Είναι μέσα. Από χτες,
μπορεί και από προχθές, δεν είναι σίγουρος. Ολόγυμνος, κουλουριασμένος πλάι στο
ταπέτο. Η μακρόστενη είσοδος του σπιτιού είναι θεοσκότεινη, μόνο απ’ τη σιδερένια
τζαμόπορτα μπαίνει λίγο θαμπό φως. Βλέπει σκιές να περνάνε απ’ έξω, ακούει
άγνωστες φωνές να ψιθυρίζουν. Στο βάθος αμυδρά φαίνεται το θεόρατο πορτ-μαντώ. Φοβάται. Είναι μόνος. Από χτες, μπορεί κι από
προχτές, δεν είναι σίγουρος. Η πόρτα είναι κλειδωμένη, δεν μπορεί να την ανοίξει,
φωνάζει τη μαμά, τον μπαμπά, τα’ αδέρφια του. Κανείς. Προσπαθεί να σηκωθεί
όρθιος, μα δεν μπορεί, τότε συνειδητοποιεί ότι του λείπει το ένα πόδι.
Σέρνοντας προχωράει προς το βάθος, αργά αργά, μετά από ώρες φτάνει μπροστά στον
μεγάλο καθρέφτη. Δεν βλέπει τίποτα, είναι λοιπόν αόρατος, το χέρι του ακουμπάει
για μια στιγμή το παγωμένο γυαλί κι αμέσως αποτραβιέται. Ξαφνικά βλέπει μέσα τη
μητέρα. Είναι όμορφη και του χαμογελά. Προσπαθεί να την χαϊδέψει και ο
καθρέφτης σπάει σε χίλια κομμάτια. Από παντού αντηχούν γέλια. Βουλώνει τα αυτιά
του, κλείνει τα μάτια του και κουλουριάζεται. Και κείνη τη στιγμή ακούει να
γυρίζει η κλειδαριά της εξώπορτας. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει μέσα ένα
εκτυφλωτικό φως. Μαζί με μία μεγάλη μαύρη σκιά.
Άνοιξε τα μάτια μόλις του τράβηξαν το εργαλείο απ’ το στόμα. Ήταν μακρύ, του έξυσε τον φάρυγγα. Τον
κράτησαν κάνα μισάωρο ακόμα στο
χειρουργείο για να συνέλθει από τη νάρκωση, μετά τον κατεβάσανε με το φορείο
στο θάλαμο. Χειρουργείο ρουτίνας του είχαν πει, μα ήταν το πρώτο του, δεν είχε
ναρκωθεί ξανά. Σαν πρόβα θανάτου. Ύπνος βαθύς, χωρίς όνειρα, σκοτάδι κατάμαυρο.
Δεν θυμάται τίποτα, κι ο χρόνος μια στιγμή. Το πόδι θα ξαναφτιάξει, του είπαν,
έγινε κανονικό συνεργείο, με λάμες, βίδες, πριόνια και κατσαβίδια. Σε δυο μήνες
θα ξαναπερπατήσει. Υπομονή. Ηλίθιο ατύχημα, στα φανάρια, ήταν αφηρημένος,
σκεφτόταν διάφορα, ούτε που κατάλαβε πως τον πλεύρισε το αμάξι –ήταν και γνωστός
του- πως βρέθηκε το πόδι του κάτω απ’ το μηχανάκι, πως έσπασε. Φαρδύς πλατύς στη μέση του δρόμου, γύρισε να δει
το μαγκωμένο του ποδάρι, μετά γύρισε ο αστράγαλος, ο σύνδεσμος έσπασε, το οστό
διαλύθηκε. Μετά ο πόνος, το ουρλιαχτό. Σταμάτησαν να τον βοηθήσουν, ευτυχώς δεν
χτύπησε πουθενά αλλού, δεν φορούσε κράνος, μόνο λίγο στα πλευρά. Το ασθενοφόρο
ήρθε γρήγορα, ο χειρούργος ήταν καλός,
κάταγμα έξω σφυρού, σε γυψονάρθηκα και πατερίτσες –πρέπει να συνηθίσει- σε δυο
μήνες θα είναι καλά. Υπομονή. Τώρα πρέπει να ‘ναι πιο προσεκτικός, λιγότερο
αφηρημένος.
Στο δωμάτιο είναι μόνος
του, το διπλανό κρεβάτι άδειο. Έχει νυχτώσει, η πόρτα ανοίγει, ανάβουν τα φώτα.
Είναι κι αυτό έκτακτο περιστατικό, το νοσοκομείο εφημερεύει πάλι. Είναι νεαρός,
ξανθός και μελαγχολικός, όμορφα μάτια, αθώα, γλυκά δεκάξι, το δεξί του χέρι
μπαταρισμένο μ’ επιδέσμους, στο άλλο κρατά το κινητό, τον συνοδεύει η μάνα του.
Είναι ψύχραιμος, υπομονετικός, δεν δυσανασχετεί. Κοιτάζονται στα μάτια,
αλλάζουν καλησπέρες, χαμογελούν. Ο μικρός ασχολείται με το τηλέφωνό του, κάτι
βλέπει στην οθόνη. Αυτός κοιτάζει το ταβάνι του δωματίου. Τα φώτα σβήνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου