Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑ (ΑΝΕΥ ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΩΝ)

Όταν άνοιξα τα μάτια μου, βρέθηκα μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Δεν ήξερα πόσες έχει ο μήνας, αν ήταν πρωί ή βράδυ, για πόσο καιρό είχα κοιμηθεί, αν ζούσα ακόμα ή αν είχα πεθάνει. Το μυαλό μου ζαλισμένο και άδειο, προσπαθούσα να το βάλω σε μια τάξη, να ξεκινήσει και πάλι να δουλεύει. Δεν είχα άλλη επιλογή. Άνοιξα το πορτατίφ κι έμεινα για λίγο ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Ένιωθα ολόκληρο το κορμί μου σκεβρωμένο, μα έπρεπε να βρω τη δύναμη και το κουράγιο και ένα σοβαρό λόγο για να σηκωθώ. Το κινητό δεν έλεγε ψέματα. Ήταν μεσημέρι και είχα κοιμηθεί σχεδόν είκοσι ώρες ακατάπαυστα. Είχε φυλάξει μπόλικες αναπάντητες και κάποια μηνύματα. Τα διέγραψα όλα δίχως να δώσω σημασία. Σηκώθηκα τρεκλίζοντας για να τραβήξω τις κουρτίνες και να ανοίξω τα παντζούρια. Ήταν μια όμορφη, φωτεινή, ηλιόλουστη μέρα. Άρχισα να θυμάμαι τα χτεσινά τρεχάματα. Τον θάνατο της θείας, τη γριά γατούλα που την ακολούθησε στην αιωνιότητα, το ωραίο παιδί του γραφείου τελετών, την κηδεία. Σήμερα όλα αυτά φαίνονταν μακρινά και ξένα. Όμως, χρειαζόμουν δυο κούπες καφέ για να συνέλθω, να πάρω κανονικά μπρος και να θυμηθώ ότι στη δουλειά οι συνάδελφοι και το αφεντικό θα με περίμεναν αλλόφρονες, έτοιμοι να με πνίξουν. Προ πάντων εκείνος. Είχαν απόλυτο δίκιο, τους είχα κρεμάσει. Έπρεπε να ζητήσω άδεια λόγω πένθους, έστω και άνευ αποδοχών, μα πάνω στη φούρια, τη ζάλη και την αναμπουμπούλα των στιγμών μού διέφυγε. Ήταν λάθος μου, μα τώρα  που το σκέφτομαι, δεν πειράζει, δεν έχει πλέον καμιά σημασία.

Τους πρόλαβα στο τσακ, ενώ σχόλαγαν. Είχαν μαζέψει τα χαρτιά πάνω απ’ τα γραφεία τους, είχαν πάρει την τσάντα τους παραμάσχαλα και τραβούσαν προς την έξοδο. Εκεί συναντηθήκαμε, στη μεγάλη πόρτα. Είχαν όλοι τους ενημερωθεί για το πένθος μου. Σταθήκανε στη σειρά με κάποια επισημότητα για να με συλλυπηθούν, πρώτα η κοπέλα, μετά οι υπόλοιποι. Δεν μπόρεσαν να έρθουν στην κηδεία λόγω της δουλειάς, δικαιολογήθηκαν, δεν τους άφησε το αφεντικό. Καταλαβαίνω, τους είπα, δεν είναι κακός άνθρωπος, απλά λίγο μαλάκας, και χαμογέλασα. Δαγκώθηκαν, με χτύπησαν φιλικά στον ώμο, στην πλάτη και στο χέρι, κινήσεις οικειότητας, συμπόνιας και κατανόησης, και βιάστηκαν να απομακρυνθούν. Δεν είχαν άλλο χρόνο για χάσιμο, τους περίμεναν τα σπίτια τους. Εκείνος ήταν ακόμα μέσα, πάντα έφευγε τελευταίος, κλειδώνοντας το μαγαζάκι του. Μάλλον είχε ένα περίεργο προαίσθημα πως τελικά θα πήγαινα και με περίμενε ζουρλισμένος. Ήμουν αποφασισμένος να τελειώνω και μ’ αυτόν μια ώρα αρχύτερα, δίχως πολλά λόγια. Στους άλλους δεν είπα τίποτα, πάντως δεν θα τους ξανάβλεπα, ίσως τυχαία μόνο στο δρόμο, αν δεν προλάβαινα να αλλάξω πεζοδρόμιο σφυρίζοντας κλέφτικα και χαζεύοντας αδιάφορος τα περιστέρια του ουρανού και τις βιτρίνες των καταστημάτων. Δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο, ούτε πολλές κουβέντες είχα μαζί τους. Δεν τους άφησα να μπουν στην έτσι κι αλλιώς περίκλειστη ζωή μου. Μόνο η κοπέλα μια εποχή είχε δείξει ένα ενδιαφέρον, κάποια συμπάθεια για το άτομό μου, μα δεν είδε ανταπόκριση και σταμάτησε. Ήταν καλοί στη δουλειά τους, δίχως πολλές απαιτήσεις και μάλλον από αυτή την επιχείρηση, μετά από πάρα πολλά χρόνια, θα βγαίνανε και στη σύνταξη. Εξασφαλισμένη δουλίτσα, δίχως πολλά ρίσκα, σχεδόν σαν υπάλληλοι του δημοσίου. Η εταιρεία πήγαινε καλά, ο κύκλος των εργασιών της όλο και μεγάλωνε, ακόμα και μέσα στην κρίση, οι συνάδελφοί μου δεν κινδύνευαν να απολυθούν, δεν υπήρχε λόγος για κάτι τέτοιο. Εργασία και χαρά, λοιπόν, άνευ όρων αλλά τουλάχιστον μετά αποδοχών, και η ζωή βαίνει καλώς. Άσχετα αν είναι επαναλαμβανόμενη και άσκοπη, αυτό δεν ενοχλεί κανέναν και μάλλον τους βολεύει. Τους μαστουρώνει, προχωρώντας χωρίς σκέψεις και συναισθήματα, απορίες και ερωτήματα.

Χτύπησα την πόρτα του και μπήκα. Όταν με είδε, ζάρωσε και χλόμιασε. Έξυπνος άντρας, και μόνο απ’ το βλέμμα μου κατάλαβε τις άγριες διαθέσεις μου. Πάντως, βρήκε το κουράγιο να σηκωθεί όρθιος, να μου δώσει το χέρι και να με συλλυπηθεί έστω και ξέπνοα, ψιθυριστά, ίσα που ακούστηκε. Τον λυπήθηκα τον κακομοίρη κι αμέσως μου ‘φυγε κάθε όρεξη για φωνές, φασαρίες και καβγάδες. Μπήκα αμέσως στο θέμα. Δεν θα ξαναρχόμουν στη δουλειά, είχα περάσει μόνο για να πάρω κάποια προσωπικά πράγματα και να τους αδειάσω τη γωνιά. Ούτε αποζημίωση ζητούσα, ούτε τίποτα, ήμασταν σε όλα εντάξει. Είχε χάσει τη μιλιά του, δεν ήξερε τι να πει. Σίγουρα δεν περίμενε τούτη την απόφαση, τόσο γρήγορα, θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει βιαστική και επιπόλαιη. Κανείς δεν παραιτείται σήμερα από μια σίγουρη και στρωμένη εργασία με σχετικά καλές αποδοχές. Κι αν ήθελα κάποια αύξηση, δεν υπήρχε πρόβλημα, θα μπορούσαμε να το συζητήσουμε. Τον είχα αιφνιδιάσει. Ίσως τα είχε σχεδιάσει αλλιώς μέσα στο μυαλό του. Ως αυστηρό αφεντικό, να μου κάνει την παρατήρηση που δεν πήγα σήμερα στη δουλειά, που είχα κλειστό το τηλέφωνο, που δεν τον ενημέρωσα, ίσως να ανησύχησαν κιόλας μην έπαθα τίποτα, μην αυτοκτόνησα, ας πούμε, που αδιαφόρησα για τις επαγγελματικές μου υποχρεώσεις, με λίγα λόγια που δεν ήμουν συνεπής, απ’ την άλλη όμως, ως δίκαιος εργοδότης, να δείξει κατανόηση για την κατάστασή μου, να εκτιμήσει την προσφορά μου τόσα χρόνια στην εταιρεία, που δεν είχα δημιουργήσει το παραμικρό πρόβλημα, να επαινέσει την τυπικότητα, την εργατικότητα και τον ζήλο μου, να παραβλέψει το στιγμιαίο μου ατόπημα, να το δικαιολογήσει λόγω της συναισθηματικής μου φόρτισης, ενδεχομένως να μου δώσει επιπλέον και δυο τρεις μέρες άδεια για να ξεκουραστώ, να ηρεμήσω και να επιστρέψω ακμαίος στα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις μου. Για την ακρίβεια, δεν ήξερα τι σκεφτόταν το αφεντικό για την περίπτωσή μου, ούτε και με ένοιαζε ιδιαίτερα, μα όλη την ώρα που μιλούσα, ψύχραιμα και με σταθερή φωνή, με κοίταζε αποσβολωμένος και δεν έβγαζε άχνα, είχε μουγκαθεί εντελώς, είχε καταπιεί τη γλώσσα του. Ούτε να ζητήσει κάποιες εξηγήσεις, για ποιους λόγους φεύγω απ’ το γραφείο ή τι σκέφτομαι να κάνω στο μέλλον. Όχι βέβαια πως είχα καμία όρεξη να του πω. Δεν ήμουν υποχρεωμένος να δώσω λόγο για τίποτα και σε κανέναν. Όπως νομίζεις, μου είπε, αφού τελείωσα, μα καλύτερα να το ξανασκεφτείς. Ίσως πίστευε ότι η απόφασή μου πάρθηκε εν θερμώ και πως θα το ξανασκεφτόμουν πιο ψύχραιμα το θέμα και θα άλλαζα γνώμη.

Δεκαεφτά χρόνια στην ίδια καρέκλα δεν είναι και λίγα, μια ολόκληρη ζωή. Ο θείος μου βρήκε τη δουλειά. Ήταν φίλοι καρδιακοί και παλιοί συμμαθητές με το μεγάλο αφεντικό της επιχείρησης, πατέρα του τωρινού, από τα δύσκολα χρόνια της κατοχής, ψωμί κι αλάτι είχανε φάει μαζί, δεν μπορούσε να μην του κάνει τη χάρη και να με προσλάβει. Ήταν καλός άνθρωπος, πέθανε περίπου τον ίδιο καιρό με το θείο, ένα ή δύο χρόνια αργότερα, δεν θυμάμαι καλά, και ανέλαβε στο τιμόνι της εταιρείας ο γιος του. Μέχρι τότε είχα κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού, μα για τη θεία ήμουν πάντα αλητάμπουρας, ανεπρόκοπος, ακαμάτης και τεμπελχανάς. Ήταν έξυπνη γυναίκα. Έβλεπε ότι τα πάντα τα έκανα με μισή καρδιά, δίχως όρεξη και μεράκι για τίποτα. Δεν είχα σπουδάσει τίποτα το ιδιαίτερο, ούτε έμαθα μια τέχνη, και το λύκειο με τα χίλια ζόρια το τελείωσα. Από τότε μου άρεσε μόνο να παρατηρώ τους ανθρώπους, να διαβάζω και να γράφω, να πλάθω ιστορίες στη φαντασία μου, μα αυτές δεν μου δίναν λεφτά να φάω. Πάντως, ο θείος, σαν καλός δικηγόρος υπεράσπισης, έπαιρνε πάντοτε το μέρος μου. Άσε το παιδί ήσυχο, της έλεγε, ξέρει τι κάνει, στο τέλος θα βρει τον δρόμο του. Δέχτηκα τη θέση γιατί δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω. Εύκολη δουλειά γραφείου, δίχως μεγάλες απαιτήσεις, μόνο λίγα λογιστικά χρειάζονταν που μου τα έδειξαν στην πορεία. Η εταιρεία ασχολιόταν με γενικό εμπόριο, εισαγωγές και εξαγωγές προϊόντων, εκτελωνισμούς, μεταφορές, εκδόσεις τιμολογίων και παραστατικών, έπηξα στο χαρτομάνι, μα τουλάχιστον μετά το οχτάωρο ήμουν ελεύθερος να κάνω ότι γουστάρω. Κατά μία έννοια, είχα λύσει το οικονομικό μου πρόβλημα, τσοντάριζα για τα έξοδα του σπιτιού ότι μου αναλογούσε, έβαζα και δυο φράγκα στην άκρη. Ήμουν αξιοπρεπής και κύριος πλέον, σεβαστός στην κοινωνία, φρεσκοξυρισμένος, φορώντας πάντα καθαρό πουκάμισο. Μόνο το πρωινό ξύπνημα δεν κατάφερα ποτέ να συνηθίσω. Μα όποτε καμιά φορά αργούσα λιγάκι, το μεγάλο αφεντικό έκανε τα στραβά μάτια. Αργότερα, όταν ανέλαβε ο γιος του, έγινα πιο συνεπής και προσεκτικός. Δεν ήθελα να δίνω δικαιώματα στο κακομαθημένο μουρόχαυλο. Έτσι τουλάχιστον τον έβλεπα εκείνη την εποχή. Δεν είχε δει παπά κώλου, τα είχε βρει όλα στρωμένα και έτοιμα στη ζωή του και από πάνω μάς έκανε και τον έξυπνο. Δεν το χώνευα καθόλου το βουτυρόπαιδο.  

Όμως πλέον δεν υπήρχε λόγος να δουλέψω άλλο. Στη διαδρομή από το σπίτι μέχρι το γραφείο τα είχα σκεφτεί όλα με κάθε λεπτομέρεια. Η θεία είχε κάνει το κουμάντο της με κάμποσα λεφτουδάκια στην άκρη, θα μου έφταναν για την υπόλοιπη ζωή μου. Θα πουλούσα και το σπίτι, έπιανε καλή τιμή, και θα αγόραζα ένα υπόγειο είκοσι τετραγωνικών, μου ήταν αρκετό για να κρύψω την ύπαρξή μου απ’ τον υπόλοιπο κόσμο. Θα καταχώνιαζα κάπου τα φράγκα, θα το ‘παιζα πάμπτωχος και θα ζούσα με τα κοινωνικά επιδόματα αλληλεγγύης, τα λαϊκά συσσίτια του δήμου και την καλοσύνη των ξένων. Θα έκανα μετρημένη ζωή, λιτό βίο και δεν θα χρειαζόταν να ξαναδουλέψω, να ξαναγίνω σκλάβος, να ξυπνάω από τα άγρια χαράματα, να χαμογελάω ηλίθια, να φοράω καθαρό πουκάμισο, να σφίγγω το χέρι σε μπαγαπόντηδες και πονηράκηδες. Και θα είχα όλο το χρόνο δικό μου να κάνω τα γούστα μου, κυρίως να κάθομαι και να λιάζομαι στα παγκάκια και στις πλατείες. Και να χορταίνω ύπνο. Πλέον, είχα κάθε δικαίωμα στην ξάπλα και στην τεμπελιά, κι άσε τους άλλους να τρέχουν πανικόβλητοι πέρα δώθε. Τα άλογα της κούρσας, τα φαβορί για την πρώτη θέση. Εγώ, έτσι κι αλλιώς, δεν είχα μεγαλεπήβολα σχέδια για το μέλλον. Δεν θα παντρευόμουν, δεν θα έκανα οικογένεια και παιδιά, δεν θα αποκτούσα φήμη και κοινωνική καταξίωση, ήταν αργά πλέον για τέτοια επικίνδυνα άλματα. Δεν θα πρόκοβα στη ζωή μου, θα έμενα στάσιμος και ανεξεταστέος. Θα ζούσα μόνος, αποτραβηγμένος απ’ την κοινωνία και τους ανθρώπους, οι συναναστροφές μου θα περιορίζονταν στις ελάχιστες και μόνο στις απαραίτητες. Θα παραιτούμουν από όλα, μα σίγουρα θα έγραφα. Η τέχνη είναι η συνέχιση της ζωής με άλλα μέσα. Είχα πολλά να πω, μόνο για μένα, δεν χρειάζονταν άλλοι αναγνώστες, ούτε κριτικοί και εκδότες, τι να καταλάβουν όλοι αυτοί. Έτσι τα χρόνια θα περνούσαν ήρεμα, αργά και απαλά. Ίσως αργότερα να έβρισκα κι έναν άνθρωπο να ξεχειμωνιάσω, για τα άθλια και εξευτελιστικά γεράματα, αν έρχονταν. Μα όχι ακόμα, είναι πολύ νωρίς. Τώρα ήθελα να είμαι απόλυτα ελεύθερος, χωρίς δεσμεύσεις και υποχρεώσεις. Χωρίς ευθύνες και καθήκοντα απέναντι στους άλλους, παρά μόνο στον εαυτό μου.

                                                                   ***

Είχα φτάσει σχεδόν στο σπίτι όταν γύρισα το κεφάλι και τον είδα να με ακολουθεί. Με είχε πάρει από πίσω. Τάχυνα το βήμα μου, έκανε κι αυτός το ίδιο. Δεν συνήθιζε να περπατά. Ήταν άνθρωπος του καναπέ, της μάσας, της ξάπλας και του αυτοκινήτου. Καλοπερασάκιας και μαμάκιας με τα όλα του. Χαμογέλασα. Κοντόχοντρος σαν κουμπαράς, πλαδαρός σαν παραγεμισμένος λουκουμάς, είχε γίνει κατακόκκινος απ’ την προσπάθεια μη με χάσει απ’ τα μάτια του. Για μια στιγμή φοβήθηκα μην πάθει καμιά συγκοπή, σκάσει και σωριαστεί φαρδύς πλατύς στη μέση του δρόμου και το έχω βάρος στη συνείδησή μου. Ο ταλαίπωρος είχε και οικογένεια να θρέψει, παιδιά να μεγαλώσει. Σταμάτησα και με πλησίασε κάθιδρος, αγκομαχώντας. Τον κοίταξα βλοσυρά. Με παρακολουθείς; Θέλεις κάτι; Οι ερωτήσεις μου δεν είχαν καμία δόση εκνευρισμού ή τσαντίλας, απεναντίας κρατιόμουν να μη γελάσω. Ήθελε να μου ζητήσει συγνώμη και να πάμε κάπου να κουβεντιάσουμε. Δεν κατάλαβα το λόγο, δηλαδή τι είχαμε πλέον να πούμε εμείς οι δύο, μα τέλος πάντων δέχτηκα, απλά και μόνο από περιέργεια. Προσφέρθηκε να μου κάνει το τραπέζι, πείναγε ο κουράδας, δεν του κοβόταν εύκολα η όρεξη, ήταν βέβαια και η ώρα του φαγητού. Όχι, του είπα, για ένα καφέ μόνο και στα γρήγορα, γιατί είχα και δουλειές. Δεν ήθελα να τον βάλω σε περιττά έξοδα, ήξερα τι καρμίρης είναι, θα τον περίμενε και η γυναικούλα του, να φάει μαζί με τον λεβέντη της, τον κουβαλητή της, τον καραμπουζουκλή της, την κολώνα του σπιτιού της. Εντάξει, συμφώνησε με μισή καρδιά ανασηκώνοντας τους ώμους και με ακολούθησε.  

Καθίσαμε σε μια καφετέρια, έξω, με θέα τα δύο μεγάλα μπρούτζινα σιντριβάνια. Ήμασταν μόνοι μας, δεν είχε άλλο κόσμο. Παραγγείλαμε καφέδες, ανάψαμε τσιγάρα και βυθιστήκαμε σε μια αμήχανη μουγκαμάρα. Εκείνη την ώρα, καταμεσήμερο, η πλατεία ήταν σχεδόν άδεια, δεν κυκλοφορούσε ψυχή, τα περίπτερα χωρίς πελάτες και στο κάτω μέρος οι ταξιτζήδες παραταγμένοι στη σειρά βαρούσαν κι εκείνοι μύγες στον αέρα. Λοιπόν; Τι θέλεις να μου πεις; Έσπασα πρώτος τη σιωπή. Το πρώην αφεντικό μου άρχισε να κομπιάζει, να μασάει τα λόγια του, σχεδόν τραύλιζε, δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Σταμάτησε, ξεροκατάπιε, ήπιε λίγο νερό απ’ το ποτήρι του, πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε ξανά, αυτή τη φορά κάπως καλύτερα. Δεν ήθελε να φύγω από τη δουλειά, είπε, να τον εγκαταλείψω. Με θεωρούσε δικό του άνθρωπο, το δεξί του χέρι, φίλο του, ότι μπορούσε να με εμπιστευτεί, να βασιστεί πάνω μου σε μια δύσκολη στιγμή. Με είχε ανάγκη. Τόσα χρόνια μαζί δεν μπορούσα να τα διαγράψω έτσι ξαφνικά με μια μονοκοντυλιά. Σαν να μιλούσε στον συνεταίρο του. Και ότι είχε συμβεί κάποτε μεταξύ μας, αν κι έχει περάσει πολύς καιρός από τότε, δεν ήταν λίγο, τουλάχιστον αυτός δεν το ‘χε ξεχάσει. Ξαφνικά το γύρισε αλλού. Μιλούσε τρέμοντας για πράγματα παλιά και λησμονημένα, καλυμμένα από μετάνοιες, όρκους σιωπής και πέπλα λήθης. Άρχισε πάλι να κομπιάζει και να τραυλίζει. Σταμάτησε, δεν μπορούσε να μιλήσει άλλο, του κοβόταν η αναπνοή, βαριά και ακανόνιστη, κάθε προσπάθεια θα ήταν αποτυχημένη και μάταιη. Έπρεπε πρώτα να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του. Δύσκολο πράγμα, ακατόρθωτο. Τουλάχιστον εκείνες τις στιγμές μού φάνηκε ειλικρινής, ευάλωτος και ανθρώπινος. Τα μάτια του, άλλοτε πονηρά και ακάθαρτα, είχανε τώρα γεμίσει με αλμυρά νερά, έτοιμα να ξεχειλίσουν. Το χέρι του πλησίασε αργά το δικό μου. Μόλις ένιωσα τα ιδρωμένα του δάχτυλα να με ακουμπούν, τραβήχτηκα με αηδία, απότομα, σαν να με είχε διαπεράσει ηλεκτρικό ρεύμα.  

Τι πήγε και θυμήθηκε τώρα, αυτά είχαν γίνει στην αρχαιότητα, στην εποχή των δεινοσαύρων, αποτελούσαν προϊστορία. Απ’ την αρχή, απ’ την πρώτη φορά που τον είδα, δεν μου γέμισε το μάτι για πολύ άντρας. Τον κατάλαβα αμέσως, κρυφαδερφή του κερατά. Όμως, δεν ήταν του γούστου μου. Από τότε είχε τα χάλια του, ήμασταν και συνομήλικοι, εμένα μου άρεσαν πάντα οι μικρότεροι, μα τελικά αποδείχτηκα πολύ σαβούρης και έκανα το ψυχικό. Βέβαια, ήταν ο γιος του αφεντικού, έπρεπε να προσέχω, να φυλάγομαι, να κρατάω τις απαραίτητες αποστάσεις. Μα μου έπαιζε στενό μαρκάρισμα, δίχως να φοβάται μην τον εκθέσω. Όποτε συναντιόντουσαν τα βλέμματά μας έλιωνε από λαγνεία. Και όλο παινέματα και γλυκόλογα. Και κάποια δήθεν τυχαία και ασυναίσθητα αγγίγματα. Μπροστά στους άλλους ήταν προσεκτικός, μα κάτι είχαν αρχίσει να ψυλλιάζονται, πίσω από την πλάτη μας ήταν όλο γελάκια και νοήματα. Εκείνη την εποχή ήταν ήδη αρραβωνιασμένος με τη μέλλουσα γυναίκα του, δεν ήθελε να δίνει δικαιώματα, ειδικά στο χώρο της δουλειάς, μα δεν μπορούσε να συγκρατηθεί, πρέπει να είχε πάθει την πλάκα του μαζί μου. Όταν πήγαινα στο γραφείο του κι έκλεινε την πόρτα, γινόταν πιο εκδηλωτικός. Τελικά, δεν ξέρω γιατί, έκανα την ανάγκη φιλοτιμία και υπέκυψα. Όχι εκβιαστικά, το ήθελα, μα έτσι κι αλλιώς η πρώτη φορά έγινε κάπως ξαφνικά. Ήταν Παρασκευή μεσημέρι, τέλος της εβδομάδας. Οι υπόλοιποι συνάδελφοι είχαν φύγει νωρίτερα, μάλλον εκείνος τους είχε διώξει με διάφορα προσχήματα. Κλείδωσε την εξώπορτα και με φώναξε στο γραφείο του. Ήξερα ότι θα παιζόταν φάση με τον μπούλη, είχε έρθει η ώρα της μεγάλης κρίσης, μα όχι και τι ακριβώς. Ήμουν πολύ περίεργος να μάθω. Όταν μπήκα μέσα το βλέμμα του καρφώθηκε στο επίμαχο σημείο ανάμεσα στα σκέλια. Απέφυγε να με κοιτάξει στα μάτια, μάλλον από ντροπή. Του έτρεχαν τα σάλια. Με πλησίασε αναψοκοκκινισμένος, μου τον έπιασε, ξεκούμπωσε βιαστικά το παντελόνι μου, γονάτισε μπροστά μου, γαντζώθηκε απ’ τα πόδια μου και τον πήρε στο στόμα του. Τον πιπίλιζε για ώρα, αναστενάζοντας βαριά από κάβλα σαν να τον γαμούσαν δέκα αράπηδες στη σειρά. Τελικά μόνο αυτό ήθελε, να με τσιμπουκώσει. Δηλαδή, τόση φασαρία για το τίποτα. Είχε βγάλει και τον δικό του και τον έπαιζε. Του χαστούκιζα τα μάγουλα, του τραβούσα τα μαλλιά και του άρεσε. Με είχε φτιάξει ο παλιόπουστας, μου τον είχε κάνει πέτρα. Μετά από λίγο έχυσα μέσα στο στόμα του, τα κατάπιε όλα. Τελείωσε κι αυτός μαζί μου, αφήνοντας ένα μεγάλο γκρίζο λεκέ στην πανάκριβη μοκέτα του δαπέδου.  

Αυτό λοιπόν ήθελε το μικρό αφεντικό απ’ τον καινούργιο υπάλληλο του γραφείου, μια ωραία πίπα στο τέλος της εβδομάδας για χαλάρωση από την πίεση της δουλειάς και για να πάει καλά το σαββατοκύριακο. Δεν είχα ιδιαίτερο πρόβλημα, μόνο που μια δυο φορές που ήθελα να του γαμήσω και τον κώλο, αρνήθηκε. Δεν ήθελε. Δεν το ‘χε ξανακάνει και δεν του άρεσε, δικαιολογήθηκε η μυξοπαρθένα του κερατά. Και πώς το ήξερε, σκέφτηκα, αφού αυτός το παραδέχθηκε, δεν είχε δοκιμάσει, μα δεν έδωσα συνέχεια, ούτε και τον πίεσα περισσότερο, δεν με έπαιρνε άλλωστε, ήταν ο γιος του εργοδότη μου. Μετά από λίγο καιρό παντρεύτηκε, έκανε κι ένα παιδάκι, μα το τσιμπούκι της Παρασκευής δεν κόπηκε. Μου έγινε και αύξηση μισθού, χωρίς να το ζητήσω. Μεσολάβησε ο ίδιος στον μπαμπάκα του. Δεν ξέρω τι του είπε, πώς το δικαιολόγησε. Μάλλον εκτιμήθηκε η εργατικότητά μου, η αγόγγυστη υπερωριακή μου απασχόληση, ακόμα και σε ζητήματα πέρα από τα τυπικά μου καθήκοντα, μα περισσότερο από όλα η εχεμύθειά μου. Ήμουν τάφος, δεν είπα τίποτα σε κανέναν, ούτε καν κάποιο πικάντικο σχόλιο δεν μου ξέφυγε για κείνον. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχα πολλά πάρε δώσε με τους συναδέλφους μου, και ιδιαίτερα μετά το τέλος της εργασίας. Έτσι τα χρόνια περνούσαν μέσα στη ρουτίνα και τη συνήθεια. Πέθανε και το μεγάλο αφεντικό και την επιχείρηση ανέλαβε ο γιος. Τότε το πράγμα στράβωσε. Ο μικρός αποδείχτηκε καθικάκι πάνω στη δουλειά, ήθελε να το παίξει σκληρός και αυστηρός, τουλάχιστον στην αρχή που ανέλαβε, από ανασφάλεια ίσως, για να μην του πάρουμε δήθεν τον αέρα, έτσι τουλάχιστον θα νόμιζε, γιατί σε γενικές γραμμές δεν διέθετε και καμία στιβαρή προσωπικότητα για να εμπνεύσει το σεβασμό. Βέβαια, μετά από τόσα χρόνια δίπλα στον μπαμπά του είχε μάθει τη δουλειά, θέλοντας και μη, μα ήταν και λίγο παιδί της φάπας και της καρπαζιάς. Για αυτό κι έπρεπε κάπως να τον φοβηθούμε. Από μένα όμως απαιτούσε ακόμα, κανονικά και με τον νόμο, τις έξτρα υπηρεσίες μου. Τις έδινα, και μάλιστα αφιλοκερδώς, μα κατά τα άλλα τον έγραφα στα αρχίδια μου. Πλέον,  κάτι είχε σπάσει μέσα μου, ήθελα να τελειώσει το παραμύθι.

Μια Παρασκευή μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και δεν άντεξα, του τα ‘πα χύμα και τσουβαλάτα. Τον στρίμωξα στη γωνιά, τον έπιασα απ’ τον γιακά κι έβγαλα το άχτι μου. Του έσουρα πολλά και διάφορα, όλα όσα με έπνιγαν εκείνο τον καιρό και ξεθύμανα για τα καλά. Έχεις γίνει και πολύ μαλάκας, τελευταία, κατάντησες περίγελο, όλοι γελάνε με τα χάλια σου, τις παράνοιες και τις ιδέες μεγαλείου που σου έρχονται κάθε λίγο και λιγάκι. Μας τα παρασκότισες τα αρχίδια, καραγκιόζη. Δεν ξέρω τι θέλεις να αποδείξεις, αλλά να κάτσεις να τα βρεις με τον εαυτό σου, παλιομαλάκα. Κατά βάθος, φοβάσαι και τον ίσκιο σου, τρέμεις ολόκληρος, κακομοίρη. Κι αν θέλεις γλειφιτζουράκι, μπέμπη μου, θα το πληρώνεις επιπλέον και ακριβά. Σκύλιασε απ’ το κακό του, σαν να του έπαιρνες το αγαπημένο του παιχνίδι. Μάλλον είχε συνηθίσει να βάζει πάντα τους δικούς του όρους και κανείς να μην του λέει όχι. Προσπάθησε να με χουφτώσει, μα τον απέφυγα. Του έδωσα ένα δυνατό χαστούκι και τον ξάπλωσα μπρούμυτα πάνω στο γραφείο του. Τον ξεβράκωσα κι έχωσα με δύναμη δυο δάχτυλα στον άπλυτο βρωμόκωλό του. Ούρλιαξε απ’ τον πόνο, μα δεν ξέρω στα σίγουρα, μπορεί και να του άρεσε. Έτσι είναι καλά; Τον ρώτησα μα δεν πήρα απάντηση. Είχε μια λευκή, γυναικεία, παχουλή και αφράτη κωλάρα που με ερέθισε ακαριαία. Εκείνη την εποχή καύλωνα με το παραμικρό.  Του τον έχωσα βαθιά, δίχως σάλιο, του γαμημένου, για να μάθει, με μοναδικό λιπαντικό το σκατουλί του, σπρώχνοντας και βαρώντας με δύναμη τα καπούλια του και λέγοντας διάφορα προστυχόλογα. Πάρ’ τα γαμημένο αφεντικό για να μη στα χρωστάω. Πάρ’ τα μουνόπανο, ξεκολιάρη, όλα δικά σου. Μετά από λίγο έχυσα μέσα στην τρύπα του, ντύθηκα και βγήκα απ’ το γραφείο δίχως να πω κουβέντα. Από κείνη την μέρα ψυχρανθήκαμε. Δεν τόλμησε να με απολύσει, μα η σχέση μας έγινε πλέον καθαρά επαγγελματική. Δεν με ξανατσιμπούκωσε, δεν ξαναπιπίλισε το πουλάκι μου, ούτε ξανάπιε φρέσκο θρεπτικό γαλατάκι.   

Είχε πει αυτά που ήθελε και τώρα είχε ηρεμήσει κάπως, περιμένοντας μια απάντηση. Πραγματικά κρεμόταν απ’ τα χείλη μου. Με κοιτούσε παρακαλεστά, όπως το σκυλάκι το αφεντικό του ή σαν κλαμένο μουνί, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω ακριβώς. Γέλασα με τη λυπημένη του φάτσα, ήταν να τον κλαίνε οι ρέγγες, και προσπάθησα να τον εμψυχώσω κάπως, να ξαναγίνει ο εαυτός του, γιατί τα είχε τελείως χαμένα. Κοίταξε να δεις, του είπα, δεν έχω κάτι προσωπικό μαζί σου, μάλιστα μου είσαι αρκετά συμπαθής, και ότι έγινε τότε περασμένα ξεχασμένα. Μα τώρα έχω άλλα σχέδια για τη ζωή μου. Δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσω να δουλεύω, πλέον είμαι ευκατάστατος, αυτοσαρκάστηκα. Βαρέθηκα τόσα χρόνια να κάθομαι σε μια καρέκλα και να μουτζουρώνω χαρτιά. Κουράστηκα να ξυπνάω από τα άγρια χαράματα. Θέλω να με καταλάβεις, δεν είναι προσωπικό το ζήτημα. Και ουδείς αναντικατάστατος, που λένε, κάποιον άλλον θα βρεις για το πόστο μου στην εταιρεία. Και τα παλιά μην τα σκαλίζεις, ότι έγινε, πάει, πέρασε, ο καθένας πλέον έχει τραβήξει το δρόμο του. Κοίταξε τη δουλειά και την οικογένειά σου και άσε με εμένα. Δεν ήθελα να του πω ότι το θεωρούσα ένα ασήμαντο περιστατικό στην πλούσια και ευφάνταστη ερωτική μου ζωή γιατί σίγουρα θα πληγωνόταν ακόμα πιο πολύ. Μάλλον δεν με είχε ξεπεράσει ο καημένος, μα δεν μπορούσα να τον βοηθήσω, έπρεπε να το πάρει απόφαση, ότι μάλλον δεν θα με ξανάβλεπε, παρά μόνο στον ύπνο του και τις ερωτικές του φαντασιώσεις. Εντάξει, μου είπε με μισή καρδιά, όπως νομίζεις, μα αν με χρειαστείς κάτι, έλα να με βρεις, η πόρτα μου θα είναι πάντα ανοιχτή για σένα. Τον ευχαρίστησα και σηκώθηκα να φύγω. Είχε πάει απόγευμα, σουρούπωνε σιγά σιγά. Μια χάρη μόνο, μου είπε. Πάμε για λίγο στην τουαλέτα. Έτσι, για τον τελευταίο αποχαιρετισμό. Εντελώς τυχαία, ήταν Παρασκευή.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου