Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

ΣΥΝΩΣΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΜΕΤΡΟ

Δεν το χρησιμοποιεί, πλέον, ούτε άλλα μέσα μαζικής μεταφοράς, λεωφορεία και τρόλεϊ, ούτε αυτοκίνητο έχει. Οι διαδρομές του είναι κοντινές και σύντομες, τις διασχίζει με τα πόδια, αργά και βαριεστημένα, χαζεύοντας τα ψηλά κτίρια, τους τιγκαρισμένους δρόμους και τους βιαστικούς ανθρώπους. Τελευταία, δεν δουλεύει, είναι αργόσχολος, ούτε μεγαλώνει παιδιά, δεν βιάζεται, έχει μπόλικο χρόνο για πέταμα, δεν απομακρύνεται ποτέ απ’ τη γειτονιά του, δεν έχει σοβαρούς λόγους να το κάνει, έτσι κι αλλιώς, τόσα χρόνια περπάτησε όλο το κέντρο της πόλης, το γνωρίζει απέξω και ανακατωτά, κάθε του γωνιά, τις πιο ύποπτες κυρίως, τις μεταμεσονύκτιες, τίποτα δεν μπορεί να τον εκπλήξει, να τον ξαφνιάσει, να τον τρομάξει, όλα αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν, οι μόδες κάνουν κύκλους, πάνε κι έρχονται, οι χαμένες γενιές των νεολαίων μεγαλώνουν προβλέψιμα, εναλλακτικά ή συντηρητικά, δεν έχει σημασία, όμως ένας ζωολογικός κήπος είναι πάντα άξιος παρατήρησης και στοχασμού, ο σκοπός είναι να βγαίνουν τα σωστά συμπεράσματα.

Σήμερα μπήκε κατ’ εξαίρεση, λόγω της περίστασης, της ανάγκης που δεν σήκωνε αναβολή. Ο σκοπός ήταν ιερός, να πάει στον συμβολαιογράφο και να υπογράψει την αγοροπωλησία του ακινήτου. Το γραφείο του ήταν λίγο μακριά, θα μπορούσε να πάρει ταξί, να είναι πιο άνετα, μα δεν το ρίσκαρε, οι δρόμοι είναι πάντα μποτιλιαρισμένοι, μπορεί και να μην έφτανε ποτέ στον προορισμό του. Ίσως μπήκε πάλι στο μετρό, μετά από τόσο καιρό, από νοσταλγία. Να στριμωχτεί μέσα στην ακίνητη μάζα. Να μυρίσει ξανά τους ανθρώπους, την ανάσα και τα αρώματά τους, να τους αγγίξει απαλά και ανεπαίσθητα, να τον σπρώξουν λίγο για να περάσουν, να ακούσει τις ιστορίες, τους τσακωμούς και τα παράπονά τους για τη ζωή, να παρατηρήσει τα κουρασμένα τους πρόσωπα, μα και τα όμορφα, τα πιο νεανικά. Να μαντέψει το μέλλον και το παρελθόν τους. Πώς θα μοιάζουν μετά από δεκαεφτά χρόνια, αν τους ξαναδεί, αν ζουν, αν κι εκείνος υπάρχει.

Τέτοια ώρα έχει πάντα συνωστισμό, το θυμάται από παλιά, γίνεται το αδιαχώρητο, είναι φίσκα, τίγκα στην ανθρωπίλα, όλοι πηγαίνουν στις δουλειές τους, ξυπνούν πρωί, από τα άγρια χαράματα, τρέχουν και δεν φτάνουν, σε ποιον να πουν τον πόνο τους και ποιος να τους παρηγορήσει, όλα καλά, λένε, τουλάχιστον έχουμε δουλειά, εργασία και χαρά, στο τέλος του μήνα θα πληρωθούμε, και το βράδυ κάποιος θα μας περιμένει στο σπίτι, τους πιο τυχερούς, πρέπει να είναι υποχρεωτικά αισιόδοξοι, να έχουν θετική σκέψη, να χαμογελούν, να βρίσκουν λόγους για να αντέξουν και την σημερινή μέρα. Στις στάσεις μπαίνει κόσμος, ελάχιστοι βγαίνουν, αναρωτιέται πού πάνε όλοι αυτοί, που θα κατέβουν. Είναι εγκλωβισμένος κάπου στη μέση, κοντά στην πόρτα. Έχει συνέχεια του μυαλό του στο πορτοφόλι, κάθε τόσο ψαχουλεύει την τσέπη του για να σιγουρευτεί, το άλλο του χέρι μόνιμα κρεμασμένο στην χειρολαβή. Είναι προσεχτικός. Κοιτάζει γύρω του και κόβει φάτσες, δεν βλέπει κάτι το απειλητικό, το επικίνδυνο.  Όλοι καθημερινοί και συνηθισμένοι άνθρωποι που απλά πηγαίνουν στις δουλειές τους. Όπως και ο ίδιος, έστω και κατ’ εξαίρεση. Σήμερα νιώθει λίγο πιο κανονικός.

Μπροστά του σφηνώνεται μία παχουλή μεσόκοπη κυρία που θέλει να βγει. Δεν φταίει αυτός, εκείνη ήρθε και κόλλησε πάνω του. Μυρίζει όμορφα, μα η ώρα δεν είναι κατάλληλη για άσκοπους ερεθισμούς. Προσπαθεί να αποφύγει τις δυσάρεστες περιπλοκές. Κάνει μισό βήμα παραπίσω και κολλάει σε έναν νεαρό, η μπροστινή τον ακολουθεί και τον σφηνώνει ακόμα χειρότερα. Έχει γίνει σάντουιτς με μουστάρδα και κέτσαπ, τα ζουμιά έχουν αρχίσει να τρέχουν. Κοιτάζει με απόγνωση πίσω του. Εκείνος μοιάζει με φοιτητή και του χαμογελά, είναι γεμάτο, του λέει, πρέπει να κάνουμε υπομονή. Εικοσάρης, στον ώμο έχει κρεμασμένο ένα σάκο, πηγαίνει στη σχολή του για μάθημα. Μένει ακίνητος, δεν υπάρχει τρόπος αντίδρασης και διαφυγής, ο συρμός τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, μα μετά από λίγο οι στενές επαφές τον έχουν ερεθίσει. Μπελάδες πρωινιάτικα. Έχει κατεβάσει και το άλλο χέρι, ψαχουλεύει και χαϊδεύει μπρος πίσω στα τυφλά. Όλοι μένουν σιωπηλοί στη θέση τους, κανένας δεν αντιδρά, δεν φωνάζει, δεν διαμαρτύρεται. Σαν σαρδέλες παστές, πλακωμένες η μία δίπλα και πάνω στην άλλη. Είναι μαρτύριο που πρέπει να τελειώσει. Σήμερα για αλλού ξεκίνησε και αλλού πάει, και είναι ακόμα πολύ πρωί για επικίνδυνες παρεκκλίσεις, για έκνομες παρεκτροπές.

Έχει κάμποσες στάσεις ακόμα για να φτάσει στον προορισμό του, μα δεν αντέχει άλλο, πνίγεται, είναι αναστατωμένος, του έχει κοπεί η ανάσα, αισθάνεται ίλιγγο, ζαλίζεται, παραπατά, είναι έτοιμος να σωριαστεί χάμω, χρειάζεται να τον φυσήξει φρέσκος καθαρός αέρας. Το μετρό σταματά, ανοίγουν οι πόρτες, σπρώχνει τη χοντρή από μπροστά του και πανικόβλητος βγαίνει απ’ το βαγόνι τρέχοντας. Εκείνη παραμένει ατάραχη και διάφορη, δεν έδειξε να ενοχλείται. Ανεβαίνει τις κυλιόμενες σκάλες, περπατά βιαστικά στο πεζοδρόμιο, περνά μπροστά απ’ τη βουλή και τους μπάτσους που τη φυλάνε και χώνεται στον εθνικό κήπο, βαθιά μέσα στα πυκνά φυλλώματα. Μόλις έχει ανοίξει και είναι άδειος. Στηρίζεται στον κορμό ενός δέντρου, κλείνει τα μάτια, ξεκουμπώνεται και βλέπει τον νεαρό φοιτητή μέσα στο μετρό σε άσεμνες στάσεις και πράξεις, ευτυχώς κανένας δεν τους παίρνει χαμπάρι, όλα γίνονται χαμηλά, κάτω από τη μέση, μετά από λίγο τελειώνει, αδειάζει, εκτονώνεται, ικανοποιείται και ανακουφίζεται. Απρόσμενο, αναπάντεχο, απρόσκλητο και πρωτόγνωρο, μα ήταν ωραίο και θα του μείνει αξέχαστο. Όσο ζεις, μαθαίνεις, που λένε, οι συγκινήσεις είναι ανεξάντλητες, αρκεί να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά, όλες σου τις αισθήσεις σε πλήρη εγρήγορση και επιφυλακή.

Παρ’ όλα αυτά, νιώθει άσχημα και ενοχικά που δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί, παραλίγο να ξεφτιλιστεί, μεγάλος άνθρωπος, ακόμα τρέμει, δεν έχει συνέλθει από την ταραχή. Δεν είναι επαγγελματίας κολλητηριτζής, δεν το κάνει συστηματικά, δεν έχει μέθοδο, δεν του αρέσει να εφάπτεται άσκοπα με τους ανθρώπους, απλά σήμερα προέκυψε εκτάκτως, αναγκάστηκε, βιάστηκε. Η χοντρή μπροστά του έφταιγε. Ευτυχώς, ο φοιτητής ήταν καλό παιδί, δεν αντέδρασε, δεν φώναξε, έδειξε κατανόηση, μπορεί και να του άρεσε, ή απλά να ξαφνιάστηκε, να σοκαρίστηκε, ή να σκεφτόταν τα δικά του, να ήταν στον κόσμο του και να μην κατάλαβε τη έγινε, όταν άρχισε να τον χαϊδεύει χαμηλά, να τον αγγίζει απαλά κάτω από τη μέση. Τον διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα χαμηλής τάσης, μούδιασε ευχάριστα, λιγώθηκε. Τέτοιες ασελγείς πράξεις πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά απ’ τον νόμο, όχι επειδή προσβάλουν ή βιάζουν το θύμα, αλλά γιατί το φέρνουν σε δύσκολη θέση, το αγχώνουν, το βγάζουν εκτός εαυτού, εκτός προγράμματος, το τρελαίνουν, το πιέζουν να βρει επειγόντως ένα τρόπο να σβήσει την ξαφνική έξαψη, του δημιουργούν αναστάτωση και ανάγκη για άμεση ικανοποίηση, που δεν είναι πάντα διαθέσιμη και εύκολη.    

Κάθεται σε ένα παγκάκι, κάνει τσιγάρο και ηρεμεί, χαλαρώνει, η καρδιά του μπαίνει πάλι στη θέση της, παύει να χτυπά δυνατά και ακανόνιστα, επανέρχεται στους φυσιολογικούς της ρυθμούς. Παρ’ όλο που έχει βγει ο ήλιος για τα καλά, το ξύλο είναι ακόμα νωπό απ’ την νυχτερινή υγρασία. Τόση ώρα είχε ξεχάσει το πορτοφόλι του, ψάχνει στην τσέπη του με αγωνία, ευτυχώς βρίσκεται στη θέση του. Είναι τυχερός, εδώ από μια στιγμιαία απροσεξία και μπορεί να γίνει η ζημιά. Χτυπάει το τηλέφωνο, στην άλλη άκρη της γραμμής είναι ο συμβολαιογράφος, τον ρωτάει πού βρίσκεται, έχει αργήσει στο ραντεβού, οι αγοραστές του σπιτιού είναι εκεί και τον περιμένουν για να βάλουν τις υπογραφές. Δεν κατάλαβε πώς πέρασε η ώρα, τα χάνει και αναγκάζεται να πει ψέματα. Οι δρόμοι είναι τίγκα, έχει σφηνώσει στη μέση του πουθενά, σκληρό κολλητήρι, δικαιολογείται ψύχραιμα και παραδόξως ακούγεται πιστευτός. Καλά δεν το ‘ξερε; Έπρεπε να πάρει το μετρό, τον μαλώνει φιλικά ο άλλος. Τότε σίγουρα θα ήταν στην ώρα του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου