Εκείνο το απόγευμα καθόμουν
μόνος στο μπαλκόνι και αγνάντευα την κάτω πόλη και το μακρινό ηλιοβασίλεμα. Στο
βάθος ο ουρανός είχε κοκκινίσει για τα καλά. Η κοπέλα που με φρόντιζε έλειπε
απ’ το σπίτι. Πλέον είχα αναρρώσει πλήρως, τουλάχιστον δεν πονούσα και σύντομα
θα ξεκινούσα μικρές βόλτες τριγύρω στη γειτονιά για ξεμούδιασμα, να αρχίσει και
πάλι να λειτουργεί το σώμα μου κανονικά. Παρ’ όλα αυτά ένιωθα ακόμα κάποια
κούραση. Ο αστυνόμος δεν μας είχε ακόμα επισκεφτεί, μα δεν του κρατούσα κακία,
σίγουρα θα είχε τους λόγους του. Τον περίμενα με ανυπομονησία και κάθε τόσο
κοίταζα προς τη μεριά του κάστρου να δω αν έρχεται. Τέτοια ώρα οι ελπίδες μου δυνάμωναν
όλο και πιο πολύ, γινόμουν ακόμα πιο αισιόδοξος, πιο χαρούμενος.
Όμως, αντί για κείνον,
αντίκρισα κάτι το αναπάντεχο, τη στιγμή ακριβώς που ο κόκκινος ήλιος χανόταν
εντελώς πίσω απ' τα μακρινά βουνά. Περνούσε βιαστικά από κάτω. Ξαφνικά σταμάτησε,
σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και με κοίταξε έντονα για κάμποσα δευτερόλεπτα. Ένιωσα
κάπως παράξενα, ανήσυχα, ταράχτηκα, ακόμα περισσότερο όταν μου χαμογέλασε
μυστηριωδώς. Δεν ήταν ο σωτήρας που περίμενα τόσες μέρες εναγωνίως, αλλά ένας
σωσίας μου. Ήμασταν ολόφτυστοι σαν δυο σταγόνες βροχής, δεν μπορούσες να μας ξεχωρίσεις.
«Α, πουλάκι μου, έφαγα τον κόσμο μα επιτέλους σε βρίσκω», είπε και με
αιλουροειδή ευλυγισία άρχισε να σκαρφαλώνει προς το μέρος μου. Ακόμη και η φωνή
του έμοιαζε με τη δική μου και πιθανώς να ήμασταν συνομήλικοι. Ίσως να είχα
δίδυμο αδερφό, μα προτού ολοκληρώσω τη σκέψη μου, στάθηκε μπροστά μου φάντης
μπαστούνι και με αγκάλιασε θερμά αλλά και απαλά, με προσοχή, σαν εύθραυστο
αντικείμενο. Πρέπει να γνώριζε την περιπέτεια που πέρασα. Πήρε μια καρέκλα και
κάθισε δίπλα μου. Αυτός γελούσε γεμάτος από χαρά κι εγώ έτρεμα σύγκορμος απ’
την ταραχή μου και πρέπει να το κατάλαβε. Το πρόσωπό μου έβγαζε άγριο τρόμο.
«Δεν χαίρεσαι που με βλέπεις μετά από τόσα χρόνια;» ρώτησε για να σπάσει κάπως
τον πάγο. «Ποιος είσαι;» κατάφερα μόνο να ψελλίσω. Δεν έπρεπε να φοβάμαι, είπε,
δεν ήθελε το κακό μου. Ήξερε τα προβλήματα που είχα από τότε που γύρισα στην
πόλη και μπορούσε να με βοηθήσει. Όμως, δεν απάντησε στην ερώτησή μου. «Ποιος
είσαι;» επανέλαβα ουρλιάζοντας, που βρήκα τη δύναμη! Μα ήμουν μόνος, δεν
μπορούσε κανείς να με βοηθήσει. Ξαφνικά σκυθρώπιασε. «Έλα να σου δείξω», είπε,
με πήρε απ’ το χεράκι και μπήκαμε μέσα στο σαλόνι. «Αυτός είμαι, λοιπόν!»
αναφώνησε θριαμβευτικά. Το δάχτυλό του έδειχνε το παιδάκι της φωτογραφίας
ανάμεσα στις δύο κυρίες. «Είσαι ψεύτης, αυτός είμαι εγώ!» φώναξα οργισμένος,
είχα ξεχάσει τον φόβο μου. Σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. Τον πήγα μπροστά
στον μεγάλο καθρέφτη. «Κοίταξε, είμαστε ολόιδιοι». Δεν παραξενεύτηκε. «Εγώ
είμαι πιο όμορφος», είπε χαριτολογώντας και γέλασε δυνατά. Είχε και κάτι άλλο
να μου δείξει. Κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο. «Δες, εδώ διαφέρουμε!»
Είχε μουνί, αρχίδια και πέος, όλα τα καλά. Μετά σήκωσε τη μπλούζα του. Φορούσε κόκκινο
σουτιέν και από μέσα είχε δύο μικρά γυναικεία βυζάκια. Ζήλεψα, ήταν ένας
τέλειος άνθρωπος, ενώ εγώ λειψός, αδύναμος και ανάπηρος. «Δείξε μου και συ» μου
είπε μα ντράπηκα και δεν έκανα καμία κίνηση αποκάλυψης. Ίσως να ήξερε. Είχα
μείνει σαν άγαλμα και τον κοιτούσα. Με το ζόρι συγκρατιόμουν να μη βάλω τα
κλάματα. «Δεν πειράζει», είπε και με αγκάλιασε στοργικά. Όποιος κι αν ήταν, ακόμη
και μια κακόγουστη φάρσα, τον ένιωθα για φίλο μου. Ότι μπορούσα να τον
εμπιστευτώ. Ότι με καταλάβαινε.
Βγήκαμε πάλι στο μπαλκόνι,
καθίσαμε στις καρέκλες και βυθιστήκαμε στη σιωπή. Ένιωθα ότι βρίσκομαι σε
ελαφριά απόκλιση, όχι μόνο απ’ όλους τους άλλους ανθρώπους, αλλά και από
ολόκληρο το σύμπαν. Έβλεπα τα πράγματα λοξά κι αυτά εμφανίζονταν μπροστά μου παραμορφωμένα
και θολά. Κάποιος μου έκανε άσχημες γκριμάτσες, έβγαζε τη γλώσσα του και με
κορόιδευε μπροστά στα μούτρα μου. Δίπλα καθόταν ολοζώντανος ο άλλος μου εαυτός.
Ήταν ευδιάθετος και αισιόδοξος ότι όλα θα φτιάξουνε. Με τον τρόπο του προσπαθούσε
να μου δώσει κουράγιο. Κάθε τόσο τον ακουμπούσα με την άκρη των δακτύλων μου
για να διαπιστώσω ότι πραγματικά υπάρχει και δεν είναι γέννημα της
αλλοπρόσαλλης φαντασίας μου. Φοβόμουν μήπως άρχισα να τρελαίνομαι, να χάνω τα
λογικά μου. Πλέον, δεν έπρεπε να μένω μόνος μου, κινδύνευα. Για μια στιγμή
σκέφτηκα να του μιλήσω, να πούμε δυο κουβέντες, να τον ρωτήσω ορισμένα
πράγματα, μα δεν μπορούσα καν να ανοίξω το στόμα μου, ήμουν πολύ κουρασμένος.
Ούτε να στρίψω το κεφάλι μου προς το μέρος του. Μόνο κάθε τόσο τον ακουμπούσα.
Για να σιγουρεύομαι.
Όταν άνοιξα πάλι τα μάτια
είχε βραδιάσει για τα καλά. Η κοπέλα δεν είχε επιστρέψει ακόμα και ο ερμαφρόδιτος
σωσίας μου δεν καθόταν στο πλάι μου, είχε εξαφανιστεί. Δεν ήμουν σίγουρος αν
όλα αυτά τα είχα ονειρευτεί ή γίνανε στην πραγματικότητα. Όσο κι αν
προσπαθούσα, δεν μπορούσα να το εξακριβώσω. Πάντως, δεν θα έλεγα τίποτα σε
κανέναν. Ούτε στην καλή νοσοκόμα ούτε στον όμορφο μπάτσο. Ποιος ξέρει τι θα
έβαζαν με το νου τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου