Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2024

Ο ΠΟΥΣΤΗΣ

Στεκόμουν αρκετή ώρα στην άκρη, ακουμπισμένος σε έναν χοντρό γέρικο δέντρο και παρακολουθούσα με προσοχή και με ένταση. Κάτι είχε αρχίσει να με γαργαλάει μέσα μου χαϊδεύοντας αργά και απαλά τον πούτσο και τα αρχίδια μου. Ήταν καμιά δεκαριά, διάφορες ηλικίες και γενιές, μαζεμένοι τριγύρω απ’ τον όμορφο νέο, δεν τον έκανες πάνω από είκοσι πέντε, τον είχανε γδύσει σχεδόν ολόκληρο και τον ξεζούμιζαν στα όρθια ποικιλοτρόπως. Κάποιοι ήταν ηδονοβλεψίες, απλά κοιτούσαν, έπαιρναν μάτι και την έπαιζαν μόνοι τους από απόσταση και τσαντίζονταν αν πήγαινες να τους αγγίξεις, έτοιμοι να σου κόψουν το θρασύ απλωμένο χέρι. Κάθε ανθρώπινη επαφή τους ήταν αποκρουστική, αλλά ούτε και στο σπίτι τους μπορούσαν να κάτσουν, τους έτρωγε κι αυτούς το σκουλήκι. Δεν πειράζει, αυτοί έχαναν, και κρίμα γιατί κάποιοι απ’ αυτούς είχαν σπουδαία προσόντα, άξιζαν πολλά. Ο θεϊκός νεαρός στη μέση είχε άτριχο σφριγηλό κορμί, αρρενωπό μελαχρινό πρόσωπο, μαύρα μαλλιά και λεπτά φιλήδονα χείλη, δοτικός και γενναιόδωρος, ήξερε να γαμιέται, να απολαμβάνει τους χυμούς και τα κάλλη της νιότης του, και των άλλων βέβαια. Ένας τέλειος, ιδανικός και απελευθερωμένος εραστής του ανοιχτού χώρου, χωρίς ντροπές και ενοχές. Δεν έβαζε μπάτσο στον πούτσο του, ούτε θυρωρό στον κώλο του, δεν φοβόταν μη και δεν τον διορίσουν στο δημόσιο. Σόουμαν υψηλών δυνατοτήτων, ο πρώτος του χωριού, το κέντρο του σύμπαντος, ο φωτεινός ήλιος, ο μέγας ελκυστής, ο βασιλιάς της καύλας, που μέσα στα επικίνδυνα σκοτάδια, κάτω απ’ τις πυκνές φυλλωσιές, ανάμεσα στους θάμνους και τα πανύψηλα δέντρα του πάρκου έδινε κι έπαιρνε ηδονή, καύλωνε και ξεκαύλωνε τους ίσκιους και τα φαντάσματα της νύχτας, ξεπούτσιαζε τον κόσμο όλο. Για κείνο το βράδυ ήταν ο μεγάλος ερωτικός, θα τους έπαιρνε όλους μέχρι να χορτάσει η άπληστη ψυχή του, το πεινασμένο σώμα, μέχρι να στραγγίξει από ιδρώτα και σπέρμα, να αφυδατωθεί τελείως. Δηλαδή, μέχρι τελικής πτώσης. Έλαμπε ο τόπος από ασημένια βεγγαλικά και κολλώδη υγρά. Τα βιταμινούχα αντρικά χύσια πότιζαν και έτρεφαν τα αιωνόβια δέντρα, αλλά και το νεανικό του κορμί, τα έπαιρνε στο στόμα και τα κατάπινε. Τους κοιτούσε όλους φλογισμένος μέσα στα μάτια και απολάμβανε την εξαίσια ηδονή, την πανδαισία που κανείς δεν ήθελε να πάρει τέλος. Τα ορμητικά πάθη που μας καταπιέζουν πρέπει να εκτονώνονται αμέσως, αυθωρί και παραχρήμα. Και το γαλακτώδες υγρό να ρέει άφθονο προς τον ουρανό.  

Είχα μείνει από τους τελευταίους. Οι πιο πολλοί είχαν τελειώσει, ξέπνοοι και αφυδατωμένοι σκουπίζονταν ή άναβαν τσιγάρο λίγο παραπέρα και αποσύρονταν στον εαυτό τους σιωπηλά και διακριτικά. Τον πλησίασα αργά από πίσω, χάιδεψα τις στιβαρές πλάτες και του φίλησα τον ιδρωμένο σβέρκο. Άντεχε ακόμα. Μπροστά του ένας ηλικιωμένος πεσμένος στα γόνατα του έπαιρνε τσιμπούκι, προσκυνούσε και προσευχόταν με ευγνωμοσύνη και ευλάβεια στον ημίθεο. Κάποιος άλλος του πιπίλιζε τις ρόγες σαν μωρό παιδί που διψάει για μητρικό γάλα. Γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε σαν υπνωτισμένος, σηκώνοντας το χέρι του ψηλά, προσκαλώντας και παρακαλώντας. Έγλυψα την ξυρισμένη του μασχάλη, μύρισα τις ευωδιαστές φερομόνες του, το κορμί του ολόκληρο μοσχοβολούσε μεθυστικά αρώματα ανακατεμένα με ιδρώτα και σπέρμα. Λευκό, λείο και αψεγάδιαστο. Χωρίς τατουάζ και τρυπήματα, γδαρσίματα και μώλωπες, πληγές και καψίματα, εκείνο το βράδυ είχαν όλα επουλωθεί, ίσως πάλι και να τα κάλυπτε το άγιο σκοτάδι. Κι όμως, βλέπαμε καλά, τα μάτια είχαν προσαρμοστεί, ήταν εκπαιδευμένα στις νυκτερινές επιχειρήσεις, μα δίναμε σημασία μόνο στα σημαντικά. Αγκαλιαστήκαμε τρέμοντας απ’ την ηδονική συγκίνηση και την παραφορά σαν δυο παλιοί γνώριμοι εραστές που ανταμώνουν ξανά μετά από χρόνια αποχής και στέρησης. Τα χείλη μας ενώθηκαν, οι γλώσσες μπερδεύτηκαν, τα κορμιά κόλλησαν, τα καυλιά μας τρίφτηκαν μεταξύ τους και ηλεκτρίστηκαν. Αρχίσαμε να παλεύουμε με ένταση. Ήταν πιο νέος, πιο δυνατός, με νικούσε, μα κάποια στιγμή υπέκυψε οικιοθελώς, έσκυψε και τον πήρε στο στόμα του με λαχτάρα και ταραχή κι εγώ ταυτόχρονα, σαν να ήμασταν από πριν συνεννοημένοι, του ‘χωσα απότομα δυο δάχτυλα στην καλλιεργημένη και καλογυαλισμένη κωλοτρυπίδα του. Πόνεσε, ξαφνιάστηκε, του κόπηκε η ανάσα, βόγκηξε, αναστέναξε, ξεφύσηξε και μετά από λίγο μου ζήτησε επιτακτικά να τον γαμήσω. Θέλω τον πούτσο σου μέσα μου, μέχρι τον πάτο, ψιθύρισε κολλητά στο αυτί μου σαν να ντρεπόταν και αμέσως μετά μου το έγλυψε. Μου τον είχε κάνει πέτρα ο γαμημένος. Τον γύρισα από πίσω, του πίεσα με δύναμη το κεφάλι προς τα κάτω και τον έχωσα με ορμή μέσα του. Παρ’ τον ρε πούστη, γαμημένε, να μην στον χρωστάω, του είπα κι άρχισα να μπαινοβγαίνω φτάνοντας εκεί που μου ζήτησε, στον πάτο. Με είχα αρρωστήσει ο καργιόλης, είχα γίνει θηρίο ανήμερο. Σκαμπίλιζα με δύναμη τα κωλομάγουλα, του δάγκωνα το λαιμό και την πλάτη και του τραβούσα τις ρόγες μέχρι να τις ξεριζώσω. Πονούσε και του άρεσε. Έτσι, έλεγε, μη σταματάς, κι άλλο, πιο δυνατά. Τον είχα στριμώξει πάνω στον κορμό του δέντρου, βογκούσαμε κι οι δύο, οι άλλοι τριγύρω κοίταζαν και τις έπαιζαν. Απόψε το σόου ήταν δικό μας. Λίγα λεπτά κράτησε η μάχη, μα φάνηκαν αιώνες, χιλιετίες. Κάποια στιγμή τραβήχτηκα, φώναξα χύνω και το ασημένιο σιντριβάνι πετάχτηκε ψηλά ραντίζοντας το νοτισμένο χώμα. Γρήγορα τέλειωσε κι αυτός μέσα στη χούφτα του. Η σημερινή μάχη είχε λήξει μόνο με νικητές, δίχως τραυματισμούς και απώλειες, χωρίς ηττημένους. Μα ο πόλεμος αυτός δεν έχει τέλος. Για άλλη μια φορά, πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά κουβάρια.

Εντάξει; τον ρώτησα, όλα καλά; Χαμογέλασε και κείνος, μου ‘πιασε το χέρι και μου ‘δωσε ένα τρυφερό φιλί στα χείλη, σαν να ‘μασταν ζευγαράκι σε σχέση. Το θέαμα είχε τελειώσει, η ομήγυρη διαλύθηκε, ο καθένας πήρε και πάλι τον μοναχικό του δρόμο για ψάξιμο μέσα στα σκοτάδια και στα στενά μονοπάτια του πάρκου. Σκουπιστήκαμε, όσο μπορούσαμε, σηκώσαμε τα παντελόνια, κατεβάσαμε τις μπλούζες, φτιαχτήκαμε κάπως, σουλουπωθήκαμε και βγήκαμε παρέα στο ξέφωτο. Για μια στιγμή γύρισα το κεφάλι και κοίταξα πίσω. Το μέρος ξαφνικά είχε ερημώσει, το ιερό ήταν νεκρό και άδειο. Μια απ’ τις τελευταίες αυθεντικές καβάντζες στην άκρη του πάρκου, δίπλα ακριβώς στο πεζοδρόμιο και τον φωτεινό δρόμο απ’ έξω, σκοτεινή και προφυλαγμένη, γεμάτη πεταμένα χαρτομάντιλα και χρησιμοποιημένες καπότες, που όσο και να καθαρίζουν οι υπάλληλοι του δήμου, τόσο εκείνη λερώνεται, πιο πολύ, αμέσως, ακόμα και το επόμενο βράδυ, ειδικά τις μέρες που είναι ανοιχτά τα μαγαζιά και το απόγευμα ή αργά το σαββατόβραδο λίγο πριν φέξει (τότε οι επαφές γίνονταν λίγο επικίνδυνες) όταν πιωμένοι και μαστουρωμένοι αρσενικοί καταλήγουν ως έσχατη λύση εκεί, μετά τα μπαράκια και τα κλαμπ, για ξέπλυμα και  υγειονομικό μυοχαλαρωτικό ξεκάβλωμα ή την επόμενη μέρα, κυριακάτικα, μετά τον μεσημεριανό καφέ, για να ξεκινήσουν καλά, χαλαροί και ανάλαφροι, ξεκούραστοι, με τις μπαταρίες γεμάτες και να αντέξουν τη δουλειά που τους περιμένει, να βγάλουν πέρα άλλη μια γαμημένη εβδομάδα του διαβόλου που ξεκινά. Εκείνες τις στιγμές γινόταν ο μεγάλος συνωστισμός, το αδιαχώρητο, ο χαμός, παρ’ όλο που τα τελευταία χρόνια το ίντερνετ και οι πλατφόρμες των κάλπικων γνωριμιών είχε κάνει αρκετή ζημιά στο ψωνιστήρι, έστω και μόνο για σεξ και σκέτη καύλα, δίχως έρωτα και συναίσθημα,  δεσμεύσεις, ανεκπλήρωτες υποσχέσεις και υποχρεώσεις. Χωρίς ψευδαισθήσεις αγάπης και συντροφικότητας. Πλέον, οι σχέσεις είχαν δυσκολέψει, είχαν πάει περίπατο, το πολύ να κρατούσαν για κάνα μήνα, δηλαδή δέκα γαμίσια μετρημένα, κι αυτά με το ζόρι, τραβηγμένα απ’ τα μαλλιά, με την ψυχή στο στόμα. Σάρκα για κατανάλωση από κρεατοφάγους, νάρκισσους και εγωκεντρικά καθίκια, ερωτευμένοι με τον εαυτό τους, θαμπωμένοι απ’ την εικόνα τους, και οι άλλοι απλά σκεύη ηδονής, δοχεία νυκτός, αντικείμενα μιας χρήσης. Μετά στα σκουπίδια για πέταμα. Ευτυχώς, όχι όλοι, όχι οι πιο πολλοί. Για κάποιους χυδαιότητα, παρακμή και κτηνωδία, για άλλους απλά βιολογική ορμή και βασικό ένστικτο, αφού και οι άνθρωποι ζώα είναι κι αυτοί, σαν τους σκύλους και τις γάτες, να πούμε. Μα ότι κι αν λέει ο καθένας, δεν υπάρχει τίποτα πιο καυλωτικό απ’ τη συμπάθεια και το συναίσθημα, κάτι σαν έρωτας, έστω και για μία και μοναδική φορά.

Απλά περιγράφω μια κατάσταση. Δεν κρίνω, δεν δικάζω, δεν βγάζω απ’ έξω τον εαυτό μου, έτσι ήμουνα κι εγώ, τα ίδια σκατά και χειρότερα, όχι καλύτερος απ’ τους άλλους, παρ’ όλο που δεν πρόσεχα τόσο την εμφάνισή μου, είχα σταθερό και απαράλλακτο στυλ, δεν σκοτιζόμουν τι θα φορέσω, πώς θα κουρευτώ, δεν ψεκαζόμουν με δυνατά μεθυστικά αρώματα για να τραβήξω την προσοχή τους, να τους προσελκύσω και να τους εκμαυλίσω, σαν μάγος και ταχυδακτυλουργός να μαγνητίσω το βλέμμα τους, γιατί απλά δεν είχα πρόβλημα να βρω τρύπες να γαμήσω, ήμουν αρρενωπός, με ανάστημα, αυστηρό βλέμμα και πολύ άντρας για τις περισσότερες παλιαδερφές του ελέους, στερημένες από ηδονή και λυσσασμένες για πούτσα και μαστίγιο, έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι στο πάρκο πήγαιναν για να γαμηθούν, το ‘βρισκαν πιο ευχάριστο και πιο ξεκούραστο μάλλον, εγώ φυσικά γαμούσα, όχι αποκλειστικά, τα πάντα έκανα, όλα μου άρεσαν, χωρίς ντροπές, αναστολές, κομπλεξισμούς και σεμνοτυφίες, και κυνηγούσα συνήθως νεαρούς, όχι πάνω απ’ τα τριάντα, στην πλήρη αισθητική τους απόδοση, αρρενωπούς σαν κι εμένα και ευπαρουσίαστους, σαν τον νεαρό που περπατούσε απόψε στο πλάι μου, με κομμένα τα πόδια απ’ τις συνεχόμενες εκσπερματώσεις, μέσα στα σκοτάδια του πάρκου, που έκρυβαν τα ψεγάδια, τις ατέλειες και την αδυσώπητη φθορά του χρόνου, όχι όμως για κείνον που ήταν ιδανικός και τέλειος, και που εγώ έψαχνα εναγωνίως την χαμένη μου νιότη. Κάποιες φορές, περιχαρής, την έβρισκα. Ποτέ όμως για μόνιμη και αποκλειστική σχέση, πάντα ενάντια σε κάθε κτητικότητα και ιδιοκτησία, ούτε καν τηλέφωνο δεν έδινα, ας τσαντίζονταν ορισμένοι, ούτε ποτέ ζήτησα, δεν αντάλλαξα τυφλές ελπίδες με κανέναν και είχα το κεφάλι μου ήσυχο. Όλα προσωρινά και εφήμερα, λοιπόν, κι αν είναι τυχερό, φίλε, θα ξαναβρεθούμε, είναι μικρός ο κόσμος. Κάποιοι το έπαιρναν προσωπικά και στραβομουτσούνιαζαν, αν και δεν θα ‘πρεπε, όμως δεν είχα χρόνο να τους εξηγήσω ότι είμαι εσωστρεφής, μοναχικός και μονόχνοτος και το βράδυ κοιμάμαι πάντα μόνος, δίχως κανέναν άνθρωπο πλάι μου. Δηλαδή, είμαι άλλο ένα εγωπαθές σκουλήκι, όμως εγώ το γνωρίζω, μα δεν μπορώ ή δεν θέλω να αλλάξω, ούτε όμως και να κάνω κακό στους άλλους, να τους βλάψω και να τους ενοχλήσω. Έτσι, τουλάχιστον, δεν τους κορόιδευα, δεν πουλούσα υποσχέσεις ευτυχίας, αγαπούλες, λουλουδάκια και ροζ συννεφάκια, φύκια για μεταξωτές κορδέλες μόνο και μόνο για να πηδήξω. Μα και αγαπούσα τον εαυτό μου, ήθελα να τον προστατέψω και να τον βελτιώσω, με καιρό και με κόπο, με πόνο και μόχθο, μια ζωή παθός και μαθός. Τουλάχιστον, να μην κάνω τα ίδια λάθη. Δεν εμπιστεύομαι τους άλλους, είναι ανώριμοι, υποκρίνονται, αλλάζουν και το μυαλό τους απροσπέλαστο, αδιαφανές, μαύρο κουτί. Κάποτε είχα άσχημη εμπειρία απ’ το γλυκόπικρο όρπετο με τη διχαλωτή γλώσσα που σε μαγκώνει από μακριά χωρίς να το πάρεις είδηση, από ένα και μόνο βλέμμα, σαν αστραπή, δεν ήθελα να την ξαναπατήσω. Πάντως, για αλητόβιος παλιόπουστας της μιας βραδιάς, διατηρώ κάποιες ηθικές αρχές. Αν και σε τέτοια θέματα, έχω ακόμα μεγάλη αυτοπεποίθηση, σιγουριά για τον εαυτό μου, ίσως να φταίει κι αυτό. Δεν θέλω να το παινευτώ, μα είμαι ο μέγας ροκαβλόν του σύμπαντος, γκραν μαιτρ στο ψωνιστήρι, ότι θέλω από σεξ μπορώ να το ‘χω. Και ποτέ δεν το εκμεταλλεύτηκα οικονομικά, αν και θα μπορούσα και κάποιες φορές μου είχε περάσει απ’ το μυαλό, μα είπαμε, έχω τις αξίες μου. Έτσι κι αλλιώς, τώρα πια είναι αργά, μεγάλωσα, και κάθε βράδυ επιστρέφω στο σπίτι μόνος. Έχω αποσυρθεί. Πρέπει να ξέρεις πότε να εγκαταλείπεις την κούρσα, σε όλα τα ζητήματα, έγκαιρα, τη στιγμή της μεγάλης σου δόξας, όταν βρίσκεσαι ακόμα στην κορυφή, κι άσε μετά τον μύθο σου να δημιουργείται ερήμην σου από τον στρατό των παλιών χαμένων εραστών σου. Εκείνοι θα δουλέψουν για την υστεροφημία σου.

Πάντως, για όλα φταίει τούτη η παράξενη μοναχική αγάπη, ο μυστικός έρωτας που ακόμα και σήμερα δεν τολμά να πει το όνομά της. Ντρέπεται. Και όταν ο δογματικός πουριτανισμός καθησυχάζει τα χρηστά τους ήθη, εσύ (που δεν κρύβεσαι αλλά ούτε και το κάνεις σημαία ή το μοστράρεις εδώ κι εκεί σαν κανά βραβείο ή παράσημο) ασφυκτιάς και αφήνεις μισάνοιχτο το φύλλο της ντουλάπας, μήπως και μπει λίγος καθαρός αέρας μέσα. Έχει χαθεί η αξιοπρέπεια, ο σεβασμός και το μέτρο. Όλοι κρύβονται φοβισμένοι, ακόμα χειρότερα κάνουν ένα γάμο βιτρίνας και μερικά κουτσούβελα, μα στο τέλος πάντα το πληρώνουν ακριβά, ο ξεφτιλισμένος τους εαυτός τούς εκδικείται. Εκτός κι αν είναι κουνιστοί και λυγιστοί, πολύχρωμοι και φουντωτοί, και ακκίζονται για τη δήθεν γυναικεία τους φύση την πουτανίστικη, κάνοντας πολλή φασαρία για το τίποτα, προκαλώντας χωρίς λόγο τους επικίνδυνους νοικοκυραίους και τους παπάδες (αν και σίγουρα πολλοί από δαύτους είναι κρυφαδερφές) τις αγέλες, τα κοπάδια και τους ποιμένες τους, ίσως μόνο από αντίδραση στην καταπίεση, τη σκληρότητα, την ταπείνωση και τη χλεύη που δέχτηκαν σε τρυφερή ηλικία από τους σεβαστούς εκπρόσωπους της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας, και τώρα νομίζουν ότι τους εκδικούνται, φτύνοντας με αηδία στα μούτρα τον καθωσπρεπισμό τους, όλους αυτούς, γονείς, δάσκαλους, ιερείς, συνομήλικους που κάποτε τους τσαλαπάτησαν και τους γάμησαν τη ζωή, όταν ήταν ακόμα ανίσχυροι και απροστάτευτοι. Όταν ήταν παιδιά. Επομένως, μην γίνεσαι σκληρός απέναντί τους. Δεν φταίνε, έχουν κι αυτοί τα δίκια τους. 

Περπατήσαμε μόλις τριάντα βήματα, περάσαμε μπροστά απ’ τον κουρασμένο και μελαγχολικό τοξοθραύστη, αποδώσαμε τις δέουσες τιμές, φτάσαμε στο φωτισμένο σιντριβάνι και καθίσαμε σ’ ένα άδειο παγκάκι. Το απόγευμα το μεγάλο παρτέρι έσφυζε από ζωή, γεμάτο από γονείς, παιδιά, ζευγαράκια και σκυλιά που έτρεχαν ζωηρά και χαρούμενα πέρα δώθε κουνώντας τις φουντωτές τους ουρίτσες. Τώρα ήταν άδειο κι έρημο, έβλεπες μόνο καμιά μοναχική φιγούρα να σκαλίζει το κινητό της ή κάνα ερωτευμένο ζευγαράκι να φιλιέται και να χαμουρεύεται περιπαθώς. Ψηλά το νεοκλασικό κτήριο του μεγάλου εθνικού ευεργέτη καμάρωνε κι αυτό φωταγωγημένο και επίσημο σαν γύφτικο σκερπάνι, μα συνάμα βουβό και θλιμμένο, σήμερα που δεν είχε κάποια εκδήλωση ή δημόσια τελετή να το ζωντανέψει και να το κάνει χρήσιμο στην μεγάλη μας πόλη ή τουλάχιστον στους πολιτικούς και οικονομικούς μας ηγέτες. Ακριβώς απέναντί μας στέκονταν τρεις ύποπτες μαυριδερές φάτσες. Να τους προσέχεις αυτούς, το νου σου, είναι επικίνδυνοι, μου ψιθύρισε ο φίλος μου συνωμοτικά μέσα στο αυτί και μου πρόσφερε τσιγάρο. Ευχαριστώ, δεν καπνίζω, του είπα. Με κοίταξε περίεργα σκάζοντας ένα μυστήριο χαμόγελο. Ίσως θυμόταν την τελευταία φορά που είχαμε βρεθεί, πριν δυο τρία χρόνια, από τότε είχα να έρθω στο πάρκο, τότε του πρόσφερα εγώ τσιγάρο, μα τώρα προσπαθούσα να το κόψω, είχαν ήδη χτυπήσει κάποια προειδοποιητικά καμπανάκια, ένας περίεργος βήχας, κάτι ύποπτες σκιές στο θώρακα, αν και η περίσταση το τραβούσε κάργα, το κάπνισμα μετά τη συνουσία είναι μεγάλη απόλαυση, σχεδόν άλλη μία εκσπερμάτωση, μα δεν είχα όρεξη να του εξηγήσω και να χαλάσω την ευχάριστη ατμόσφαιρα, την ευφορική μας διάθεση. Λοξοκοίταξα πάλι τους ξένους. Απόφευγα να πλησιάζω παρέες άνω των δύο ατόμων. Ανέκαθεν το πάρκο ήταν επικίνδυνο, μάζευε ύποπτες φάτσες, όχι για καλό, που έρχονταν για τους δικούς τους λόγους, κάποιοι να σου πουλήσουν έρωτα με το αζημίωτο, κυρίως σε απογοητευμένους και ανήμπορους ηλικιωμένους που τους τρώει ακόμα το σαράκι, αυτοί ήταν οι εύκολοι στόχοι, ανήμποροι και ευάλωτοι, άλλοι για να σε διπλαρώσουν, να σε ξεμοναχιάσουν, να σε χτυπήσουν και να σε ληστέψουν, είχαν ανοίξει αρκετά κεφάλια, και όχι μόνο ξυλοδαρμοί, αλλά και μαχαιρώματα, φόνος ευτυχώς όχι, τουλάχιστον ακόμα και από όσο γνώριζα, ίσως πολύ παλιότερα, και πάλι όμως κάτι θα είχε ακουστεί. Απ’ την άλλη, βέβαια, είχα και πολύ καιρό να περάσω από εδώ.

Όλοι ανάγκες έχουμε και πάντα κάποιους πρέπει να εκμεταλλευτούμε για να εκτονωθούμε, να ικανοποιηθούμε και να τη βγάλουμε καθαρή, μα χρειάζεται να μπαίνει κι ένα όριο, να υπάρχει μια αυτοσυγκράτηση, ένας αυτοπεριορισμός, να μη γίνουμε τέρατα. Τελευταία, θυμάμαι, την εποχή της κρίσης, που είχαν αποθρασυνθεί οι χρυσαυγίτες, μπαίνανε στο χώρο διάφορες συμμορίες ακροδεξιών, συνήθως μετά τα μεσάνυχτα, κομπλεξικά και ανέραστα ομοφοβικά  τσακάλια με ξύλα και σιδερογροθιές στα χέρια και σκόρπιζαν πανικό και τρόμο. Θα σας γαμήσουμε, παλιαδερφές, βρωμοπουσταριά, ούρλιαζαν αυτοί οι λεβέντες, οι κήνσορες της ηθικής, της τάξης και της ασφάλειας. Οι αγάμητες κωλοτρυπίδες, οι παλιοχαμούρες του κερατά. Ευτυχώς, και πάλι, από καθαρή τύχη, δεν θρηνήσαμε θύματα. Μα ήμασταν και προσεχτικοί. Τότε άρχισαν και οι συχνές περιπολίες των μπάτσων, εξακριβώσεις στοιχείων, προσαγωγές στο τμήμα, πολύωρες ταλαιπωρίες, ασφαλίτες με πολιτικά και άλλα σπαστικά που μας χάλαγαν τη διάθεση, εκτελούμε διαταγές, μας έλεγαν για να δικαιολογηθούν, κάποιοι απ’ αυτούς ντρεπόντουσαν κιόλας, καταλάβαιναν την μαλακία της υπόθεσης, κι εμείς διαλυόμασταν και γυρίζαμε νωρίς στο σπίτι, γλοιώδεις και γλιστεροί σαν πατημένες μπανανόφλουδες, τουλάχιστον εγώ έτσι ένιωθα. Μας έβγαζαν απ’ το πρόγραμμα και τις συνήθειές μας οι μπάσταρδοι. Η αστυνομία βέβαια τα ξέρει όλα, και μπάτσοι ομοφυλόφιλοι υπάρχουν, μα παλιότερα ήταν πιο διακριτική στις σπάνιες επισκέψεις της. Τότε ήταν που το πάρκο εξευγενίστηκε και, κατά γενική ομολογία, έγινε πολύ ντεκαυλέ. Κουρεύτηκε, καθαρίστηκε και φωτίστηκε με δυνατές λάμπες και έξτρα προβολείς, δεν μπορούσες να βρεις ένα σκοτεινό σημείο να γαμηθείς σαν άνθρωπος. Δραματικές καταστάσεις στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Να μου πεις, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται, μα πώς να το κάνουμε, ο καθένας με τις ανάγκες και τα προβλήματά του. Τώρα σαν να είχαμε επιστρέψει κάπως στην κανονικότητα.  

Είχες καιρό να περάσεις, παρατήρησε σπάζοντας πρώτος τη σιωπή. Ναι, είχα τρεχάματα, έλειπα, δικαιολογήθηκα, χωρίς να δώσω περισσότερες εξηγήσεις, ούτε κι εκείνος ρώτησε περισσότερα. Περνούσε τακτικά, δυο τρεις φορές την εβδομάδα τα τελευταία χρόνια, μου είπε, είχε αποκτήσει εμπειρία πλέον και το απολάμβανε περισσότερο. Σήμερα τέλειωσε και έχυσε πέντε φορές, κατέρριψε όλα τα ρεκόρ. Τον πίστεψα, ήταν καυλιάρης, δεν είχε λόγο να μου πει ψέματα. Κι εγώ παλιότερα άντεχα για δυο και τρεις φορές μέσα σε μια νύχτα, μέχρι να βγάλει ο ήλιος κέρατα και να μα μας βρει το ξημέρωμα. Τώρα δεν μπορώ ούτε για δεύτερο γύρο, σπάνια, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Θυμήθηκε την πρώτη του φορά, αξέχαστη, μόλις είχε τελειώσει το λύκειο, πρωτοετής φοιτητής στο πολυτεχνείο, γυρόφερνε φοβισμένος και αμήχανος γύρω απ’ το πάρκο, στα φωτεινά και κάπως πιο σίγουρα. Είχε ακούσει διάφορα από φίλους και γνωστούς. Ότι είναι επικίνδυνα, ότι γίνονται σημεία και τέρατα, μα δεν άντεχε άλλο, κρυβόταν απ’ όλους, κυρίως απ’ τους δικούς του, την οικογένειά του, τουλάχιστον το είχε πει στον εαυτό του, κάτι ήταν κι αυτό, αν και δεν το είχε αποδεχτεί τελείως, ήταν μικρός ακόμη και αδύναμος. Μια δυο φορές προσπάθησε να πλησιάσει κοπέλες, μα δεν έγινε τίποτα, δεν τον τραβούσαν κι ήταν κρίμα γιατί εκείνες τον γουστάρανε πολύ, τον ήθελαν, δεν του φαινόταν με τίποτα ότι του αρέσουν οι άντρες και μάλιστα οι πολύ μεγαλύτεροι από εκείνον, κι ότι ήταν παθητικός,  πούστης. Έψαχνε τον πατέρα του κι έτσι έπεσε πάνω μου, σχεδόν τριάντα χρόνια διαφορά. Εγώ τον ξεπαρθένεψα, δεν μπορεί να το ξεχάσει, όχι όμως αμέσως, την πρώτη φορά μονάχα μιλήσαμε, χαμουρευτήκαμε και φασωθήκαμε, με χάδια και φιλιά χύσαμε παρέα, ίσως να του ‘βαλα και λίγο δαχτυλάκι, ελαφριά, δεν θυμάμαι, όμως σίγουρα του άρεσε και την επόμενη τον γάμησα κανονικά και με τον νόμο, μα όσο πιο προσεκτικά μπορούσα, μέχρι και προφυλακτικό έβαλα για να δώσω το καλό παράδειγμα στον πρωτάρη. Το ήθελε πολύ, δεν τον πίεσα, εκείνος μου το ζήτησε, ήμουν ο πρώτος του, δεν είχε πάει με άλλον. Είσαι τίγρης στο σεξ, μου είχε πει. Λιοντάρι είμαι, αγόρι μου, ζώδιό της φωτιάς, του είχα απαντήσει και είχαμε γελάσει πολύ. Μου ζήτησε το νούμερο του κινητού μου, να βρεθούμε κι αλλού, να πάμε και καμιά βόλτα, να γνωριστούμε καλύτερα, μα δεν του το έδωσα, είχα άσχημη εμπειρία από αλλαξοτηλεφωνιές και δεν εμπιστευόμουν κανέναν πια. Ο μικρός στεναχωρήθηκε, πικράθηκε, το κατάλαβα, αν και προσπάθησε να μην το δείξει. Δεν πειράζει, κι εδώ καλά είναι, είπε με έναν κόμπο στο λαιμό και κοίταξε ψηλά το φεγγάρι. Το είδε μάλλον σαν απόρριψη, μα εγώ απλά ήθελα να τον προφυλάξω απ’ τις κακοτοπιές, ας την πάθαινε από κάναν άλλο. Ήταν άπειρος, πρωτόβγαλτος, ευαίσθητος και νεοφώτιστος στο άθλημα και το πάρκο γεμάτο ενέδρες και παγίδες. Ήταν ένας παιχνιδιάρης μπέμπης με άγνοια του κινδύνου. Πάντως, μου άρεσε πολύ και τον είχα συμπαθήσει, κι αυτός μάλλον, αν και ο τυφλός πόθος πολλές φορές σε παραπλανά. Μα αυτός ήταν σίγουρα σπάνιο πλάσμα, καλός κι αγαθός, γνήσιο παιδί του έρωτα κι ένιωθα πολύ τυχερός που τον είχα συναντήσει. Όποτε έμπαινα στο πάρκο, πρώτα εκείνον έψαχνα.

Είπαμε δυο κουβέντες, μα μετά από λίγο, μόλις τέλειωσε το τσιγάρο του, έπρεπε να φύγει. Χαιρετηθήκαμε και υποσχεθήκαμε να ξανανταμώσουμε. Κι όχι πάλι μετά από δέκα χρόνια, συμπλήρωσε γελώντας. Μπα, τότε δεν θα μου σηκώνεται, θα ψάχνω κι εγώ για άλλα κόλπα, του είπα μεταξύ σοβαρού και αστείου. Έμεινα στο παγκάκι μόνος. Οι τρεις μελαμψοί νέοι απέναντί μου δεν είχαν μετακινηθεί ρούπι απ’ το παγκάκι τους. Κάπνιζαν και κοίταζαν τα κινητά τους, μα τα άσπρα τους μάτια γυάλιζαν και πετούσαν φλόγες μέσα στη νύχτα. Έπρεπε να φύγω, μα βαριόμουν να σηκωθώ, να πάρω την απόφαση δηλαδή. Ήμουν ψόφιος στην κούραση και είχα μπροστά μου μια μεγάλη νύχτα, το σκεφτόμουν και μ’ έπιανε απελπισία. Τουλάχιστον εδώ ήταν ωραία, σχεδόν μαγικά. Είχα καιρό να περάσω νύχτα απ’ το πάρκο, είχα κάνει όρκο και σταυρό, μα υπέκυψα ξανά. Στάθηκα αδύναμος, το παραδέχομαι. Δεν ξέρω γιατί, είναι σαν την πρέζα, εθίζεσαι και δεν ξεκόβεις εύκολα. Οι τσόντες είναι η μεθαδόνη σου, μα ίσως φταίει και η μοναξιά και τα άλλα προβλήματα και όλα. Θέλεις λίγο να ξεσκάσεις, να το ρίξεις έξω, να ξεχαστείς. Να θυμηθείς. Εδώ έχω ωραίες αναμνήσεις, δυνατές συγκινήσεις. Ανέκαθεν, δεν πήγαινα πουθενά αλλού για σεξ, μόνο στον ναό του έρωτα, του θαυματουργού θεού, μέσα στη σιωπή και την κατάνυξη, για ταπεινές αγρύπνιες, ιερουργίες και σεμνές ολονυχτίες. Ούτε σε σάουνες και γκέι μπαρ, ούτε τα καλοκαίρια σε παραλίες γυμνιστών, άντε καμιά φορά μόνο σε βρωμερά και τρισάθλια δημόσια ουρητήρια. Ειδικά τους εσωτερικούς χώρους τους απεχθανόμουν, με έπιανε κλειστοφοβία, ένιωθα εγκλωβισμένος κι ήθελα πάντα να έχω δρόμους διαφυγής αν συμβεί  κάτι. Πλησιάζω φουριόζος τα πενήντα πέντε κι είμαι ακόμα μέσα στο παιχνίδι, δεν έχω καταθέσει τα όπλα. Μα ο χρόνος τρέχει κι εγώ από πίσω του ασθμαίνοντας όλο και απομακρύνομαι. Και ο κύριος δεν λέει να ηρεμήσει. Αν και πάντα στο τέλος τίποτα δεν μένει.

Τις τελευταίες μέρες θυμάμαι έντονα τον πατέρα, τον βλέπω συνέχεια στον ύπνο μου, συνήθως γελαστό και χαρούμενο, τη μαμά όχι, δεν την έχω δει ποτέ. Ίσως να φταίει που πλέον είμαι μεγαλύτερός του, δεν πρόλαβε να γεράσει. Αυτός τώρα πρέπει να με σέβεται, να είναι υπάκουος και φρόνιμος απέναντί μου. Ίσως πάλι να οφείλεται στα τρεχάματα με τη θεία. Πάσχει από βαριά γεράματα. Μέρα με τη μέρα φθίνει, χειροτερεύει με γοργό ρυθμό, χάνει όλο και περισσότερο την επαφή της με το περιβάλλον και την πραγματικότητα, πλησιάζει στα τελευταία της, σύντομα θα πεθάνει κι αυτή και θα μείνω ολομόναχος στον κόσμο. Δεν πειράζει, κάτι θα κάνω, κάπως θα την βγάλω, θα προσαρμοστώ. Την αποψινή σαββατιάτικη νύχτα πρέπει να πάω στο νοσοκομείο να την δω. Πρώτα όμως στο σπίτι για ένα καυτό ντους κι ύστερα στο καφενείο για κάνα τσίπουρο να πάρω δυνάμεις. Όλα με τη σειρά τους και στην ώρα τους. Όλα στο χρόνο τους. Η ζωή θέλει τάξη, οργάνωση και προγραμματισμό, μα η γαμημένη ώρα τρέχει γρήγορα, έχει πάει έντεκα παρά και ξαφνικά φυσάει δροσερό φθινοπωρινό αεράκι. Το νιώθω στην πλάτη μου και θυμάμαι ότι είμαι ακόμα ιδρωμένος. Σαν να με χτυπάει κεραυνός πενήντα χιλιάδων βολτ, πετάγομαι απότομα όρθιος, δεν είμαι για ψύξεις και στραβολαιμιάσματα αυτή την εποχή, από κρυώματα είμαι παθός και μαθός. Εκείνη τη στιγμή με πλησιάζει ένας κουνιστός και λυγιστός απροσδιόριστης ηλικίας και φύλου και μου ζητάει την ώρα. Είναι ευγενικός και συμπαθητικός, μα εγώ βιάζομαι και γίνομαι λίγο αγενής. Μόλις έχυσα, του λέω χαμογελώντας και τραβώ για το δρόμο της επιστροφής. Ελπίζω μόνο να μην το πήρε προσωπικά και προσβλήθηκε και μου πετάξει κάνα ξεγυρισμένο άντε γαμήσου παλιομαλάκα. Πλάκα έκανα, ίσως λίγο κακόγουστη σε έναν καυλωμένο άγνωστο που του άρεσα. Μα ότι και να μου πει, θα τον αγνοήσω, θα κάνω πως δεν το άκουσα και θα ανοίξω το βήμα μου γιατί βιάζομαι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου