Επιστρέφω από το πάρκο κατεβαίνοντας
τη δεξιά πλευρά του ποταμού. Όπως πάντα, κάθε βράδυ, μετά την απογευματινή
βόλτα και ότι άλλο προκύψει. Η κίτρινη λεωφόρος είναι αδιάβατη, πήχτρα στα
αυτοκίνητα και τα λεωφορεία, μα έτσι κι αλλιώς η απέναντι όχθη είναι μια
άγνωστη χώρα και με αφήνει αδιάφορο. Τέτοια
ώρα η ακρόπολη είναι πάντα φωτισμένη, πλάι της ο πράσινος λόφος σκοτεινός. Οι φανταχτερές
ταμπέλες με τα μεγάλα γράμματα και οι κόκκινες βιτρίνες των μαγαζιών με τα
σεξουαλικά βοηθήματα και άλλα όργανα ηδονής τραβούν το άγρυπνο βλέμμα μου. Διανυκτερεύουν
και με προσκαλούν να μπω μέσα. Υπερμεγέθη πλαστικά πέη, διχτυωτά καλσόν,
μαστίγια, φετίχ του έρωτα και της καύλας. Σε κάποιους αρέσουν, μα για μένα
είναι πεταμένα λεφτά, άχρηστα πράγματα, δεν είναι του γούστου μου, δεν τα έχω
ανάγκη, συνεχίζω το δρόμο μου. Περπατώ αργά και νιώθω, άδειος, γλιστερός και
γλοιώδης σαν πατημένη μπανανόφλουδα. Αλλά κι ένα αίσθημα ελαφρότητας,
πληρότητας και ευφορίας. Μπερδεμένα πράγματα, η σύνθεση των αντιθέτων, πώς
γίνονται όλα αυτά μαζί, αναρωτιέμαι, μα δεν προλαβαίνω να δώσω απάντηση. Ένα
ύπουλο φθινοπωρινό αεράκι με κάνει να ανατριχιάσω. Ανοίγω το βήμα μου. Βιάζομαι
να φτάσω στο σπίτι, να κάνω ένα καυτό μπάνιο, να πετάξω την κουρασμένη μεσήλικη
πέτσα από πάνω μου μαζί με τα ξεραμένα υγρά των ξένων. Είμαι ιδρωμένος,
πυρακτωμένος και αφυδατωμένος, φοβάμαι μην αρπάξω καμιά πούντα ή ψύξη στο
σβέρκο. Δεν θα είναι η πρώτη φορά, κάποτε ήμουν πολύ απρόσεχτος, πλευρίτωνα
συχνά, γυρνούσα συνέχεια συναχωμένος, έσπερνα ιούς και μικρόβια στους
ανυποψίαστους συμπολίτες μου, ειδικά τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
Συγγρού, η κίτρινη λεωφόρος,
το μεγάλο αδιάβατο ποτάμι, ο δρόμος της απωλείας ψυχών τε και σωμάτων, η συντομότερη
οδός για την κόλαση, δίχως ενδιάμεσες στάσεις, όπως φοβερίζουν υψώνοντας τον
δείκτη οι ηθικολογούντες και τα φαιά φορούντες. Τους ανταποδίδουμε ένα μακρύ
και αυστηρό κωλοδάκτυλο και είμαστε πάτσι. Με τη ζωή του ας κάνει ο καθένας ότι
νομίζει. Συγκρούομαι, συγκρατούμαι, συγκροτώ, συγκρίνω. Με πιάνει σύγκρυο όταν
τα σκέφτομαι. Περπατώ μες στο δάσος όταν ο λύκος δεν είναι δω. Κουκάκι, όπως
κουτάκι, σκουτάκι, σκατουλάκι, τσουτσουνάκι, πουλάκι. Γεμίζω με υποκοριστικά της
ευγενείας και της καλοσύνης. Σε λίγο φθάνω, δεν είναι πολύ αργά, δεν έχουν βγει
ακόμα τα φαντάσματα, ούτε τα τραβέλια της δεξιάς όχθης, η νύχτα είναι ακόμα μπροστά
μου και κάπως πρέπει να περάσει κι αυτή, όπως λάχει, δεν έχει σημασία, όχι
πάντως με ήσυχο και ειρηνικό ύπνο στο κρεβατάκι μου, μέσα στις ριγέ πιτζαμούλες
μου, αυτά είναι για τους άλλους, τους πιο τυχερούς, τους τακτοποιημένους, που ξυπνάνε νωρίς το πρωί για τη δουλειά, αχάραγα, πριν ακόμα βγει ο ήλιος, γεμάτοι
υγεία, ζωντάνια και ευρωστία, κέφι και χαρά, να τσουλήσουν και πάλι τον βράχο
προς την κορυφή. Εγώ έχω πετάξει από πάνω μου το άχρηστο φορτίο, μα έχω γίνει ο
ίδιος βαρύς και ασήκωτος, δεν μετακινούμαι εύκολα, ούτε έχω κάποιον να με βοηθήσει
διακριτικά, σίγουρα πιο ανάλαφρο, πιο μικροσκοπικό, μα με την πελώρια δύναμη
του μυρμηγκιού και τη συμπόνια του σκύλου. Να με απαλλάξει ευγενικά από το μέσα
βάρος μου. Έστω, να μου δώσει μια γερή σπρωξιά για να τσουλήσω στον κατήφορο.
Συνέχιζα να περπατώ και τότε
τον είδα. Ερχόταν από πίσω μου και με προσπέρασε φουριόζος, καλοφτιαγμένος, απροσδιόριστης
νεανικής ηλικίας, όχι πάντως άγουρος, στην πρώτη του φρεσκάδα, έχω πια την
εμπειρία να την διακρίνω, πολύχρωμος, στολισμένος, αρωματισμένος και θηλυπρεπής,
βαστώντας στον αριστερό του ώμο μία καφετιά γυναικεία τσάντα, με τα μαλλιά του
βαμμένα σε πρασινοκίτρινες αποχρώσεις και πορτοκαλί ανταύγειες, εξωτικό φρούτο,
γλυκό και μυρωδάτο. Τον κοίταξα έντονα και κείνος μου χαμογέλασε συνωμοτικά, μα
δεν σταμάτησε, ούτε καν έκοψε το βήμα του. Η επαφή μας ήταν σχεδόν αστραπιαία,
ίσως ανεπαίσθητα να με άγγιξε και στον ώμο. Μα κι απ’ τους δυο μας δεν υπήρχε
ενδιαφέρον, έτσι τουλάχιστον φάνηκε. Εγώ μόλις είχα χύσει και ξαλαφρώσει,
εκείνος μάλλον πήγαινε σε κάποιο σοβαρό ραντεβού, ίσως να ήταν και σε σχέση,
ποιος ξέρει, αν και αυτό συνήθως δεν αποτελεί εμπόδιο για ένα φάσωμα στα
γρήγορα, μια ξεπέτα γνωριμίας, μια πρώτη χειραψία στα όρθια σε μια σκοτεινή
γωνιά. Όλα επιτρέπονται, μα κάποια άλλη φορά, γλυκούλη, σκέφτηκα και χαμογέλασα.
Ο κόσμος είναι μικρός, δεν πρόκειται να χαθούμε.
Όμως, όπως προχωρούσαμε, σε
κάποια απόσταση πλέον, λίγο παρακάτω, κοντά στην στάση του μετρό, τρεις
λεβέντες με δερμάτινα και ξυρισμένα κεφάλια, που ανέβαιναν γελαστοί, θορυβώδεις
και προκλητικοί, κάτι του είπαν, δεν κατάλαβα καλά, μόνο τη λέξη παλιόπουστα έπιασα,
παχιά, ζηλόφθονη και εκδικητική. Παρ’ όλα αυτά, δεν τα ‘χασε, αντέδρασε
αστραπιαία, με ισχυρά αντανακλαστικά επιβίωσης, αρχίζοντας να φωνάζει δυνατά μέσα
στον κόσμο που τώρα κοιτούσε περίεργα προς το μέρος τους. Έτσι να πείτε τον
πατέρα και τη μάνα σας, γαμημένοι κομπλεξικοί παλιοκαργιόληδες! Τους έσουρε και
άλλα κοσμητικά επίθετα, είχε μεγάλη γκάμα και πλούσιο λεξιλόγιο, και τους έκανε
ξεφτίλα μες στον κόσμο. Για πούστης ο τύπος είχε μεγάλα αρχίδια, σκέφτηκα, δεν
κώλωνε μπροστά σε τίποτα. Οι τρεις μαλάκες δεν έβγαλαν άχνα, ξαφνικά έχασαν το
χρώμα τους, πάνιασαν και τους κόπηκαν τα γέλια, μόνο κοίταξαν ανήσυχα γύρω
τους, είδαν πολλά βλέμματα να τους αγριοκοιτάζουν, κάποιοι να τους λυπούνται
και σχεδόν τρέχοντας μπήκαν βιαστικά σε ένα κάθετο δρομάκι και εξαφανίστηκαν.
Κρύφτηκαν στο λαγούμι τους οι αρουραίοι. Εκείνος σταμάτησε για λίγο, άναψε
τσιγάρο και άνοιξε το κινητό του. Όταν τον προσπέρασα, κοιταχτήκαμε ξανά. Να
προσέχεις, όμορφε, του είπα από μέσα μου, και σαν να κατάλαβε, χαμογελώντας μου
έκλεισε το μάτι. Μετά μπήκε σε ένα ταξί, για το γκαζοχώρι, άκουσα να λέει με
την ψιλή αδελφίστικη φωνούλα του και ο νυσταγμένος ταρίφας κατέβασε τη σημαία
και ξεκίνησε.
Συνεχίζοντας την πορεία μου,
σκέφτηκα τις τρεις λεβεντοκότες και την τρομάρα που πήραν απόψε. Τους χάλασε τη
βραδιά που είχε ξεκινήσει με τόσο κέφι και άπειρες προσδοκίες. Καλά να πάθουν, είπα
φωναχτά, τους άξιζε, για να τους γίνει μάθημα και άλλη φορά να είναι πιο
προσεκτικοί. Θέλανε να παραστήσουν τους γαμιάδες και τους πολύ άντρες μέσα στον
κόσμο και την πάτησαν σαν πρωτάρηδες. Δεν το περίμεναν, μάλλον πέσανε στην
περίπτωση. Αν ήταν κάνας άλλος κακομοίρης δεν θα αντιδρούσε, δεν θα έβγαζε
άχνα, θα λούφαζε, θα έβαζε την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια, και τότε αυτοί οι
θρασύδειλοι ξεφτίλες μπορεί να το χόντραιναν το παιχνίδι. Πήξαμε από τοξικούς κάγκουρες,
φασαίους και γκρούβαλους του γλυκού νερού, επιπλέοντες φελλούς που δεν τα έχουν
βρει με την πούτσα τους και τον εαυτό τους και σκοτίζουν τα αρχίδια του κοσμάκη,
οι αγάμητοι, όπου τους παίρνει δηλαδή, ξεσπώντας πάνω σε καμιά φοβισμένη και
ταλαίπωρη αδελφή. Τα μηδενικά, οι παρωδίες του τίποτα, οι ανύπαρκτοι, οι
κρυφοπουστάρες. Οι κατοπινοί καλοί οικογενειάρχες, που θα τους άξιζε ένα γαμήσι
και πρόστιμο και κάτι παραπάνω, μια γλυκιά εκδίκηση για όλους τους έρμους που
την έχουν πληρώσει ακριβά εξαιτίας τους, για όλους τους κουνιστούς και
λυγιστούς που είχαν την ατυχία να βρεθούν στο δρόμο τους. Δεν είμαι μοβόρος,
ούτε μνησίκακος, μα πολύ θα το γούσταρα, μαζί με άλλους δυο τρεις, να τους
πάρουμε από πίσω, να τους κυνηγήσουμε μέσα στο στενό που χώθηκαν, να τους
αρχίσουμε στις κλωτσιές και στις καρπαζιές, κι έτσι όπως θα τα ‘χουνε χαμένα,
να τους ξεβρακώσουμε και να τους χώσουμε από ένα σιδερένιο λοστάρι στον βρώμικο
κακογαμημένο τους κώλο. Έτσι, για να τους γίνει μάθημα. Αν και μπορεί να τους
αρέσει.
***
Επιτέλους, έφτασα στο σπίτι
ψόφιος στην κούραση, άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Σκοτάδι βαθύ και απόλυτη
ησυχία. Άνοιξα το φως. Η ψιψίνα κοιμόταν κουλουριασμένη στον καναπέ. Αμέσως με
πήρε είδηση, σήκωσε το κεφάλι της, με κοίταξε ανέκφραστα και κατόπιν τεντώθηκε,
χασμουρήθηκε και ανακλαδίστηκε με χάρη. Κάθισα δίπλα της και τη χάιδεψα στο
κεφάλι και τη ράχη. Εδώ και κάμποσα χρόνια είναι και αυτή μέλος της
οικογένειας. Την είχε βρει ένα πρωινό η θεία στο μπαλκόνι, σχεδόν νεογέννητη, και
την περιμάζεψε. Ένας μικρός γκρίζος σβώλος πεταμένος στην απεραντοσύνη του σύμπαντος.
Ποιος ξέρει ποια άσπλαχνη μάνα την παράτησε σε μας, μάλλον θα είχε τους λόγους
της. Πάντως, το υιοθετήσαμε το έκθετο με περισσή αγάπη και στοργή. Πέρασε μια
ευτυχισμένη ζωή, δίχως μεγάλους πόνους, σοβαρές ασθένειες ή άλλες ταλαιπωρίες, τίποτα
δεν της έλειψε, κανένα παράπονο δεν είχε. Τώρα ήταν γριούλα και αυτή, χοντρή, κουρασμένη
και αποκαμωμένη από τη συνήθεια και τη ρουτίνα της ζωής, δίχως κανένα ενδιαφέρον,
μοναχική και απρόσιτη, δεν βγαίνει απ’ το σπίτι, κλεισμένη στον εαυτό της,
πλησιάζοντας ήρεμα το τέλος της. Βίωνε και κείνη με αξιοπρέπεια τη μοναξιά της.
Μπήκα στο μπάνιο για ένα
καυτό ντους και βγήκα ολόγυμνος. Σκουπίστηκα, μα λίγα νερά έσταζαν ακόμα από το
κορμί μου. Η γάτα με κοίταξε πάλι βαριεστημένα και αδιάφορα, δεν σοκαρίστηκε
απ’ το θέαμα, ούτε κι εγώ απ’ τον εαυτό μου μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη του
χωλ. Κάποια στιγμή πρέπει να του ρίξω μερικές μπουνιές να ξεθυμάνω, μα όχι ακόμα,
τον χρειάζομαι. Κάνω γκριμάτσες, βγάζω τη γλώσσα, πιάνω τα αρχίδια και την
πούτσα μου, μικροσκοπικά και μαραμένα, ξαφνικά μένω έκπληκτος, μουτρώνω, γελάω
με τα χάλια μου, σπάω πλάκα με τη φάτσα μου και πολύ το διασκεδάζω, παίζω παντομίμα
σαν μικρό παιδί, περιστρέφομαι γύρω απ’ τον άξονά μου και παρατηρώ τον πεσμένο σαφρακιασμένο
μου κώλο, το σχεδόν άτριχο σώμα μου, πλησιάζω τη λεία επιφάνεια και χαϊδεύω τα
γένια μου, είναι γκρίζα κι αρχίζουν να ασπρίζουν, τουλάχιστον είμαι ακόμα
ευλύγιστος και αδύνατος, δίχως παραπανίσια κιλά, περνάει ακόμα η μπογιά μου ή
μήπως όχι, σίγουρα κάποια στιγμή θα αποσυρθώ, θα το δείξει ο καιρός, τότε θα
σπάσω το μαγικό γυαλί, δεν θα τον έχω πλέον ανάγκη, το είδωλό μου θα γίνει
χίλια κομμάτια και το κορμί μου θα πέσει πάνω στα θρύψαλα και θα πληγωθεί από όλες
τις μεριές, τότε θα νιώσω τον πόνο στο σωστό του ύψος, δεν συμφωνείς, γατούλα
μου; Δεν απαντά, ούτε καν μου δίνει σημασία, κουλουριασμένη με τα μάτια
κλειστά, με αφήνει να φωνάζω και να παραληρώ μέσα στο άδειο σπίτι με τα παλιά έπιπλα
της θείας που τα λένε και αντίκες, ούτε και κείνες μου απαντούν, αν άκουγα έστω
την ηχώ μου. Συνέχισε τον μακάριο ύπνο σου, χοντρούλα μου κι άσε με να λέω τα
δικά μου.
Ντύθηκα στα γρήγορα και
βγήκα στο διάδρομο. Τότε είδα απ’ τη διπλανή πόρτα να ξεπροβάλει δειλά ένα
γέρικο σταφιδιασμένο κεφάλι κι ένα λειψό κορμάκι μέσα στο λευκό ξεθωριασμένο νυχτικό
του. Η γειτόνισσα ήταν παλιά και καλή φίλη της θείας, γνωρίζονταν πολλά χρόνια,
χήρα κι αυτή, κρατιόταν κάπως σε καλύτερη κατάσταση, διατηρητέα και
αυτοσυντηρούμενη, περπατούσε, έβλεπε και το κυριότερο το μυαλό της ήταν ακόμα
ξουράφι. Παρ’ όλο που είχε ένα γιο και μια κόρη και κάμποσα εγγονάκια
προτιμούσε να ζει μόνη της για να έχει την ησυχία της, έτσι όπως είχε μάθει και
συνηθίσει όλα αυτά τα χρόνια. Δεν είχε παράπονο, τα παιδιά της δεν την είχαν
παρατημένη, έρχονταν και την έβλεπαν τακτικά, γεγονός σπάνιο στις μέρες μας. Παραξενεύτηκα
που τέτοια ώρα ήταν ακόμα ξύπνια. Τη χαιρέτησα. Εμείς οι γέροι δεν χρειαζόμαστε
πολύ ύπνο, μου απάντησε, σαν να μάντεψε τη σκέψη μου χαμογελώντας κουρασμένα,
αχνά και αδιόρατα. Με ρώτησε για τη θεία, από τότε που αρρώστησε σοβαρά είχε
την έγνοια της. Κάνανε πολύ παρέα οι δυο τους, δεν είχαν και κανέναν άλλο στην
πολυκατοικία και τη γειτονιά, οι πιο πολλοί γνωστοί και φίλοι της γενιάς τους
είχαν πεθάνει. Τώρα φοβόταν ότι θα μείνει ολομόναχη και δεν θα ‘χει έναν
άνθρωπο να λέει τον πόνο της, να την καταλαβαίνει και να την συνδέει με το
μακρινό της παρελθόν. Οι γιατροί μας δίνουν κάποιες ελπίδες να γίνει καλά, έχει
γερή κράση, λένε. Της έλεγα ψέματα, προσπαθούσα να είμαι όσο γινόταν πιο πιστευτός,
χαμογελούσα κιόλας, μα ίσως να το κατάλαβε. Δεν υπήρχαν πλέον πιθανότητες,
βρισκόταν στο τελικό στάδιο, μετρούσε μέρες, μπορεί και ώρες. Να τις δώσετε τα χαιρετίσματά
μου και τις ευχές μου για γρήγορη ανάρρωση, είπε λυπημένα και νομίζω πως είδα
τα μάτια της υγρά.
***
Είμαι ξανά έξω στην υγρασία
της νύχτας και πηγαίνω προς τον πεζόδρομο με τις καφετέριες και τα μεζεδοπωλεία,
εκεί όπου ξεκουράζονται, κουβεντιάζουν, χαλαρώνουν, ερωτεύονται και
διασκεδάζουν χαρούμενοι φοιτητές, νεολαίοι και μικροαστοί, όχι όμως οι ηλικιωμένοι
και οι άνεργοι, οι επαίτες και οι άστεγοι, αυτοί περνούν απλά ζητιανεύοντας και
πουλώντας την πραμάτεια τους, όση ώρα οι ονειροπόλοι και οι άπειροι ακόμα από
ζωή, οι αυριανοί αυτόκλητοι σωτήρες και μεσσίες της χώρας, του λαού και του
έθνους, οι επαναστάτες και οι πατριώτες της φακής, τουλάχιστον στην κόμη και το
ντύσιμο, η ναρκισσευόμενη και εγωκεντρική νέα γενιά, ευκολόπιστη πελατεία για
κάθε γούστο και ιδεολογία, και οι μεγαλύτεροι, οι φανατικοί ινστρούχτορες και
καθοδηγητές τους, εκείνοι που ξέρουν την αλήθεια και το σωστό, αντί να κάνουν
έρωτα και τέχνη, συζητούν και τσακώνονται, συμφωνούν και διαφωνούν, διαπληκτίζονται
και διαξιφίζονται για το αν και πώς μπορεί να αλλάξει ο κόσμος, να γίνει
καλύτερος, πιο ανθρώπινος, να πάψει η εκμετάλλευση και η αλλοτρίωση, η αδικία,
η βία και η βαρβαρότητα, προετοιμάζοντας τις μελλοντικές αιματηρές εξεγέρσεις, επαναστάσεις
και πραξικοπήματα. Μιλάνε και για άλλα, πιο γήινα, πιο ταπεινά, όμως πάντα περί
ανέμων και υδάτων, σαχλαμάρες για να περνά η ώρα, για τη σχολή που σπουδάζουν,
για ανούσια μαθήματα και μαλάκες καθηγητές, για γκομενάκια και ξενυχτάδικα, ψευτοπηδήματα,
ποδόσφαιρα και γρήγορα αυτοκίνητα, για καριέρες και γάμους, αργότερα, βολέματα
και επιτυχίες, συντάξεις και καλά γεροντάματα, για ότι μαλακία τους κατέβη στο
κεφάλι. Τσάμπα πάει τόσο σφρίγος, τόση ενέργεια, τέτοια ομορφιά. Έχουν άπειρο
χρόνο να ξοδεύουν, μα λίγο μυαλό στο κεφάλι τους. Η ζωή έχει κανόνες, δεν είναι
παίξε γέλασε, ούτε μπορείς να κάνεις ότι γουστάρεις. Συνεπώς, άλλη μια χαμένη
γενιά, όπως όλες, εύκολη λεία για τους επιτήδειους, την έχουνε στημένη στη
γωνία και περιμένουν να τη στρατολογήσουν, να τη γαμήσουν κι αυτή. Οι σωτήρες
τους, οι μεσσίες τους, οι από μηχανής θεοί, εκείνοι που ξέρουν την αλήθεια κι
έχουν τη δύναμη να την επιβάλλουν.
Συνήθως, κάθομαι μόνος σε
ένα τραπεζάκι, πίνω αμίλητος το ποτό μου και τους ακούω, μελαγχολώντας ακόμα
περισσότερο. Δεν τα ‘χω χάσει ακόμα, δεν μονολογώ δυνατά, δεν γελάω ηλίθια.
Πάντα ελπίζω. Ίσως, κάποιοι από αυτούς, οι πιο έξυπνοι, οι πιο υποψιασμένοι, να
γλυτώσουν απ’ τις παγίδες, να ξεφύγουν από τις ενέδρες. Μα χέσε μέσα, λόγια του
αέρα, η αλληλεγγύη τους είναι μόνο θεωρητική, την παίρνει ο άνεμος, η
συνεισφορά στον συνάνθρωπο μελλοντική και άκρως υποθετική, εφόσον το επιτρέψουν
οι καταστάσεις και ωριμάσουν οι συνθήκες, λένε για να δικαιολογηθούν, πιο πολύ
προς τον εαυτό και τη συνείδησή τους, να ξεφορτωθούν τις τύψεις τους, γιατί τα
χνώτα και τα κουρέλια των φτωχών βρωμάνε και τους αηδιάζουν, δεν τους δίνουν
ελεημοσύνη, κάποια μικρή βοήθεια τουλάχιστον, μόνο εγώ ο μισάνθρωπος καμιά
φορά, όποτε έχω όρεξη, όποτε μου περισσεύουν, όχι βέβαια για να μου πούνε
μπράβο, να το παίξω φιλεύσπλαχνος και καλός χριστιανός, όμως εκείνοι ποτέ, δεν
έχουν, δεν θέλουν, δεν πρέπει, να μην τους κάνουμε τεμπέληδες και
κουτοπόνηρους, μόνο σκληρούς δουλευτές χρειαζόμαστε, για να πάει μπροστά και να
προοδεύσει η κοινωνία, εργασία και χαρά, στον καθένας σύμφωνα με τις ανάγκες
του, από τον καθένα με βάση τις ικανότητές τους. Καμιά φορά, ανάλογα με τη
διάθεση της στιγμής, δεν με τσαντίζουν, σπάω και πλάκα μαζί τους, μου φτιάχνουν
το κέφι, μα πιο πολύ χαζεύω την ομορφιά τους, ερωτεύομαι τα πρόσωπά τους, έστω
και προσωρινά άσφαιρος, ποθώ τα κορμιά τους. Ας έχω γυρίσει την πλάτη μου στον
κόσμο, ας μην έχω πλάι μου κάποιον να μοιραστώ σκέψεις, επιθυμίες και
συναισθήματά, δεν πειράζει, εκείνες τις στιγμές της απόλυτης αισθητικής χαλάρωσης
νιώθω απέραντη πληρότητα και ευτυχία, τόση που θα μπορούσα και να δώσω αυτοθέλητα
τη ζωή μου. Μα πιο πριν να φιλήσω τα
ροδαλά τους χείλη.
Μόνο το φεγγάρι, μέσα στην
απέραντη μοναξιά του σύμπαντος, είναι φίλος μου, ο καλύτερος, ο πιο πιστός, ο
μοναδικός πλέον. Αυτό είναι έμπειρο, έχουν δει πολλά τα μάτια του, γνωρίζει τους
ανθρώπους απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι, δεν
λέει αρλούμπες, είναι σοβαρό και μετρημένο, δεν αστειεύεται, δεν θέλει να
αλλάξει τον κόσμο, να τον κάνει παράδεισο για αγγέλους, μόνο να τον φωτίσει
λιγάκι, να τον κάνει λιγότερο εχθρικό και αιμοβόρο, πιο σπλαχνικό, τα βράδια
που ξεπροβάλουν επικίνδυνα οι σκιές και τα φαντάσματα, οι βρικόλακες και τα
ζόμπι. Έστω και μια φέτα για απόψε, μια χαψιά, μου αρκεί. Πού ήσουν μέχρι τώρα,
αγόρι μου, πού είχες λουφάξει τρομαγμένο, γιατί με άφησες ολομόναχο μέσα στην
άγρια νύχτα, ποια κακόβουλα μαύρα σύννεφα σε είχαν φυλακίσει; Οι βασανιστές σου,
αμαρτωλέ θεέ της νύχτας, πρίγκιπα του κίτρινου ποταμιού, αυτοί που θέλουν να σε
στερήσουν απ’ τους λερούς κι ασήμαντους υπηκόους σου, από όσους έχουνε ανάγκη
την παρέα σου, το φωτεινό σου χάδι, από σένα, το πιο συμπονετικό πλάσμα της
φύσης, τη μόνη μας παρηγοριά. Στη χάση και στη φέξη. Μα έγινα πάλι
μελοδραματικός, κι αυτό δεν το αντέχω.
Πλησιάζω στο μαγαζί, είναι
σχεδόν γεμάτο, μα θα βρεθεί μια φιλική γωνιά και για μένα, να ακουμπήσω το
ταλαίπωρο σαρκίο μου, την κουρασμένη μου ψυχή. Θα πιω δυο τσίπουρα να έρθω στα
ίσα μου, θα τσιμπήσω κάτι να στυλωθώ (από πότε άραγε έχω να φάω;) και θα πάω να
δω τη θεία στο νοσοκομείο. Η ώρα είναι ακατάλληλη, απαγορεύεται, μα θα
προφασιστώ τον πολυάσχολο και σκληρά εργαζόμενο άνθρωπο της μέρας, τον έντιμο
οικογενειάρχη που μεγαλώνει παιδιά και κάνει το καθήκον του απέναντι στο κράτος
και την κοινωνία, κατόπιν θα λαδώσω με τρόπο τον φύλακα της πύλης, θα χαρτζιλικώσω
την νοσοκόμα της βάρδιας (αν μου επιτρέψει, μπορεί και να τις τσιμπήσω λιγάκι
τον ποπό, να φτιάξει ακόμα περισσότερο το κέφι μου) και θα μπω δαφνοστεφανωμένος
στην μονάδα της εντατικής θεραπείας, εκεί που βρίσκεται τις τελευταίες μέρες η
θεία, να τις ψιθυρίσω δύο λόγια ελπίδας, να τις χαϊδέψω έστω το λειψό ζαρωμένο της
χεράκι, κι ας μην καταλάβει ποιος είμαι. Καλύτερα.
Περασμένες τρεις, ψάχνω τρεκλίζοντας
για ταξί μέσα στην έρημη συφοριασμένη νύχτα. Οι διαβάτες λιγοστοί, το φεγγάρι
πάλι άφαντο, ένα τραβέλι έχει ξεμείνει μόνο του, στέκεται στη σκοτεινή γωνία
και μου κάνει νοήματα, όμως δεν πλησιάζει προς το μέρος μου, έχει αξιοπρέπεια,
δεν ζητιανεύει, δεν παρακαλεί και δεν αφήνει ποτέ το πόστο του. Το αγνοώ, γυρίζοντας
το κεφάλι από την άλλη, αν και το ξέρω,
παλιότερα είχα πάει μαζί του, είναι καλό παιδί, δεν ζητάει πολλά και τα κάνει όλα, ότι
θελήσεις, δεν είχα περάσει και άσχημα, θυμάμαι. Όμως, απόψε, τα πράγματα είναι
διαφορετικά, βιάζομαι, δεν έχω άλλο χρόνο, και πάντως η απελπισία δεν έχει
φτάσει ακόμα στο κόκκινο. Τότε που το κίτρινο ποτάμι, θολό, άρρωστο και
χολεριασμένο, έτοιμο να ξεχειλίσει, φουσκωμένο και φουρτουνιασμένο, επικίνδυνο,
με άγριες διαθέσεις, θα γίνει τσουνάμι και θα με πνίξει, ρουφήξει και καταπιεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου