Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2024

ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΓΙΟΣ

Οι αναμνήσεις μου από τότε που ήμουν ένα μικρό, αδύναμο και ανυπεράσπιστο παιδάκι είναι δυσάρεστες και ενοχλητικές, μου προκαλούν δυσφορία. Ίσως επειδή ρίχτηκα από νωρίς μέσα στο βαθύ και ανήλιαγο πηγάδι της μοναξιάς. Σίγουρα υπήρχαν όμορφες μέρες και ευτυχισμένες στιγμές, άθελά μου όμως κράτησα τις πιο τραυματικές. Δεν τις καταχώνιασα, όπως θα έπρεπε, στα βάθη του μυαλού μου. Δεν της απώθησα. Οι άσχημες μνήμες συνέχεια επανέρχονται απρόσκλητες κι εκδικητικές, λες και τους έχω σκοτώσει τη μάνα. Και με βασανίζουν. Σαν μια βαριά μπότα να πάτησε το φρεσκοοργωμένο μαλακό χωράφι και άφησε ανεξίτηλες στάμπες. Όλα αυτά, βέβαια, είναι υποκειμενικά. Ίσως να φταίει ο χαρακτήρας μου, τα ελαττωματικά μου γονίδια, ότι γεννήθηκα εσωστρεφής, μελαγχολικός και απαισιόδοξος, λίγο περισσότερο άτυχος από τους άλλους, αν και πάντα υπάρχουν τα χειρότερα να σε θλίβουν, αλλά και να σε παρηγορούν.

Έτσι, στη ζυγαριά της ευτυχίας βρέθηκα λιποβαρής, αναζητώντας πάντα τη λιγότερη δυστυχία, μα και στιγμές εκστατικής ηδονής. Ακολούθησα τις επιθυμίες του κορμιού μου, προσπαθώντας να μην βλάπτω τους συνανθρώπους μου. Τη ζωή δεν την είδα ως δώρο θεού, αλλά για την πιο βρώμικη μπλόφα του διαβόλου, γι’ αυτό και δεν θέλησα να την διαιωνίσω. Μα είμαι και μαζοχιστής. Απολαμβάνω τις άσχημες σκέψεις, χαίρομαι που τις αντέχω, που είμαι ακόμα ζωντανός, μέσα στο παιχνίδι, έστω και έξω από την κούρσα, ηττημένος εξαρχής. Μπερδεμένα πράγματα. Είμαι ευτυχής που αισθάνομαι δυστυχής, δηλαδή δεν είμαι ούτε το ένα ούτε το άλλο ή και τα δύο μαζί, όπως το πάρει κανείς. Ψύχραιμα και αδιάφορα αφήνω να με παρασέρνει το ποτάμι του χρόνου. Κυλάω μαζί του αργά και βαρύθυμα. Δεν βιάζομαι, απλά υπάρχω. Όμως τα βράδια το παιχνίδι χοντραίνει. Πρέπει να αντιμετωπίζω τις παρείσακτες μνήμες και τις απειλητικές σκιές που με επισκέπτονται, με κατακλύζουν και με αφήνουν ξάγρυπνο μέχρι το ξημέρωμα. Απ’ την άλλη, δεν θέλω και να ξεχάσω. Ούτε και μπορώ. Το παρελθόν είναι πάντα παρόν και με πολιορκεί πιεστικά. Με στριμώχνει με την πλάτη στον τοίχο.

Ο πατέρας ήταν νταλικέρης και ταξίδευε συνέχεια στις μακρινές και αχανείς λεωφόρους του κόσμου. Τις περισσότερες μέρες έλειπε απ’ το σπίτι, τον βλέπαμε στη χάση και στη φέξη, για λίγο μόνο, το πολύ μια βδομάδα. Δούλευε πολύ, όμως είχαμε τακτική επικοινωνία, τηλεφωνούσε συχνά και μιλούσαμε για αρκετή ώρα μαζί του. Έπαιρνε συνήθως απογεύματα για να είμαι κι εγώ στο σπίτι και να ακούσει τη φωνή μου. Δεν ξέρω τι λέγανε με τη μαμά, μα κάθε φορά την έβλεπα συγκινημένη, βουρκωμένη, κλαμένη, με τα μάτια κατακόκκινα. Εμένα μου έλεγε ότι μ’ αγαπούσε και του έλειπα και ρώταγε διάφορα πράγματα για το σχολείο, αν είμαι καλό και φρόνιμο παιδί, ήθελε να μην κάνω αταξίες, να προσέχω την μητέρα μου και να μην τη στεναχωρώ. Μιλούσε αργά με τη βραχνή του φωνή. Ακουγόταν βαρύς, κουρασμένος, μελαγχολικός, μα αν και απών, έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον. Δεν του έφερνα καμία αντίρρηση, συμφωνούσα σε όλα, εκείνος κάτι περισσότερο θα ήξερε για το μέλλον μου και τη μετέπειτα ζωή μου. Είχε όνειρα για μένα, τον κανακάρη και μοναχογιό του, έκανε σχέδια στο μυαλό του, δεν ήθελα να του το χαλάσω. Να γίνω σπουδαίος άνθρωπος, μεγάλος και τρανός, να προκόψω, τουλάχιστον να ταλαιπωρηθώ λιγότερο από κείνον. Και όσο έλειπε μακριά, εγώ ήμουν ο άντρας του σπιτιού, ο αντικαταστάτης του. Δεν θα αργούσε να επιστρέψει, υποσχόταν, και θα μου ‘φερνε δώρα και γλυκά από μακρινές χώρες, εξωτικά μέρη και διαφορετικούς ανθρώπους, που ούτε καν είχα φανταστεί ότι υπάρχουν. Σύντομα θα μας ξανατηλεφωνούσε. Αυτή ήταν κάθε φορά η τελευταία του υπόσχεση, προτού κλείσει το τηλέφωνο.

Κάθε πρώτη του μήνα πληρωνόταν απ’ το αφεντικό του και μας έστελνε χρήματα, που με οικονομία και καλό κουμάντο έφθαναν και περίσσευαν για να την βγάλουμε Έτσι, η μαμά δεν χρειαζόταν να δουλέψει. Ήταν μια απλή νοικοκυρά που φρόντιζε για τις καθημερινές δουλειές του σπιτιού, να υπάρχει τάξη και ησυχία και όλα να είναι στη θέση τους όμορφα και ωραία. Εγώ πήγαινα στο σχολείο και μελετούσα τα μαθήματά μου, αυτή ήταν η δουλειά μου, για να προκόψω αργότερα και να γίνω χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία. Έτσι με δασκάλευαν και οι δυο τους, σαν να ήταν συνεννοημένοι, και δεν είχα λόγους να μην τους πιστέψω. Οι γονείς μου με αγαπούσαν και φρόντιζαν για το μέλλον μου, το ήξερα καλά. Για σένα ιδρώνει και κουράζεται ο πατέρας σου και τον τρώνε οι δρόμοι, μου πέταγε στα μούτρα η μαμά, όποτε μ’ έβλεπε ανόρεχτο να τεμπελιάζω και να παραμελώ τα διαβάσματά μου. Τότε κοκκίνιζα από ντροπή, καταχώνιαζα τα κόμικς στο τελευταίο συρτάρι του γραφείου μου και άνοιγα πάλι τα τετράδια και τα σχολικά μου βιβλία. Μα δεν μπορούσα πάντα να συγκεντρωθώ κι απ’ τις παραδόσεις της δασκάλας στην τάξη λίγα πράγματα θυμόμουν. Βαριόμουν το σχολείο, αυτή ήταν η πικρή αλήθεια, ήταν ένα μεγάλο βάσανο. Μόνο τα παραμύθια και οι ιστορίες μου άρεσαν και να κάθομαι με τις ώρες μονάχος να ονειροπολώ, να πλάθω τις δικές μου εικόνες, περιπέτειες και ήρωες, με πρώτο και καλύτερο τον εαυτό μου. Όμως, πέρα από φαντασιόπληκτος, ήμουν και τεμπέλης, δεν στρωνόμουν να τις γράψω στο χαρτί, αν και πολλές τις θυμάμαι ακόμη και σήμερα σε διάφορες παραλλαγές. Δεν ήταν άσχημες, νομίζω. Πάντως, στην έκθεση ήμουν πολύ καλός. Ακόμη και η δασκάλα μου, που δεν με πολυχώνευε, γιατί ήμουν διαρκώς απρόσεκτος και αφηρημένος, είχε παραδεχτεί πως είχα μεγάλη και ζωηρή φαντασία, ύφος ώριμο, στρωτό και συγκροτημένο, οι λέξεις που χρησιμοποιούσα ιδιαίτερες, οι περιγραφές μου ζωντανές, ίσως όταν μεγάλωνα να γινόμουν συγγραφέας. Στο γράψιμο έβλεπε να έχω μια κλίση, κάποια έφεση, ένα ταλέντο. Μόνο στην ορθογραφία τα έκανα μαντάρα, μα δεν με ένοιαζε, εφόσον έβγαινε το νόημα εκείνου που ήθελα να πω. Κατά τ’ άλλα, ήμουν σοβαρός, απόμακρος και αδιάφορος για όλους και για όλα, ο μικρομέγαλος της τάξης και στην κοσμάρα μου. Με δυσκολία έκανα παρέα με τα άλλα παιδιά, βαριόμουν τα παιχνίδια και τις πλάκες τους. Τα άκουγε αυτά η μαμά, στεναχωριόταν, δάγκωνε τα χείλη της, μα στον πατέρα δεν έβγαζε άχνα για να μην τον πικράνει, έλεγε, εκεί στην ξενιτιά που βρίσκεται. Ούτε σίγουρα θα ήθελε, όταν μεγάλωνα, να γίνω γραφιάς και να ψοφήσω της πείνας. Ή ακόμα χειρότερα να τρελαθώ και να πάρω τα όρη και τα άγρια βουνά. Ούτε σε μένα μου άρεσε αυτή η ιδέα. Σαν επάγγελμα μύριζε μούχλα, κλεισούρα και πολύ βαρεμάρα, ειδικά τις ηλιόλουστες μέρες του χρόνου. Παρ’ όλο που δεν ήξερα πολλά πράγματα για τη ζωή των συγγραφέων, είχα άσχημα προαισθήματα. Και σίγουρα ήταν πολύ νωρίς για να πάρω τόσο σοβαρές και δεσμευτικές αποφάσεις για το μέλλον μου. Δεν ήθελα να μαραθώ, να χαντακωθώ και να σαπίσω από τώρα.

Κάθε σαββατόβραδο, μετά το καθιερωμένο λουτρό, πηγαίναμε οι δυο μας στον κινηματογράφο για να ξεσκάσουμε και να διασκεδάσουμε. Δεν είχαμε πάρε δώσε με συγγενείς, όμως μαζί μας ερχόταν για παρέα και καμιά φίλη της μαμάς. Συνήθως βλέπαμε κωμωδίες και γελούσαμε με την ψυχή μας, μέχρι δακρύων. Όταν τέλειωνε το έργο τραβούσαμε για κάποιο κοντινό ζαχαροπλαστείο παραγγέλνοντας γλυκό και πορτοκαλάδα. Οι γυναίκες έλεγαν τα δικά τους κι εγώ έμενα σιωπηλός, βυθισμένος στις σκέψεις μου. Κάποια στιγμή, από ευγένεια, για να φανεί πως ασχολούνται και μαζί μου και δεν μ’ έχουν ξεχάσει εντελώς, η φίλη της μαμάς με ρωτούσε πώς πάω στο σχολείο ή τι ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω, τις ίδιες πάντα σαχλές, ανούσιες και αδιάκριτες ερωτήσεις που κάνουν οι μεγάλοι στους μικρούς και τους φέρνουν σε δύσκολη θέση, ειδικά αν είναι ντροπαλοί και εσωστρεφείς, όπως εγώ. Ξαφνιαζόμουν κι έλεγα με κάθε ειλικρίνεια πως δεν άκουσα την ερώτηση. Επαναλάμβανε με γλυκύτητα τα λόγια της, μα δεν είχα καμιά όρεξη να ανοίξω το στόμα μου και να της απαντήσω. Ειδικά όταν ήταν μπουκωμένο και λερωμένο απ’ τη σοκολατίνα, αφού όταν τρώμε δεν μιλάμε, έτσι είχα μάθει. Ευτυχώς, απ’ τη δύσκολη θέση μ’ έβγαζε η καλή μου μητερούλα. Εξηγούσε στη φιλενάδα της τα καθέκαστα, για τη σημερινή αλλά και τη μελλοντική μου ζωή, δηλαδή παραμύθια και λόγια του αέρα. Την επόμενη ώρα ούτε που άκουγα τι συζητούσαν και γιατί κάθε τόσο σαν βλαμμένες έβαζαν τις τσιρίδες, τα κακαρίσματα και τα γέλια, σίγουρα χωρίς σοβαρό λόγο. Μπα σε καλό μας, λέγανε και συνέχιζαν τα χαχανητά. Η ώρα περνούσε ευχάριστα και όταν πλέον είχε βραδιάσει για τα καλά σηκωνόμασταν να φύγουμε. Συνοδεύαμε τη φίλη μας μέχρι το σπίτι της, την καληνυχτίζαμε και τραβούσαμε για το δικό μας, λίγο παρακάτω. Έπρεπε να κοιμηθούμε νωρίς, γιατί την άλλη μέρα θα ξυπνούσαμε νωρίς να πάμε εκκλησία, άλλο μαρτύριο κι αυτό, μέσα στα λιβάνια, τα ντουμάνια και τα ακαταλαβίστικα λόγια των παπάδων. Τους φοβόμουν, έτσι βλοσυρούς και μαυροντυμένους που τους έβλεπα, μα δεν ήθελα να χαλάσω το χατίρι της μαμάς. Ήταν θρήσκια και πίστευε πολύ, γεμάτο το σπίτι μας από σταυρούς και αγίους, ενώ ο πατέρας αδιάφορος κι εγώ αναποφάσιστος και αμφιταλαντευόμενος ακόμα. Καμιά φορά, γυρίζοντας πίσω το κεφάλι μου, έβλεπα στο δρόμο κάποια ύποπτη σκιά να μας ακολουθεί για λίγο και μετά να χάνεται μέσα στα σκοτάδια. Δεν ανησυχούσα, ούτε έδινα σημασία. Ίσως και να ‘ταν της φαντασίας μου, παιχνίδια του μυαλού μου.    

Η μαμά δεν είχε κανέναν άλλον στο πλάι της και τα βράδια μάλλον φοβόταν να κοιμάται μόνη. Από μικρό μ’ έπαιρνε μαζί της στο διπλό κρεβάτι, μου διάβαζε παραμύθια, με χάιδευε στοργικά, με φιλούσε απαλά και μου ‘λεγε καληνύχτα αγόρι μου και όνειρα γλυκά, γυρίζοντας στο άλλο πλευρό. Αμέσως μ’ έπαιρνε κι εμένα ο ύπνος. Δίπλα στο ζεστό της κορμί ένιωθα ασφάλεια, γαλήνη και απέραντη ευτυχία. Μύριζε όμορφα, μοσχοβολούσε ολόκληρη. Και τα όνειρα που έβλεπα ήταν πάντοτε ευχάριστα. Ήταν οι πιο ευτυχισμένες νύχτες της ζωής μου. Μόνο όταν επέστρεφε ο πατέρας απ’ τα μακρινά του ταξίδια αναγκαζόμουν να κοιμάμαι στο δικό μου δωμάτιο. Φοβόμουν το σκοτάδι ολομόναχος, μα ντρεπόμουν να το πω και να ζητήσω κοτζάμ άντρας κόκκινο φωτάκι, δεν ήθελα να απογοητεύσω τον μπαμπά. Στον τοίχο απέναντί μου έβλεπα απειλητικές σκιές κι έκλεινα τα μάτια, κουκουλωνόμουν με τις κουβέρτες και τα σεντόνια κι έκανα υπομονή μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Έβλεπα εφιάλτες, μα το πρωί που ξυπνούσα σπάνια τους θυμόμουν, είχαν εξατμιστεί, μόνο κρύωνα και κατουριόμουν. Την νυχτερινή μάχη μαρτυρούσαν μόνο το μαξιλάρι και τα σκεπάσματα που βρίσκονταν κάτω απ’ το κρεβάτι, πεταμένα στο πάτωμα.

Έτσι περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες, οι εβδομάδες και οι μήνες, περιμένοντας ο πατέρας να γυρίσει στο σπίτι. Ώσπου μια μέρα, άνοιγε η πόρτα και εμφανιζόταν μπροστά μας, εντελώς απροειδοποίητα, φάντης μπαστούνι, για να μας κάνει έκπληξη. Έτρεχα προς το μέρος του κι έπεφτα πρώτος στην αγκαλιά του, πίσω μου ακολουθούσε χαρούμενη και η μαμά. Μύριζε σκόνη, ιδρώτα, αλκοόλ και τσιγάρο σαντέ άφιλτρο, μα δεν με ένοιαζε, ρουφούσα άπληστα τις οσμές της δουλειάς και του δρόμου και τα βρώμικα χνώτα του. Μου είχε λείψει. Έμενα για ώρα σφιγμένος πάνω του, δεν ήθελα να τον αποχωριστώ. Κάθε φορά με έβρισκε ψηλότερο και πιο δυνατό, όπως πας σε λίγο θα με φτάσεις, μου ‘λεγε καμαρώνοντας. Μας έδινε τα δώρα μας και τραβούσε για την τουαλέτα να πλυθεί, να ξυριστεί, να κάνει μπάνιο, να αλλάξει ρούχα, να φύγει η κούραση και η βρώμα απ’ το κορμί και τη ψυχή του, να ξαναγίνει άνθρωπος. Και το βράδυ θα βγαίναμε να γιορτάσουμε την επιστροφή του, συνήθως σε κάποια κοντινή ταβέρνα. Γνωρίζαμε τους κινδύνους της δουλειάς του, τους γλιστερούς και παγωμένους δρόμους του βορά, την κόπωση και τη νύστα ώρες ολόκληρες πάνω στο τιμόνι, τη στιγμιαία ολιγωρία, την απροσεξία, την κακιά ώρα που καραδοκούσε ύπουλα στην επόμενη στροφή. Αυτό που απλά και μονολεκτικά λέμε μοίρα και σου αλλάζει τη ζωή, συνήθως προς το χειρότερο. Γι’ αυτό και η μαμά, μπροστά στο εικονοστάσι με το αναμμένο καντήλι, δόξαζε το θεό που για άλλη μια φορά είχε γυρίσει ο άντρας της από τα ξένα σώος κι αβλαβής.

Όμως, την τελευταία φορά γύρισε διαφορετικός. Πλησίαζαν οι γιορτές, τον περιμέναμε εναγωνίως κι ήμασταν χαρούμενοι που θα καθόταν αρκετές μέρες κοντά  μας να τον χορτάσουμε και να κάνουμε πρωτοχρονιά όλοι μαζί. Μπήκε κακόκεφος στο σπίτι, δίχως αγκαλιές και φιλιά, δώρα και πολλά λόγια. Τα ‘χασα, δεν τον είχα ξαναδεί σε τέτοια χάλια. Είναι κουρασμένος απ’ το ταξίδι, τον δικαιολόγησε η μαμά. Πράγματι, ξαφνικά φαινόταν πολύ γερασμένος, μα τις μέρες που ακολούθησαν ήταν ανήσυχος, συνέχεια με τσαντίλες και νεύρα και όλα του φταίγανε, σαν το λιοντάρι στο κλουβί, δεν μπορούσες να του πεις κουβέντα. Κι ένα απόγευμα, παραμονή χριστουγέννων ήταν, καθόμουν στο δωμάτιό μου, όταν ξαφνικά άκουσα τις φωνές του και τη μαμά να τον παρακαλάει για κάτι κλαψουρίζοντας. Δεν ήξερα το λόγο του καβγά και του μεγάλου θυμού, ούτε θυμάμαι να είχαν ξανατσακωθεί, τουλάχιστον μπροστά μου. Ήταν κεραυνός εν αιθρία, άρχισε η καρδιά μου να χτυπά δυνατά και δεν ήξερα τι να κάνω. Πλησίασα στον τοίχο κι έστησα αυτί. Τώρα άκουγα βρισιές και σπασίματα. Δεν ξέρω πού βρήκα το θάρρος, άνοιξα την πόρτα  και βγήκα απ’ το δωμάτιο. Ήθελα να δω. Ήταν στην κουζίνα. Τα είχε κάνει όλα γυαλιά καρφιά και η μαμά πεσμένη στο πάτωμα γεμάτη αίματα.  Η καρδιά μου χτυπούσε όλο και πιο δυνατά, είχα πάθει σοκ, μα δεν έβαλα τα κλάματα. Μη τη χτυπάς, του φώναξα. Το μάτι του γυάλιζε επικίνδυνα, ήταν ξαναμμένος, έκανε σαν τρελός. Φύγε από δω, ρε παλιοπούστη κι εσύ, θα σας σφάξω όλους, μου φώναξε και πλησίασε απειλητικά προς το μέρος μου. Είχα παγώσει απ’ το φόβο, έτρεμα ολόκληρος, μα βρήκα τη δύναμη να το βάλω στα πόδια και να βγω απ’ το σπίτι έξω στο δρόμο. Την άφησα ολομόναχη και αβοήθητη στα χέρια του και φοβήθηκα ότι πάνω στη μούρλια του μπορούσε και να την σκοτώσει. Οι γείτονες ανήσυχοι είχαν βγει στις πόρτες τους και μιλούσαν μεταξύ τους. Δεν είπα τίποτα σε κανέναν. Ένας κάτι με ρώτησε, μα δεν κατάλαβα και συνέχισα να τρέχω αλαφιασμένος. Όταν έφτασα στην πλατεία, μού είχαν κοπεί τα πόδια και ανάσαινα βαριά. Κάθισα σε ένα παγκάκι και μετά από λίγο που ηρέμησα κάπως, έβαλα τα κλάματα. Δεν ήξερα τι να κάνω, δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά, είχα πανικοβληθεί, ούτε που μου πέρασε απ’ το μυαλό να ζητήσω βοήθεια ή να πάρω την αστυνομία. Για ώρα έμεινα άπραγος με το κεφάλι κρυμμένο μέσα στα γόνατα.    

Μόλις βράδιασε, αποφάσισα να γυρίσω πίσω, δεν είχα και πού αλλού να πάω, να πω σε κάποιον τον πόνο μου. Εκείνη την ώρα το στενό έρημο, η γειτονιά άδεια, δεν συνάντησα κανένα γνωστό, όλοι χωμένοι στα σπίτια τους. Άνοιξα απαλά την πόρτα και μπήκα μέσα. Μαύρο σκοτάδι και απόλυτη ησυχία. Άναψα το φως. Το σπίτι έμοιαζε με βομβαρδισμένο τοπίο, όλα σπασμένα, σκέτη φρίκη, μόνο στο δωμάτιό μου δεν είχε μπει η καταστροφή. Φοβήθηκα για τα χειρότερα. Εκείνος μάλλον έλειπε. Φώναξα μαμά διστακτικά, μα δεν πήρα απάντηση, ίσως να μη με άκουσε. Προχώρησα αργά μέχρι την κρεβατοκάμαρα. Ευτυχώς, ήταν εκεί και κοιμόταν με τα ρούχα ανάσκελα. Φαινόταν ήρεμη και πλυμένη, είχε καθαρίσει τα αίματα από πάνω της. Δεν ήθελα να την ξυπνήσω, μόνο τη φίλησα απαλά. Έκλεισα πάλι το φως και την πόρτα και τράβηξα για το δωμάτιό μου. Πίστευα ότι η μπόρα είχε περάσει και αύριο όλα θα ήταν όπως πριν, μέλι γάλα. Προσευχήθηκα στον καλό θεό να με βοηθήσει. Εκείνη τη δύσκολη ώρα  ένιωθα ολομόναχος, παρατημένος απ’ όλους και χρειαζόμουν ένα στήριγμα, ένα φίλο, έναν καλό ξάδελφο, έναν μεγάλο αδερφό. Δεν ξέρω, μπορεί και να ονειρευόμουνα. Ήθελα να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου κι όταν θα ξυπνούσα να ήταν όλα και πάλι μια χαρά. Ήμουν ταλαιπωρημένος και κατάκοπος και με πήρε αμέσως ο ύπνος. Δίχως άλλους εφιάλτες και άσχημα όνειρα. Σαν νεκρός.

Την άλλη μέρα, όταν άνοιξα τα μάτια, είχε μεσημεριάσει για τα καλά. Χριστούγεννα, μεγάλη χαρμόσυνη ηλιόλουστη γιορτή, μα όλα γύρω μου θολά και μπερδεμένα. Μου πήρε κάμποση ώρα να συνέλθω, να βρω ποιος είμαι και πού βρίσκομαι. Ξαφνικά τα θυμήθηκα όλα και άρχισαν πάλι οι αγωνίες, οι ταχυκαρδίες και τα τρέμουλα. Ίσως, πράγματι, να ήταν ένα κακό όνειρο, σκέφτηκα, δεν έχανα τις ελπίδες μου. Άνοιξα την πόρτα, βγήκα απ’ το δωμάτιο κι έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Το θαύμα είχε γίνει, ο καλός θεούλης είχε ακούσει τις προσευχές μου και όλα ήταν στη θέση τους, τακτοποιημένα και καθαρά. Στο σαλόνι η μαμά σκυμμένη έκανε δουλειές. Της φώναξα χαρούμενος κι έτρεξα καταπάνω της. Σήκωσε το πρόσωπό της, με κοίταξε και τα χείλη της σχημάτισαν ένα περίεργο χαμόγελο. Κοντοστάθηκα και την κοίταξα προσεκτικά. Όχι, της έμοιαζε πολύ, ήταν ολόφτυστη, μα όχι εκείνη, η δική μου αγαπημένη μητερούλα. Ήρθε και μ’ αγκάλιασε σφιχτά και ξέσπασε σε κλάματα. Ήταν μια κακόγουστη φάρσα, κάποιος σαδιστής έπαιζε άσχημα με τον πόνο μου, μα ο καργιόλης δεν ήξερε ποιον κορόιδευε, ούτε με ποιον τα έβαζε. Όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή, θα λογαριαζόμουν και μαζί του, να το ‘ξερε καλά και να φυλαγόταν απ’ την οργή μου. Με κάθε γαμημένη ανώτερη δύναμη του σύμπαντος κόσμου.

Είχα πολλά χρόνια να δω τη θεία, από μικρό παιδάκι, και ούτε που τη θυμόμουν πια, είχα ξεχάσει ακόμα και ότι υπάρχει. Με τη μαμά ήταν δίδυμες κι έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό. Όμως από παλιά δεν μιλούσαν. Δεν ήξερα το λόγο του τσακωμού τους, ούτε κι εγώ ρώτησα ποτέ, δεν ήθελα να ξύνω πληγές. Ούτε και με τον πατέρα είχε επαφές και κουβέντες. Ζούσε με το θείο στην πρωτεύουσα, μόνοι τους, χωρίς παιδιά, στο κέντρο της μεγάλης πόλης, δίπλα στην ολόφωτη ακρόπολη, δυο ώρες δρόμο από μας, αλλά ποτέ δεν ήρθαν να μας δουν, ούτε κι εμείς πήγαμε σ’ αυτούς. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν μεγάλωσα, από τη θεία άκουσα για τα γεγονότα εκείνης της μοιραίας νύχτας. Δίχως να ρωτήσω, δεν είχα καμία περιέργεια να μάθω. Όμως, πλέον, ήμουν κοτζάμ άντρας κι έπρεπε να γνωρίζω, είπε.   

Μετά το ξέσπασμα και τον άγριο ξυλοδαρμό της μαμάς, ο πατέρας έφυγε φορτωμένος και θολωμένος απ’ το σπίτι και η μαμά τηλεφώνησε στην αδερφή της. Είχαν χρόνια να μιλήσουν, να ακούσει η μία τη φωνή της άλλης (είχαν την ίδια χροιά) να μάθουν αν είναι καλά, αν ζουν ή αν πέθαναν. Δεν άντεχε άλλο και είχε αποφασίσει να βάλει τέλος στη ζωή της, είπε, και ζητούσε απ’ τη θεία να νοιαστεί για μένα, να με φροντίσει και να με προσέξει, κι αν μπορέσει να με πάρει μακριά από κείνον, ήταν επικίνδυνος, πάνω στη τρέλα του μπορούσε να μου κάνει κακό. Ήρθε αμέσως μαζί με τον θείο, ταξίδεψαν νυχτιάτικα κι έφτασαν στο σπίτι ξημερώματα, απ’ τα άγρια χαράματα. Βρήκαν τη μαμά στο κρεβάτι με τα μάτια κλειστά, είχε αρχίσει να παγώνει, κάλεσαν ασθενοφόρο και την αστυνομία. Αυτοκτονία, είπαν οι γιατροί, είχε καταναλώσει ένα ολόκληρο κουτί με υπνωτικά και αναρωτιόντουσαν πώς με τόσα χάπια άντεξε το στομάχι της και δεν έσπασε. Έτσι, όταν την βρήκα εγώ ήταν ήδη φευγάτη ή είχε πέσει σε λήθαργο, πάντως ήταν ακόμα ζεστή, το ένιωσα όταν την φίλησα. Αναζήτησαν και τον πατέρα. Κανείς δεν έμαθε πού περιπλανήθηκε όλη νύχτα, ποιους είδε και τι έκανε, μα το πρωί βρέθηκε μέσα στην καμπίνα της νταλίκας του, αραγμένη στο παλιό λιμάνι, με το στόμα του γεμάτο αφρούς, να χαμογελά για άγνωστους λόγους, σαν να έβλεπε στον ύπνο του ένα ευχάριστο όνειρο. Τα γαλάζια του μάτια ορθάνοιχτα κάρφωναν την ήρεμη θάλασσα και τη μακρινή λεπτή γραμμή των οριζόντων. Ανακοπή καρδιάς από υπερβολική δόση ηρωίνης, είπαν, μια κι έξω. Δίπλα του βρέθηκαν όλα τα σύνεργα, η σύριγγα, το κουτάλι, το λαστιχάκι και ένα κουτάκι κόκα κόλας. Ατύχημα ή οικειοθελώς, μόνο ο ίδιος ξέρει και κανένας άλλος. Πάντως χαμογελούσε, αυτό έχει σημασία. Είχε έναν ευτυχισμένο θάνατο.

Ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ τον πατέρα μου πρεζάκια σε τρελή χαρμάνα, δεν του φαινόταν, είχε και αρκετά κιλά απ’ την καθιστική ζωή του οδηγού, επιπλέον ήταν καλοφαγάς και πότης, ούτε στο παρελθόν είχε δείξει κάποια σημάδια, βέβαια έλειπε συνέχεια. Μόνο ένα βράδυ, θυμάμαι, μπήκαν δύο περίεργοι τύποι στο σπίτι, με ξύπνησαν οι ομιλίες και οι φωνές τους και είδα τον πατέρα με τις πιτζάμες καθισμένο στο κρεβάτι να κλαψουρίζει σαν μικρό παιδί. Τότε έτρεξε η μαμά και με πήγε πάλι στο δωμάτιό μου, ενώ οι τύποι μετά από λίγο έφυγαν. Δεν ξέρω τι νταλαβέρια είχε με ασφαλίτες ή ανθρώπους του υποκόσμου, σαν τέτοιοι μου φάνηκαν αργότερα, ίσως να μπαινόβγαινε στη χρήση, να σταματούσε και να ξανάρχιζε, να ‘δινε τη δική του μάχη με τους δαίμονες και σε μια δύσκολη φάση, στην κρίσιμη ηλικία των πενήντα, τον βρήκε ευάλωτο και τον έστειλε. Η ηρωίνη δεν αστειεύεται, δεν παίζεις μαζί της κι εκείνος ήταν αδύναμος, ένιωθε απροστάτευτος, δεν μπορούσε να αντέξει την πραγματικότητα.

Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν και ευτυχισμένες στιγμές. Όταν με έπαιρνε απ’ το χεράκι και κατεβαίναμε στο λιμάνι που άραζε την νταλίκα και με ανέβαζε στην καμπίνα του οδηγού, με έπαιρνε στα γόνατά του, μου έδειχνε τα πεντάλ, τις ταχύτητες και τα κουμπιά του ταμπλό και μου μάθαινε πώς να οδηγώ. Κι εγώ έπιανα το τεράστιο τιμόνι, έβαζα μπρος και πήγαινα μαζί του στους ατέλειωτους δρόμους, στις μακρινές πόλεις και τα κακόφημα λιμάνια του κόσμου. Μα δεν φοβόμουνα γιατί ήταν πάντα δίπλα μου, πάντα μαζί μου. Μετά, όταν επιστρέφαμε απ’ το μακρινό μας ταξίδι,  κατεβαίναμε από το ψηλό όχημα, πηγαίναμε σε ένα κοντινό καφενείο, που σύχναζαν οι συνάδελφοι και τα φιλαράκια του, και με κερνούσε αναψυκτικό για να ξεκουραστώ. Όταν μεγαλώσεις, θα σε παίρνω μαζί μου, μου είχε πει κι ένιωθα χαρούμενος, έτοιμος για μεγάλες περιπέτειες. Και μια φορά που είδα πάνω στο παρμπρίζ ένα όμορφο άσπρο άλογο, του το ζήτησα και μου το χάρισε. Ήταν από πλαστικό, διαφημιστικό μιας γνωστής μάρκας ουισκιού, μα έμοιαζε πολύ με αληθινό και πολύ στεναχωρήθηκα όταν μια μέρα από απροσεξία μου το έριξα απ’ το γραφείο μου κι έγινε χίλια κομμάτια. Ο πατέρας μου δεν το έμαθε ποτέ, δεν του είπα τίποτα, ούτε του ζήτησα να μου φέρει άλλο. Έτσι κι αλλιώς, έλειπε συνέχεια. Όμως, ήταν ένα πολύ όμορφο καθαρόαιμο και περήφανο άτι και το αγαπούσα πολύ. Ήταν κρίμα που έσπασε, το καλύτερο δώρο του μπαμπά μου.

Την επόμενη μέρα έγιναν οι κηδείες, δύο φέρετρα το ένα πλάι στο άλλο και κάποιοι απ’ τους λιγοστούς παρευρισκόμενους να αναρωτιούνται αν το φάντασμα της πεθαμένης ζωντάνεψε και κλαίει την εαυτή της. Τρόμαξαν από την ομοιότητα της νεκρής με τη ζωντανή, μας χαιρέτησαν στα γρήγορα, συλλυπήθηκαν από καρδιάς, είπαν ζωή σε λόγου μας, να ζούμε να τους θυμόμαστε και απομακρύνθηκαν βιαστικοί από την εκκλησία για να πάνε στις δουλειές τους, να επιστρέψουν στην ασφαλή καθημερινότητά τους, στην άγια ρουτίνα τους, ξορκίζοντας και τον δικό τους θάνατο που όλο και πλησίαζε. Εγώ είχα ήδη κηρύξει τον ανένδοτο αγώνα απέναντι σε θεούς και δαίμονες, με βλέμμα χαμένο και απόμακρο και πλήρη αλαλία, αφωνία και αγλωσσία, μια ζωντανή σκιά, πιο τρομακτική κι απ’ τους νεκρούς. Δεν έκανα ούτε μια φορά το σταυρό μου, δεν έδωσα το χέρι μου για να το συλλυπηθούν, ούτε καν ασπάστηκα για τελευταία φορά τους πεθαμένους μου γονείς. Μου φάνηκε παράξενο ότι πέθαναν την ίδια περίπου ώρα, χωρίς να γνωρίζει ο ένας τον θάνατο του άλλου. Αυτοί βέβαια καθάρισαν, γλύτωσαν απ’ το μαρτύριο, μα εμένα δεν με σκέφτηκαν, τι θα κάνω με τη δικιά μου ζωή, ίσως η μαμά μόνο. Εκείνη τη στιγμή μισούσα κι αυτούς και τον θεό και τον κόσμο ολόκληρο. Ο παπάς έριχνε περίεργες ματιές προς το μέρος μου σαν να ‘βλεπε δαιμονισμένο, μα δεν μ’ ένοιαζε, τον είχα γραμμένο κι αυτόν στα παλιά μου τα παπούτσια. Σε κάποια θέματα είχα ήδη πάρει τις τελικές μου αποφάσεις. Από πολύ νωρίς.

Στη γούβα δεν με άφησαν να πλησιάσω, θεώρησαν το θέαμα αποτρόπαιο για ένα αγόρι δώδεκα ετών. Ίσως πάλι να φοβήθηκαν, μήπως πάνω στην απελπισία μου ρίξω κάνα πήδουλο και φουντάρω μέσα την ώρα που θα κατέβαιναν οι κάσες με τα πτώματα, αν και δεν είχα τέτοιες προθέσεις. Ή ακόμα χειρότερα βγάλω το τσουτσούνι έξω και τους κατουρήσω μέχρι να γεμίσει η λακκούβα και πνιγούν, θα ήταν μεγάλη ξεφτίλα και προσβολή. Όλα αυτά νόμισαν ότι θα κάνω πάνω στη στεναχώρια μου και για αυτό  με κράτησαν απόμερα, μαζί με το θείο, που έλεγε αστεία και ανέκδοτα για να με κάνει να ξεχαστώ, να γελάσω, να ευθυμήσω κάπως, δίχως αποτέλεσμα. Αντίθετα, μου έσπαγε τα νεύρα, όμως με κατάφερε να ξεμουγγαθώ. Μπορείς, να σκάσεις; του φώναξα και ξαναγύρισα στη σιωπή μου. Ο κακόμοιρος ξαφνιάστηκε γουρλώνοντας τα μάτια, μα σεβάστηκε τη λύπη μου και το βούλωσε δίχως αντιρρήσεις. Ήταν καλός άνθρωπος, ήσυχος κι υπομονετικός, και με αγάπησε σαν δικό του παιδί. Του μίλησα απότομα κι αργότερα ένιωσα τύψεις. Τουλάχιστον, προσπάθησα να επανορθώσω, να τον αγαπήσω κι εγώ, όσο μπορούσα, σαν πραγματικό μου πατέρα. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα. Μάλλον όχι. Δεν μπορούσα να αγαπήσω κανέναν πια.     

Οι γονείς μου ήταν συνομήλικοι και ίσως να παντρεύτηκαν από έρωτα, μα πλέον είμαι μεγαλύτερός τους κι αν ξανασυναντηθούμε κάποτε, που δεν το νομίζω, θα πρέπει να με σέβονται και να με υπολήπτονται, τουλάχιστον όσο κι εγώ εκείνη την σκατένια εποχή. Αυτή η σκέψη με παρηγορεί, αφού πλέον οι ρόλοι θα έχουν αντιστραφεί και στη δευτέρα παρουσία, όποτε αυτή γίνει, δεν θα είμαι πλέον το μικρό παιδάκι του χεριού τους που ξέρανε. Τέρμα τα πρέπει και οι προσταγές, δήθεν για το καλού μου, τέρμα οι νουθεσίες και οι ηθικολογίες του κώλου, τέρμα οι μαλακίες. Τώρα που την έμαθα τη ζωή απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη δεν σηκώνω πολλά από κανέναν, ούτε καν από αυτούς που με γέννησαν. Και είναι τυχεροί που δραπέτευσαν έγκαιρα, προτού μεγαλώσω, καταλάβω τι μου γίνεται, τους ζητήσω το λόγο, τους εκδικηθώ και αποδώσω δικαιοσύνη. Θα είχα μεγάλη περιέργεια να ακούσω τις κλάψες και τις απολογίες τους. Θα ήμουν απέναντί τους αυστηρός αλλά δίκαιος. Ευτυχώς που δεν γέρασαν να τους είχα του χεριού μου και τότε θα βλέπανε ποια τιμωρία τους περίμενε. Αρχιδιές λέω πάνω στο θυμό μου. Το πιθανότερο ήταν να τους λυπόμουν και να τους συγχωρούσα. Δεν ήξεραν τι έκαναν, είχαν το ακαταλόγιστο, όπως και οι περισσότεροι άτριχο πίθηκοι του είδους μας, αυτή είναι η αλήθεια, γι’ αυτό και θα έπρεπε να τους δοθεί χάρη και άφεση αμαρτιών. Όμως, οι παμπόνηροι κατάφεραν να μου ξεφύγουν, να ξεγλιστρήσουν απ’ τη δύσκολη θέση, να γλυτώσουν τη δίκη. Χαλάλι τους.    

Μετά την κηδεία και τον καφέ της παρηγοριάς στο κυλικείου του κοιμητηρίου, φύγαμε για την πρωτεύουσα. Επιστρέψαμε μόνο μετά από σαράντα μέρες για το μνημόσυνο και την υπογραφή της πράξης υιοθεσίας. Δέχτηκα. Έτσι κι αλλιώς, δεν υπήρχε εναλλακτική. Κανείς άλλος συγγενής δεν ενδιαφέρθηκε για την τύχη μου κι εγώ με τη σειρά μου τους ξέγραψα τελείως απ’ τη ζωή μου. Πλέον, θα έμενα μόνιμα με το θείο και τη θεία, που πλέον είχαν γίνει οι νόμιμοι γονείς και κηδεμόνες μου, και θα έκανα πολλά χρόνια να γυρίσω στην πόλη που γεννήθηκα. Σαν να ήθελα να τη διαγράψω εντελώς από τη μνήμη μου, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω μου την ώρα που περνούσαμε τα πρώτα διόδια.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου