Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

ΣΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Ο ΚΑΜΥ; (ΓΙΑ ΔΥΟ ΧΙΛΙΑΡΙΚΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΗ)

Η ερώτηση έπεσε σαν σφαλιάρα σβουριχτή πάνω στο κεφάλι του και τον ξάφνιασε.  Τελικά ούτε ένα καφέ δεν μπορούσε να πιει με ηρεμία, ούτε ένα βιβλίο να διαβάσει, σκέφτηκε. Μεσημεριάτικα η καφετέρια ήταν σχεδόν άδεια, του ήρθε αυθόρμητα να γαμωσταυρίσει και να χριστοπαναγίσει τον ενοχλητικό και αδιάκριτο που τον έβγαζε από την ησυχία του, είχε και τα νεύρα του, μα πρώτα έπρεπε να δει ποιος είναι. Γύρισε και τον κοίταξε, του ήταν παντελώς άγνωστος. Καθόταν στο διπλανό τραπέζι πίσω του και λίγο προς το πλάι και χαμογελούσε ηλίθια. Κάνας μουρλός πρέπει να ‘ταν που δεν έχει με τι να ασχοληθεί και σκοτίζει τα αρχίδια του κοσμάκη. Πάνω απ’ τα εξήντα, καραφλός, στρουμπουλός, γυαλάκιας, γλοιώδες ζωύφιο της συνομοταξίας των ασπόνδυλων, έτσι του φάνηκε κι εκεί τον κατέταξε αμέσως, με την πρώτη ματιά. Είναι αλήθεια, δεν του ‘κανε καλή εντύπωση, ίσως να ‘φταιγε και η κακή του διάθεση. Δεν του άρεσε η φάτσα του, η ομιλία του, το παρουσιαστικό του, τίποτα επάνω του, τα ρούχα που φορούσε, μα τελικά επικράτησε μέσα του ο πολιτισμένος του εαυτός, η λογική και η σύνεση και συγκρατήθηκε, έδωσε τόπο στην οργή και ανταπέδωσε το ηλίθιο χαμόγελο, σύμφωνα με τους κοινωνικούς κανόνες της ευγένειας και της αβρότητας. Και της ειρωνείας. Έτσι κι αλλιώς, η υποκρισία και η προσποίηση είναι μέσα στο παιχνίδι. Ναι, μου αρέσει, είναι ένας απ’ τους αγαπημένους μου συγγραφείς, ειδικά αυτό το βιβλίο, απάντησε σε όσο φιλικότερο τόνο μπορούσε, προσπαθώντας να φαίνεται ειλικρινής και πιστευτός. Κρατούσε στα χέρια του, περιεργαζόταν και ξεφύλλιζε αργά μία καινούργια έκδοση του Ξένου, μόλις είχε κυκλοφορήσει, σε φρέσκια μετάφραση, την είχε αγοράσει πριν από λίγο, για να παρηγορηθεί από άλλη μία επαγγελματική άρνηση, απόρριψη και απογοήτευση. Πάντα, σε τέτοιες περιπτώσεις, έβρισκε καταφύγιο στα χιλιοδιαβασμένα αγαπημένα του βιβλία, πουθενά αλλού.

Βέβαια, δεν τον πείραξε πολύ, δεν τον τσάκισε, δεν τον ισοπέδωσε, όπως συνέβαινε στην αρχή, πλέον είχε συνηθίσει να τρώει χυλόπιτες απ’ τους εκδοτικούς οίκους, να του κάνουν δήθεν εμβριθή σχόλια και ορθές παρατηρήσεις, να του δίνουν πολύτιμες συμβουλές, να του λένε σοφές μαλακίες, στο τέλος να του επιστρέφουν ευγενικά τα χειρόγραφα, να τους ευχαριστεί πολύ για όλα και να φεύγει αποκαρδιωμένος και μαραμένος, με την ψυχολογία σκατά, χαμηλό ηθικό και την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια. Κάθε φορά γινόταν χάλια και μετά το ‘ριχνε στα τσίπουρα και στα στριφτά τσιγάρα για να ξεχαστεί και παρηγορηθεί. Το σκηνικό είχε επαναληφθεί καμιά εικοσαριά φορές το τελευταίο τρίμηνο, δηλαδή από τότε που ολοκλήρωσε το πρώτο του βιβλίο, μία συλλογή δεκαεπτά σύντομων διηγημάτων, και προσπαθούσε να το εκδώσει. Μάλιστα απορούσε πού έβρισκε τη δύναμη να συνεχίζει το ψάξιμο, παίρνοντας σβάρνα τους δρόμους, μετά από τόσες αρνήσεις και απορρίψεις. Μάλλον επέμενε γιατί δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει, αλλά και από περιέργεια, ίσως και από μαζοχισμό, ποιος ξέρει. Πλέον δεν έτρεφε καμιά ελπίδα ότι θα τα καταφέρει. Ήδη είχε αποφασίσει να τα ανεβάσει δωρεάν και ελεύθερα στο ίντερνετ σε ένα λογοτεχνικό ιστολόγιο που είχε φτιάξει για κάθε ενδεχόμενο.  Αλλά σίγουρα θα μάζευε μπόλικο υλικό για ένα δεύτερο συμπληρωματικό βιβλίο, όπου θα περιέγραφε, με γλαφυρό τρόπο, όλες του τις αποτυχημένες προσπάθειες για να εκδώσει το πρώτο και ήδη κρατούσε λεπτομερές ημερολόγιο για αυτόν τον ιερό σκοπό. Σίγουρα κάποιοι θα γελούσαν με τα χάλια του, άλλοι με εκείνων που τον πλήγωναν και τον απογοήτευαν. Πάντως, θα είχε μεγάλη πλάκα, όποτε βέβαια, και αν, εκδιδόταν κι εκείνο. Όνειρα θερινής νυχτός όλα αυτά για να μην πλήττει. Και μέχρι να ξαναβρεί την όρεξη και την διάθεση να γράψει.

Ο καραφλός στρουμπουλός γυαλάκιας αποδείχθηκε θρασύτατος πέραν του δέοντος. Δίχως να τον προσκαλέσει στο τραπέζι του, και σαν να γνωρίζονταν κι από χθες, ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Όμως όταν του συστήθηκε, έμεινε άναυδος. Είχε έναν μικρό εκδοτικό οίκο, είπε, μαζί και βιβλιοπωλείο, έβγαζε μάλιστα κι ένα εξαμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό, όλα τα έκανε, είχε μεράκι με τα βιβλία και ήταν χρόνια στο σινάφι, παλιά καραβάνα. Είχε ακούσει το όνομά του,  μα δεν τον ήξερε φατσικά. Μάλιστα, εντός των ημερών, σκόπευε να περάσει κι απ’ το δικό του μαγαζάκι, μα τον πρόλαβε η θεά τύχη. Μάλλον αυτός τον είχε συμπαθήσει, ποιος ξέρει γιατί, κι εκείνη τη στιγμή, του φάνηκε σαν από μηχανής θεός, οι ελπίδες του αναπτερώθηκαν. Μέσες άκρες, του περιέγραψε τις περιπέτειές του με τους συναδέλφους του εκδότες και επιμελητές και εκείνος τον άκουσε με προσοχή και ενδιαφέρον που έδειχνε ειλικρινές και ανιδιοτελές. Συμφώνησε ότι είναι δύσκολα τα πράγματα για έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα, η αγορά έχει γεμίσει από γραφιάδες και λογοτέχνες, πολλοί από αυτούς είναι απλά ψωνισμένοι και ασήμαντοι, μα έτσι κι αλλιώς, οι πιο πολλοί, σχεδόν όλοι, πληρώνουν οι ίδιοι τα έξοδα της έκδοσης, πάντως δεν πρέπει να απελπίζεται, αν το γραπτό του αξίζει, θα βρει το δρόμο του προς το μεγάλο κοινό. Ο επίδοξος συγγραφέας έδωσε το χειρόγραφο στον πρόθυμο και προσηνή εκδότη. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα το κοιτάξει, θα το έβαζε στις άμεσες προτεραιότητές του, παρ’ όλο που τον τελευταίο καιρό ήταν πολύ απασχολημένος, είχε δουλειές με φούντες, και να περάσει σε καμιά βδομάδα να τον δει, του είπε, ήξερε βέβαια πού είναι το βιβλιοπωλείο του. Μάλιστα, εκείνη τη στιγμή, επί τόπου, διάβασε ένα μικρό πεζό από τη συλλογή, για να πάρει μια ιδέα, και στο τέλος παραδέχτηκε ότι του άρεσε, είχε μία ιδιαίτερη, ασυνήθιστη, λοξή γραφή και φλέγον, πολύ σημερινό θέμα, που αναδεικνύεται με ευαισθησία και κατανόηση. Λεγόταν Η Πρόβα και οι ελπίδες του  απότομα πολλαπλασιάστηκαν, ένιωσε μεγάλη χαρά. Στιγμιαία πέρασε απ’ το μυαλό του να παινέψει και να κολακέψει τον μελλοντικό του συνεργάτη και εκδότη, τουλάχιστον να δείξει ότι γνωρίζει το έργο του και την προσφορά του στον πολιτισμό του τόπου, μα κάτι μέσα του τον συγκράτησε. Τουλάχιστον, δεν ήταν γλύφτης, είχε μια αξιοπρέπεια. Επιπλέον, απέναντί του ένιωσε κάπως αμήχανα, δείλιασε, ντράπηκε, τελικά δεν έβγαλε άχνα, μόνο ένα σιγανό ευχαριστώ κι αυτό με τα χίλια ζόρια.

Αγόρι μου, αυτή είναι η τελευταία μου επιθυμία, ξέρω ότι θα τη σεβαστείς. Τόσα ωραία χρόνια περάσαμε μαζί, δεν θα τα χαλάσουμε τώρα στα τελευταία,  που πάω να τη βρω. Βλέπεις, μόνο δύο ανθρώπους αγάπησα στη ζωή μου, εκείνη και σένα. Όλοι οι άλλοι περαστικοί και αδιάφοροι. Ναι, δεν έχω παράπονο, ήμουν τυχερή. Σήμερα οι περισσότεροι πεθαίνουν λυπημένοι και μόνοι. Φέρε λοιπόν το κίτρινο φουστάνι για μια τελευταία πρόβα. Ήταν το αγαπημένο της ρούχο, μ’ αυτό ήθελε να θαφτεί. Δεν της χάλασα το χατίρι. Μόνο που έφτιαξα ένα ολόιδιο για μένα. Μου άρεσε πολύ. Θυμάσαι, αυτό φορούσα τη νύχτα που με πρωτογνώρισες. Ήμουν σκέτη κούκλα, θεά. Θαμπώθηκες. Τα βρήκαμε σε όλα, ειδικά στο κρεβάτι. Κι ας είχαμε κάμποσα χρόνια διαφορά.  Βοήθησέ με λοιπόν να το φορέσω και πάμε στον καθρέφτη να δω. Ναι, φτυστή η μάνα μου, σαν να αναστήθηκε! Να, δες την και στη φωτογραφία. Σίγουρα, βοηθάει και η περούκα. Μια ολόιδια φορούσε, κοντόξανθη και ίσια. Και κείνη είχε χάσει τα μαλλιά της απ’ τις χημειοθεραπείες. Απ’ τον ίδιο κληρονομικό καρκίνο. Μεταστατικός και επιθετικός, μας ξεζούμισε και τις δύο, ο καργιόλης. Στην ίδια ηλικία. Έστω, με είκοσι χρόνια διαφορά, μα δεν βαριέσαι. Πενήντα τέσσερα χρόνια δεν είναι ούτε πολλά ούτε λίγα. Κι όμως, δεν χόρτασα. Ακόμα θέλω να υπάρχω. Κάθε πρωί να αντικρίζω στο πλάι σου το φως του ήλιου, αυτό μονάχα. Για τη νύχτα δεν με νοιάζει. Τη γλέντησα, τη σιχάθηκα, την βαρέθηκα, δεν θα μου λείψει. Εκείνη ήταν άτυχη. Δεν βρήκε έναν άνθρωπο της προκοπής να ταιριάξει. Με μεγάλωσε ολομόναχη, μες στο βαθύ σκοτάδι. Ούτε έμαθα ποτέ ποιος μ’ έσπειρε. Αγνώστου πατρός, είπαν. Δεν θυμόταν με σιγουριά, μα ούτε και είχε καμιά σημασία. Το παρελθόν βρωμάει, δεν πρέπει να το σκαλίζουμε, έλεγε. Μόνο μην ξεχάσεις να ενημερώσεις τους ανθρώπους του νεκροτομείου και του γραφείου κηδειών. Αυτούς που θα με δουν ολόγυμνη. Δεν θα ‘θελα να τρομάξουν, αν και πολλά έχουν δει τα μάτια τους. Εκείνη δεν είχε πρόβλημα, με αποδέχτηκε όπως ήμουν. Ακόμα και να αλλάξω το όνομα στην ταυτότητα. Και να φουσκώσω τα βυζιά. Και να φορέσω γυναικεία. Μόνο αυτό δεν ήθελε. Μην τον κόψεις, αγάπη μου, το μουνί δεν συμφέρει! μου είπε και δεν είχε άδικο. Μα και μένα, δεν μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό. Όχι βέβαια για επαγγελματικούς λόγους. Αυτοί έρχονταν πάντα δεύτεροι. Μα και συ, αγόρι μου, το θυμάσαι. Δεν είχες πρόβλημα. Με δέχτηκες όπως ήμουν.  

***

Μετά από μια βδομάδα πήγε και τον βρήκε. Τον υποδέχτηκε χαμογελαστός και ευδιάθετος. Ήταν μόνος του, το βιβλιοπωλείο άδειο, είχαν όλη την ευχέρεια και άνεση να κουβεντιάσουν για το θέμα του. Είχε διαβάσει τα διηγήματα,  κάποια ήταν πολύ καλά, είπε, του έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση, άλλα τα βρήκε πιο αδύναμα, χρειάζονταν βελτίωση, κάποιες αλλαγές, πάνω στο χειρόγραφο είχε σημειώσει τις παρατηρήσεις του. Τον άκουγε προσεχτικά, χωρίς να τον διακόπτει. Μέχρι εκεί, όλα καλά, αν και δεν είχε σκοπό να αλλάξει ούτε ένα γράμμα, να αφαιρέσει ούτε ένα κόμμα. Όμως μετά, ο εκδότης άρχισε να του τα γυρίζει. Δεν είχε πρόβλημα να τα εκδώσει, με το αζημίωτο βέβαια, μα έπρεπε να αλλάξουν και τον  τίτλο.  Είναι κράχτης για το κοινό και η κοινωνία ακόμα πολύ συντηρητική, μπορεί να πέσουν και μηνύσεις από διάφορους οπισθοδρομικούς και ανεγκέφαλους, ότι προσβάλλονται τα χρηστά ήθη και διαφθείρεται η αμόλυντη νεολαία μας, τα παιδιά τους, τα βλαστάρια τους, είπε, γιατί εκείνος δεν είχε δικά του και δεν τον πολυένοιαζε. Τότε θα έχουμε και τσάμπα διαφήμιση, αστειεύτηκε ο επίδοξος συγγραφέας, μα ο εκδότης δεν γέλασε, αντιθέτως επέμεινε στην ορθή του άποψή. Ήταν έμπειρος επαγγελματίας, πολλά χρόνια στο χώρο του βιβλίου, επιπλέον πολύ προσεχτικός και σε κάθε περίπτωση δεν ήθελε μπλεξίματα με τον νόμο και τρεχάματα με εισαγγελείς και δικηγόρους. Από την μεριά του λοιπόν ήταν απολύτως κατανοητός, σ’ αυτό δεν χωρούσε καμία αμφιβολία.

Όσο για το περιεχόμενο του βιβλίου, το έβρισκε αρκετά ενδιαφέρον, πρωτότυπο και προχωρημένο. Και βέβαια σε μεγάλο ποσοστό βιωματικό, ήταν ένας ιδιοσυγκρασιακός συγγραφέας, σχεδόν ολοκληρωμένος, ήξερε τι θέλει να πει, πώς και για ποιο λόγο. Σίγουρα ξεχώριζε από τις χρυσές μετριότητες του συρμού και την τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή. Στα υπέρ του ότι δεν είχε παρακολουθήσει κάποιο σεμινάριο δημιουργικής γραφής που πλέον είχαν γίνει πολύ της μόδας και παρήγαγαν κάθε χρόνο πληθώρα επίδοξων γραφιάδων, ακριβή αντίγραφα από την τέλεια συνταγή. Ούτε είχε πάρει μέρος σε κάποιο διαγωνισμό, ούτε είχε στείλει συνεργασία σε κάποιο περιοδικό. Ήταν τραγικά αυτοδίδακτος και έγραφε μονάχα από εσωτερική ανάγκη και για λόγους επιβίωσης, με μοναδικό και ιδανικό αναγνώστη τον ίδιο. Τώρα γιατί ήθελε να εκδοθεί ήταν αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Στην πραγματικότητα, μπορεί και να μην ήθελε, απλά για να γνωρίσει το όλο κύκλωμα κάπως καλύτερα. Πάντως κάποιες μικρές αλλαγές χρειάζονταν, του επεσήμανε ο εκδότης, με βάση την τρέχουσα πολιτική ορθότητα. Δηλαδή, με λίγα λόγια, του ζητούσε να αυτολογοκριθεί. Τον δικαιολογούσε, ήταν νεοφώτιστος και άπειρος. Πάντως, το βιβλίο θα πουλούσε και θα συζητιόταν, όταν θα κυκλοφορούσε θα έκανε μεγάλη αίσθηση, ίσως και να βραβευόταν σε κάποιον επίσημο διαγωνισμό. Τα μέλη των επιτροπών είναι ανοιχτόμυαλα και προοδευτικά, όχι σαν το μεγάλο κοινό. Είχε και κάποιους γνωστούς που μπορούσε να πει δυο καλές κουβέντες για την περίπτωσή του και να βοηθήσουν. Όπως και να πιάσει κάποιους δημοσιογράφους στις εφημερίδες και στην τηλεόραση. Μα ο τίτλος έπρεπε να αλλάξει, επέμενε, να μπει κάτι πιο ανώδυνο και εύπεπτο, αλλά και πιασάρικο. Αυτή η λέξη, ακόμη και σήμερα, είναι πολύ επικίνδυνη, κατέληξε, τρομάζει τον κόσμο. Και τότε η επιτυχία του βιβλίου του θα ήταν εξασφαλισμένη. Και το συγγραφικό του μέλλον λαμπρό.

Σιγά μην έπαιρνε και το νόμπελ! Μεγάλη λέρα και παμπόνηρος αποδεικνυόταν ο εμποράκος, όσο περνούσε η ώρα και προχωρούσε η κουβέντα. Τον ειρωνευόταν ανοιχτά, φάτσα κάρτα, δεν χωρούσε αμφιβολία. Εντάξει, καπιταλισμό έχουμε, κερδοσκοπία και σκληρή εκμετάλλευση, ειδικά των εργατών του πνεύματος, των τεχνών και των γραμμάτων, μα σίγουρα τον περνούσε για άλλο ένα μεγάλο και ηλίθιο ψώνιο της αγοράς, γι’ αυτό τον κολάκευε ξεδιάντροπα και προσπαθούσε να τον δελεάσει με φήμη και αναγνώριση, δόξες και τιμές. Τι άλλο να ονειρεύεται ένας πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας που δεν έχει κλείσει ακόμα ούτε τα τριάντα; Μα όπως είπαμε, δεν ήταν ο πρώτος κουτοπόνηρος εκδοτίσκος που συναντούσε, είχε πλέον συνηθίσει από τέτοια κόλπα και μαμουνιές. Οι πιο σοβαροί και αξιοπρεπείς απλά απέρριπταν το βιβλίο του με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς πολλές εξηγήσεις, μάλλον ως άθλια πορνογραφήματα κάποιου προκλητικού, επηρμένου και ατάλαντου νέου που προσπαθούσε να γίνει γνωστός εντυπωσιάζοντας τους πάντες με ανωμαλίες και χυδαιότητες. Όμως, οι περισσότεροι, οι πιο μικροί, συνήθως μονοπρόσωποι εκδοτικοί οίκοι, λόγω ανάγκης και κόψιμου, άρχιζαν τα σκληρά παζάρια, με τιμή εκκίνησης το διχίλιαρο, δηλαδή όσα τους έλειπαν για να πληρώσουν το νοίκι και το ηλεκτρικό τους. Άλλοι πάλι τον δούλευαν ψιλό γαζί, ότι θα μοιράζονταν τα έξοδα στη μέση, πάλι όμως στο ίδιο ποσό κατέληγαν κι αυτοί, τόσα έπρεπε να βάλει από την τσέπη του, σαν ιατρικό φακελάκι για να πετύχει με κάθε βεβαιότητα η εγχείριση του ασθενούς. Είχε να τα δώσει, μα δεν θα το ‘κανε σε καμία περίπτωση, το θεωρούσε προδοτικό και ατιμωτικό απέναντι στον εαυτό του. Όλοι προσπαθούσαν να τον ταπεινώσουν και να τον ξεφτιλίσουν, αυτό είχε καταλάβει, δεν σέβονταν ούτε στο ελάχιστο τον κόπο, τα ξενύχτια, τις αϋπνίες, τους εφιάλτες και όλες τις άλλες ταλαιπωρίες του, όποιο και αν ήταν το τελικό αποτέλεσμα, δεν έχει σημασία, ότι σκατά και αν είχε καταφέρει να γράψει. Να πάνε όλοι τους να γαμηθούν. Εκδότες, χοντρέμποροι και δημοσιογράφοι, κριτικοί και βιβλιοπώλες, νταβατζήδες και τσατσάδες των συγγραφέων ενωθείτε και πιείτε το αίμα των εκδιδόμενων γραφιάδων, ρουφήξτε τους το μεδούλι, γαμήστε τους και ξεζουμίστε τους, να δούμε στο τέλος τι θα απομείνει και τι θα φτάσει στον κακόμοιρο αναγνώστη. Τους περιφρονούσε βαθιά, με όλο του το είναι. Και ούτε ανάγκη τους είχε.

Μόνο ένας ήταν κάπως πιο βολικός και συζητήσιμος. Δεν ήθελε χρήματα, μάλλον δεν τα ‘χε ανάγκη, αλλά να πληρωθεί αποκλειστικά σε είδος. Από όλους ήταν ο πιο θρασύς, αισχρός και χυδαίος. Δεν το ζήτησε με υπαινιγμούς και μισόλογα, σχεδόν το απαίτησε. Είχε κολλήσει πάνω του σαν βδέλλα κι όλη την ώρα που κουβέντιαζαν για τις αρετές και τις κακίες του υπό έκδοση βιβλίου, εκείνος τον κάρφωνε με λαγνεία, τον ζαχάρωνε, είχε κοκκινίσει απ’ την έξαψη, μπέρδευε τα λόγια του, έχανε τον ειρμό της σκέψης τους και του τρέχανε τα σάλια. Είχε πάθει την πλάκα του, είχε χάσει τον έλεγχο και την αυτοκυριαρχία του, δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Κάθε τόσο του χάιδευε το χέρι, στο τέλος του έπιασε και το μπούτι,  δήθεν ασυναίσθητα, μπορεί και για πλάκα, γιατί εκείνη τη στιγμή έβαλε τα γέλια, σπασμωδικά και κραυγαλέα, δίχως σοβαρή αιτία, εντελώς αψυχολόγητα, τουλάχιστον ο άλλος δεν κατάλαβε το λόγο. Ούτε τι ακριβώς ήθελε ο σιχαμένος πολυκατάλαβε. Να τον γαμήσει ή να στήσει κώλο, για να εκδώσει το βιβλίο του; Ιδού η εύλογη απορία που τελικά έμεινε μετέωρη και αναπάντητη. Δεν του ζήτησε περαιτέρω εξηγήσεις. Απλά σηκώθηκε κι έφυγε, για να μην του σκάσει καμιά ανάποδη και βρει το μπελά μου. Πάντως, μονάχα εκείνος ο παλιόπουστας δεν είχε πρόβλημα με τον τίτλο του βιβλίου. Το έβρισκε πολύ προκλητικό και του άρεσε, τον έκανε πολύ γούστο.     

Ο εκδότης κρατούσε στα χέρια του το ιδιωτικό συμφωνητικό. Αν ήθελε, μπορούσε να του ρίξω μια ματιά, είπε. Δεν χρειαζόταν. Τον ευχαρίστησε για τον χρόνο του και ζήτησε πίσω το χειρόγραφο. Θα προτιμούσα να μην συνεργαστούμε, του είπε σοβαρά και μετρημένα και σηκώθηκε όρθιος να φύγει. Ο άλλος χλόμιασε. Ξαφνιάστηκε. Σίγουρα, δεν περίμενε μια τέτοια απάντηση. Νόμιζε πως είχε τον μικρό στο τσεπάκι του. Όμως, γρήγορα συνήλθε. Δηλαδή, κλοτσάς την τύχη σου για μια γαμημένη λέξη; του πέταξε εκνευρισμένος παίζοντας τα ρέστα του, μα πλέον το παιχνίδι είχε χαθεί. Και για δυο χιλιάρικα, παλιομαλάκα! σκέφτηκε ο άλλος βγαίνοντας έξω, στον καθαρό αέρα του δρόμου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου