Επιτέλους ήρθε! Ήταν με το
υπηρεσιακό όχημα, μα σίγουρα δεν θα ήθελε να με συλλάβει. Πάρκαρε το
καρουμπαλάδικο κάτω από το σπίτι και χτύπησε το κουδούνι. Του άνοιξε η νοσοκόμα
και δώσανε ένα θερμό φιλί στο στόμα και μια σφιχτή αγκαλιά. Αγαπιόντουσαν και
ίσως είχαν καιρό να βρεθούν μαζί. Στα αλήθεια, δεν ζήλεψα, τόση μεγάλη ήταν η
χαρά μου που μετά από πολύ καιρό θα τον ξανάβλεπα. Ανέβηκαν τις σκάλες μαζί.
Όταν με είδε ρίχτηκε πάνω μου με φούρια, παραλίγο να με τσαλαπατήσει. Εμείς δεν
αλλάξαμε φιλιά, μα δεν πειράζει. Με κοίταξε απ’ την κορυφή ως τα νύχια. «Μια χαρά σε βλέπω, μικρέ, ξανάνιωσες!» είπε.
Ήταν ευδιάθετος και χαρούμενος που ξανασυναντιόμασταν. Φορούσε την επίσημη αστραφτερή
του στολή (το πηλήκιο το είχε μάλλον αφήσει στο αμάξι) και στο χέρι κρατούσε
έναν πράσινο φάκελο. Απ’ έξω με μεγάλα γράμματα, όλα κεφαλαία χωρίς τόνους,
έγραφε το όνομα και το επώνυμό μου. Ζήτησε συγνώμη για την αμφίεση, καταλάβαινε
την απέχθειά μου για τις στολές, μα ήταν σε μια τελετή της υπηρεσίας, άλλαζε ο
γενικός διευθυντής, είπε, και είχαν παράδοση-παραλαβή και τα ρέστα, σκαστός
ήρθε από εκεί, τρέχοντας, ούτε που πρόλαβε να φορέσει κάτι πιο ανθρώπινο.
Άκουγα με κέφι τις δικαιολογίες που ξεφούρνιζε σαν μικρό σκανταλιάρικο παιδί
και γελούσα με την ψυχή μου. Κι έτσι ωραίος ήταν. Η παρουσία του στο σπίτι μου
είχε φτιάξει το κέφι. Ήταν όμορφος μέσα στη στολή του, μα κάπως πιο
αδυνατισμένος και ωχρός. Φαινόταν κουρασμένος, καταβεβλημένος από τις
υποχρεώσεις μάλλον και τα καθήκοντα της εργασίας του. Δουλειά να σου πετύχει,
βαριά η καλογερική, σκέφτηκα, και κάπως τον λυπήθηκα.
Ήταν βιαστικός, δεν είχε
πολύ ώρα στη διάθεσή του και θα έμπαινε αμέσως στο ψητό, είπε. Ήθελε να μου
αποκαλύψει κάποια πράγματα για το παρελθόν μου, που δυστυχώς δεν τα θυμόμουνα
πια. Έπρεπε να τα ξέρω, να μάθω την αλήθεια. Οι τελευταίες του κουβέντες με
ανησύχησαν, άρχισα να νιώθω άβολα. Κάθε επαφή με τα περασμένα, την μαύρη τρύπα
της μνήμης και της ζωής μου, είναι οδυνηρή. Φοβάμαι ότι κάποτε, στα ξαφνικά,
μέσα από ανεξιχνίαστους και παράλογους συνειρμούς του μυαλού μου, το τέρας θα
ξυπνήσει και θα με καταβροχθίσει ολόκληρο. Καθίσαμε στο σαλόνι και η νοσοκόμα
έκλεισε όλα τα παράθυρα και τα τζάμια του σπιτιού. Καλύτερα να μιλάμε σιγανά,
είπε ο αστυνόμος, και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Δεν γελούσε πια, είχε φορέσει το
υπηρεσιακό του ύφος και θυμήθηκα την πρώτη φορά που τον είδα όταν μόλις είχα έρθει
στην πόλη και με είχανε συλλάβει τα τσακάλια του. Αυστηρός και σοβαρός, όπως
τότε.
Μου τα είπε όλα με το νι και
με το σίγμα, χαρτί και καλαμάρι. Μιλούσε κάνα μισάωρο, χωρίς διακοπή, δίχως να
πάρει ανάσα. Τον άκουγα αποσβολωμένος και εμβρόντητος. Απ’ την άλλη, η νοσοκόμα
παρέμενε ανέκφραστη, μάλλον τα ήξερε όλα αυτά. Είχα σοκαριστεί, τα περισσότερα
δεν μπορούσα να τα πιστέψω. Δεν μπορεί, κάποιον άλλο πρέπει να αφορούσαν, όχι
εμένα. Πώς σε τόσο μικρή ηλικία έκανα τέτοια πράγματα, όταν τα άλλα παιδιά
έπαιζαν ακόμα κρυφτό και κυνηγητό, κλέφτες κι αστυνόμους. Σίγουρα ήμουν ελαττωματικός,
εκ γενετής. Μα και η τιμωρία μου δεν δικαιολογείται, ήταν σκληρή και απάνθρωπη,
καλύτερα ήταν να με σκότωναν. Κι εγώ που νόμιζα ότι γεννήθηκα έτσι, τρύπιος, ανάπηρος
και βλαμμένος. Αν μου τα ‘λεγε κάποιος άλλος δεν θα τα πίστευα, δεν εμπιστεύομαι
τους ανθρώπους, είναι κακοί, μα αυτός διαφέρει, είναι πραγματικός μου φίλος.
Γνωριζόμασταν λοιπόν από παιδιά, ήμασταν συμμαθητές, αγαπιόμασταν από παλιά και
δεν με ξέχασε, όπως εγώ, πάντα με είχε στο μυαλό του. Και η καλή γριούλα που
φρόντιζα ήταν φιλενάδα της μητέρας μου, εκείνη στη φωτογραφία που με κρατάει
απ’ το χεράκι, που θα μου το ‘λεγε κι η ίδια, μα δεν πρόλαβε, αφού πέθανε
ξαφνικά. Και η νοσοκόμα τα ήξερε, μα γι’ αυτήν ένιωθα μπερδεμένα πράγματα, καλά
έκανε και δεν μου είπε λέξη, δεν θα την πίστευα.
Μου έδωσε να δω τον πράσινο
φάκελο, είχε μέσα όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που επιβεβαίωναν τα λεγόμενά του,
σε περίπτωση που θα τον αμφισβητούσα. Φοβόταν κι αυτός ότι δεν θα τον πίστευα,
θα τα έβρισκα απίθανα και εξωπραγματικά. Να όμως που όλα γίνονται σ’ αυτή τη
ζωή. Υπήρχαν έγγραφα και ντοκουμέντα για όλες τις αποτρόπαιες πράξεις μου,
ιατροδικαστικές εκθέσεις για τις δολοφονίες, διάφορα άλλα σημαντικά τεκμήρια,
μα πιο πολύ στάθηκα στις οικογενειακές μας φωτογραφίες. Πρέπει να ζούσαμε
ευτυχισμένοι, δεν καταλαβαίνω γιατί πήγαν όλα κατά διαόλου. Μα τώρα το παρελθόν
δεν αλλάζει, ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Πάντως, καλύτερα να μην τα μάθαινα ποτέ,
σε τι ωφελούσε, μόνο να με γεμίσει τύψεις και ενοχές, παρ’ όλο που δεν έφταιγα
εγώ. Έτσι γεννήθηκα, αυτός ήταν ο χαρακτήρας και το πεπρωμένο μου. Τι έφταιγα
που κουβαλούσα τα χαλασμένα τους γονίδια; Ας αναζητήσουν τις ευθύνες αλλού. Και
τους γονείς μου τους έχω συγχωρέσει και τους παππούδες μου και όλες τις γενιές
παραπίσω. Όλοι έκαναν ότι μπορούσαν κι όσο έκοβε το μυαλό τους. Κανείς δεν
φταίει, κανείς δεν είναι ένοχος. Όλοι αθώοι και θύματα. Όλοι σάπιοι και
άρρωστοι.
Όταν τέλειωσε ο αστυνόμος με
τα δυσάρεστα μαντάτα, για κάμποσα λεπτά έπεσε στο σαλόνι απόλυτη σιωπή, νεκρική
βουβαμάρα. Κοιταζόμασταν ασυγκίνητοι και ανέκφραστοι, παγωμένοι. «Και τώρα τι
κάνουμε;» του είπα με σιγανή τρεμάμενη φωνή, σχεδόν ψιθυριστά. Έπρεπε να
φύγουμε απ’ την πόλη, είπε, η κατάσταση είχε γίνει ανυπόφορη, δεν παλευόταν
άλλο, και όλο θα χειροτέρευε, είχε έγκυρες και αξιόπιστες πληροφορίες από μέσα.
Μόνο να βρισκόταν η κατάλληλη ευκαιρία. Ίσως τον δεκαπενταύγουστο, που όλα ήταν
νεκρά και άδεια. Βλέποντας και κάνοντας. Είχε κάτι στο μυαλό του, έφτιαχνε ένα
σχέδιο, μα δεν ήταν επί του παρόντος. Πάντως, έπρεπε ανά πάσα στιγμή να είμαι
έτοιμος για αναχώρηση. Θα ερχόταν βέβαια μαζί μας και η νοσοκόμα. Δεν είχα
κανένα πρόβλημα, συμφώνησα μαζί του, από αυτόν εξαρτιόταν, εκείνος ήταν ο
αρχηγός. Όμως, τώρα έπρεπε να φύγει, είπε, δεν είχε άλλο χρόνο. Χαιρετηθήκαμε
και υποσχέθηκε ότι σύντομα θα είχαμε νέα του. Λίγη υπομονή ακόμα και τα βάσανά
μας θα τελείωναν.
Έκανα άσχημο ύπνο και ξύπνησα
μέσα στη νύχτα ιδρωμένος και ταραγμένος. Είχα δει ένα άσχημο όνειρο. Τη μαμά με
τη φίλη της να με κυνηγάνε κι εγώ να τρέχω για βοήθεια στον μπαμπά και στο
θείο, αυτοί όμως χαμογελαστοί να αδιαφορούν για την τύχη μου και κατόπιν να βγάζω
τα μάτια των γυναικών, μα αυτές, αν και τυφλές, να συνεχίζουν να με καταδιώκουν
κι εγώ να κολλάω, να παθαίνω μώρα και να μην μπορώ να τρέξω και να τους ξεφύγω
και λίγο πριν με γραπώσουν να ξυπνάω τρομαγμένος. Βγήκα στο μπαλκόνι. Είχε
πανσέληνο και κείνη τη στιγμή ο λαμπρός καβλωμένος φέγγαρος βρισκόταν πάνω από
το κάστρο σε πλήρη στύση και φώτιζε σαν προβολέας ολόκληρη την πόλη. Κάθισα και
τον κοίταζα, μακρινό και μόνο, με τα βουνά και τις κοιλάδες του, και βούρκωσα,
παραλίγο να με πάρουν τα κλάματα. Τότε ένιωσα πίσω μου το απαλό χέρι της νοσοκόμας
να ακουμπάει απαλά τον ώμο μου και να μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου