Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2024

Ο ΤΟΞΟΘΡΑΥΣΤΗΣ

Κάθε απόγευμα, μόλις σουρουπώσει, βολτάρω στο κέντρο, πίνω καφέ απέναντι από τη βουλή και προτού επιστρέψω στο σπίτι κάνω και μια μικρή στάση στο πάρκο, δίχως σοβαρές ελπίδες πια να συναντήσω κάτι το θεάρεστο και αξιοζήλευτο, ας πούμε, έναν όμορφο και δοτικό νέο. Δύσκολα γούστα, βέβαια, μα στην ηδονή πλέον είμαι ασυμβίβαστος, σχεδόν αυτοκαταστροφικός, δεν βάζω νερό στο κρασί μου, δεν προδίδω τις ιδανικές στιγμές μου, τις κορυφαίες μου αναμνήσεις. Τώρα όμως που κάπως μεγάλωσα, οι νέοι με αποφεύγουν και όταν βλέπουν να τους πλησιάζω, αλλάζουν δρόμο. Ίσως πρέπει να κουρευτώ, να ξυριστώ, να αρωματιστώ, να σενιαριστώ, να φαίνομαι νεότερος, να ομορφύνω, να αρέσω, να δείχνω την πρέπουσα επιμονή, το ανάλογο ενδιαφέρον και ζήλο, να αφιερώνω τον απαιτούμενο χρόνο, να τους κυνηγάω από πίσω, να μην τους σνομπάρω κατάμουτρα, να τους κολακεύω, να μην αποχωρώ νωρίς, πολλά γαμίδια πρέπει και τα βαριέμαι. Δεν φταίνε αυτοί, παίρνω όλη την ευθύνη πάνω μου. Είναι αλήθεια, δεν με πολυενδιαφέρει πλέον το άθλημα, έχει πέσει και η βιολογική ορμή, περνάω βαριά κλιμακτήριο και κρίση μέσης ηλικίας, σε λίγο θα μου κοπεί και η περίοδος και τότε θα αρχίσω να τραβάω τα βυζιά μου για να μεγαλώσουν. Μαλακίες. Όλα μου φαίνονται μέτρια και χλιαρά, σαν ξαναζεσταμένο φαγητό με ξεθυμασμένη γεύση, την τελειότητα τη βρίσκω μόνο στην φαντασία μου και στις μοναχικές εκτονώσεις. Κάθε φορά ξαλαφρώνω μόνος και μετά αποχωρώ ηττημένος. Για την τιμή των όπλων.

Μάλλον, και αυτό έκανε τον κύκλο του, και πολύ κράτησε. Ευτυχώς, ένα πρόβλημα λιγότερο. Μόνο από νοσταλγία συνεχίζω να έρχομαι στο πάρκο, ούτε καν από συνήθεια, μάταιες προσπάθειες, τίποτα δεν πρόκειται πλέον να γίνει, κάτι να αλλάξει, το πράγμα πάει απ’ το κακό στο χειρότερο, τουλάχιστον πρέπει να το περιορίσω, να το κόψω μαχαίρι καλύτερα, δεν έχει νόημα, κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Η υπόθεση βρωμάει άλλο ένα άδοξο τέλος εποχής, άλλη μια καινούργια αλλαγή φάσης (κάθε δεκαεφτά χρόνια;) του μεταμορφωμένου μου εαυτού, σίγουρα πιο μοναξιασμένη και  λυπητερή απ’ τις προηγούμενες. Από μια ηλικία κι ύστερα μπορείς να ζήσεις και μόνος σου, δεν χρειάζεσαι τους άλλους, αρκεί να έχεις τη δύναμη. Πάντως, είμαι περίεργος τι μου επιφυλάσσει το μέλλον και πάντα προετοιμάζομαι για τα χειρότερα. Ένα είναι βέβαιο, αργά αλλά σταθερά κλείνω τους λογαριασμούς μου με την κοινωνία και αποσύρομαι στα ενδότερα. Όχι πως θα χάσω και τίποτα σπουδαίο, μόνο ανία και πόνος είναι, λίγες οι καλές στιγμές, ελάχιστες οι ευτυχισμένες, δεν αξίζει τον κόπο και την προσπάθεια, η ζωή είναι μια φαλιρισμένη επιχείρηση που δεν βγάζει τα έξοδά της. Και κανείς δεν θα νοιαστεί, βέβαια, από κανένα δεν θα λείψω. Ευτυχώς, γιατί είμαι πολύ ψυχοπονιάρης, δεν μου αρέσει να στεναχωρώ τους συνανθρώπους μου. Παρ’ όλα αυτά, ότι και να λέω είναι παρηγοριές στον άρρωστο. Η γαμημένη επιθυμία υπάρχει, ο πόθος ακόμα με τσουρουφλίζει και εγώ βράζω στο ζουμί μου.

Καθώς περπατούσα βαριεστημένα, χωρίς κέφι, πάνω κάτω στα κεντρικά παρτέρια, σκεφτόμουν όλα αυτά τα απαισιόδοξα. Τότε τον είδα. Ήταν εντελώς απρόσμενο, δεν είχε σκοτεινιάσει ακόμα, μα δυσκολεύτηκα να τον αναγνωρίσω, ίσως και να έκανα λάθος, να τον μπέρδευα, να του έμοιαζε τόσο πολύ, δεν ήμουν απόλυτα σίγουρος. Είχαν περάσει τριάντα ολόκληρα χρόνια, περασμένα ξεχασμένα, παλιά και λησμονημένα, που λένε, από τότε είχα να τον δω, ούτε βέβαια στο πάρκο σύχναζε, ούτε και σε άλλα ύποπτα μέρη, αλλιώς κάπου θα τον είχα τρακάρει. Σήμερα, μάλλον, κατ’ εξαίρεση, είχε βγει για έφοδο. Κουρασμένος, αδυνατισμένος, στο κατώφλι της τρίτης ηλικίας, με το ψιλό ξεθωριασμένο του μουστάκι, κουκουλωμένος με μια σκούρα καπαρντίνα με επωμίδες, στρατιωτική χλαίνη θύμιζε, καθόταν ολομόναχος σε ένα παγκάκι κοντά στο σιντριβάνι και κάπνιζε. Για λίγο κοιταχτήκαμε έντονα. Δεν ξέρω αν κι αυτός με θυμήθηκε, που πήγε το μυαλό του, πάντως τράβηξε πρώτος το βλέμμα του. Κάθισα στο διπλανό παγκάκι, λίγα μέτρα μακριά του και συνέχισα να τον περιεργάζομαι. Εκείνος έδειχνε αδιάφορος, όχι μόνο για μένα, αλλά και για ότι γινόταν τριγύρω του, κοιτώντας συνέχεια το νερό που ξεπηδούσε μέσα από τη μεγάλη στρογγυλή στέρνα.

Ήταν ο λοχαγός μου στα ένδοξα χρόνια της στρατιωτικής μου θητείας, σε ένα απομακρυσμένο κωλονήσι της μεθορίου, πλάι στον αιμοσταγή και αιμοδιψή προαιώνιο εχθρό. Έτσι μας έλεγαν για την γειτονική χώρα οι υπεύθυνοι προπαγάνδας και διαφώτισης της μονάδας για να μας πορώσουν  και να μας μετατρέψουν σε ατρόμητους και ακαταμάχητους φύλακες του έθνους, ικανούς να δώσουμε και τη ζωή μας ακόμα για την πατρίδα, όπως είχαν κάνει παλιότερα, σε πιο ηρωικές εποχές, οι ένδοξοι προγόνοι μας. Όμως, λίγα πράγματα κατάφερναν οι καραβανάδες. Το ηθικό μας παρέμενε πεσμένο, όσο και η πούτσα μας. Κάθε βράδυ πηγαίναμε να φυλάξουμε σκοπιά στις ερημιές χεσμένοι απ’ το φόβο ότι δεν θα γυρίσουμε ζωντανοί, σαν να πηγαίναμε στον πόλεμο ή για κρέμασμα. Πίσω μας, στο τέλος της σειράς, ο λοχαγός άκουγε τους συναδέλφους του, εθνικόφρονες ινστρούχτορες του δεύτερου γραφείου, να παραληρούν σαν τρόφιμοι του φρενοκομείου και γελούσαν ακόμα και τα μουστάκια του. Μια φορά, στην πρωινή αναφορά του τάγματος,  που τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν και κατάλαβε μάλλον πως τον παρακολουθούσα, ξαφνικά σοβάρεψε, του κόπηκε το χαμόγελο και πλησίασε προς το μέρος μου με άγριες διαθέσεις. Ήταν ψηλός και επιβλητικός, προκαλούσε φόβο και δέος. Με έλουσε κρύος ιδρώτας. Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά, κοίταξα τον ουρανό και προσευχήθηκα στον μεγαλοδύναμο. Δεν είχα κάνει τίποτα το επιλήψιμο, μα δεν ήθελα και να σταμπαριστώ. Ο σκοπός μου ήταν μέσα στο στρατόπεδο να περνάω απαρατήρητος, σχεδόν αόρατος, ο τελευταίος τροχός της αμάξης, όποτε μπορώ να λουφάρω, να διαβάζω και κάνα βιβλίο, μέχρι να περάσουν οι μήνες, να πάρω το απολυτήριο στην ώρα μου, να γυρίσω στο σπιτάκι μου και να ξεχάσω ολόκληρη τη θητεία μου σαν ένα κακό όνειρο. Δεν ήθελα επαφές και πάρε δώσε με κανέναν, ειδικά με ανωτέρους. Ευτυχώς, πέρασε από πλάι μου σύριζα, με αγριοκοίταξε πάλι, μα  δεν έδωσε συνέχεια. Απλά μου έβγαλε μια προειδοποιητική κίτρινη κάρτα για να είμαι πιο προσεκτικός από δω και στο εξής. Και γιατί άραγε να με κατηγορούσε; Εκείνος ήταν που από μέσα του χλεύαζε τα ιερά και τα όσια της φυλής και γέλαγε με τους συναδέλφους του. Πάντως, από κείνη την ημέρα μού έγινε λίγο πιο συμπαθής. Μα και πάλι τον φοβόμουν. Είχε τη φήμη αυστηρού και σκληρού αξιωματικού καριέρας, δεν ήθελα να έχω κανένα πάρε δώσε μαζί του. Μακριά και αγαπημένοι και μ’ αυτόν και με όλους, μέχρι να μου δώσουν το κωλόχαρτο και να ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου φεύγοντας από το γαμημένο κωλονήσι.

Δεν είχα καμιά όρεξη να υπηρετήσω, ο θείος επέμενε. Αν και ο ίδιος ήταν πράος και αγαθός άνθρωπος, το σόι του είχε διαπρεπείς εκπροσώπους σε όλα τα σώματα της τάξης και της ασφάλειας, γεγονός που σίγουρα τον είχε επηρεάσει, κάποια ψυχολογικά κατάλοιπα θα του είχε αφήσει από παιδί. Ήξερε από πειθαρχία και στρατιωτική ζωή, και μάλιστα από πρώτο χέρι. Ο πατέρας του ήταν αξιωματικός του πεζικού, με πολλές μεταθέσεις, κάθε λίγο και λιγάκι. Γύρευε τι στέρηση και καταπίεση είχε φάει από μικρός. Παρ’ όλα αυτά ήθελε να πάω στρατό και μάλιστα να καταταγώ ως μόνιμος. Είχε τις απαραίτητες γνωριμίες και το γλείψιμο που απαιτούσε η περίσταση, θα με βοηθούσε, είπε. Όμως εγώ, και μόνο στην ιδέα ότι θα φορούσα μια ολόκληρη ζωή τα χακί και θα έχω τον κάθε μαλάκα πάνω απ’ το κεφάλι μου, φρίκαρα. Από την άλλη, δεν ήθελα να τον στεναχωρήσω. Ο καημένος σίγουρα με αγαπούσε και ήθελε το καλό μου, την οικονομική μου αποκατάσταση, την εξασφάλισή μου, λίγα λεφτά αλλά σταθερά, βρέξει χιονίσει, μα και μπόλικη ταλαιπωρία. Η θεία συμφωνούσε μαζί του και τον σιγοντάριζε. Δεν τους αδικούσα, ήξεραν τις δυσκολίες της ζωής, τους ανθρώπους που πατούσαν πάνω σε πτώματα για να επιβιώσουν, να την βγάλουν καθαρή, μα και μένα που ήμουν δειλός και άτολμος, πώς θα τα έβγαζα πέρα. Μόνο την απέχθειά μου για την κοινωνία ολόκληρη δεν γνώριζαν ακόμη. Ίσως από τότε να με θεωρούσαν καμένο χαρτί, μα όχι και να με ρίξουν στο λάκκο με τα φίδια. Εντάξει, θα πάω, τους είπα για να μην τους χαλάσω το χατίρι, αλλά για την μονιμότητα θα δούμε, τους τα μάσαγα. Εκείνα τα χρόνια δεν μπορούσα να πω όχι, ήμουν ακόμα το φοβισμένο, μαζεμένο και ήσυχο παιδάκι που ήθελε να τα έχει καλά με όλους. Έτσι, ούτε λόγος να γίνεται για αναβολές και αρνήσεις στράτευσης, άοπλες κοινωνικές θητείες, τρελόχαρτα και αντιρρησίες συνείδησης. Αυτά τα έμαθα πολύ αργότερα, όταν πλέον είχα καθαρίσει με τους καραβανάδες.

Όμως τα ρουσφέτια και οι υψηλές γνωριμίες του θείου δεν βοήθησαν καθόλου στη μετάθεση. Δεν έπεσα στα μαλακά. Με στείλανε στου διαόλου τη μάνα, από τη θλίβα στην εξορία, ίσως για να με τεστάρουν στα δύσκολα, να δουν αν πράγματι κάνω γι’ αυτή τη δουλειά, ήταν βαριά η καλογερική, όχι παίξε γέλασε. Κι εγώ να μετρήσω τον εαυτό μου, μα συνηθισμένα τα βουνά απ’ τα χιόνια, παντού και πάντα μόνος. Πάντως, δεν ξέρω πώς, κάποια στιγμή, λίγο καιρό προτού απολυθώ, βγήκε βρώμα στο στρατόπεδο ότι θα δήλωνα ανακατάταξη για μόνιμος, είχε ήδη κυκλοφορήσει και η σχετική εγκύκλιος από το γενικό επιτελείο. Έγινα περίγελος, ήμουν ο μοναδικός στη μονάδα. Θα φας καλά, με κορόιδευαν οι φαντάροι της σειράς μου, εμείς απολελέ και τρελελέ και συ να πήζεις μαζί μ' αυτές τις παλιοχαμούρες, τους στρατόκαυλους και τους καραβανάδες. Κι εγώ δεν ήξερα τίποτα, τους άκουγα και δεν πίστευα στα αφτιά μου. Άρχισαν να με ζώνουν τα μαύρα φίδια. Τηλεφώνησα στον θείο. Να μην ανησυχούσα, είπε, δεν είχε προλάβει να με ενημερώσει, μα είχε κάνει όλες τις απαραίτητες ενέργειες, έτρεξε σε γνωστούς, φίλησε κατουρημένες ποδιές, μα τα κανόνισε όλα, τώρα παρουσιαζόταν η ευκαιρία κι έπρεπε να την αρπάξω από τα μαλλιά μη μου ξεφύγει. Για τόσο άχρηστο με νόμιζαν. Δεν είχα τι να του πω, τσαντισμένος τον έκλεισα στα μούτρα. Την επόμενη μέρα με κάλεσε ο λοχαγός να παρουσιαστώ γυαλισμένος, ξυρισμένος, περιποιημένος στο γραφείο του. Ουσιαστικά τότε ήταν που με πρόσεξε για πρώτη φορά, ενημερώθηκε για το άτομό μου και γνωριστήκαμε καλύτερα.

Ίσως και να έκανα λάθος, να μην ήταν εκείνος. Τώρα είχε πέσει το σκοτάδι και είχαν ανάψει τα φώτα του πάρκου. Συνέχιζε να καπνίζει με μάτια κενά, σκοτεινά, βλέμμα απλανές. Δεν είχα καμία όρεξη να του μιλήσω, όποιος και να ‘ταν, τέλος πάντων. Σηκώθηκα να φύγω. Δεν γούσταρα για ψάξιμο μέσα στο πάρκο και καλαμπαλίκια κι εκείνος ήταν πολύ μεγάλος για τα γούστα μου. Όταν πέρασα από μπροστά του γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε. Αναπάντεχα μου χαμογέλασε και με ρώτησε την ώρα. Κοίταξα το ρολόι και του είπα. Η φωνή του, αν και αδυνατισμένη, κάτι μου θύμισε. Τελικά μπορεί να ήταν κι εκείνος. Μου είπε αν θέλω να καθίσω, δεν περίμενε παρέα. Αρχικά έμεινα αναποφάσιστος, μετά του είπα εντάξει, δέχτηκα την πρόσκληση. Τραβήχτηκε στην άκρη για να μου κάνει χώρο. Μόνο για λίγο, με περιμένουνε στο σπίτι, δικαιολογήθηκα χωρίς να μου το ζητήσει. Εκείνον δεν τον περίμενε κανένας στο ξενοδοχείο. Έμενε μόνιμα σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, δεν μου είπε το όνομά της, απ’ την πρωτεύουσα ήταν περαστικός, για λίγες μέρες, δεν μου είπε για ποιο λόγο, ούτε και ρώτησα, δεν με ενδιέφερε. Ήταν εδώ και χρόνια χωρισμένος, είχε και μια κόρη, μα δεν είχαν επαφές. Τον ρώτησα και με τι ασχολείται. Πολλά ζητάς να μάθεις βραδιάτικα, ούτε μπάτσος να ‘σουνα, μου είπε ξαφνικά κάπως ενοχλημένος. Μάλλον το είχα παρακάνει, ήμουν φορτικός και αδιάκριτος, είχα τους λόγους μου βέβαια, με έτρωγε η αμφιβολία. Εκείνος δεν ήθελε να μάθει τίποτα για μένα, δεν ήταν περίεργος και μάλλον δεν είχε πονηρές διαθέσεις. Ίσως να είχαμε τα ίδια γούστα, να του άρεσαν οι νεαροί, οπότε δεν ταιριάζαμε. Μείναμε για λίγο σιωπηλοί κοιτώντας το σιντριβάνι. Άναψε πάλι τσιγάρο, πρόσφερε και σε μένα ένα. Αρνήθηκα. Ευχαριστώ, δεν καπνίζω, προσπαθώ να το κόψω, του είπα και χαμογέλασα. Ήμουν κάποτε, αξιωματικός στο στρατό, είπε, μα πάει καιρός από τότε.    

Μπήκα στο γραφείο του μαζί με τον διμοιρίτη μου και τον επιλοχία του λόχου, χτύπησα δυνατά προσοχή και αναφέρθηκα. Μου έδωσε το χέρι. Συγχαρητήρια, έκανες την καλύτερη επιλογή, είπε και αφού μου απαρίθμησε τα πλεονεκτήματα του επαγγέλματος με ενημέρωσε ότι δεν είχε κανένα παράπονο από μένα και ότι η εισήγησή του προς το γενικό επιτελείο θα ήταν θετική και με το παραπάνω, αποκαλώντας με στο τέλος κύριε συνάδελφε. Εγώ δεν μίλησα καθόλου, είχα μείνει άναυδος, μόνο τον ευχαρίστησα.  Και πάλι μπράβο, παιδί μου, συμπλήρωσε και ετοιμαστήκαμε να βγούμε από το γραφείο του. Εσάς δεν σας θέλω άλλο, είπε στο διμοιρίτη και τον επιλοχία, εσύ περίμενε λίγο. Μόλις μείναμε μόνοι, η συμπεριφορά του άλλαξε. Τώρα μιλούσε πιο σιγά, και οι τοίχοι είχαν αφτιά. Του είχε τηλεφωνήσει και είχε ενδιαφερθεί για μένα ένας υψηλά ιστάμενος απ’ την πρωτεύουσα, δεν θα είχα πρόβλημα με την πρόσληψή μου στο στρατό. Μπροστά του είχε συμπληρωμένη την αίτησή μου, έλειπε μόνο η υπογραφή μου για να την υποβάλει αρμοδίως στους ανωτέρους του. Μου την έδωσε μαζί με ένα στυλό. Τότε έχασα το χρώμα μου, πάνιασα και ήμουν έτοιμος να καταρρεύσω. Το κατάλαβε και μου είπε να καθίσω. Του εξήγησα όλη την αλήθεια. Δεν ήθελα να γίνω μονιμάς, οι δικοί μου με πίεζαν. Τρομαγμένος περίμενα τις φωνές και τις κατσάδες του, έτοιμος να βάλω τα κλάματα. Είδε τα χάλια μου και μάλλον με λυπήθηκε, έδειξε κατανόηση και μου μίλησε σαν πατέρας σε γιο. Έχεις δίκιο, παιδί μου, μην μπλέξεις με τα σκατά, εσύ φαίνεσαι εντάξει άτομο, δεν κάνεις γι’ αυτή την κωλοδουλειά. Είχα μείνει και πάλι άναυδος, μα και χαρούμενος, είχε φύγει ένα βάρος από πάνω μου και ήθελα πολύ να τον σφίξω στην αγκαλιά μου και να τον φιλήσω. Δεν έκανα τίποτα. Έμεινα μαρμαρωμένος στη θέση μου, ψελλίζοντας μόνο ένα άψυχο ευχαριστώ. Πήρε πίσω το χαρτί, το έσκισε στα τέσσερα και το πέταξε στο καλάθι των αχρήστων.             

Από μπροστά μας πέρασαν δυο νεαροί αγκαλιασμένοι που γελούσαν και πειράζονταν. Δεν μας έριξαν ούτε ένα βλέμμα. Έμοιαζαν ερωτευμένοι, φουλ μέσα στα μέλια, δεν χόρταινε ο ένας τον άλλο. Κάποια στιγμή, λίγο παρακάτω, σταμάτησαν και φιλήθηκαν. Αυτό είναι ευτυχία, ψιθύρισε εκείνος και χαμογέλασε πικρά. Κούνησα το κεφάλι συγκαταβατικά και το ίδιο μελαγχολικά. Και όσο κρατήσει, δεν πειράζει, γιατί όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν, όλα περνούν και χάνονται, όση ευδαιμονία μπορεί και αντέχει ο καθένας. Τα χρόνια φύγανε, θα σκέφτηκε, η ορμή της νιότης ξοδεύτηκε άσκοπα στα βουνά και στα ξερονήσια, στο χρέος, το καθήκον και τον καταναγκασμό, στην τάξη και την πειθαρχία, για την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια, για χρήματα και καριέρες, όλα επισφαλή, ανούσια και μάταια, κι ας μην πίστευε πραγματικά σε αυτά, κι ας τους φοβόταν, κι ας υποκρινόταν μια ολόκληρη ζωή κάποιον άλλον, πιο καθωσπρέπει, πιο ψεύτικο, πιο τιποτένιο. Τώρα όμως είναι αργά, η αυλαία έπεσε, το έργο τελείωσε, χωρίς χειροκροτήματα, σκέτη αποτυχία, μια πανωλεθρία. Όμως εδώ, στο πάρκο, είχε ανέκαθεν την έδρα του ο ιερός λόχος των ιδανικών και άξιων εραστών, με πεζικάριους και ιππείς, τοξότες και πελταστές, όλους τους γενναίους πολεμιστές του φωτός και του σκότους, του έρωτα και του θανάτου, τα μετέωρα και τις σκιές. Εδώ έπρεπε να ‘σουνα διοικητής,  κυρ λοχαγέ, όχι στις παραμεθόριους και τα τουρκοβούνια, τέτοιους ανδρείους και ατρόμητους φαντάρους έπρεπε να διατάζεις, που ποτέ δεν δείλιασαν μέσα στη φωτιά της μάχης, ποτέ δεν γύρισαν την πλάτη στον εχθρό, δεν λιποτάκτησαν μπροστά στον κίνδυνο. Εδώ, κάτω απ’ την λαμπρή ακρόπολη και το ολόγιομο φεγγάρι, ανάμεσα στους θάμνους και τα ψηλά δέντρα, βρίσκονται οι αληθινοί εχθροί που πρέπει να πολεμήσεις και να νικήσεις, κι αν δεν μπορέσεις, τουλάχιστον να χάσεις αξιοπρεπώς, να μην παραδόσεις τα όπλα δίχως μάχη, να μην συνθηκολογήσεις ατιμωτικά, γιατί τότε οι ίδιοι σου οι άντρες θα σου ξηλώσουν τα αστέρια, τα γαλόνια και τα παράσημα, θα σε ξεβρακώσουν και θα σε πετάξουν ολόγυμνο στην άκρη του δρόμου, μέσα στο πιο βαθύ χαντάκι, για να πεθάνεις σαν το σκυλί, ξεκοιλιασμένος, με τα άντερα στο χέρι, μες στα σκατά. Και κανείς δεν πρόκειται να σε αναζητήσει, να νοιαστεί για σένα, να ψάξει πού είσαι και τι κάνεις, αν ζεις ή αν πέθανες. Το νου σου, λοχαγέ, στα ναρκοπέδια και τις ενέδρες.

Μετά από κείνη την απροσδόκητη συνάντηση στο γραφείο του, συνέχισα να μην έχω πολλές δοσοληψίες μαζί του, τις τυπικές μόνο και άκρως απαραίτητες, κατά τα άλλα, κράτησα τις αποστάσεις μου, αλλά ούτε κι αυτός με ενόχλησε. Τις τελευταίες μέρες, λίγο πριν πάρω την άδεια απολύσεως, στάθηκα άτυχος, αρρώστησα βαριά, καραμπινάτη πνευμονία, είπε ο γιατρός, ψήθηκα στον πυρετό και την πέρασα στο αναρρωτήριο της μονάδας. Όταν έγινα καλά είχε φτάσει η μέρα της απόλυσης, επέστρεψα το όπλο μου και τα είδη ιματισμού στον αποθηκάριο, πήρα το χαρτί απ’ το πρώτο γραφείο της μονάδας και πέρασα απ’ το γραφείο του λοχαγού να τον χαιρετήσω, ένιωθα κάπως υποχρεωμένος απέναντί του. Ήταν κλειδωμένο. Ρώτησα τον επιλοχία του λόχου. Φίλε, έχεις χάσει επεισόδια, μου είπε. Πριν λίγες μέρες είχε ξεσπάσει μέγα σκάνδαλο. Πιάσανε το λοχαγό επ’ αυτοφώρω μέσα στις τουαλέτες των φαντάρων με κατεβασμένα τα βρακιά να φασώνεται, να καβλαντίζεται και να πηδιέται με τον μάγειρα του στρατοπέδου, ένα όμορφο θηλυπρεπές αγόρι. Τώρα είχε τεθεί σε προσωρινή αργία και εναντίον του ήταν σε εξέλιξη προανάκριση και ένορκη διοικητική εξέταση. Φήμες λέγανε ότι θα τον ξηλώσουν και θα τον διώξουν απ’ το στράτευμα, θα χάσει τη δουλειά του, ίσως και να περάσει στρατοδικείο. Θα πλήρωνε ακριβά το βίτσιο του, και δεν του φαινότανε. Ξεφτιλίστηκε πλήρως, πάει και η καριέρα του. Κάποιοι είπαν ότι του την είχανε στημένη, είχε βγει βρώμα ότι πήγαινε με φαντάρους, άλλοι ότι ήταν η κακιά στιγμή, πρώτη και τελευταία του φορά και στάθηκε άτυχος, πού να βρεις την αλήθεια, χανόταν στη μετάφραση. Πάντως, αφού ήταν παντρεμένος με παιδί, έπρεπε να προσέχει, αποφάνθηκε ο σοφός και τίμιος επιλοχίας. Και σένα πρέπει να σε συμπαθούσε, είπε στο τέλος και μου ‘κλεισε με νόημα το μάτι. Κι όμως, δεν είχα καταλάβει τίποτα, ούτε ασχολήθηκα με το άθλημα σε όλη μου τη θητεία, πολλοί και διάφοροι μου την έπεσαν, μα ήμουν με όλους αρνητικός, φοβόμουνα πολύ. Κι ας έλιωνα από αφόρητη κάβλα για ορισμένους, την έπαιζα μόνος μου στα αποχωρητήρια και στο κρεβάτι κάτω απ’ τα σκεπάσματα και τελείωνε η υπόθεση. Τώρα μετανιώνω, μα είναι πλέον αργά, όπως και για πολλά άλλα. Πάντως, είμαι σίγουρος, ο λοχαγός ποτέ δεν με κοίταξε ερωτικά. Ούτε κι εγώ εκείνον. Αλλιώς θα το θυμόμουν.

Η ώρα είχε περάσει, σηκωθήκαμε να φύγουμε. Είπαμε τις καληνύχτες, δώσαμε τα χέρια και ίσως να ξαναβρεθούμε, μικρός είναι ο κόσμος. Σε περιμένουν και στο σπίτι, μου θύμισε φεύγοντας κι έσκασε ένα τελευταίο χαμόγελο συνενοχής. Κατηφόρισε από τα μεσαία παρτέρια, βγήκε στην κεντρική λεωφόρο και μετά από λίγο χάθηκε ανάμεσα στα φώτα, τα αυτοκίνητα και τους ανυποψίαστους περαστικούς. Τον κοίταξα για λίγο που απομακρυνόταν αργά, σκυφτά και καμπουριαστά, καμιά σχέση με τον ευσταλή και λεβεντόκορμο αξιωματικό που γνώρισα κάποτε. Εγώ έμεινα, ήμουν σε υπερένταση, δεν νύσταζα ακόμη και στο σπίτι δεν με περίμενε κανείς. Μπήκα ξανά μέσα στο πάρκο, δεν έδωσα σημασία στους κινούμενους ίσκιους και τα φαντάσματα της νύχτας. Για να εκτονωθώ περπάτησα πολύ κάνοντας κύκλους, κινήθηκα σπειροειδώς πέρα δώθε, μέσα έξω, ώσπου ασυναίσθητα κατέληξα μπροστά στον ανίκητο φτερωτό θεό του έρωτα, εκείνο το μικρό, λιπόσαρκο μα γεροδεμένο αγόρι, με το στρογγυλό φωτεινό πρόσωπο και τα ξανθά βοστρυχωτά μαλλιά, στο κέντρο του θάμνου, δίχως όμως τα φαρμακερά του βέλη, που  καθισμένο γυμνό πάνω στο βράχο προσπαθούσε να σπάσει το τόξο του στα δύο. Δεν ξέρω τελικά αν τα κατάφερε, μα εκείνο το βράδυ, όπως το κοιτούσα, μου φάνηκε ότι απ’ το κεφάλι του έτρεχαν αίματα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου