Παρά τρίχα και θα την προλάβαινα,
στο τσακ, για είκοσι λεπτά μόνο, ίσως και λιγότερο. Έξι παρά δέκα έφυγε, ειρηνικά,
πάνω στην ανατολή του ηλίου, σύμφωνα με την ημερολογιακή καταγραφή, την ώρα που
άρχιζε η καινούργια όμορφη μέρα. Τα συλλυπητήριά μας, είπε η νοσοκόμα. Όχι ότι
θα είχε μεγάλη σημασία αν ήμουν εκεί, δίπλα της. Μια βδομάδα βρισκόταν στην
εντατική σε κώμα, ήταν ζήτημα ημερών, με ενημέρωναν οι γιατροί, ταλαιπωριόταν,
είχε δυνατή καρδιά, γερή κράση, ενενήντα χρόνια γαντζωμένη από τη ζωή, σκληρή
γυναίκα, αυταρχική, έστω και ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ακίνητη, διασωληνωμένη,
συνδεδεμένη με μηχανήματα, ορούς και καθετήρες, με τα μάτια κλειστά, είχε μικρή
επαφή με το περιβάλλον, την ελάχιστη, όμως δεν το έβαζε κάτω, πολεμούσε το
θηρίο, αρνιόταν να επιστρέψει στο μεγάλο τίποτα, να αφανιστεί.
Κανείς δεν ήξερε να μου πει,
όλοι μέσα στο νοσοκομείο μού τα μάσαγαν, η επιστήμη δεν γνωρίζει ακριβώς, δεν
τα ξέρει όλα ακόμα, ίσως και να μην μάθει ποτέ, έλεγαν, ο ανθρώπινος εγκέφαλος
είναι το πιο πολύπλοκο σύστημα στο σύμπαν, ανεξιχνίαστες οι καταστάσεις της
συνείδησης, μα κάνουμε συνέχεια προόδους, μεγάλα άλματα, σπουδαία επιτεύγματα, περιαυτολογούσαν,
τόνιζαν το σημαντικό τους ρόλο στην ευημερία του ανθρώπου, πάντως ίσως κάτι να
ακούει, να ξεχωρίζει φωνές, να αισθάνεται αγγίγματα, ακόμα χειρότερα να
σκέφτεται και να νιώθει συναισθήματα, εγκλωβισμένη στο ζαρωμένο της σαρκίο να
βλέπει τον θάνατο να έρχεται, να την πλησιάζει το αναπόφευκτο τέλος, κι αυτή να
υπομένει στωικά, να περιμένει αγόγγυστα, να μην μπορεί να τον αποφύγει, να
θυμάται ευχάριστες στιγμές του παρελθόντος, για να ξεχνιέται, να φαντάζεται πώς
θα ‘ναι η μελλούμενη ζωή, για να παρηγοριέται, να ελπίζει, σίγουρα καλύτερη, δίχως
σωματικές επιθυμίες και εξάρσεις, εκεί θα ξανασυναντήσει τα αγαπημένα της
πρόσωπα, ακόμα και τους εχθρούς της, όσους πίκρανε και στεναχώρησε, να τους
συγχωρέσει και να ζητήσει συγνώμη, έστω και εκ των υστέρων, κατόπιν εορτής, δεν
πειράζει, κάλιο αργά παρά ποτέ, να έχουν μια ακόμη ευκαιρία, να τα ξαναβρούν
και να μονιάσουν μέσα στην απέραντη αιωνιότητα, πιο ώριμοι, πιο σοφοί, πλέον
δεν θα είχαν τίποτα να χωρίσουν στη δεύτερη ζωή τους.
Δεν την πρόφτασα ζωντανή. Αμέλησα,
ξεχάστηκα, μπερδεύτηκα. Έπρεπε να φύγει με τις δικές μου κουβέντες, τελευταίες λέξεις
και ήχους, την ξεχωριστή μου φωνή, σίγουρα θα την αναγνώριζε, όχι των γιατρών
και των νοσοκόμων με τις ψυχρές εντολές, τις τυπικές διαπιστώσεις, τα εύλογα
συμπεράσματα. Πάει, τέλειωσε, σκεπάστε την, αποσυνδέστε τα μηχανήματα, βάλτε
την στον νεκροθάλαμο, αλλάξτε σεντόνια στο κρεβάτι, φέρτε τον επόμενο που περιμένει
να σωθεί ή να πεθάνει, όλοι με τη σειρά τους, όλοι στην ώρα τους, ειδοποιείστε
τον ανιψιό της, ετοιμάστε τα χαρτιά, προτεραιότητα βέβαια δώστε στο
πιστοποιητικό θανάτου, πείτε το και στο απέναντι γραφείο τελετών να πάρει
εκείνο τη δουλειά, είναι γνωστοί μας. Δεν πρόλαβα να της πω καλό ταξίδι, καλή
αντάμωση, στο επανειδείν, θα ξανασυναντηθούμε, θεία, σίγουρα κάτω από καλύτερες
συνθήκες, και θα έχουμε πολλά να πούμε, αυτή τη φορά με ειλικρίνεια και τόλμη,
όσα δεν μπορέσαμε ή δεν θελήσαμε, από
αδυναμία και φόβο, να ομολογήσουμε σε τούτη, τη σύντομη, την κάλπικη. Δεν
πρόφτασα να της δώσω ελπίδες, έστω και τυφλές, ψεύτικες, παρ’ όλο που δεν
πίστευε, έτσι νομίζω, μα δεν είμαι και σίγουρος, ούτε ήταν θεούσα, γυναίκα της
εκκλησίας, αν και ποτέ δεν συζητήσαμε τέτοια οδυνηρά και μακάβρια θέματα. Ανέκαθεν
δεν κουβεντιάζαμε πολύ, δεν υπήρχε ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ μας, καλή χημεία.
Κρίμα, είχα δυο μέρες να πάω. Θα με θυμάται; Τουλάχιστον ηρέμησε, το μαρτύριο
έλαβε τέλος, η αγωνία, χωρίς βογγητά και ρόγχους, ήρεμα και απαλά, σαν να
κοιμάται δίχως όνειρα. Με αγαπούσε, το ήξερα, κι εγώ. Ας ήταν κάποιες φορές
στενόμυαλη, απότομη και άδικη απέναντί μου. Ήμουν δύσκολος, σκληρός, απότομος,
απόλυτος, ότι μπορούσε έκανε. Και κείνη τα ίδια, μοιάζαμε, γι’ αυτό και δεν τα
βρίσκαμε. Την αγαπούσα, μα τόσα χρόνια δεν της το ‘πα ποτέ.
Πήρα τηλέφωνο το αφεντικό
μου στη δουλειά και τον ενημέρωσα, ήθελα να είμαι τυπικός. Άργησε να το σηκώσει
κι ακούστηκε αγουροξυπνημένος. Διαμαρτυρήθηκε έντονα, σε κάθε περίπτωση είχε το
πάνω χέρι. Τι με παίρνεις στα άγρια χαράματα, στον ύπνο σου μ’ έβλεπες; Πέθανε,
του είπα, δεν θα έρθω σήμερα, έχω τρεχάματα με τα διαδικαστικά, το γραφείο
κηδειών, τους παπάδες, πρέπει και να την πάρω απ’ το νοσοκομείο. Τσίνησε. Με
κρεμάς, μου είπε, έχουμε επείγουσες υποχρεώσεις, εκκρεμότητες που τρέχουν,
δουλειές με φούντες. Λες και έφταιγα εγώ. Είμαι μόνος μου, δεν υπάρχει άλλος
κοντινός συγγενής, δικαιολογήθηκα. Για λίγα δευτερόλεπτα ακολούθησε σιωπή, το
σκεφτόταν, ζύγιζε την κατάσταση, με ψυχολογούσε. Δεν ήταν εντελώς απρόοπτο,
ήξερε την κατάσταση, πως την περίμενα από μέρα σε μέρα, ίσως ευχόταν να συμβεί
το σαββατοκύριακο ή σε καμιά αργία, να μην επηρεάσει την πολυάσχολη επιχείρησή
του. Εντάξει, μου είπε, όμως αύριο να είσαι στο πόστο σου και μου το ‘κλεισε
στα μούτρα. Μούγκρισα κάτι από μέσα μου, για να μην τον σκυλοβρίσω πρωινιάτικα και
διαταράξω την νοσοκομειακή γαλήνη. Όμως, κάπως έπρεπε να εκτονωθώ, να μην
κρατήσω όλο αυτό το τσουνάμι μέσα μου και με πνίξει. Έριξα μια μπουνιά με
δύναμη στον τοίχο και το χέρι μου μάτωσε. Βόγκηξα, ακούστηκε ένα άψυχο ωχ.
Ευτυχώς, δεν ήταν κανείς γύρω μου. Δεν είχε ούτε ιερό ούτε όσιο, ο καργιόλης, καθόλου
τσίπα, ούτε καν τα τυπικά συλλυπητήρια δεν είπε, μα θα τον κανόνιζα κι αυτόν. Όλα
με τη σειρά τους. Για την ώρα, ας τον να συνεχίσει τον μακάριο ύπνο του πλάι
στη γυναικούλα του για να πάει φρέσκος και κεφάτος στο μαγαζάκι, να βγάλει και
σήμερα τα λεφτουδάκια. Ναι, είχε δίκιο. Αύριο θα ήμουνα σίγουρα στο πόστο μου
για να λογαριαστούμε.
Φεύγοντας, στην έξοδο έπεσα
πάνω σε ένα κοράκι, απ’ αυτούς τους αδίστακτους επαγγελματίες του θανάτου, απ’ το απέναντι μαγαζί, που δεν θα ‘θελα να
καταλήξω στα βρωμόχερά τους, ούτε και νεκρός. Πονηρό μάτι, γλοιώδης φάτσα, ένα
κράμα. Τα καλά νέα κυκλοφορούν γρήγορα, σκέφτηκα και χαμογέλασα, κάποιος τους
τα πρόφτασε. Αν τους προτιμούσα, θα μου έκαναν καλή τιμή, υπήρχαν και
προσφορές, είπε. Φαινόταν σωστός και έξυπνος στη δουλειά του, καπάτσος και
ψιστηριτζής. Τον προσπέρασα χωρίς να σταματήσω. Δεν σας χρειάζομαι, έχω δικό
μου πεθαμενατζή, νεκροθάφτη και καντηλανάφτη, είπα, έχει κιόλας ειδοποιηθεί. Προσπάθησα
να είμαι ευγενικός και ψύχραιμος, μα ήταν αλήθεια. Μετά το αφεντικό, πήρα
τηλέφωνο το γραφείο τελετών της γειτονιάς. Είχαν φροντίσει και για την κηδεία του
θείου πριν κάμποσα χρόνια και δεν είχαμε κανένα παράπονο. Το κοράκι προσπάθησε
να μου δώσει την κάρτα του, σε περίπτωση που άλλαζα γνώμη. Την κοίταξα για λίγο
και την πέταξα στο δρόμο. Η επιχείρησή τους είχε ένα εξυπνακίστικο πιασάρικο όνομα,
με μεταφυσικές παραδηλώσεις, για να τραβήξει δήθεν πελατεία. Εκείνος κάτι
μούγκρισε μέσα από τα δόντια του, μάλλον μ’ έβρισε, μα δεν έδωσα σημασία. Τον
δικαιολόγησα, ήταν δυσαρεστημένος που έχασε την εργολαβία. Έτσι κι αλλιώς, δεν
μπλέκω ποτέ σε καβγάδες, βρίσκω πάντα τρόπο να ξεγλιστρώ, να μη χαλάω τη
ζαχαρένια μου, δεν έχω καμία όρεξη, έχω ήδη αρκετά προβλήματα στο κεφάλι μου,
μα δεν είναι και του χαρακτήρα μου, είμαι πράος και ήρεμος, ίσως και λιγάκι
δειλός, ελέγχω τα νεύρα μου, αν χρειαστεί υποχωρώ πρώτος, δίνω τόπο στην οργή,
προσπερνώ τους νευρασθενικούς και τους μαλάκες, ας την βρουν από κάναν άλλον,
λέω στον εαυτό μου. Αν και φιλόζωος, δεν βάζω στη ζωή μου γορίλες και ουρακοτάγκους.
Το ταξί με άφησε έξω απ’ την
πόρτα μου. Είχαν ήδη κολλήσει στην είσοδο δεξιά και αριστερά κηδειόχαρτα, τους
είχα δώσει τις πληροφορίες απ’ το τηλέφωνο, η αισθητική του αγγελτηρίου δεν μ’
ένοιαζε, δεν είχε σημασία, πάντως ήταν συμπαθητικό, λιτό και αυστηρό, όπως
ταιριάζει στην περίσταση, χωρίς πολλές φιοριτούρες και περικοκλάδες, πότε όμως προλάβανε
να συνεννοηθούν με την εκκλησία και το νεκροταφείο, άμεση δράση, ταχύτατοι, στο
πατ κιουτ έγιναν όλα, μπράβο τους. Η κηδεία θα γινόταν στις τέσσερις, μεσημεριάτικα,
μετά το φαγητό, δύσκολη ώρα, μα δεν υπήρχε άλλη διαθέσιμη και ήθελα να τελειώνω
μια ώρα αρχύτερα, να μην την αφήσω για αύριο. Έξω απ’ το ασανσέρ συνάντησα τον ηλικιωμένο
διαχειριστή της πολυκατοικίας και την καθαρίστρια να κουβεντιάζουν σιγανά. Δεν
είχα πολλά πάρε δώσε μαζί τους, δυο τυπικές καλημέρες όλες κι όλες τόσα χρόνια,
μα τους εκτιμούσα, ήταν εντάξει άνθρωποι, νομίζω, τουλάχιστον έτσι μου
φαίνονταν. Μου έδωσαν το χέρι και με συλλυπήθηκαν κάπως επίσημα. Ήταν καλός
άνθρωπος η θείας σας, είπαν, ζωή σε λόγου σας, να ζείτε να τη θυμάστε. Τα
συναισθήματά τους φαίνονταν ειλικρινά, με μια αδιόρατη θλίψη στα κουρασμένα
τους πρόσωπα. Τους ευχαρίστησα και πήρα το ασανσέρ. Πριν μπω στο σπίτι, χτύπησα
δίπλα, στην καλή γειτόνισσα. Η γριούλα μου άνοιξε με τα μάτια βουρκωμένα, είχε
μάθει το τετελεσμένο γεγονός. Δεν μπόρεσε να βγάλει μιλιά, μείναμε και δύο
σιωπηλοί. Ύστερα με αγκάλιασε και το λειψό της κορμάκι κόλλησε πάνω στο δικό
μου. Άκουγα τα υπόκωφα αναφιλητά της. Εκείνη τη στιγμή την ένιωσα για δικό μου
άνθρωπο και συγκινήθηκα. Χωρίς να το θέλω, τα μάτια μου βούρκωσαν.
Το σπίτι μέσα ήταν σκοτεινό
κι έρημο. Η γάτα κοιμόταν στον καναπέ, ούτε που κουνήθηκε όταν μπήκα, δεν
σάλεψε απ’ τη θέση της. Την χάιδεψα, καμία αντίδραση πάλι, ούτε ένα
γουργουρητό, πάντως ανέπνεε, αργά και βαριά. Η μαμά πέθανε, της είπα, μα δεν
ξέρω αν κατάλαβε. Έτσι κι αλλιώς, είχε μέρες να την δει και να την ακούσει, και
ούτε θα την ξανάβλεπε. Πήγα στην κουζίνα και έφτιαξα καφέ. Απ’ το γραφείο τελετών
είχαν ζητήσει ένα φουστάνι και ένα ζευγάρι παπούτσια. Τα έβγαλα απ’ τη ντουλάπα
και τα άφησα πάνω στο κρεβάτι της. Τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν εκείνοι.
Είχαν φέρει τη θεία στο μαγαζί. Την είχαν πλύνει, χτενίσει, μακιγιάρει, να πάει
όμορφη στον άλλο κόσμο. Περίμεναν μόνο τα ρούχα. Δεν θα της έβαζαν κάλτσες
γιατί είναι συνθετικές και δεν λιώνουν, σε περίπτωση εκταφής το θέαμα είναι
αποτρόπαιο, είπαν. Δεν είχα πρόβλημα, αυτοί ξέρανε καλύτερα. Πάντως, είχαμε
δικό μας οικογενειακό τάφο, κανείς δεν θα ενοχλούσε το σωρό της, τα κοκαλάκια
της, δίπλα στου θείου. Εγώ δεν είχα σκοπό να θαφτώ δίπλα τους κάτω από τη γη
και να με φάνε του σκουλήκια. Σίγουρα, κάποια άλλη λύση θα έβρισκα, εκτός κι αν
πέθαινα ξαφνικά, εκτός προγράμματος, στη μέση του δρόμου. Τότε θα με πετούσαν
στα αζήτητα. Σίγουρα ήταν πρόβλημα που δεν είχα απογόνους, κοντινούς συγγενείς,
έστω κάποιους γνωστούς και έμπιστους, δικούς μου ανθρώπους, να τρέξουν για τα διαδικαστικά,
να φτιάξουν το αγγελτήριο θανάτου, να με περιποιηθούν. Δεν ήξερα τι γίνεται
όταν πεθαίνουν μοναχικοί, άγνωστοι και ανώνυμοι. Σκεφτόμουν πλέον σοβαρά να
κάνω διαθήκη και να αφήσω γραπτώς τις απαραίτητες οδηγίες. Ήμουν πάντα τυπικός
στις υποχρεώσεις μου. Δεν άφηνα τίποτα στην τύχη.
***
Έφτασα στο γραφείο κηδειών κατά
τις εννιά με τα πράγματα παραμάσκαλα. Μέσα ήταν ένας νεαρός και κάπνιζε. Γύρω
στα τριάντα, ψηλός, αδύνατος, φορώντας τη στολή εργασίας, μαύρο παντελόνι,
άσπρο πουκάμισο, ξυρισμένος κόντρα, λείο μάγουλο, μαλλιά κατάμαυρα, άτριχο
στήθος και μακριά απαλά δάχτυλα, χλωμό πρόσωπο και βλέμμα σκοτεινό, με μαύρους
κύκλους γύρω από τα μάτια. Ήταν συμπαθητικός, μου άρεσε και κάπως άλλαξε η
διάθεσή μου. Σε τόσες κηδείες δεν είχα δει ποτέ ξανθό κοράκι, αυτό μου είχε
κάνει μεγάλη εντύπωση, αν και ούτε στη φύση υπάρχει. Με συλλυπήθηκε ευγενικά.
Δεν είχα μιλήσει μαζί του στο τηλέφωνο, αλλά ήξερε την περίπτωσή μου. Ο συνάδελφός
του έλειπε. Τελευταία, με τις πανδημίες και τους κωρονοϊούς, είχε πέσει πολλή
δουλειά, τρέχανε και δεν φτάνανε. Υπήρχε και μεγάλη έλλειψη σε προσωπικό. Παρ’
όλη την γενικότερη ανεργία που μαστίζει την κοινωνία, αυτή τη δουλειά, αν και
είχε καλά λεφτά, οι περισσότεροι την
αποφεύγανε. Ειδικά οι νέοι σήμερα είναι ευαίσθητοι, δεν μπορούν να αντικρίζουν
πτώματα, σχολίασε. Εκείνος ήταν πέντε χρόνια στο γραφείο, αφότου απολύθηκε από
το στρατό, γιος του αφεντικού, οικογενειακή επιχείρηση, ερχόταν από μικρός και
βοηθούσε, απ’ το σχολείο ακόμα, είχε συνηθίσει στο θέαμα, ήταν εξοικειωμένος, δεν
του έκανε εντύπωση. Κάτι πετάρισε μέσα μου. Μιλούσε χαμογελώντας, ήταν όμορφος
και μελαγχολικός, με αστραφτερή οδοντοστοιχία, αισιόδοξος ακόμα, αν και γνώριζε
από πολύ μικρός το μάταιο της υπόθεσης, την τελική κατάληξη. Του έδωσα τα
ρούχα. Κλείδωσε την πόρτα του μαγαζιού και περάσαμε στα ενδότερα, στο πίσω δωμάτιο,
για να ετοιμάσουμε τη θεία.
Ήταν θεοσκότεινα, άναψε το
φως. Το πάτωμα καλυμμένο από μια κόκκινη παχιά μοκέτα, ένας μαύρος δερμάτινος
καναπές, μάλλον για τις ανάγκες της διανυκτέρευσης, στη μέση το άδειο φέρετρο
και στην άλλη άκρη η θεία γυμνή, ξαπλωμένη ανάσκελα πάνω σε έναν μεταλλικό
πάγκο. Είχε μείνει μια σταλιά, σαν μικρό αδενικό κοριτσάκι, ζαρωμένη και
αποστεωμένη, παγωμένη και αλύγιστη, εύθραυστη, σε νεκρική ακαμψία. Καθόμουν σε
μια άκρη και κοιτούσα. Ο υπάλληλος δεν έκανε πολλή ώρα. Με σβέλτες και επιδέξιες κινήσεις, την έντυσε,
την σήκωσε προσεχτικά στα χέρια του, την έβαλε μέσα στο καφέ γυαλιστερό φέρετρο
και τη γέμισε με λουλούδια και άνθη. Ήταν έτοιμη για την κηδεία, ήρεμη, σοβαρή
και αξιοπρεπής, δίχως περιττές σκοτούρες και άγχη πια, στην αιώνια γαλήνη της. Την
πλησίασα, έσκυψα από πάνω της, χάιδεψα τα ελάχιστα άσπρα της μαλλιά και φίλησα
το ζαρωμένο της μέτωπο. Έμεινα εκεί για κάμποση ώρα αποχαυνωμένος και άδειος
από σκέψεις, αναμνήσεις και συναισθήματα. Ο νεαρός στεκόταν δίπλα μου και μύριζε
όμορφα, σε κείνη τη δύσκολη ώρα ήταν μια παρηγοριά. Κάποια στιγμή ένιωσα το
χέρι του απαλά πάνω στον ώμο μου και ένα κύμα συμπόνιας και συμπαράστασης από κάποιον
παντελώς ξένο και άγνωστο με διαπέρασε. Το άγγιγμά του δεν μου φάνηκε επαγγελματικό.
Τα πόδια μου λύγισαν, έπεσα στα γόνατα και γαντζώθηκα απελπισμένα απ’ το πόδι
του για να μην σωριαστό στο πάτωμα. Ασυναίσθητα, δίχως πρόθεση, τα χέρια μου
χάιδεψαν τους σφιχτούς νεανικούς μηρούς και προχώρησαν παραπάνω. Έτρεμα
σύγκορμος. Εκείνος δεν μίλησε, δεν είπε τίποτα. Με σήκωσε όρθιο και εγώ τον
αγκάλιασα, κόλλησα πάνω του και φίλησα τον λευκό λείο λαιμό του. Ανατρίχιασε,
μα δεν έφερε αντίσταση, ούτε είπε κάτι, έμεινε αδρανής. Όλα γίνανε πολύ
γρήγορα, δεν είχαμε χρόνο και το μέρος ήταν επικίνδυνο. Εκείνη μας κοιτούσε
απαθής και ανέκφραστη με τα μάτια κλειστά, πλέον ότι και να έκανα δεν την
ενοχλούσε. Πέσαμε στον καναπέ και γαμηθήκαμε δίχως πολλά προκαταρκτικά. Του τον
πήρα στο στόμα, είχε σκληρύνει, μετά γύρισα από την άλλη και μπήκε μέσα μου
βιαστικά και απότομα. Πόνεσα. Τελειώσαμε σχεδόν μαζί, χύνοντας στη μνήμη της.
Μείναμε ενωμένοι, ξεπνεομένοι και αγκαλιασμένοι, για κάμποση ώρα. Μετά κοίταξε
το ρολόι του, η ώρα είχε περάσει, είπε, έπρεπε να βιαστούμε. Φτιαχτήκαμε κάπως
και ετοιμαστήκαμε για την εκκλησία. Κάποιος χτυπούσε επίμονα την εξώπορτα. Ακούγαμε
και το τηλέφωνο να κουδουνίζει σαν τρελό.
Πάντα πίστευα ότι οι
νεκροθάφτες και οι πεθαμενατζήδες συνουσιάζονται μόνο με άψυχα, παγωμένα και
άκαμπτα σώματα. Είναι νεκρόφιλοι εκ γενετής που επιλέγουν αυτές τις δουλειές με
κριτήρια καθαρά ερωτικά. Μα όλα αυτά τελικά ήταν φαντασιοπληξίες του
διεστραμμένου μου μυαλού. Ο νεαρός ήταν εντελώς φυσιολογικός, ήθελε να
αγκαλιάζει θερμές και ευλύγιστες σάρκες, έστω και αρρενωπές, αρσενικές και λίγο
παρασιτεμένες, δεν είχε σημασία. Επομένως, ο φαρδύς αναπαυτικός καναπές του
σκοτεινού πίσω δωματίου είχε πολλαπλές χρήσεις, δεν ήταν μόνο για ύπνο και
ξεκούραση στις δύσκολες νυχτερινές βάρδιες του προσωπικού. Αν και για κρεβάτι
του πόθου θα προτιμούσα την ανθοστόλιστη κάσα, στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον
άλλο, δίχως τεχνητό φωτισμό, μόνο με δύο χλωμά κεριά να φέγγουν τα αναψοκοκκινισμένα
μας πρόσωπα, τις αγριεμένες μας σάρκες. Και η θεία, με τη σοφία που θα της χάριζε
πλέον το επέκεινα, το άπειρο και η αιωνιότητα, σε μια γωνιά να καπνίζει και να
βλέπει. Και να χαμογελά.
Αν και, όσο ζούσε, ποτέ δεν αποδέχτηκε
την ομοφυλοφιλία μου, με θεωρούσε ανώμαλο. Αυτό πιο πολύ με τσάντιζε και με
πείσμωνε, παρά με πίκραινε. Μυαλό και νοοτροπία άλλης εποχής. Είχαμε άγριες
κόντρες, ευτυχώς ο θείος είχε ήδη αποδημήσει στον ουρανό, γιατί ήταν καλός
άνθρωπος και θα στενοχωριόταν. Μου είχε απαγορεύσει να φέρνω πούστηδες και
κίναιδους στο σπίτι, όχι πως πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό μου να το κάνω. Ο ίδιος
της το είπα, κι ας έκανε στην αρχή πως δεν άκουσε, δεν ξέρω αν προηγουμένως
είχε υποψιαστεί τίποτα. Εκείνη την εποχή είχε βαλθεί να με παντρέψει, με
γυναίκα βέβαια, με την παλιά ασφαλή μέθοδο των γνωριμιών μέσω γνωστών, συγγενών
και λοιπών μεσαζόντων. Μην κουράζεσαι άδικα, μου αρέσουν οι άντρες, της είπα
απότομα κι έχασε το χρώμα της. Ήδη μια δυο προσπάθειες να ζευγαρώσω με το άλλο
φύλο είχαν πέσει στο κενό, δεν με τραβούσε. Έκανε μέρες να μου μιλήσει, μα τελικά
το πήρε απόφαση και δεν με ξαναενόχλησε. Όμως, από τότε ψυχρανθήκαμε. Τίποτα
δεν ήταν το ίδιο μεταξύ μας. Μοιάζαμε. Ήμασταν και οι δύο πολύ εγωιστές και
απόλυτοι. Δεν βάζαμε νερό στο κρασί μας. Πλέον, στεναχωρούσαμε συστηματικά ο
ένας τον άλλον, έστω και σιωπηρά.
Η κηδεία είχε λίγο κόσμο,
λίγοι γνωστοί και κάποιοι γείτονες μόνο. Ευτυχώς, συγγενής ούτε για δείγμα, ούτε
κανένα ξεχασμένο κωλοανήψι του κερατά, ούτε κανένα ληγμένο από καιρό δευτεροξάδερφο.
Μάλλον δεν πρέπει το μάθανε ή δεν γουστάρανε να αντικρίσουνε ξανά τη φάτσα μου.
Πάντως, εγώ δεν πήρα κανέναν στο τηλέφωνο, δεν τους ενημέρωσα, ήταν όλοι τους
ανεπιθύμητοι. Έτσι κι αλλιώς, εδώ και χρόνια είχανε κόψει επαφές και
επικοινωνίες, εξαιτίας μου, ήμουν το μαύρο πρόβατο της οικογένειας, το μεγάλο
όνειδος, αλλά καθόλου δεν με ένοιαζε. Για αυτούς θα ήταν απλά μια τυπική
κοινωνική εκδήλωση και σίγουρα δεν θα ‘χαν καμιά όρεξη να συμπαρασταθούν στο
πένθος μου. Δεν ένιωθαν κάτι ούτε για μένα ούτε για κείνη. Πάντως, η φίλη της
θείας ήρθε, η καλοκάγαθη γριούλα του διπλανού διαμερίσματος, κουρασμένη και
ταλαιπωρημένη, έτοιμη να σωριαστεί χάμω από την ανημποριά της ηλικίας και τη συγκίνηση
των στιγμών. Επέμενε να πλησιάσει το φέρετρο και το σωρό της νεκρής, να
ασπαστεί την εικόνα, να φιλήσει το μέτωπο της φιλενάδας της, να χαϊδέψει τα
λευκά της μαλλιά, να βιώσει ζωντανή και πλήρης αισθήσεων τη δικιά της εξόδιο
ακολουθία (θα πέθαινε κι αυτή μετά από δύο χρόνια) και να αποχωρήσει
συντετριμμένη, βυθισμένη στην αβάσταχτη θλίψη των γηρατειών της, περιμένοντας
κάθε βράδυ και το δικό της αναπόφευκτο τέλος. Δεν ήρθε στο νεκροταφείο να την
δει να κατεβαίνει στον ανοιγμένο λάκκο, αυτό δεν θα το άντεχε. Πρώτη φορά
έβλεπα την κόρη της που την βαστούσε. Σοβαρή και αξιοπρεπής, στην ηλικία μου
περίπου. Μου έγνεψε ένα ειλικρινές βλέμμα συμπόνιας και αποχώρησε μαζί με την
μητέρα της.
Ούτε από τη δουλειά ήρθε
κανένας, θα ήταν όλοι τους πολύ απασχολημένοι, μπορεί να μην τους το επέτρεψε
και το αφεντικό, ίσως να μην τους ενημέρωσε καν, ούτε τηλέφωνο δεν με πήραν για
τα τυπικά συλλυπητήρια και τα θεός σχωρέστην, να ζεις να τη θυμάσαι. Ναι,
πρέπει να είχαν πολλή δουλειά. Καλύτερα, δεν είχα όρεξη να δω τις φάτσες τους και
να ακούσω τις φωνές τους. Όσο λιγότεροι, τόσο το καλύτερο, να τελειώνουμε μια
ώρα αρχύτερα με τις χαιρετούρες, τα κυρ ελέησον και τα λιβανίσματα. Αν και δεν
κατάλαβα πολλά από όλη την τελετή, ήμουν σαν χαμένος, στην κοσμάρα μου, και πέρασε
γρήγορα. Πάντως, στο τέλος χαρτζιλίκωσα όπως έπρεπε τον παπά, τον επίτροπο, τον
ψάλτη και μια γερόντισσα να της ανάβει κάθε τόσο το καντηλάκι και να την
μνημονεύει, πλήρωσα τον σκαφτιά και φύγανε όλοι τους ευχαριστημένοι και
χαρούμενοι, έτοιμοι να αρχίσουν υποκλίσεις και τεμενάδες για να συγχωρεθούν τα
πεθαμένα μου. Μόνο η κακομοίρα η θεία έμεινε πίσω, ολομόναχη μέσα στην καταπακτή,
κάτω από το χώμα. Για τον καφέ της παρηγοριάς δεν είχα κανονίσει, τον παράβλεψα.
Ήμουν κατάκοπος, δεν άντεχα άλλο να βλέπω ζωντανούς ανθρώπους. Βιαζόμουν να φύγω
απ’ το νεκροταφείο σαν κυνηγημένος, να πάρω ένα ταξί με έναν μουγκό και
διακριτικό ταρίφα, να επιστρέψω γρήγορα στο σπίτι, να νιώσω ασφαλής, να τραβήξω
τις κουρτίνες, να κλείσω τα παράθυρα, να πέσω στο κρεβάτι και να ψοφήσω στον
ύπνο. Δίχως άλλες συγκινήσεις, ούτε όνειρα, εφιάλτες, και νυχτερινούς τρόμους.
Σαν νεκρός.
***
Μπήκα μέσα στο σκοτεινό σπίτι
ψαχουλευτά, χωρίς να ανάψω το φως. Η τηλεόραση έπαιζε μόνη της, μάλλον την είχα
ξεχάσει ανοιχτή. Πάλι γινόταν πόλεμος, κάπου στη μέση ανατολή, με νεκρούς και
τραυματίες, απαγωγές και ομήρους, γυναίκες και παιδιά, αθώους και φταίχτες. Κι
ένα πολιτικό κόμμα της αριστεράς και της προόδου ήταν έτοιμο να διαλυθεί από τη
φαγωμάρα της αρχομανίας. Στα αρχίδια μας. Σιγά τα νέα, μια ζωή τα ίδια, συνηθισμένα
και ανούσια, εντελώς αδιάφορα. Μέχρι να βρουν με κάτι άλλο να ασχοληθούν τα κανάλια,
πιο πιασάρικο, για να μην πλήττει το κοινό, να τρομάζει περισσότερο και τότε όλα
τα προηγούμενα θα ξεχαστούν. Παντού μυστικά και ψέματα, μίσος και βία, το
κυνήγι της εξουσίας, ο σκοπός που πάντα αγιάζει τα μέσα, η ανθρώπινη κατάσταση,
θύτες και θύματα εξίσου σιχαμένοι. Πούτσες μπλε. Όλοι βρίσκονται δήθεν στη
σωστή πλευρά της μεγάλης ιστορίας των σημαντικών γεγονότων, μα εγώ δεν ήξερα
ποια είναι αυτή, ούτε καν αν υπήρχε, από παντού μου ‘ρχόταν μπόχα και οσμή
πτωμαΐνης, γι’ αυτό και δεν ασχολιόμουν, δεν τους εμπιστευόμουν, δεν ήμουν με
κανέναν, ας πήγαιναν όλοι τους να πνιγούν να ησυχάσει ο πλανήτης, να ξεβρομίσει
απ’ τα καθάρματα. Την έκλεισα, για να μην την πετάξω απ’ το μπαλκόνι και
σκοτώσω κάναν άνθρωπο που θα ‘χε την ατυχία να περνάει από κάτω και δεν θα έφταιγε
σε τίποτα. Πάντα άλλοι την πληρώνουν.
Η ψιψίνα κοιμόταν ή μήπως είχε
πεθάνει κι αυτή; Ήταν κουλουριασμένη στον καναπέ. Πλησίασα κοντά της, την
χάιδεψα και την αφουγκράστηκα. Δεν αντέδρασε, ούτε ανέπνεε. Ταράχτηκα. Πήρα
τηλέφωνο την κτηνίατρο και την παρακάλεσα να έρθει να τη δει, να διαπιστώσει ο
ειδικός το τετελεσμένο. Δεν άργησε πολύ, έφτασε σχεδόν αμέσως. Ναι, ήταν νεκρή
εδώ και κάμποσες ώρες, έφυγε ήρεμα στον ύπνο της, από γεράματα, είχε αρχίσει η
ακαμψία και να παγώνει. Την ευχαρίστησα, μα δεν δέχτηκε να πληρωθεί για την
επίσκεψη. Δεν έκανα τίποτα, δικαιολογήθηκε. Με συλλυπήθηκε και για τη θεία, δυστυχώς
δεν είχε μπορέσει να παρευρεθεί στην κηδεία, είχε επείγουσα δουλειά που δεν έπαιρνε
αναβολή. Την ξεπροβόδισα μέχρι την πόρτα κι έμεινα μόνος. Άναψα τσιγάρο και κάθισα
δίπλα της. Την χάιδεψα πάλι και μου φάνηκε ζεστή. Ίσως η γιατρίνα να είχε κάνει
λάθος. Θα περίμενα λίγο μήπως και ξαφνικά ξυπνούσε, συνερχόταν απ’ τον λήθαργο,
χασμουριόταν, τεντωνόταν, ανακλαδιζόταν και άρχιζε να γουργουρίζει από
ευχαρίστηση. Πρόσμενα μια ανάσταση, έστω και νεκροφάνεια, δεν είχα πρόβλημα.
Μονάχα να ξανάβλεπα τα όμορφα κίτρινα μάτια της, έστω και για τελευταία φορά.
Τουλάχιστον η θεία σε αυτό στάθηκε τυχερή, έφυγε πρώτη. Θα στεναχωριόταν πολύ
με το θάνατο της γάτας της.
Ίσως να την ξανάβλεπα στα
όνειρά μου, να ερχόταν τις ταραγμένες μου νύχτες και να με ξύπναγε έντρομο με
το αυστηρό της βλέμμα και το διαρκώς ανασηκωμένο φρύδι, να μου μιλούσε ειρωνικά
και υποτιμητικά για τις παρέες και τους φίλους μου, να μου θύμιζε ότι θα
πήγαινα χαμένος στη ζωή, τίποτα δεν θα κατάφερνα να γίνω, λες και ήμουν παιδί
και είχα όλο το μέλλον μπροστά μου, να συνερχόμουν όσο ήταν καιρός, προλάβαινα
ακόμα, και ένας κόμπος στο λαιμό, μια υποψία λυγμού να πρόδιδε, πίσω απ’ την
φαινομενική της αυστηρότητα, την αληθινή της έγνοια για μένα, τον πόνο της, ειδικά
τώρα που είχα μείνει ολομόναχος στη ζωή, δίχως έναν δικό μου άνθρωπο. Από τότε
που με πήρε κοντά της και με μεγάλωσε μαζί με τον σύζυγό της. Δεν την είχα δει
ποτέ στον ύπνο μου, ούτε και τη μαμά, το θείο και τον μπαμπά τους έβλεπα συχνά,
εκείνες όχι. Καλύτερα ίσως γιατί δεν θα μπορούσα να τις ξεχωρίσω. Ήταν δίδυμες,
ολόφτυστες, σαν δυο σταγόνες νερό. Θα τις μπέρδευα, αν και η μαμά ήταν πάντα
λυπημένη, εκείνη αυταρχική και σκληρή, μα τα όνειρα έχουν τους δικούς τους
νόμους, εκεί τα πάντα αλλάζουν, αλλοιώνονται, αντιστρέφονται, ανατρέπονται, το
ασυνείδητο μπλοκάρει, μακάριοι όσοι την άλλη μέρα δεν τα θυμούνται. Και γιατί οι δύο αδερφές δεν μιλούσαν τόσα χρόνια;
Ποτέ δεν μου είπε, δεν άνοιξε κουβέντα, δεν θέλησε να με διαφωτίσει, να εκθέσει
τα γεγονότα έστω από τη δική της υποκειμενική πλευρά, ούτε καν την περίοδο που
μιλούσαμε ακόμα. Ήμουν αναγκασμένος να κατασκευάζω συνέχεια το παρελθόν μου,
δίχως παραλήψεις και κενά, να πλάθω διάφορες απίστευτες ιστορίες στο ανισόρροπο
μυαλό μου και να δίνω τις δικές μου εξηγήσεις. Έτσι έγινα συγγραφέας, κι ας μην
το έμαθε κανείς, ούτε και κείνη, αφού και πάλι θα με απέρριπτε για τις
σαχλαμάρες και τις χυδαιότητες που γράφω και που δεν ενδιαφέρουν κανένα και που
χάνω άσκοπα τον καιρό μου. Μα πιο πολύ φαντασιωνόμουν ότι έκανα έρωτα μαζί τους
και τις πηδούσα στα τέσσερα από πίσω, αυτή η στάση μου άρεσε. Μα με ποια απ’
τις δύο; Δεν είχε σημασία, μόνο ότι έχυνα με την εικόνα τους, το κορμί τους,
δίχως καμία ενοχή σε εκείνες τις μακρινές αθώες εποχές της ξέφρενης κάβλας, στα
χρόνια της εφηβείας, προτού ακόμα ξεπαρθενευτώ και γνωρίσω τον αληθινό έρωτα,
προτού αγκαλιάσω και φιλήσω ανδρική σάρκα, προτού γαμήσω και γαμηθώ. Τελικά, η
θεία είχε δίκιο. Δεν θα κατάφερνα να γίνω τίποτα σημαντικό στη ζωή μου. Μα δεν
με ένοιαζε, γιατί αυτή ήταν η επιλογή μου.
Την ανασήκωσα απαλά, την
πήρα αγκαλιά μου κι έκλαψα πολύ, δεν θυμάμαι πόση ώρα. Πρώτη φορά έχυσα τόσα
καυτά δάκρυα, για πενήντα πέντε χρόνια, για μια ολόκληρη ζωή, για όλες τις απώλειες
και τους αποχωρισμούς των αγαπημένων μου προσώπων, και για το δικό μου επερχόμενο
τέλος. Μετά κατέβηκα στον ακάλυπτο, την έθαψα κάτω από μια συκιά με βαρύ ίσκιο και
από πάνω της έβαλα μία μεγάλη πέτρα. Τώρα είχαν τελειώσει όλες οι υποχρεώσεις
της ημέρας, δεν υπήρχε άλλη εκκρεμότητα. Βράδιαζε και είχα κάθε δικαίωμα να πέσω
να κοιμηθώ και να ψοφήσω για μια ολόκληρη βδομάδα και να μη δώσω λογαριασμό σε
κανέναν.