Όλον εκείνον τον καιρό,
μέχρι να γίνει οριστική η ημέρα της απόδρασης και να φύγουν απ’ την πόλη, κάθε
βράδυ απ’ την αγωνία του έβλεπε εφιάλτες και παράξενα όνειρα. Ένα όμως το
θυμόταν πολύ καλά γιατί επαναλαμβανόταν σχεδόν κάθε δεύτερη ή τρίτη μέρα σε
συνέχειες και διάφορες παραλλαγές και όταν ξύπναγε ωχρός και κάθιδρος απ’ τον
τρόμο μέσα στη νύχτα το θυμόταν πολύ
καλά και έντονα, σαν να ήταν αληθινό και να συνέβη πριν από λίγο. Μέσα στα
σκοτάδια έβλεπε ακόμα απειλητικά οράματα και περίεργους ίσκιους, μέχρι τα μάτια
να συνηθίσουν και το μυαλό του να συνειδητοποιήσει τελικά πού βρίσκεται και τι
ώρα είναι. Κοιτούσε ταραγμένος το ρολόι, αυτό δεν έλεγε ποτέ ψέματα, ακόμα και
σταματημένο, δεν τον παραπλανούσε με δόλιους σκοπούς. Δεν ήταν προληπτικός, δεν
τον θεώρησε κακό οιωνό για την επιχείρηση που σχεδίαζε ο φίλος του. Μα τον
συγκεκριμένο εφιάλτη δεν τολμούσε να τον εκμυστηρευτεί πουθενά, να ελαφρώσει
κάπως, και τον βάραινε όλη τη διάρκεια της επόμενης μέρας, του χαλούσε τη
διάθεση. Να τον πει, ας πούμε, στην καλή νοσοκόμα που τον τελευταίο καιρό είχαν
καλές σχέσεις και κάθε τόσο ερχόταν στο δωμάτιό του, ευχάριστη σκιά, που τον
αγκάλιαζε, τον χάιδευε και τον φιλούσε σε όλο το μισερό του κορμάκι. Τον
ξαλάφρωνε και τον ηρεμούσε και κάνανε όμορφα σχέδια για το μέλλον τους. Τουλάχιστον
εκείνα τα βράδια κοιμόταν σαν πουλάκι, χωρίς όνειρα και οράματα, δίχως απειλητικές
σκιές και άσχημα προαισθήματα, ενώ την επόμενη μέρα ξυπνούσε πανευτυχής,
αισιόδοξος, ξανανιωμένος κι έβλεπε τον κόσμο με άλλο μάτι. Μα ο εφιάλτης
επέμενε και πάντα επέστρεφε στο σκοτεινό του δωμάτιο. Πλέον, τον είχε συνηθίσει,
φοβόταν λιγότερο.
Βρίσκεται στο δεντρόφυτο
πάρκο πλάι στη θάλασσα. Έχει νυχτώσει και τα φώτα του δήμου είναι αναμμένα. Ο
κόσμος λίγος, κάποιες παρέες εδώ κι εκεί κάθονται στα παγκάκια ή περπατούν και κάνουν
βόλτες. Αυτός στέκεται μόνος πλάι σε έναν μεγάλο θάμνο και τους παρατηρεί με
αγωνία. Κάποια στιγμή βλέπει να τον πλησιάζει ένα τσούρμο κοριτσιών,
καλαμπουρίζουν, φωνάζουν και γελάνε δυνατά. Καθώς βλέπει τα γεμάτα φρεσκάδα νεανικά
τους πρόσωπα, αρχίζει να διεγείρεται. Πιάνει τον πούτσο του, τον τρίβει, τον
χαϊδεύει και τον αισθάνεται σκληρό. Τον αντιλαμβάνονται. Τους κάνει χειρονομίες
και νοήματα και τα καλεί να έρθουν προς το μέρος του. Δεν ξέρουν τι θέλει από αυτές.
Καθώς πλησιάζουν και σταματούν μπροστά του, τον βγάζει έξω και τον παίζει δυνατά.
Οι κοπέλες σοκάρονται, δεν ξέρουν τι να κάνουν. Καθώς κοιτούν έκπληκτα και εκείνος
είναι έτοιμος να χύσει, ξαφνικά αισθάνεται ένα μεγάλο πόνο. Ο πούτσος του έχει
πιαστεί στο φερμουάρ του παντελονιού του, αιμορραγεί και πέφτει. Τα κορίτσια
γελούν κι ένας αστυνόμος πλησιάζει προς το μέρος τους. Είναι ο φίλος του. Επιβλητικός.
Φοράει την λαμπρή επίσημη στολή με τα αστραφτερά γαλόνια και τα παράσημα και το
κεφάλι του σκεπάζεται απ’ το πηλήκιο. Αισθάνεται ντροπή, δεν θέλει να τον δει. Ευτυχώς,
προλαβαίνει να τον βάλει μέσα και να τον κρύψει και αρχίζει να τρέχει. Πηγαίνει
παραπέρα, πίσω από ένα μεγάλο και χοντρό δέντρο. Καθώς είναι κρυμμένος, βλέπει
μια γυναίκα που έχει βγάλει βόλτα τον σκύλο της. Βλέπει το πρόσωπο και το σώμα
της και του αρέσει, είναι πράγματι πολύ καλή. Διεγείρεται, τον βγάζει έξω και
τον παίζει καθώς εκείνη πλησιάζει. Η γυναίκα τον βλέπει και δεν ξέρει τι να
κάνει, παραλύει ολόκληρη. Όμως, καθώς κινείται προς αυτήν, πατά τις ακαθαρσίες
κάποιου σκύλου. Τα παπούτσια και οι κάλτσες του γεμίζουν γλιστερά και δύσοσμα
σκατά. Είναι φρέσκα ακόμη. Του έρχεται έντονη αναγούλα, κάνει εμετό και
λερώνεται πατόκορφα, γεμίζει ολόκληρος ξερατά. Ξανά μπροστά του εμφανίζεται ο
όμορφος μπάτσος. Το βάζει στα πόδια, τρέχει πάλι να του ξεφύγει. Πηγαίνει προς
την παραλία. Εκεί συναντά καθισμένους γύρω από μια φωτιά μια παρέα γερόντων που
κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα. Είναι ολοτσίτσιδοι, οι γυμνοσοφιστές. Τον καλούν να
πάει κοντά τους, μα εκείνος τους αγνοεί. Αρχίζει να γδύνεται, μα όταν κατεβάζει
το παντελόνι του ο μαραμένος του πούτσος ξεκολλάει από το σώμα του και πέφτει
στο χώμα νεκρός. Τον αφήνει εκεί, πλησιάζει μια μαύρη γάτα, τον παίρνει στο
στόμα της και φεύγει τρέχοντας. Ο αστυνόμος πλησιάζει προς το μέρος του και του
φωνάζει να σταματήσει. Όμως, εκείνος γδύνεται τελείως και μπαίνει στη θάλασσα.
Είναι μαύρη και κρύα, μα ήρεμη, δεν έχει κύμα. Τότε συνειδητοποιεί ότι δεν
ξέρει να κολυμπά, μα πλέον είναι αργά. Ξαφνικά έχει κακοκαιρία και ισχυρά
ρεύματα τον σπρώχνουν στα βαθιά. Είναι άπατα και γύρω του απόλυτο σκοτάδι, δεν
βλέπει τίποτα. Είναι μόνος και κάτι τον ρουφάει, τον τραβάει στο βυθό.
Βουλιάζει, περιδινίζεται, χάνεται κάτω
από την επιφάνεια του νερού. Ύστερα ξυπνάει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου