Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Η ΓΙΟΡΤΗ

Ο μικρός στεκόταν στην φωτισμένη είσοδο και έδινε το χέρι στους καλεσμένους. Κάποιοι έσκυβαν και  τον φιλούσαν στο μάγουλο. Κοκκίνιζε. Ήταν κλειστό παιδί, συνεσταλμένο. Φέτος πέρασε και η νουνά του, για λίγο, του έφερε δώρο ένα ποδοσφαιράκι. Οι καλεσμένοι ήταν συγγενείς και φίλοι του πατέρα. Γιόρταζε κάθε χρόνο   την ονομαστική εορτή του γιου του. Την δική του τη γιόρταζε , μετά από ένα μήνα, με φίλους στην ταβέρνα. Οι πιο πολλοί δίνανε λεφτά,  κάποιος του έφερε έναν όμορφο στυλό, τον έχει ακόμα .Τα χρήματα που μάζευε –κάμποσα καφετιά χιλιάρικα- τα έδινε  στον πατέρα. Την άλλη μέρα πήγαιναν μαζί να του αγοράσει κάτι. Φέτος ήθελε στρατιωτάκια, του είπε, ας είχε πολλά, του άρεσε να παίζει πόλεμο, μικρότερος θυμάται  έπαιζε με τανκ. 
Πέρασα τελευταίος μέσα απ’ την κλειστή πόρτα. Δεν περίμενα ότι θα με καταλάβει. Με κοίταξε τρομαγμένος. Του χάιδεψα το κεφαλάκι και του ‘πα να μη φοβάται, είμαι φίλος, ο φύλακας άγγελός του, η φωνή που ακούει καμιά φορά μέσα του όταν χρειάζεται βοήθεια. Δεν ξέρω αν με πίστεψε, προχώρησε στο βάθος σαν υπνωτισμένος. Ήταν όλοι μαζεμένοι στο σαλόνι. Ο πατέρας έπινε χαμογελαστός το κρασάκι του –πρέπει να είχε πιει αρκετά γιατί η καράφλα του είχε γίνει κατακόκκινη- και κουβέντιαζε με τον καλό του φίλο τον νεκροθάφτη. Αυτός δεν έπινε, είχε όμως γεμίσει το στόμα του με τα κεφτεδάκια της μαμάς κι άλλους μεζέδες. Παραδίπλα, ο ξάδελφος κουβέντιαζε με τη θεία τη κουτσάβλω, αυτή έπινε το ουισκάκι της –θα πήγαινε αργότερα στη δουλειά- και γελούσε δυνατά. Δεν άκουγα τι έλεγαν, μόνο μέτρησα τα έντεκα δόντια που της είχαν απομείνει.  Ο αδερφός της μαμάς δεν μιλούσε, ήταν κακοδιάθετος. Μόλις χτες ξεμπαρκάρισε, θα καθόταν τρεις μέρες και θα ξανάφευγε. Ο μικρός μιλούσε με τα αδέρφια του και παραμέσα στη κουζίνα η μαμά με την άλλη τη θεία ετοίμαζαν το φαγητό. Είδα να βγαίνει απ’ την τουαλέτα και η νοσοκόμα. Φορούσε τη λευκή της στολή με το καπέλο. Ήταν όμορφη. Μόλις φάνηκε στο  σαλόνι, ο  θείος της έριξε σουβλερή ματιά, σηκώθηκε απ’ τη θέση του και τράβηξε στο βάθος προς τα υπνοδωμάτια. Κανείς δεν με πήρε χαμπάρι, μόνο ο μικρός που γιόρταζε μου έριχνε καμιά τρομαγμένη ματιά, μα δεν έβγαζε άχνα παραπέρα. Σε λίγο στρώθηκε το τραπέζι, ευχήθηκαν όλοι στον μικρό τα χρόνια πολλά και ρίχτηκαν στη μάσα. Και συνέχισαν να πίνουν ακατάπαυστα. Εγώ προχώρησα στα πίσω δωμάτια, στα σκοτεινά, και είδα τον θείο μου τον ναυτικό να πηδάει στα όρθια τη νοσοκόμα, τη φίλη της μαμάς. Ο θείος είναι νέος και νταβραντισμένος, άντρας με τα όλα του. Μετά από λίγο επέστρεψαν μαζί ξαλαφρωμένοι στο γιορτινό τραπέζι και άρχισαν κι αυτοί με όρεξη να τρώνε και να πίνουν. Κάποια στιγμή  ο μπαμπάς του έκλεισε με νόημα το μάτι κι αυτός του χαμογέλασε. Η μαμά κάθισε τελευταία στο τραπέζι, όπως το συνήθιζε, δίπλα στο γιο της που γιόρταζε. Αμίλητη έβαλε κι αυτή μια μπουκιά μέσα της. Το κασετόφωνο έπαιζε λαϊκά, κάποιοι σιγοτραγουδούσαν. Κανείς όμως δεν  σηκώθηκε όρθιος να χορέψει…

Στις τρεις έφυγαν αγκαλιασμένοι οι τελευταίοι καλεσμένοι, ο νεκροθάφτης με τη κουτσή μπαρόβια. Κάπου αλλού θα συνέχισαν την νύχτα τους, είπαν. Η μαμά έστρωσε στο θείο τον ναυτικό να κοιμηθεί μαζί με τον μεγαλύτερο γιο που γιόρταζε. Ο μπαμπάς είχε πιει πολύ και τον πήρε αμέσως ο ύπνος. Η μαμά για λίγο ξάπλωσε ανάμεσα στο γιο και στον αδερφό της και  μιλούσαν σιγανά. Εγώ πήγα στο άλλο δωμάτιο και είδα τη νοσοκόμα την ώρα που γδυνόταν. Φορούσε άσπρη δαντελωτή κυλότα, είχε όμορφη πλάτη και ωραίο κώλο. Τα μαλλιά της ήταν κατάμαυρα και μακριά. Ερεθίστηκα  μα δεν μπορούσα να την αγγίξω. Ήθελα πολύ να κολλήσω πάνω της, μα δεν μπορούσα. Σε λίγο όλα τα φώτα του σπιτιού έσβησαν. Έριξα μια τελευταία ματιά στο παιδί που σήμερα γιόρταζε, είχε αποκοιμηθεί και ήδη έβλεπε τον εφιάλτη του. Δυστυχώς, δεν μπορούσα να τον βοηθήσω.Προχώρησα στο θεοσκότεινο διάδρομο, πέρασα μέσα απ’ την κλειδωμένη εξώπορτα και βγήκα στο δρόμο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου