Κοιμηθήκαμε πολύ, έτσι μου
φάνηκε, και όταν ανοίξαμε πάλι τα μάτια μας πρέπει να είχε ξημερώσει για τα
καλά, μα δεν βλέπαμε τη μύτη μας. Η παραλία ολόκληρη, αλλά και η θάλασσα μέσα
κι ο ουρανός από πάνω είχαν καλυφθεί από πυκνή γκρίζα ομίχλη, σαν στάχτη από μεγάλη
πυρκαγιά. Πίσω μας η πόλη ήταν αόρατη, είχε κι αυτή εξαφανιστεί εντελώς, όπως
τη μέρα που είχα επιστρέψει, αυτό μου θύμισε. Δεν νιώσαμε καμιά ανησυχία. Περιμέναμε
το σκάφος που θα μας παραλάμβανε και θα μας χάριζε την ελευθερία. Τα μάτια μας
καρφωμένα στη θάλασσα για να δούμε τη σκιά του να πλησιάζει, τα αυτιά μας
ορθάνοιχτα να ακούσουμε τη μηχανή του να μουγκρίζει. Έπρεπε να ετοιμαστούμε. Όμως,
δεν προλάβαμε καν να ντυθούμε, μας πιάσανε στα πράσα. Ξαφνικά πίσω μας πρόβαλαν
αθόρυβα μέσα απ’ την ομίχλη και εμφανίστηκαν μπροστά μας στα δέκα μέτρα
απόσταση οι απειλητικές σκιές, οι πέντε άρχοντες και πλήθος πάνοπλων στρατιωτών.
Δεν το περιμέναμε, μας έλουσε κρύος ιδρώτας. Κοιταχτήκαμε με τρόμο αναμεταξύ μας,
με κομμένη την ανάσα. Είχαμε φτάσει στη βρύση, δίχως να πιούμε νερό.
Μετά το αρχικό σοκ, δεν
αργήσαμε να συνέλθουμε, πρώτος απ’ όλους ο φίλος μου ο αστυνόμος, να
ανακτήσουμε και πάλι την ψυχραιμία και την αυτοκυριαρχία μας, μαθημένα τα βουνά
απ’ τα χιόνια, όχι όμως και το προηγούμενο κέφι, τη ζωντάνια και την αισιοδοξία
μας. Ήταν φανερό, πλέον, δεν είχαμε καμιά ελπίδα σωτηρίας. Τουλάχιστον, έπρεπε
να παραμείνουμε αξιοπρεπείς, θαρραλέοι και αμετακίνητοι μπροστά στο βέβαιο θάνατο
που μας περίμενε, να μη δώσουμε καμιά λαβή για ευχαρίστηση στα σαδιστικά σκυλιά
που μας είχαν στριμώξει. Ούτε καν ντροπή για τη γύμνια μας να νιώσουμε, να μην
κρύψουμε τίποτα, ειδικά εγώ που είχα και το πρόβλημα, που ήμουνα λειψός. Και
κάτι μου ‘λεγε ενδόμυχα, κάποιο ένστικτο ή ένα παιχνιδιάρικο δαιμόνιο, ότι τις
ίδιες ακριβώς σκέψεις έκαναν ταυτόχρονα και οι σύντροφοί μου, ο αστυνόμος και η
νοσοκόμα. Κοιταχτήκαμε ασυναίσθητα μεταξύ μας, πιαστήκαμε από τα χέρια και
ενωμένοι όπως ήμασταν σκάσαμε από ένα τεράστιο χαμόγελο στα μούτρα τους. Είχαμε
αποφασίσει να φύγουμε όρθιοι, χωρίς περιττές λιποψυχίες. Τελικά, αυτό ήταν το
πεπρωμένο μας, δεν μπορούσαμε να το αποφύγουμε. Τουλάχιστον, προσπαθήσαμε και
τώρα μας άξιζε μια ηρωική έξοδος στο πουθενά, στο μεγάλο τίποτα, βουτιά στο
απόλυτο κενό.
Από τους πέντε άρχοντες μίλησε
ο πατέρας του φίλου μου κοιτάζοντας το γιο του κατάματα με βλέμμα βλοσυρό. Ήταν
μεγάλη ηλιθιότητα αυτό που κάνατε, είπε, εξαρχής δεν είχατε καμία ελπίδα να
γλυτώσετε, τα ξέραμε όλα και σας παρακολουθούσαμε διαρκώς. Ειδικά εσένα, σε
είχα προειδοποιήσει, μα δεν μ’ άκουσες, έκανες του κεφαλιού σου. Μπορεί να
είσαι γιος μου, μα έπρεπε να κάνω πέτρα την καρδιά μου, όπως και τα αδέρφια
σου, και να βάλουμε πάνω από όλα το συμφέρον της πόλης. Η συμπεριφορά σας ήταν
απαράδεκτη και προσβλητική για τις αρχές της πόλης, όπως και η εμφάνισή σας που
ξεδιάντροπα και ανερυθρίαστα μας φανερώνεται μπροστά μας. Είστε ντροπή και όνειδος
για τον τόπο και η τιμωρία σας θα είναι αυστηρή και παραδειγματική. Τα
μεσάνυχτα συνεδρίασε το νυχτερινό συμβούλιο και αποφάσισε ομόφωνα την θανατική
σας καταδίκη, κρίνοντας εντελώς άσκοπη την οποιαδήποτε απολογία σας και
προσπάθεια δικαιολόγησης των έκνομων και ανήθικων πράξεών σας. Αυτά είχα να σας
μεταβιβάσω, τίποτα άλλο, είπε ο άρχοντας της πόλης και κατόπιν σώπασε.
Για λίγες στιγμές επικράτησε
απόλυτη βουβαμάρα, ακόμη και η αδιάφορη φύση τριγύρω μας κρατούσε σφιγμένη την
ανάσα της. Τότε πήρε το λόγο ο γιος του, ο αστυνόμος, που όλη την ώρα τον
κοιτούσε κατάματα με βλέμμα σταθερό και ανυποχώρητο, δεν έδειχνε καθόλου φόβο
και υποταγή, όπως κι εγώ με την νοσοκόμα. Και μείς οικογενειάρχες άνθρωποι
είμαστε, σεβαστοί νοικοκυραίοι, παιδιά μεγαλώνουμε! τον ειρωνεύτηκε κατάμουτρα
και τότε βάλαμε και οι τρεις ταυτόχρονα δυνατά γέλια. Ότι και να κάνετε, μόνο
να μας τα κλάσετε μπορείτε, παλιοτόμαρα, βρωμερά, ελεεινά και τρισάθλια
ανθρωπάκια, του είπε και του ‘δειξε τα δυο μεγάλα του αρχίδια. Για συμπαράσταση
έριξα ένα κατούρημα που έφτασε μέχρι τα καλογυαλισμένα τους λουστρίνια και τα
πιτσίλισε και η νοσοκόμα προσφέρθηκε να την γαμήσει όλο το στράτευμα γυρίζοντας
από την άλλη και τουρλώνοντας τον κώλο της. Παραδόξως, είχαμε ξαναβρεί το
προηγούμενο κέφι μας. Το απόσπασμα! φώναξαν εξαγριωμένοι και με μια φωνή οι
πέντε άρχοντες του τόπου και από κείνη τη στιγμή κι έπειτα όλα έγιναν πολύ
γρήγορα, στο άψε σβήσε. Δέκα θηριώδεις στρατιώτες παρατάχτηκαν απέναντί μας στα
πέντε μέτρα για να μας βλέπουν και να έχουν σίγουρα αποτελέσματα, η ομίχλη
εξακολουθούσε πυκνή, μα κανείς δεν μας πλησίασε πιο κοντά, ας πούμε για να μας
δέσει τα μάτια ή να ακούσει κάποια τελευταία μας επιθυμία, μας θεωρούσαν
μολυσμένους και μιάσματα και ήθελαν να ξεμπερδεύουν μια ώρα αρχύτερα μαζί μας.
Πίσω μας δεν υπήρχε κάποιος τοίχος για να απορροφήσει τις σφαίρες παρά η αόρατη
θάλασσα και ο γκρίζος ουρανός και τα άψυχα κουφάρια μας ποιος ήξερε σε ποιο
λάκκο θα τα έριχναν. Όχι ότι μας ένοιαζε, δικό τους πρόβλημα.
Συνήθως, στις εκτελέσεις
υπήρχε κι ένας ιερέας για την τελευταία εξομολόγηση, ευχή και μετάληψη της
θείας κοινωνίας, που μεριμνούσε και για το ζήτημα της ταφής. Όμως, σε μας δεν ταίριαζε
ούτε καν η μεταφυσική συγχώρεση, η ελπίδα κάποιου μακρινού υπερουράνιου παραδείσου.
Όχι δηλαδή ότι θα την ζητούσαμε, μα ήμασταν ανάξιοι για οποιαδήποτε μετάνοια. Ο
φίλος μου δίπλα, σαν να διάβασε τη σκέψη μου, με στόμφο στα λόγια του και
υπερηφάνεια, ζήτησε να εκφράσει την
τελευταία του επιθυμία. Σεβαστέ και αξιολάτρευτε πατέρα, υπέρλαμπρε άρχοντα της
πόλης, προτού πεθάνω θα ήθελα να γαμήσω ένα παπά! είπε μα αντί για απάντηση άκουσε
ένα ηχηρό «πυρ» και απέναντί μας το εκτελεστικό απόσπασμα άρχισε να κροταλίζει
με μανία. Τα τρία γυμνά κορμιά μας έγιναν σουρωτήρι από τις σφαίρες και
σωριάστηκαν άψυχα στην παραλία. Δεν χρειάστηκαν καν οι χαριστικές βολές.
Τα νεκρά σώματα αποφασίστηκε
να αφεθούν ξεσκέπαστα και άταφα στον τόπο της εκτέλεσης και να κατασπαραχτούν
από τα όρνια και τα άγρια πουλιά για παραδειγματισμό. Σε λίγο, ως εκ
θαύματος, η ομίχλη διαλύθηκε, μα και
πάλι, για λίγα λεπτά, ο ήλιος χάθηκε από τα μάτια τους και ο ουρανός σκοτείνιασε.
Την ώρα της έκλειψης έγινε ένας τρομερός σεισμός που ισοπέδωσε τα πάντα, η πόλη
εξαφανίστηκε, ένα μεγάλο ρήγμα δημιουργήθηκε στην άκρη της παραλία που ρούφηξε
τους άρχοντες και τους στρατιώτες και ένα γιγάντιο τσουνάμι που ήρθε από τη
θάλασσα τους έπνιξε. Χάθηκαν όλοι από προσώπου γης μέσα στον ομαδικό τους τάφο.
Δεν γλύτωσε κανείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου