Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΠΕΙ ΓΙΑ ΔΟΥΛΕΙΕΣ

Του άνοιξε η αλλοδαπή βοηθός, μια σκουρόχρωμη νταρντάνα με σαρκώδη χείλη γύρω στα πενήντα. Ο καλός ξάδελφος δεν είχε γυρίσει απ’ το γραφείο. Η θεία του καθόταν στην πολυθρόνα της, πλάι στην μπαλκονόπορτα, χαμογελούσε και έβλεπε ειδήσεις. Τού ‘ριξε μια λοξή ματιά και  μετά πάλι στην οθόνη. Συνέχιζε να χαμογελά. Ο αρχηγός του κράτους, κάποιοι υπουργοί και άλλοι παρατρεχάμενοι είχαν πάει στο εξωτερικό για μια κρίσιμη σύνοδο. Φορούσαν όλοι σκουρόχρωμα σακάκια και γραβάτες –τα ρούχα της δουλειάς- και τους περιτριγύριζαν φωτορεπόρτερ και δημοσιογράφοι. Χαμογελούσαν και άλλαζαν χειραψίες με τους ξένους ομολόγους τους. Όλη αυτή η χαρμόσυνη ατμόσφαιρα δεν φανέρωνε κάτι από την κρισιμότητα της κατάστασης. Παρακολουθούσε με προσοχή, μα τα μηνύματα που έπαιρνε ήταν αντιφατικά, δεν μπορούσε να καταλάβει. «Σοβαρές κωλοτρυπίδες!», που θα ‘λεγε κι ο πατέρας του, αν ζούσε. Το επόμενο νέο είχε περισσότερο ενδιαφέρον. Σήμερα το μεσημέρι ένας άντρας έπνιξε ένα αγοράκι μέσα στο σούπερ μάρκετ και τώρα είχε ταμπουρωθεί στη γκαρσονιέρα του.  Επρόκειτο για σεσημασμένο παιδόφιλο -ανώμαλη ψυχή, όπως τόνιζε η παρουσιάστρια- είχε αρκετές καταδίκες σε βάρος του και τελικά το αρρωστημένο του πάθος τον κατάστρεψε. Τα κανάλια είχαν μαζευτεί έξω από την πολυκατοικία του δολοφόνου –κάποιες κάμερες ζουμάραν στο μπαλκόνι του- υπήρχαν και περιπολικά της αστυνομίας και πυροσβεστική. Συνήθως, τέτοιες περιπτώσεις καταλήγουν σε αυτοκτονία του θύτη, εξηγούσε με τον στόμφο του ειδικού ο διαπρεπής ψυχίατρος και η  δημοσιογράφος συμφωνούσε κουνώντας το περιποιημένο της κεφάλι της. Μόνο που το διαμέρισμά του βρισκόταν στον πρώτο όροφο, η πτώση του δεν θα ήταν θανάσιμη, έπρεπε να βρει άλλον τρόπο, ίσως με κάποιο δηλητήριο ή να έκοβε τις φλέβες του στην μπανιέρα, με κάτι άλλο τέλος πάντων. Για άλλη μια φορά το πανελλήνιο είχε συγκλονιστεί από το ειδεχθές έγκλημα. Μόνο η θεία κοίταζε τη φωτογραφία του φονιά και χαμογελούσε σταθερά. Δεν ήταν πρόσφατη, γύρω στα είκοσι πρέπει να ‘ταν σ’ αυτήν και δεν έδειχνε κάτι το ανώμαλο. Έσβησε τη γόπα του στο τασάκι και ρώτησε τη βοηθό για τον ξάδελφο. Μπορεί και ν’ αργούσε να γυρίσει, του είπε αυτή, δεν ήξερε. Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο, άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Η θεία δεν έδωσε σημασία. Λίγο καιρό πριν, όποτε τον έβλεπε τον ρωτούσε «εσύ ποιος είσαι;», τώρα απλά δεν έδινε σημασία, μόνο χαμογελούσε. Είχε πάψει να ρωτάει, είχε πάψει να μιλάει, με το ζόρι έτρωγε δυο μπουκιές –σαν λείψανο είχε καταντήσει- με το ζόρι σηκωνόταν απ’ το κρεβάτι.
Βγαίνοντας απ’ την πολυκατοικία μπήκε στο μικρό πρατήριο να αγοράσει τσιγάρα. Ο χοντρός ψιλικατζής χάζευε βαριεστημένα στον υπολογιστή την υπόθεση του ανώμαλου. Έριχνε το φταίξιμο στο κράτος. Η πολλή ελευθερία έφταιγε,  η υπερβολική ανεκτικότητα, αφού τον ξέρανε, ούτε ισόβια, για να τρώει τσάμπα απ’ τον φορολογούμενος νοικοκύρη. Ντουφέκι του χρειαζόταν του αλήτη. Και μετά το γύρναγε στους προδότες και τους δωσίλογους που κυβερνούν αυτόν τον τόπο. Κι αυτοί κρέμασμα ήθελαν, εδώ που μας έχουν φέρει. Είπε να ρίξει μια φτυσιά στο γλόμπο του, αλλά το μετάνιωσε. Αυτός έφταιγε, αφού το ήξερε το φασιστόμουτρο, πως μπήκε πάλι εδώ μέσα. Ούτε τσίχλα δεν έπρεπε να ψωνίζει απ’ αυτόν τον μαλάκα, ούτε απ’ έξω να περνά, η φάτσα του τον αναγούλιαζε. Κι ας ήταν τόσα χρόνια γείτονες, κι ας μένανε στην ίδια πολυκατοικία, κι ας ρώταγε κάθε τόσο για τη θεία του τι κάνει. «Λείπει για δουλειές» του απαντούσε στα γρήγορα για να τον ξεφορτωθεί, κι ας είχε προ πολλού η θεία καβαλήσει τα ογδόντα. Κι ο χοντρομαλάκας τον κοιτούσε σαν χάνος. Πετάχτηκε έξω στο δρόμο αηδιασμένος.
Η μέρα ήταν όμορφη. Περπατούσε αργά με τα χέρια στις τσέπες και μάζευε χειμωνιάτικο ήλιο. Οι δρόμοι είχαν κίνηση, οι στάσεις των λεωφορείων γεμάτες ουρές και στριμωξίδια, πλημμύριζε από βιαστική ζωή η πόλη. Μόνο η θεία δεν βιαζόταν πλέον, ούτε ο παλιός του συμμαθητής. Όποτε την έβλεπε σ’ αυτό το χάλι –τελευταία σπάνια πέρναγε απ’ το σπίτι του ξάδελφου- σφιγγόταν το στομάχι του. Πριν από πέντε χρόνια φάνηκαν τα πρώτα σημάδια, αφότου πέθανε ο θείος, και όλο χειροτέρευε. Τουλάχιστον χαμογελούσε σταθερά, έδειχνε ευτυχισμένη, απροβλημάτιστη, ούτε θάνατο φοβόταν πλέον. Παλιότερα, τότε που ήταν ακόμα ζωντανή,  σπάνια χαμογελούσε, σπάνια έδειχνε χαρούμενη. Ούτε όμως και ο παλιός του συμμαθητής θα βιαζόταν πλέον. Ήταν συνομήλικοι, μια χρονιά στο γυμνάσιο καθόντουσαν και στο ίδιο θρανίο. Την επόμενη εξαφανίστηκε, ξαφνικά, όπως είχε εμφανιστεί. Θυμόταν και τη μητέρα του, μια ψιλή όμορφη γυναίκα. Κλειστό παιδί, ήσυχο, μοναχικό, δεν μιλούσε πολύ,  μ’ εκείνον μόνο έκανε παρέα, κάποιες φορές είχε πάει και στο σπίτι του. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτό το παιδί  σκότωσε, ίσως να ‘ταν και ατύχημα, μα θα υπήρχαν και κάμερες, και πάλι ποιος ξέρει, είχε τόσα χρόνια να τον δει, να μάθει νέα του. Ποιος ξέρει.

Όταν το βράδυ γύρισε σπίτι η θεία είχε αποκοιμηθεί μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση. Χαμογελούσε σαν παιδί, λες και έβλεπε ένα ωραίο όνειρο. Ήταν μόνη στο διαμέρισμα, ο ξάδελφος ακόμα έλειπε, η αλλοδαπή βοηθός μόλις είχε φύγει. Στα αδύνατα χεράκια της έσφιγγε μία μικρή πάνινη κούκλα. Της έβαλε μια  κουβέρτα στα πόδια για να μην κρυώνει, της χάιδεψε τα αραιά ολόλευκα μαλλιά και της ψιθύρισε καληνύχτα. Στην βουβή οθόνη ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί και οι άλλοι παρατρεχάμενοι χαμογελαστοί και ευδιάθετοι πανηγύριζαν για την υπογραφή της συμφωνία που με βεβαιότητα θα έβγαζε την χώρα από την  κρίση. Το ανθρωπόμορφο τέρας με την αρρωστημένη ψυχή τελικά δεν αυτοκτόνησε, αλλά συνελήφθη από τις αρχές –είναι αθώος, φώναζε, δεν σκότωσε αυτός το παιδί- για τα περαιτέρω. Δίπλα του βρισκόταν συνέχεια η γριά μάνα του, «ο γιος μου είναι καλό παιδί, δεν μπορεί να σκότωσε!» ούρλιαζε και χτυπιόταν μπροστά στις κάμερες. Τέλος, ο καιρός αύριο θα είναι άστατος, νεφελώδης και με πιθανές κατά τόπους βροχές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου