιμούσε μια βόλτα στην πόλη, μόνος, μα λιγότερο ξένος, ανάμεσα σε αγνώστους. Κι αν έπεφτε πάνω σε κάνα γνωστό, σίγουρα θα άλλαζε πεζοδρόμιο. Δρόμοι με πολύ κόσμο, πολλά παιδιά, χαρούμενα πρόσωπα, τσάντες στα χέρια, τα μαγαζιά σήμερα ήταν ανοιχτά όλη τη μέρα. Και στη μεγάλη πλατεία, δίπλα στη φάτνη,  πέντε έξι άγιοι στη σειρά με μακριές γενειάδες, ντυμένοι στα κόκκινα, να βγαίνουν γελαστές φωτογραφίες  με τα παιδάκια και τις μαμάδες, και πιο πέρα αυτοί που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, οι φτωχοί, οι άστεγοι, οι κουρελήδες, οι πρεζάκηδες και οι ανάπηροι στα καροτσάκια τους, μαζί με πεινασμένους μετανάστες και εξαθλιωμένα τσιγγανόπουλα, χωρίς ντροπή,  στους δρόμους, στις πλατείες και απέξω από τις εκκλησίες, να ζητιανεύουν λίγα κέρματα. Και όλο και κάτι τους έδιναν, τέτοιες μέρες που οι άνθρωποι γίνονται φιλεύσπλαχνοι.
Χωρίς να το καταλάβει έφτασε μέχρι κάτω, το μόλο, στο παλιό λιμάνι. Είχε και δω πολύ κόσμο, οικογένειες, παρέες νεαρών, ζευγαράκια, κάποια από αυτά έδειχναν τρελά ερωτευμένα, ευτυχισμένα. Από ένα σημείο και μετά προχωρούσε με δυσκολία, ο συνωστισμός μεγάλωνε, και στο βάθος, μέσα από τη θάλασσα, άκουγε μουσικές και τραγούδια, είδε κι ένα σημαιοστολισμένο καραβάκι,  εκδήλωση του δήμου πρέπει να ‘ναι. Ξαφνικά, ο ηλικιωμένος που περπατούσε μπροστά του έβγαλε μια πνιχτή κραυγή και σωριάστηκε χάμω. Προς στιγμή δημιουργήθηκε ένταση και αναστάτωση. Οι πιο πολλοί τρόμαξαν και απομακρύνθηκαν από γύρω του, δυο τρεις έτρεξαν να τον βοηθήσουν. Δεν κουνιόταν καθόλου, δεν ανέπνεε, του άνοιξαν το παλτό να πάρει αέρα. Ένας που ήξερε του έδωσε τις πρώτες βοήθειες, μ’ αυτός τίποτα, ασάλευτος. «Πέθανε ο παππούς;» ρώτησε ένα παιδάκι τη μαμά του, μα δεν πήρε απάντηση, μόνο το τράβηξε απότομα απ’ το χέρι και κατευθύνθηκαν προς το γιορτινό καράβι του δήμου. Σε λίγο ήρθε και το ασθενοφόρο, μπήκε κι αυτός μαζί του, τους είπε πως ήτανε γνωστός του. Ήταν ακόμα  ζωντανός, του είπε ο τραυματιοφορέας, όμως έπρεπε να βιαστούν, κινδύνευε. Του φόρεσαν τη μάσκα οξυγόνου και κάποια στιγμή τα μάτια του πετάρισαν, έδειξε κάποια σημάδια ζωής. Στη διαδρομή για το νοσοκομείο του κρατούσε το χέρι σφιχτά.  Ίσως και να την γλίτωνε ο παππούς χριστουγεννιάτικα.
Δεν τον ήξερε προσωπικά, κι από κοντά πρώτη φορά τον έβλεπε. Όμως αυτός πρέπει να ‘ταν, τέτοια ομοιότητα του φαινόταν αδιανόητη. Στο ίντερνετ τον είχε πρωτοδεί. Τα βράδια, πριν κλείσει τα μάτια του, που παίρνει στο κρεβάτι τον μικρό του υπολογιστή και βάζει καμιά τσόντα να χαλαρώσει. Κάθε βράδυ, σαν το φαγητό ή το χέσιμο, ας πούμε, ανάγκη κι αυτή. Αν του περίσσευαν, τότε τα πράγματα θα ήταν κάπως διαφορετικά. Θα γαμούσε κάθε βράδυ, τις καλύτερες, θα τις πλήρωνε και θα τις γαμούσε, κάθε βράδυ και άλλη, δούναι και λαβείν, χωρίς δεσμεύσεις και ψεύτικες αγάπες, σου ανήκω μου ανήκεις, χωρίς ατυχήματα, χωρίς εκβιασμούς το επόμενο πρωί, με χρησιμοποίησες, έκανες το κέφι σου και τώρα με πετάς, ήμουν μόνο ένα αντικείμενο ηδονής για σένα, χωρίς καβγάδες, φωνές και κλάματα. Το είχε δει το όνειρο, αρκετές φορές, και ήταν προσεχτικός. Μόνος του και για πάρτη του, πλέον. Ο αυνανισμός είναι ελευθερία, έλεγε, αυτονομία και αξιοπρέπεια. Και καύλα, όταν η φαντασία ξεχειλίζει. Ναι, η φαντασία στην εξουσία, και να πάει να γαμηθεί η πραγματικότητα, όλοι τους στο διάολο, κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι του. Αν του περίσσευαν θα γυρνούσε στα πάρκα και στα κωλόμπαρα, μα και πάλι το ‘ξερε, δεύτερο πράμα θα αγόραζε, σκάρτο πράγμα, πολυχρησιμοποιημένο. Όσο μεγάλωνε, γινόταν και πιο απαιτητικός, έβαζε πιο ψιλά τον πήχη, ας περνούσε συνήθως από κάτω. Γι’ αυτό λοιπόν, μόνο τσόντες στο κρεβάτι πλέον, με το φορητό υπολογιστή στην αγκαλιά. Και  ούτε αρρώστιες να φοβάσαι μη κολλήσεις, ούτε να κινδυνεύεις μη σε ψειρίσουν ή να σε πλακώσει κάνας νταβατζής στο ξύλο. Να σου βγει δηλαδή το γαμήσι ξινό. Μα ο παππούς αυτός ήταν από άλλο νομοσχέδιο. Πριν δέκα μέρες εμφανίστηκε στην οθόνη του γυμνός και απρόσκλητος. Άλλα έψαχνε, και ξαφνικά άνοιξε το παραθυράκι με την ζωντανή κάμερα. Ο πορνόγερος χάιδευε το ζαρωμένο του κορμί και του χαμογελούσε, είχε καλή στύση για την ηλικία του, γύρισε και στο πλάι και του έδειξε με νόημα τον λευκό πισινό του. Μετά δεν είδε τίποτα άλλο, τον έκλεισε. Δεν τον ενόχλησε το απρόοπτο περιστατικό. Τα χρόνια μόνο για τους νεκρούς δεν περνάνε. Είδε στο κοντινό μέλλον τον εαυτό του γέρο και ανήμπορο, χωρίς στύση, μαραμένο, μα με επιθυμία να κρατηθεί στη ζωή, να καταπίνει με τις χούφτες τα διεγερτικά μπλε χαπάκια –μια ξαφνική ανακοπούλα σε τέτοιες ηλικίες είναι πάντα ευπρόσδεκτη- να γαντζώνεται απ’ την εικόνα της γυμνής σάρκας, απ’ την οσμή του φρέσκου σπέρματος, από την γλυκόπικρη γεύση του. Να ξεχνά ότι κάποιο πρωινό δεν θα ξυπνήσει. Δεν τον ξανάδε από κείνο το βράδυ τον διεστραμμένο γέροντα, πουθενά στην παγκόσμια χώρα των παιδικών παραμυθιών. Μα ποιος να το φανταστεί ότι θα μένανε και στην ίδια πόλη, πως θα περπατούσαν στους ίδιους δρόμους, και πως κάποια μέρα θα τον συναντούσε ολοζώντανο, με σάρκα και οστά. Ή μισοζώντανο έστω…

Τελικά τον προλάβανε. Από τα επείγοντα κατ’ ευθείαν στην εντατική της καρδιολογικής κλινικής για εξετάσεις και αμέσως μετά χειρουργείο. Είχε συνέλθει κάπως, μα δεν είχε δυνάμεις για πολλές κουβέντες. Τον ρώτησε μόνο αν έχει κάποιον συγγενή, κάποιον δικό του άνθρωπο ή φίλο να ειδοποιήσει. Δεν είχε κανέναν. Έμεινε συνέχεια δίπλα του, αυτός τον έγδυσε, ας μην ήξερε καν το όνομά του, αυτός του φόρεσε το σκουφάκι και το πράσινο δίχτυ –κάθε λίγο και λιγάκι χτυπούσε το κινητό του,  στο τέλος το έκλεισε- αυτός τον ακολούθησε με το φορείο μέχρι την πόρτα του χειρουργείου, αυτός του χαμογέλασε και του χάιδεψε το μάγουλο. Όλα θα πήγαιναν καλά, του είπε. Ας είχε τις επιφυλάξεις του ο αναισθησιολόγος. Ήταν ταλαιπωρημένη η καρδιά του, το χειρουργείο ήταν δύσκολο, μα ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου, έπρεπε να γίνει. Ίσως και να μην άντεχε. Όμως όλα πήγανε καλά. Μετά από έξι ώρες τον ξανάδε να βγαίνει από το χειρουργείο με τα μάτια ανοιχτά. Χαμογέλασαν, σχεδόν ταυτόχρονα, ο ένας στον άλλο και τράβηξαν για το δωμάτιο της κλινικής. Τότε ξανάνοιξε το τηλέφωνο, ήταν γεμάτο αναπάντητες και μηνύματα από τον αδερφό του. Ανησυχούσαν και ρωτούσαν αν είναι καλά, γιατί δεν πήγε στο ρεβεγιόν. Αύριο πρωί πρωί έπρεπε να σκεφτεί μια καλή δικαιολογία να τους πει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου