Μνήμη Τάκη Κανελλόπουλου
Ο έρως είναι μάχη,
πόλεμος ανηλεής και αδυσώπητος, χωρίς νικητές. Ψέματα, ψέματα και υστεροβουλίες, ψεύτικα φιλιά, κάνεις πως
δεν καταλαβαίνεις, χλιαρές αγκαλιές, κάλπικες φιλίες και αιώνιοι όρκοι που την
επόμενη στιγμή προδίδεις, δολοπλοκίες, βασανίζεσαι να κρύψεις την αλήθεια, δεν
είναι απλά ένα παιχνίδι, ποτέ, ας ξεκινάει έτσι, μας βρίσκει πάντα ανίδεους κι
απροετοίμαστους, άβγαλτους, και κάποια στιγμή μας μαγκώνει, το γλυκόπικρο όρπετο
χωρίς ουρά, η σάρκα θολώνει το νου, τα φλογισμένα υγρά αδειάζουν, έχει πολλά
ονόματα η αγάπη, διαλέγεις, κι ο τρίτος άνθρωπος ανάμεσά μας, οι αδαείς το λένε
απιστία, εσύ μοναξιά, και βουλιμία, πρόσεχε ποιους βάζεις στη ζωή σου, κι
αυτούς που μπαίνουν δίχως άδεια απ’ το παράθυρο, αυτοί δε σε ρωτούν, τρεις
άνθρωποι στην ερημιά του κόσμου, δύο ποτέ δεν είναι αρκετοί, το μπέρδεμα, η
προσωρινή λιποταξία, το σκέφτεσαι και τρομάζεις, μια παρένθεση λες, μα αυτές
πληθαίνουν, περνά η ζωή μέσα στις
παρενθέσεις και στα διαλείμματα. Διπλές ζωές, μισές ζωές. Ίσως. Το σφρίγος και
η ορμή της νιότης, απ’ την άλλη το βαθύ αίσθημα της ωριμότητας. Τα θέλεις όλα. Τα τραύματα είναι επιπόλαια,
μικρές οι εκδορές της θλίψης, μόνο οι ουλές αφήνουνε σημάδια, σε ακολουθούν,
τις βλέπεις στον καθρέφτη θυμάσαι, τις αγγίζεις απαλά, δεν σε αφήνουν να
ξεχάσεις, και κάθε τόσο τις ξύνεις με ηδονή να χυθεί το πύον, κάποτε τις
καυτηρίασες, μα δεν ήταν αρκετό. Αγκάθι που ματώνει πρέπει να βγαίνει, είπες, το
μαχαίρι ήταν δίκοπο, η λάμα μπηγμένη βαθειά στα σωθικά σε πάγωσε.
Ο θάνατος είναι μια
κάποια λύση, σώζει. Παρακαλάς, μα δεν έρχεται. Πικρή η αργοπορία. Τα κορμιά
παλεύουν, οι ψυχές νωθρές, λιποτακτούν. Δεν έχει πέρασμα, ούτε επιστροφή. Κουράστηκες.
Αυτός ο πόλεμος δεν έχει τέλος, δεν είναι η ατέλειωτη εκδρομή στην εξοχή που
ονειρευόσουνα μικρή στο λιβάδι με τις ανθισμένες μαργαρίτες. Μόνο ο θάνατος σώζει. Το τέλος του παραμυθιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου