Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2025

Ο ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ (ΓΙΑ ΑΣΗΜΑΝΤΗ ΑΦΟΡΜΗ)

Βρήκα το σημείωμα του ξάδερφου καρφιτσωμένο έξω από την πόρτα μου. Μάλλον κολλημένο με ζιλοτέιπ ήταν. Δεν ξέρω ποιος του έδωσε την διεύθυνση. Υποπτεύομαι την αδερφή του. Εκείνη ήξερε πολύ καλά πού μένω. Τελευταία είχαμε περάσει κάμποσες όμορφες βραδιές μαζί. Μετά βαρεθήκαμε και χωρίσαμε τα τσανάκια μας. Ήταν και μπλεγμένη σε κάτι βρομοδουλειές. Παλιό απωθημένο από τα χρόνια της εφηβείας. Μα μόλις μου ‘φυγε η μεγάλη κάψα την σχόλασα κι αυτή κι ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του. Το χαρτί ήταν τσαλακωμένο και κακογραμμένο. Έλεγε πως μόλις βγήκε από την φυλακή κι ήθελε επειγόντως να με δει. Στο τέλος είχε γράψει και το κινητό του τηλέφωνο.

Άλλοι μπελάδες στο κεφάλι μου σκέφτηκα. Πού ξεφύτρωσε πάλι αυτός από το πουθενά. Θυμόμουνα την φάτσα του αχνά και σίγουρα θα έχει αλλάξει πολύ. Είχα να τον δω σχεδόν σαράντα χρόνια. Από τότε που ήμασταν παιδιά. Οι μανάδες μας ήταν αδερφές. Δεν ήταν κακός χαρακτήρας μα δεν ταιριάζαμε και δεν κάναμε πολλή παρέα. Ήταν λίγο κλειστός και μονόχνοτος. Στην κοσμάρα του και πάντα σκεφτικός. Δεν γελούσε εύκολα. Όταν στα δώδεκα τον έκλεισαν στο αναμορφωτήριο πρέπει να απόγινε. Αν και δεν είμαι σίγουρος. Από τότε έχασα τα ίχνη του. Το μόνο που έμαθα ήταν ότι όταν μεγάλωσε και ενηλικιώθηκε με το καλό πήρε με τη σειρά όλα τα ευαγή ιδρύματα της κρατικής μέριμνας και συμμόρφωσης. Φυλακή τρελάδικο και τα ρέστα.

Σκότωσε με ένα κουζινομάχαιρο τους γονείς του την ώρα που κοιμόντουσαν. Πάπαλα ο θείος και η θεία. Ωραίος θάνατος και ούτε που το κατάλαβαν. Χάλασε ο κόσμος απ’ το διπλό φονικό ενός ανήλικου παιδιού. Πρωτοφανές στα χρονικά. Ταράχτηκε η μικρή μας πόλη σαν να έγινε σεισμός. Οι εφημερίδες έγραψαν τις γνωστές τους βλακείες. Για ασήμαντη αφορμή και ότι πηγαίνει η νέα γενιά στον γκρεμό και τον όλεθρο. Δεν έμαθα τους βαθύτερους λόγους και τα πραγματικά αίτια. Στο σπίτι δεν κουβεντιάζαμε το γεγονός. Για κάμποσο καιρό έπεσε βαρύ πένθος και βουβαμάρα. Μα κι εγώ σεβάστηκα τον πόνο των γονιών μου και πλέον δεν έκανα αδιάκριτες ερωτήσεις. Έγινα απέναντί τους πιο προσεχτικός. Με τα χρόνια το ζήτημα ξεχάστηκε και το κάλυψε η σκόνη του χρόνου. Μα και την ξαδέρφη που ρώτησα πρόσφατα κι εκείνη απέφυγε να μου απαντήσει. Δεν ήξερε ή μάλλον δεν ήθελε να ξύσει παλιές πληγές. Τώρα είχε τα δικά της προβλήματα που έπρεπε να φέρει βόλτα. Γι’ αυτό και δεν επέμεινα. Το μόνο που μου είπε ήταν πως κι αυτή στο τσακ την γλύτωσε. Παρά τρίχα και θα βρισκόταν στα θυμαράκια πριν την ώρα της.

Τον πήρα τηλέφωνο και βρεθήκαμε. Τρομάξαμε να γνωριστούμε. Οι πρώτες στιγμές ήταν αμήχανες με έναν κόμπο στο λαιμό. Οι λέξεις έβγαιναν με δυσκολία. Με τα πολλά μου ζήτησε να τον φιλοξενήσω για λίγο καιρό μέχρι να ορθοποδήσει και να δει τι θα κάνει. Να βρει και καμιά δουλειά. Τόσα χρόνια μπαινόβγαινε μα τώρα δεν ήξερε πού αλλού να πάει. Οι φίλοι του ήταν φευγάτοι από καιρό. Οι συγγενείς δεν ήθελαν να τον δουν ούτε ζωγραφιστό. Και με το δίκιο τους. Μα κι η αδερφή του δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Ήταν κι εκείνη μέσα για ναρκωτικά και κάτι άλλα ψιλά. Ήρθα σε δύσκολη θέση μα στο τέλος του είπα εντάξει. Χάρηκε και βουρκωμένος έπεσε στην αγκαλιά μου. Ήμουν η τελευταία του ελπίδα είπε και παραλίγο να βάλει τα κλάματα. Ξαφνιάστηκα. Δεν το περίμενα. Όταν συνήλθε κάπως και ηρέμησε του ζήτησα μια χάρη. Αν μπορούσε και δεν του ήταν δύσκολο. Ήθελα να μάθω τι έγινε εκείνη τη μαύρη μέρα πριν από σαράντα χρόνια. Εντάξει μου είπε. Κανένα πρόβλημα. Τα θυμόταν όλα πολύ καλά. Πώς μπορούσε να τα ξεχάσει. Χρόνια ολόκληρα στον ύπνο του έπαιζε ο ίδιος ολοζώντανος εφιάλτης. Και δεν τα ‘χε πει από τότε σε κανέναν. Ούτε σε ψυχολόγους ούτε σε ανακριτές. Ούτε καν στους εισαγγελείς και τους δικαστές την μέρα της δίκης. Δεν υπερασπίστηκε τον εαυτό του. Έμεινε τελείως σιωπηλός και ανέκφραστος. Μουγγός. Όσο κι αν επέμεναν και τον φοβέριζαν. Τώρα είχε έρθει η ώρα να τα βγάλει από μέσα του και να ξαλαφρώσει.

Εκείνο το μοιραίο βράδυ ο πατέρας γύρισε αργά απ’ το καφενείο και ήταν και κάπως πιωμένος. Η μαμά είχε στρωμένο το τραπέζι και τον περιμέναμε να φάμε. Κάναμε τον σταυρό μας κι αρχίσαμε να τρώμε αμίλητοι. Όταν άρχισε να ρουφάει δυνατά την καυτή σούπα του τσαντίστηκα. Έτσι την απολάμβανε μα  μου ‘σπαγε τα νεύρα και μου ‘κοβε την όρεξη. Μου χάλαγε την διάθεση και περίμενα πότε θα τελειώσει για να σηκωθώ απ’ το τραπέζι και να πάω να κλειστώ στο δωμάτιό μου. Και δεν τολμούσα να του πω τίποτα. Ήταν αυστηρός και απότομος απέναντί μου. Εδώ όποτε ξεχνιόμουν και τον φώναζα μπαμπά γινόταν άγριο θηρίο και μου ‘βαζε τις φωνές. Απ’ την αδερφή μου το δεχόταν ενώ από μένα όχι. Ήθελε να τον λέω πατέρα και μάλιστα με σεβασμό. Η μαμά τον φοβόταν κι έπαιρνε πάντα το μέρος του. Κι όποτε με χτυπούσε με την πέτσινη ζωστήρα για ασήμαντες αφορμές εκείνη ποτέ δεν έμπαινε στην μέση να με υπερασπιστεί. Προσπαθούσα να μην κλάψω μα δεν τα κατάφερνα πάντα. 

Όταν τελειώσαμε το φαγητό η μαμά μάζεψε το τραπέζι κι έφερε τον κουμπαρά. Ήταν γεμάτος και είχε έρθει η ώρα να τον σπάσουμε. Ο μπαμπάς μάζευε τα κέρματα για την δουλειά του. Δούλευε υπάλληλος σε ψιλικατζίδικο και τα χρειαζόταν. Μάλλον ήταν εντολή του αφεντικού του. Ήταν πλαστικός κι έγινε δέκα κομμάτια. Τότε φάνηκε το τσιμπιδάκι. Με αγριοκοίταξε κι εγώ έγινα κατακόκκινος σαν παντζάρι. Με είπε παλιοκλέφτη κι αμέσως έβγαλε την λουρίδα απ’ τη παντελόνι του. Άρχισε να με δέρνει. Με χτυπούσε στην μέση και στα πόδια. Οι άλλες είχαν ζαρώσει τρομαγμένες σε μια γωνιά και έβλεπαν. Εκείνη τη φορά ήμουν θυμωμένος και δεν έκλαψα. Συγκρατήθηκα ηρωικά. Σταμάτησε όταν κουράστηκε. Μάζεψε αμίλητος τα κέρματα απ’ το τραπέζι και τράβηξε την μαμά απ’ το χέρι. Πήγαν και κλείστηκαν στην κρεβατοκάμαρα. Ούτε καληνύχτα δεν μας είπαν. Μετά από λίγο ακούγαμε βογγητά και αγκομαχητά μέχρι που σταμάτησαν. Εκείνος άρχισε να ροχαλίζει. Ως μεγαλύτερη η αδερφή μου με μάλωσε και μου είπε να μην το ξανακάνω. Μετά πήγε κι αυτή για ύπνο.

Έμεινα μόνος στο τραπέζι κοιτάζοντας μια το τσιμπιδάκι και μια τον κομματιασμένο κουμπαρά. Αύριο θα μας έφερνε έναν καινούργιο και πάλι από την αρχή. Άρπαξα στο χέρι το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού  και τράβηξα για το δωμάτιό τους.  

 

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025

Ο ΓΕΡΟΣ

Επιστρέφω σπίτι αργά το βράδυ. Μπαίνοντας στην πολυκατοικία ακούω βογγητά και φωνές. Έρχονται απ’ το διαμέρισμα που βρίσκεται κοντά στην εξώπορτα. Ο ηλικιωμένος που μένει μέσα ζητάει βοήθεια. Τον ξέρω μα όχι πολύ καλά. Πλησιάζει τα εκατό και είναι γερό καρύδι. Τον φροντίζει η κόρη του και μια αποκλειστική νοσοκόμα. Μια εποχή τον είχε βάλει στο γηροκομείο μα δημιουργούσε προβλήματα στους άλλους οικότροφους και τον πήρε πάλι. Δεν του άρεσε εκεί μέσα. Είναι δύστροπος και δύσκολος άνθρωπος. Αν και δεν γνωρίζω το παρελθόν του. Πώς πορεύτηκε στη ζωή του. Τα έργα και τις ημέρες του.

Η πόρτα του είναι κλειστή. Χτυπάω το κουδούνι του με δεν μου ανοίγουν. Ούτε μου απαντάει κανείς. Μάλλον τον έχουν αφήσει ολομόναχο και κάτι έχει πάθει. Κάτι του συμβαίνει.  Παίρνω τηλέφωνο τις πρώτες βοήθειες αν και δεν ξέρω πώς θα μπουν μέσα. Κάποια στιγμή σταματάω να τον ακούω και ανησυχώ. Μάλλον κουράστηκε να διαμαρτύρεται και τον πήρε ο ύπνος. Ίσως πάλι να πεθαίνει. Μπορεί να βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση. Ίσως να μην τον προλάβουν ζωντανό. Κάτι πρέπει να σκεφτώ. Κάτι να κάνω. Να αποφασίσω γρήγορα. Είμαι κι εγώ ολομόναχος. Τέτοια ώρα όλοι οι ένοικοι κοιμούνται. Δεν μπορώ να τους ενοχλήσω. Ούτε και την διαχείριση της πολυκατοικίας. Να βρισκόταν τουλάχιστον ένα κλειδί να μπω μέσα να δω.

Επομένως κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό. Βγαίνω στον ακάλυπτο και σκαρφαλώνω στο μπαλκόνι του. Τα παντζούρια του διαμερίσματος είναι ανοιχτά. Μέσα έχει φως. Σπάω την τζαμόπορτα και μπαίνω. Κάνω θόρυβο και το δάπεδο γεμίζει με θρύψαλα. Τον βλέπω ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Είναι ακίνητος. Είχα πολύ καιρό να τον δω. Πλέον είναι κατάκοιτος και δεν βγαίνει καθόλου έξω. Το κεφάλι του καραφλό και ξεφλουδισμένο. Το πρόσωπό του ζαρωμένο και σταφιδιασμένο. Ο γέρος φαίνεται παρατημένος και ανήμπορος. Αναπνέει ακόμα αλλά έχει χάσει τις αισθήσεις του. Μπορεί και να κοιμάται. Τον κουνάω λίγο και κάπως συνέρχεται. Ανοίγει τα μάτια του και με κοιτάζει τρομαγμένος. Μάλλον δεν με αναγνωρίζει. Δεν με θυμάται. Μπορεί και να με περνάει για κλέφτη. Τόσα χρόνια στην ίδια πολυκατοικία δεν είχαμε πολλά πάρε δώσε. Ένα γεια σας ή μια καλημέρα κι εκείνη με μισή καρδιά. Προσπαθεί πάλι να φωνάξει μα δεν τα καταφέρνει. Άχνα δεν βγαίνει απ’ το στόμα του. Τον ανασηκώνω ελαφριά και του δίνω να πιει ένα ποτήρι νερό. Τον ρωτάω πού είναι η κόρη του και η νοσοκόμα που τον φροντίζει. Δεν απαντά. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνει τι του λέω. Του πιάνω απαλά το χέρι και τον καθησυχάζω.  Ηρέμησε και μην ανησυχείς. Όλα θα πάνε καλά.

Ευτυχώς η πόρτα του είναι ξεκλείδωτη. Σε λίγο φτάνει το ασθενοφόρο. Δεν άργησε καθόλου. Ανοίγω στους νοσηλευτές και τον παίρνουν. Αμέσως του φοράνε μάσκα οξυγόνου. Η κατάστασή του είναι κρίσιμη. Στο τσακ τον προλάβανε. Μου λένε να πάω κι εγώ μαζί του. Αρνούμαι. Δεν είμαι συγγενής του. Δεν τον έχω τίποτα. Τους δίνω το τηλέφωνο της διαχείρισης για να ψάξουν να βρουν την κόρη του. Θα προσπαθήσω κι εγώ αύριο να επικοινωνήσω μαζί της. Θα της αφήσω κι ένα σημείωμα στην πόρτα για να της εξηγήσω τι έγινε. Ο γέρος φεύγει με το φορείο. Ασφαλίζω από πίσω κλείνοντας τα παντζούρια και τα φώτα. Βγαίνω απ’ το διαμέρισμα τραβώντας απαλά την πόρτα. Κατεβαίνω αργά τα δεκαεπτά σκαλοπάτια που οδηγούν στην κόλαση και φτάνω έξω απ’ την γκαρσονιέρα μου. Βάζω το κλειδί στην πόρτα κι ανοίγω. Δεν βλέπω την ώρα να πέσω στο κρεβάτι και να ξεραθώ. Είμαι ψόφιος στην κούραση και χρειάζομαι ύπνο. Ούτε τα ρούχα δεν προλαβαίνω να βγάλω.

Χαράματα με ξυπνάει η αστυνομία. Χτυπάνε επίμονα το κουδούνι και την πόρτα. Δεν πρόλαβα να κλείσω μάτι. Τους ανοίγω και μπαίνουν μέσα δυο μπάτσοι. Τουλάχιστον είναι ευγενικοί. Ζητούν συγνώμη για την πρωινή αναστάτωση. Πρόκειται για το νυχτερινό περιστατικό. Ο γέρος ισχυρίζεται ότι του έκλεψα ένα μασούρι λίρες που είχε πάνω του και κάποια χρήματα κάτω απ’ το μαξιλάρι. Ενημέρωσε και την κόρη του που θέλει να μου κάνει μήνυση. Γι’ αυτό θέλουν τα στοιχεία μου. Ήδη άνθρωποι της ασφάλειας έχουν πάρει δαχτυλικά αποτυπώματα απ’ το διαμέρισμα. Είναι και η σπασμένη μπαλκονόπορτα που επιβαρύνει την θέση μου. Αν ήταν για ζήτημα ζωής και θανάτου θα έπρεπε να ειδοποιήσω εκείνους να επέμβουν κι όχι να πάρω μόνος μου πρωτοβουλίες. Προς το παρόν δεν έχουν εντολή να ψάξουν την γκαρσονιέρα μου μα πρέπει να τους ακολουθήσω στο τμήμα.

Όσοι ώρα μιλούν τους κοιτάζω ζαβλακωμένα. Δεν καταλαβαίνω τι λένε. Με κατηγορούν για κλέφτη. Είμαι ακόμα νυσταγμένος και το μάτι μου τσιμπλιασμένο και θολό. Δεν έχω κοιμηθεί καλά κι ούτε καφέ δεν έχω πιει ακόμα. Σκέφτομαι πως η μέρα μου ξεκίνησε άσχημα. Παρ’ όλα αυτά δεν προσπαθώ να τους εξηγήσω τι έγινε ούτε και να δικαιολογηθώ. Δεν υπάρχει λόγος ούτε έχω κάτι να κερδίσω απ’ αυτό. Και γιατί άραγε τα όργανα της τάξης να με πιστέψουν. Δεν είναι υποχρεωμένοι. Έτσι κι αλλιώς είμαι αθώος. Δεν έχω κάνει τίποτα. Εγώ να βοηθήσω ήθελα κι από πάνω βρήκα το μπελά μου. Πρέπει μόνο να βρω έναν καλό δικηγόρο για να με υπερασπιστεί.

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025

ΑΣΦΥΞΙΑ

Κατακαλόκαιρο με καύσωνα. Περπατώ κοντά στον μόλο κυνηγώντας μάταια δροσερούς και ανακουφιστικούς αέρηδες. Αν και σούρουπο κάνει ακόμη πολλή ζέστη και δεν φυσάει καθόλου. Οι διαβάτες είναι λιγοστοί. Ο ήλιος δύει. Βουλιάζει βιαστικά μέσα στην πορτοκαλοκίτρινη θάλασσα. Κάνει μπλουμ και πνίγεται πέρα μακριά πίσω από τον αβαθή ορίζοντα. Είμαι βιαστικός γιατί κάπου κάποιοι με περιμένουν. Πρέπει να προλάβω. Σε λίγο θα νυχτώσει κι ο ουρανός θα σκοτεινιάσει. Η πόλη τα βράδια ερημώνει επικίνδυνα. Δεν πρέπει να κυκλοφορεί κανείς έξω. Δεν έχουν συμβεί και λίγα τον τελευταίο καιρό. Πρέπει να είμαι προσεκτικός.

Προχωράω χαζεύοντας τριγύρω μα πιο πολύ είμαι βυθισμένος στις σκέψεις μου. Ξαφνικά μέσα σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο βλέπω ένα μικρό παιδί γύρω στα δέκα. Μοιάζει εγκλωβισμένο. Έχει κολλήσει το πρόσωπό του στο τζάμι και το χτυπάει με τα χέρια του ζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια. Με κοιτάει στα μάτια κλαίγοντας. Πλησιάζω κοντά του και προσπαθώ να το απελευθερώσω αλλά δεν καταφέρνω τίποτα. Οι πόρτες του είναι κλειδωμένες. Σταματάω δυο τρεις περαστικούς μα είναι βιαστικοί και απρόθυμοι να με βοηθήσουν. Σηκώνουν τους ώμους αδιάφορα και ταχύνουν το βήμα τους. Ειδοποίησε τις αρχές και τους υπεύθυνους μου λένε. Εμείς βιαζόμαστε. Έχουμε δουλειές και δεν θέλουμε μπλεξίματα. Τους καταλαβαίνω. Έχουν κι αυτοί τα δίκια τους. Παίρνω τηλέφωνο την αστυνομία και την πυροσβεστική και τους εξηγώ την κατάσταση. Τους λέω πού ακριβώς βρίσκομαι. Τους δίνω την μάρκα το χρώμα και τον αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου. Με καθησυχάζουν. Δεν πρέπει να ανησυχώ. Θα έρθουν γρήγορα και θα κάνουν το καθήκον τους. Περιμένω κάμποση ώρα μα δεν βλέπω κανέναν τους.

Έχει πια σκοτεινιάσει και οι δρόμοι είναι άδειοι. Παντού ερημιά. Ακόμα και τα αδέσποτα έχουν εξαφανιστεί από προσώπου γης. Γάτες και σκυλιά κάπου έχουν λουφάξει. Το παιδί συνεχίζει να κλαίει και να οδύρεται. Είναι κάθιδρο. Κινδυνεύει να πάθει ασφυξία αφυδάτωση και θερμοπληξία. Μπορεί και να χάσει τη ζωή του. Δεν ξέρω πόσες ώρες ή μέρες βρίσκεται παγιδευμένο εκεί μέσα. Ούτε πού είναι οι γονείς του. Γιατί το παράτησαν και φύγανε. Συνεχίζει να με κοιτάζει κατάματα. Μα τώρα έχει σταματήσει να κλαίει και να χτυπάει το τζάμι με τα χέρια του. Δεν έχει άλλες δυνάμεις. Κουράστηκε. Έχει σταματήσει να παλεύει και να αγωνίζεται. Έχει αποδεχτεί το πεπρωμένο του. Ξαφνικά  χάνει τις αισθήσεις του και καταρρέει. Λιποθυμάει και σωριάζεται στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Με πιάνει πανικός. Σε λίγο μπορεί και να πεθάνει. Κάτι πρέπει να κάνω για να το σώσω. Τότε παίρνω μία μεγάλη πέτρα από δίπλα και την ρίχνω με δύναμη πάνω στο αμάξι. Το τζάμι σπάει και γίνεται θρύψαλα. Χίλια κομμάτια. Επικρατεί πανζουρλισμός. Γίνεται της τρελής και της κακομοίρας. Ο συναγερμός του αυτοκινήτου αρχίζει να χτυπάει δαιμονισμένα και με ξεκουφαίνει. Μου τρυπάει τα αυτιά.

Απ’ το βάθος πλησιάζει τρέχοντας ένας άντρας και χειρονομεί στον αέρα. Μάλλον είναι ο πατέρας του αγοριού. Δείχνει αγριεμένος και αλαφιασμένος. Χωρίς να μου ζητήσει κάποιες εξηγήσεις αρχίζει να με βρίζει με ακατανόμαστες φράσεις και να με χτυπά. Έχει αφρίσει απ’ το κακό του και θέλει να μου σπάσει το κεφάλι. Να μου το ανοίξει στα δύο. Μου ρίχνει κλοτσιές και μπουνιές. Ξεθυμαίνει την οργή του επάνω μου. Το πρόσωπό μου έχει ματώσει. Δεν αντιστέκομαι ούτε προσπαθώ να προφυλαχτώ. Έχω παγώσει απ’ τον φόβο μου. Δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει. Για ποιο λόγο τέτοιο μένος απέναντί μου. Τόση βαρβαρότητα. Στο τέλος με αρπάζει απ’ τον λαιμό και με σφίγγει με δύναμη. Θέλει να με πνίξει. Νιώθω ασφυξία. Ανασαίνω βαριά και άρρυθμα. Όλα γύρω μου θολώνουν. Προσπαθώ να φωνάξω βοήθεια μα δεν βγαίνει λέξη απ’ το στόμα μου. Πριν λιποθυμήσω και χάσω τις αισθήσεις μου κοιτάζω προς το αυτοκίνητο. Το παιδί δεν είναι μέσα. Έχει εξαφανιστεί.  

 

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025

Η ΜΟΥΜΙΑ

Τον πέτυχα τυχαία στο δρόμο. Η συνάντησή μας ήταν καθαρή γκαντεμιά. Τουλάχιστον για μένα. Για να τον αποφύγω σκέφτηκα να περάσω στο απέναντι πεζοδρόμιο και να αλλάξω κατεύθυνση πίσω ολοταχώς. Δυστυχώς ήταν πλέον αργά. Είχε προλάβει να με δει και να με αναγνωρίσει παρότι είχαμε να ιδωθούμε καμιά δεκαετία. Δεν τον πήρα είδηση παρά μόνο στα πέντε βήματα απόσταση. Δεν φταίω. Τα μάτια μου ήταν ορθάνοιχτα μα εκείνος είχε αλλάξει πολύ. Φοβερή μεταμόρφωση. Δυσκολεύτηκα να τον γνωρίσω. Τρόμαξα να καταλάβω ποιος είναι. Δεν έμοιαζε με τον ευτραφή μπουλούκο που ήξερα κάποτε. Τον είδα σε άσχημη κατάσταση. Ήταν κάτισχνος. Είχε αδυνατίσει πολύ κι είχε χάσει το χρώμα του. Είχε ρέψει. Είχε γίνει ωχρός και κατακίτρινος σαν μούμια. Περπατούσε σκυφτός και με δυσκολία. Σχεδόν έσερνε τα πόδια του. Το βλέμμα του σκοτεινό και θολό. Φαινόταν κουρασμένος και ταλαιπωρημένος. Αμέσως σκέφτηκα πως μάλλον ήταν βαριά άρρωστος και δεν είχε πολύ ζωή μπροστά του. Ότι κονόμησε κάνα βαρβάτο καρκίνος που τον τσάκισε. Τον λυπήθηκα. Διαφορετικά δεν θα σταμάταγα να του μιλήσω. Το πολύ αν μου μιλούσε πρώτος εκείνος να τον έβριζα και να τον έστελνα στο διάολο. Από παλιά του  τα είχα μαζεμένα.

Μόλις βρεθήκαμε σε απόσταση αναπνοής μ’ έπιασε απ’ το μανίκι. Μάλλον φοβήθηκε πως θα τον προσπερνούσα αδιάφορα και θα του ξέφευγα. Σταμάτησα και τον κοίταξα κατάματα. Χαμήλωσε το βλέμμα του. Μου ‘δωσε δειλά το χέρι του προσπαθώντας να χαμογελάσει. Τον χαιρέτησα χλιαρά τυπικά και ανόρεκτα. Τον ρώτησα τι κάνει και πώς είναι. Σκατά μου απάντησε κοφτά και μονολεκτικά. Αν θέλεις πάμε για έναν καφέ να τα πούμε. Αν έχεις χρόνο και δεν βιάζεσαι. Έχουμε καιρό να βρεθούμε. Δεν του αρνήθηκα και είχα σκοπό να μην του αναφέρω τίποτα από τα παλιά και δυσάρεστα. Πιο πολύ είχα την περιέργεια να μάθω τι του συμβαίνει. Να επιβεβαιώσω τις υποψίες μου. Αν μάντεψα σωστά. Δεν ήθελα να τον αδικήσω. Είχαμε περάσει και ωραίες στιγμές μαζί. Είχε και καλά στοιχεία πάνω του. Δεν ήταν και τελείως κάθαρμα. Τουλάχιστον τότε που κάναμε παρέα. Τότε που ήμασταν νέοι γεμάτοι όνειρα φιλοδοξίες και ελπίδες. Μετά τα πράγματα στράβωσαν. Δεν ήρθαν όπως τα σχεδιάζαμε και τα περιμέναμε. Σκοντάψαμε και πέσαμε χωρίς να σηκωθούμε ξανά. Κάπου σκαλώσαμε και μας πήρε η κάτω βόλτα. Και πιο πολύ εμένα. Αυτός βρήκε μια άκρη. Κάτι έκανε. Κάπως βόλεψε την έρμη την ζωούλα του.

Η σχέση μας δεν ήταν λυκοφιλία αλλά ούτε υπήρξαμε και ποτέ κολλητοί. Πάντως γνωριζόμασταν από παιδιά. Πηγαίναμε μαζί σχολείο και παίζαμε στην ίδια γειτονιά. Μια πόρτα ήταν τα σπίτια μας. Αυτός σπούδασε οικονομικά κι εγώ τίποτα. Κάποια στιγμή έδωσε εξετάσεις για το δημόσιο και πέτυχε. Διορίστηκε σε κάποιο υπουργείο μα δεν θυμάμαι σε ποιο. Απ’ την άλλη δεν ήταν άνθρωπος του έρωτα και του σεξ παρά ένας καθαρόαιμος βολεψάκιας των εκάστοτε συνθηκών. Βασικά μπούλης και μαμάκιας. Ένας μαλθακός μπουχέσας περιωπής. Δεν ξέρω βέβαια αν είχε κάποια δεύτερη κρυφή ζωή. Πώς την έβγαζε με το βασικό πρόβλημα του αρσενικού είδους. Υποθέτω χειρονακτικά χωρίς να παίρνω και όρκο. Πάντως κάποια στιγμή έπρεπε να παντρευτεί. Κόντευε τα σαράντα και είχε φτάσει και η δική του η σειρά. Τον πίεζαν οι δικοί του. Ήταν το μοναχοπαίδι και ο κανακάρης τους και η μόνη τους ελπίδα να δουν εγγονάκια που θα συνέχιζαν την ένδοξη γενιά τους. Που θα διαιώνιζαν το τιμημένο όνομα των προγόνων τους. Και φυσικά δεν μπορούσε να τους φέρει αντίρρηση. Τους φοβόταν και ήθελε να τα ‘χει καλά μαζί τους. Ειδικά τον πατέρα του. Τον είχαν βέβαια καλομαθημένο. Δεν του έλειψε ποτέ τίποτα. Έτσι γνώρισε μια πολύ όμορφη κοπέλα που ήταν αρκετά χρόνια μικρότερή του. Τι του βρήκε μόνο αυτή ήξερε. Πάντως ο γαμπρός έβγαζε καλά λεφτά και δεν φαινόταν να έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις στο κρεβάτι. Ήταν μεγάλο κελεπούρι στην υπόθεση που λέγεται αρραβώνας στεφάνωμα και αποκατάσταση της κάθε γυναίκας που σέβεται τον εαυτό της.

Εκείνο τον καιρό που τα φτιάξανε δεν κάναμε πολλή παρέα. Είχαν αραιώσει οι επαφές μας και βρισκόμασταν αραιά και πού στη χάση και στη φέξη. Πιο πολύ απ’ το τηλέφωνο τα λέγαμε. Ειδικά όταν είχα καμιά ανάγκη από δανεικά κι αγύριστα. Σε περιόδους που έχανα την δουλειά μου και για κάμποσους μήνες έμενα άνεργος. Δεν είχα παράπονο. Ο φίλος μου με είχε πάμπολλες φορές ξελασπώσει με μικροποσά που δεν μου τα ζήτησε ποτέ πίσω. Πάντως με κάλεσε στο γάμο του. Έβαλα ένα καθαρό πουκάμισο κι ένα σακάκι και πήγα. Δώρο δεν του πήρα. Με είχε πετύχει πάλι σε άγριες αφραγκίες και αναδουλειές. Ταπί και ψύχραιμο. Μόνο τους ευχήθηκα ότι επιθυμούν. Να ζήσουν και να ευτυχήσουν με πολλούς απογόνους. Κουμπάρος του ήταν ένας φίλος του ταριχευτής άγριων ζώων που δεν τον ήξερα πιο πριν. Για την περίσταση του χάρισε έναν όμορφο βαλσαμωμένο αετό με ανοιγμένα φτερά και γυάλινα βλοσυρά μάτια που σε κοίταγε και κατουριόσουν απ’ την τρομάρα σου γιατί ήταν  έτοιμος να πετάξει και να ορμήσει κατά πάνω σου. Να χιμήξει και να σε κατασπαράξει στο πιτς φιτίλι. Σωστό καλλιτέχνημα. Πρέπει να ήταν καλός και έμπειρος μάστορας. Εργαζόταν σε μουσείο φυσικής ιστορίας αλλά είχε και δικό του εργαστήριο. Συστηθήκαμε μα δεν τον πολυσυμπάθησα. Από την πρώτη στιγμή δεν μου γέμισε το μάτι. Μου φάνηκε κλειστός μονόχνοτος και περίεργος τύπος. Απ’ ότι άκουσα ήταν ανύπαντρος και ζούσε μόνος του. Ούτε έμαθα πώς γνωρίστηκε με τον παλιό μου φίλο και συμμαθητή. Για μένα η σχέση τους παρέμεινε άλυτο μυστήριο.

Μετά τον γάμο τον έβλεπα στο σπίτι του σε κάνα γιορτάσι. Με καλούσε και συνήθως πήγαινα. Του έκανα επίσκεψη. Αν δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω. Παρόλο που βαριόμουνα αφάνταστα. Μαζευόντουσαν διάφοροι χλιμίτζουρες και παρατρεχάμενοι που δεν τους έκανα καθόλου κέφι γιατί λέγανε χαζομάρες και ηλιθιότητες. Με κοινοτοπίες περνιόντουσαν για σπουδαίοι και σημαντικοί. Ήταν γνωστοί και φίλοι μα και συνάδελφοί του με τις γυναίκες και τις φιλενάδες τους. Ήταν όλοι τους ευκατάστατοι με δικές τους δουλειές και παχυλούς μισθούς. Μιλούσαν για την πολιτική και την οικονομία και άλλα ανούσια πράγματα. Εγώ σπάνια έλεγα την γνώμη μου. Πάντα η σιωπή είναι χρυσός. Καθόμουν στην γωνιά μου σαν τον φτωχό συγγενή έπινα και τους παρατηρούσα. Είχαν και την πλάκα τους. Βέβαια ερχόταν και ο κουμπάρος. Πρώτος και καλύτερος. Μάλιστα ήταν ιδιαίτερα διαχυτικός με την οικοδέσποινα. Τον είχα πετύχει να ανταλλάσσουν κάτι περίεργες ματιές και χαμόγελα μα δεν με ένοιαζε ούτε έδινα ιδιαίτερη σημασία. Αυτά γίνονται και στις καλύτερες οικογένειες. Πάντως ο φίλος μου ήταν μέσα στην τρελή χαρά και δεν έπαιρνε χαμπάρι τι γινόταν πίσω απ’ την πλάτη του. Όλα του πήγαιναν πρίμα. Και στο υπουργείο μόλις είχε πάρει προαγωγή. Τώρα μόνο ένα παιδί έλειπε για να συμπληρωθεί το παζλ της ευτυχίας του. Άντε και καλούς απογόνους του εύχονταν όλοι και σκουντιόντουσαν με νόημα. Τότε το βλέμμα του κάπως σκοτείνιαζε. Κι αυτό θα γίνει τους έλεγε γελώντας. Όλα με την σειρά τους. Δεν μας πήραν δα και τα χρόνια. Μικροί ήμαστε ακόμα. Τέτοια ξεστόμιζε μα από μέσα του τον έτρωγε το σαράκι. Η γυναίκα του χαμογελούσε αμήχανα και δεν ήξερε τι να πει. Ο σύζυγος και αφέντης της είχε πάντα τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.

Τα πράγματα στράβωσαν όταν η χώρα μπήκε σε άγρια οικονομική κρίση και άλλες πολιτικές περιπέτειες. Υπήρχε μια γενική δυσαρέσκεια στην παρέα και μπόλικες ακεφιές. Τέρμα οι πλακίτσες τα γέλια και τα χάχανα. Κοπήκανε μαχαίρι τα μπόνους από τα χρυσά αγόρια και μειώθηκαν οι μισθοί τους. Κάποιες επιχειρήσεις τους βαρέσανε κανόνι και κήρυξαν πτώχευση. Όλοι τους είχαν ανοιχτεί με δάνεια και χλιδάτη ζωή. Τώρα τα ψέματα είχαν τελειώσει κι έπρεπε να μαζευτούν. Τους φταίγανε οι ξένοι και οι μετανάστες που τους έπαιρναν τάχα μου τις δουλειές. Και οι ξενόδουλοι και προδότες που κυβερνούσαν τον τόπο. Έχυναν χολή και φαρμάκι. Άφριζαν απ’ το κακό τους και ζητούσαν εκδίκηση για το κατάντημα της χώρας. Ξαφνικά όλοι τους είχαν γίνει εθνικιστές και υπερπατριώτες. Ακροδεξιοί και φασισταριά της κακιάς ώρας. Είχαν πέσει οι μάσκες και είχαν αποκαλυφθεί τα πραγματικά τους πρόσωπα. Το φίδι είχε βγει από τα αυγό του και το κλίμα δεν με σήκωνε πια εκεί μέσα. Το σπίτι του φίλου μου είχε καταντήσει σφηκοφωλιά. Και ξαφνικά εκείνο το τρομαγμένο ανθρωπάκι είχε αποκτήσει ριζοσπαστική ιδεολογική σκέψη και συνείδηση. Μέσα σε μια νύχτα ο λουκουμάς είχε γίνει χρυσαυγίτης και μάλιστα με ενεργό ρόλο και συμμετοχή στην οργάνωση. Φώναζε και διατυμπανούσε πως έπρεπε να πάρουν εκείνοι τον νόμο στα χέρια τους για να έρθει επιτέλους η κάθαρση. Να λάμψει η δικαιοσύνη και η αλήθεια. Να φάει ψωμάκι ο κοσμάκης. Να δει μια άσπρη μέρα. Απ’ ότι κατάλαβα τον είχε στρατολογήσει ο κουμπάρος του. Προσπάθησαν να προσηλυτίσουν και μένα. Επιτέλους θα αποκτούσα κι εγώ έναν μεγάλο σκοπό. Ένα ιδανικό για να αγωνιστώ κι αν χρειαζόταν να θυσιάσω και την ζωή μου. Να γίνω ήρωας για το έθνος και την πατρίδα μου. Δεν θα ένιωθα πλέον ασήμαντος και έρμαιο των συνθηκών. Θα μου έβρισκαν και δουλειά. Έτσι μου υποσχέθηκε. Αρκεί να πήγαινα μαζί τους στις πορείες διαμαρτυρίας στις διαδηλώσεις των αγανακτισμένων και τις ομιλίες του αρχηγού τους. Είχε αγριέψει και μιλούσε με φλογερό πάθος. Δεν μπορούσα να τον ακούω άλλο. Με είχε πιάσει σκοτοδίνη. Ζαλίστηκα και πήγα να πέσω χάμω. Τα νεύρα μου είχαν τσιτώσει επικίνδυνα και φοβήθηκα μην πάθω καμιά συμφόρηση. Σταμάτα του είπα. Άσε τις μαλακίες. Αυτά πέστα σε άλλους. Τσακωθήκαμε άγρια. Τον έβρισα και σηκώθηκα κι έφυγα για να μην του ανοίξω το κεφάλι στα δύο. Τα έκανε πάνω του. Χλόμιασε και ζάρωσε. Μπροστά στον καυγά ήταν και ο φίλος του ο κουμπάρος και ταριχευτής μα δεν μίλησε. Δεν έβγαλε άχνα. Τσιμουδιά.

Μα όλα αυτά ανήκαν πλέον στο παρελθόν. Ήταν μακρινά και λησμονημένα. Δεν ήθελα να τα θυμάμαι. Η κρίση της χώρας είχε κάπως ξεπεραστεί και τα μεγάλα δηλητηριώδη φίδια βρίσκονταν στη φυλακή. Τα μικρότερα και πιο θρασύδειλα είχαν λουφάξει τρομαγμένα στο λαγούμι τους και το ‘χαν βουλώσει. Τώρα μετά από τόσα χρόνια καθόμουν με τον παλιό μου φίλο και συμμαθητή σε μια καφετέρια και μου ‘λεγε τον πόνο του για να ξαλαφρώσει. Τον άκουγα με προσοχή θέλοντας να συνδέσω και πάλι το νήμα της παλιάς μας γνωριμίας. Να μάθω από πρώτο χέρι για τα χαμένα επεισόδια της ζωής του. Τουλάχιστον πίστευα ότι θα μου ‘λεγε την αλήθεια. Ποιο ήταν το πρόβλημα που αντιμετώπιζε και τον είχε φέρει σ’ αυτό το χάλι. Εγώ απ’ την προσωπική μου ζωή δεν είχα σκοπό να του εξομολογηθώ κάτι. Είχα αλλάξει πολύ από τότε. Είχα γίνει αγνώριστος. Άλλος άνθρωπος. Μάλλον πιο αυθεντικός και αληθινός. Πιο κοντά στον πραγματικό μου εαυτό. Και να του ‘λεγα δεν θα μπορούσε να καταλάβει. Είχε τα δικά του που τον έκαιγαν και τον έλιωναν. Ήθελα να μου πει και πώς τα πήγαινε στη δουλειά του. Σίγουρα θα είχε πάρει και άλλη προαγωγή. Μπορεί να είχε γίνει διευθυντής ή ακόμα και γενικός γραμματέας του υπουργείου. Να μου θυμίσει και σε ποιο είναι. Και αν ασχολείται ακόμα με τις παλιές πολιτικές βλακείες. Αν είχε ξεκόψει απ’ τον κουμπάρο τους ναζίδες και τ’ άλλα φασισταριά ή ήταν ακόμα οργανωμένος. Αυτός πρέπει να κοιτάει μόνο το επάγγελμα και την οικογένειά του. Τι δουλειά έχει με όλους αυτούς τους αλήτες. Να μάθω και κείνη τι κάνει. Ήταν πολύ όμορφη κοπέλα. Και αν έκαναν παιδιά και διάφορα άλλα. Είχα πολλά πράγματα να τον ρωτήσω.

Μου τα είπε όλα νε το νι και με το σίγμα. Τελικά με την γυναίκα του δεν μπόρεσαν να κάνουν παιδιά. Ούτε έψαξε να βρουν τον λόγο και ποιος φταίει. Δεν το κυνήγησε. Περνούσε καλά μαζί της αν και εκείνη κάποια στιγμή άρχισε να του κάνει νερά. Δεν ξέρει. Μπορεί και να τον είχε βαρεθεί. Μέχρι που του έκανε την λαδιά και πήγε με άλλον. Έβλεπε τον εραστή της όταν εκείνος ήταν στη δουλειά. Κάποιες φορές τον έφερνε και στο σπίτι. Τελευταία η κυρία είχε τελείως αποθρασυνθεί και είχε γίνει απρόσεχτη. Δεν έπαιρνε καν τις απαραίτητες προφυλάξεις. Μα υπάρχει θεός που βλέπει και τιμωρεί. Αγαπάει τον κλέφτη όμως και τον νοικοκύρη. Τους είδε τυχαία στο δρόμο ο κουμπάρος του. Αμέσως κατάλαβε ότι κάτι τρέχει μεταξύ τους και του το σφύριξε. Μια μέρα γύρισε νωρίτερα απ’ τη δουλειά και τους έπιασε στα πράσα γυμνούς πάνω στο κρεβάτι. Κι όμως την συγχώρεσε. Δεν ήθελε να την χάσει. Όμως εκείνη πρέπει να συνέχισε να τον βλέπει και μετά το περιστατικό. Μέχρι που πριν από δυο μήνες τον παράτησε στα κρύα του λουτρού δίχως καμία προειδοποίηση. Έφυγε απ’ το σπίτι και δεν ξέρει πια αν ζει ή αν πέθανε. Εξαφανίστηκε. Χάθηκε από προσώπου γης. Τότε έκανε καταγγελία στην αστυνομία. Έψαξαν παντού. Μάταιος κόπος. Δεν βρέθηκε πουθενά. Ούτε κι ο νεαρός εραστής της. Από τότε πήρε την κάτω βόλτα. Στεναχωρήθηκε πολύ. Σταμάτησε να τρώει κι άρχισε να πίνει. Δεν είχε όρεξη για τίποτα. Κι απ’ τη δουλειά του κατάφερε και πήρε αναρρωτική άδεια για ψυχολογικούς λόγους. Πήγε και σε γιατρούς που του γράψανε ηρεμιστικά και αντικαταθλιπτικά φάρμακα για την περίπτωσή του όμως δεν τα πήρε.

Δεν ήταν λοιπόν η παλιαρρώστια που τον βασάνιζε και τον ταλαιπωρούσε. Που του έτρωγε τα σπλάχνα και τα σωθικά. Είχα κάνει λάθος εκτίμηση μα και πάλι τον λυπήθηκα. Δεν ήξερα ότι με τα χρόνια είχε γίνει τόσο ευαίσθητος. Είχε χάσει και τους δικούς του. Πρέπει να ένιωθε αφόρητη μοναξιά. Προσπάθησα να του δώσω κουράγιο. Του είπα να μην απελπίζεται. Ίσως κάποια μέρα εκείνη να γυρίσει μετανιωμένη στην αγκαλιά του. Τότε αυτός και πάλι θα την συγχωρέσει και θα ζήσουν ευτυχισμένοι όπως πριν. Θα μπορούσαν να υιοθετήσουν κι ένα παιδί. Είχαν την οικονομική άνεση. Τέτοια του ‘λεγα όμως εκείνος παρέμενε απαρηγόρητος. Μετά από τόσο καιρό κι ακόμα δεν μπορούσε να το χωνέψει ότι είχε χάσει την γυναίκα του οριστικά. Να το πάρει απόφαση. Όσο για τον κουμπάρο του τον ταριχευτή τω άγριων ζώων τον έβλεπε τακτικά. Ήταν πραγματικός του φίλος κι αδερφός. Του συμπαραστάθηκε από την πρώτη στιγμή. Αν δεν είχε και κείνον στο πλάι του θα είχε τρελαθεί τελείως. Πλέον είχαν πάψει να ασχολούνται με τα πολιτικά. Το είχαν σκυλομετανιώσει. Παραλίγο να μπούνε κι αυτοί φυλακή τότε. Στο τσακ την γλυτώσανε. Κι εκείνος παραλίγο να χάσει την θέση του στο υπουργείο. Είχε ρισκάρει πολλά. Για κάμποσο καιρό τον είχανε βάλει στη μαύρη λίστα για απόλυση. Μέχρι που επέστρεψε στην κυβερνητική παράταξη. Είχε τα μέσα και τις γνωριμίες. Τον δέχτηκαν πίσω με ανοιχτές αγκάλες κι έτσι έσωσε το τομάρι του. 

Μετά πήγαμε για φαγητό. Πεινούσα σαν λύκος. Εκείνος δεν άγγιξε το πιάτο του. Να τρως γιατί έχεις γίνει σαν μούμια του είπα για να σπάσω λίγο τον πάγο μα δεν γέλασε. Μου δικαιολογήθηκε πως δεν πήγαινε μπουκιά κάτω. Και που να δεις άλλους. Είναι πολύ χειρότερα συμπλήρωσε μα δεν κατάλαβα ποιους εννοούσε. Στο τέλος προσφέρθηκε να πληρώσει εκείνος τον λογαριασμό. Ευτυχώς γιατί δεν είχα φράγκο στην τσέπη μου. Μόνο μου ζήτησε μια χάρη. Απόψε να έρθει να κοιμηθεί στο σπίτι μου. Δεν μπορεί πλέον να κοιμάται στο δικό του. Αύριο θα πήγαινε να μείνει στον κουμπάρο του για ένα διάστημα και θα μου άδειαζε την γωνιά. Δεν είχα πρόβλημα να τον φιλοξενήσω. Όλοι οι καλοί χωράνε στην υπόγα μου του είπα γελώντας. Θυμήθηκα κατά καιρούς πόσους φίλους και γνωστούς είχα φιλοξενήσει ακόμα και με κομμένο το ηλεκτρικό. Δεν είναι λίγο να έχεις μια τρύπα δικιά σου και να μην μπορεί κανένας κερατάς να σε πετάξει έξω. Ακόμη κι αν δεν έχεις να πληρώσεις ούτε τα κοινόχρηστα. Η διαχείριση της πολυκατοικίας θα δείξει κατανόηση. Στην τελική ας με χώσουν και στη μπουζού. Κι εκεί καλά θα περνάω. Θα έχω και παρέα. Όχι πως δεν εκτιμώ την ελευθερία μου. Μα δεν μπορείς να τα ‘χεις όλα δικά σου. Ούτε συνέχεια να βγαίνεις στην γύρα για να βρεις κάνα γνωστό και να τον γδάρεις. Πρέπει να ‘χεις και λίγη τσίπα πάνω σου. Λίγη αξιοπρέπεια. Έστω κι αν είσαι ένα χαμένο κορμί.

Δεν είχε ξανάρθει όμως του άρεσε. Βρήκε τη φωλίτσα μου μικρή αλλά ζεστή και τακτοποιημένη. Του πρότεινα να κοιμηθεί στο κρεβάτι μου για πιο άνετα μα αρνήθηκε. Δεν ήθελε να με ξεβολέψει. Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα είπε και για πρώτη φορά έσκασε ένα δειλό χαμόγελο. Τελικά τον έβαλα στον καναπέ που χρησιμεύει για έκτακτες και εξαιρετικές περιστάσεις. Τον άνοιξα κι έβγαλα από κάτω μαξιλάρια και κουβέρτες για να του στρώσω. Του ευχήθηκα να βολευτεί και καλό ύπνο. Νανάκια και όνειρα γλυκά. Με καληνύχτισε κι έσβησα τα φώτα. Πρέπει να είχε πολλές μέρες άυπνος. Έπεσε ξερός κι αμέσως άρχισε να ροχαλίζει. Μετά από λίγο άρχισε το παραμιλητό. Έλα μάμμη κοντά μου. Ο γιος σου είμαι. Μούγκριζε και σαν αρκούδα. Ήταν πολύ ενοχλητικό. Τσαντίστηκα. Νυχτιάτικα μου χάλασε την διάθεση. Μου ‘ρχόταν να τον καρυδώσω και να του σπάσω το κεφάλι. Έμεινα άυπνος μέχρι τα χαράματα. Τότε μόνο έκλεισα τα μάτια μου. Όταν τα ξανάνοιξα είχε μεσημεριάσει για τα καλά κι ο φίλος μου είχε φύγει. Δεν μου άφησε καν ένα σημείωμα με δυο λόγια ή το τηλέφωνό του. Μόνο πάνω στο τραπέζι βρήκα κάμποσα χαρτονομίσματα θέλοντας μάλλον να ξεπληρώσει την διαμονή του. Ας είναι καλά.  Ήταν χρήσιμα αφού για λίγο καιρό θα με ξελάσπωναν απ’ τις αψιλίες μου.

Από κείνη την μέρα δεν τον ξανάδα μπροστά μου. Όμως μετά από λίγο καιρό βούιξε ο τόπος από τα κατορθώματά του. Έγινε πρώτη είδηση στα κανάλια  της τηλεόρασης ενώ η φάτσα του μοστράριζε και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Ταράχτηκα. Δεν το περίμενα. Μου ‘ρθε ο ουρανός σφοντύλι. Μπούκαρε η αστυνομία στο σπίτι του και βρήκε τη γυναίκα του ξαπλωμένη στο κρεβάτι πλάι στον βαλσαμωμένο αετό. Ήταν από μήνες νεκρή και ταριχευμένη. Είχε γίνει καλή δουλειά. Ήταν πολύ όμορφη. Ολοζώντανη. Και προπαντός αναλλοίωτη άθικτη και αγέραστη. Έμοιαζε με την ωραία κοιμωμένη του παραμυθιού που περίμενε το φιλί του πρίγκιπα για να ξυπνήσει ή ένα χάδι απ’ τον μαρμαρωμένο βασιλιά. Είχε βίαιο θάνατο από ασφυξία. Ο φίλος μου παραδέχτηκε ότι εκείνος την στραγγάλισε όταν του ζήτησε να χωρίσουν και να πάρουν διαζύγιο. Δεν τον είχε αγαπήσει ποτέ του πέταξε κατάμουτρα. Τότε θόλωσε και την έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια. Στο ίντερνετ και σε κάποιες κουτσομπολίστικες φυλλάδες γράφτηκε ότι πάνω στην αρωματισμένη μούμια βρέθηκαν διάφορα ξεραμένα υγρά και βλέννες άγνωστης προς το παρόν προέλευσης αφήνοντας υπονοούμενα για την τέλεση ασελγών και ανόσιων πράξεων. Οι υποψίες και οι έρευνες των αρχών στράφηκαν και στον κουμπάρο ως συνεργό και βασικό ύποπτο της γυναικοκτονίας. Όμως για κείνον τίποτα τελικά δεν κατάφερε να αποδειχτεί.  

 

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ

Έβαλα τρέμοντας το κλειδί στην πόρτα. Είχα μεγάλη ταραχή. Ένιωθα αγωνία και μεγάλη περιέργεια. Πέντε μέρες έλειπα στην αόρατη πόλη. Επιστρέφοντας δεν ήξερα τι θα αντικρίσω μπροστά μου. Σαν να είχε περάσει μια ολόκληρη ζωή. Πριν φύγω η κοπέλα με είχε ενημερώσει ότι θα κάνει κάποιες αλλαγές στην γκαρσονιέρα και της είχα δώσει  απόλυτη ελευθερία. Τουλάχιστον κατάφερα να ανοίξω. Κάτι ήταν κι αυτό. Δεν είχε αλλάξει κλειδωνιά. Μπήκα με το δεξί και άναψα το φως. Μέσα όλα ήταν τακτοποιημένα και πεντακάθαρα. Άστραφταν πάστρα και νοικοκυριό. Εδώ κι εκεί μπιχλιμπίδια και ζωγραφιές. Έμοιαζε με κουκλόσπιτο. Έβγαζε θαλπωρή και φροντίδα χωρίς να μ’ ενοχλεί. Χαμογέλασα. Μου ‘χε φύγει ένα μεγάλο βάρος. Το υπόγειο καταφύγιό μου φαινόταν ολοκαίνουργιο. Του κουτιού. Οι μαυρίλες και οι υγρασίες απ’ τους τοίχους είχαν εξαφανιστεί. Ούτε σημάδια από σκοτωμένα κουνούπια υπήρχαν πια ούτε καμιά ψόφια κατσαρίδα στο πάτωμα. Όχι πάντως με τρόπο μαγικό. Ήταν φρεσκοβαμμένη. Τότε πρόσεξα ότι είχαν αλλάξει και τα χρώματα των τοίχων. Κίτρινο και πορτοκαλί μα το ταβάνι πάντα λευκό. Ο χώρος είχε ομορφύνει κάπως και μου ‘χε φτιάξει την διάθεση.

Άφησα τον σάκο μου στον καναπέ και πλησίασα το παράθυρο. Τα παντζούρια ήταν ανακουφωτά. Τα άνοιξα διάπλατα να μπει κι άλλο φως. Κοίταξα έξω τον ακάλυπτο. Η καθαρίστρια με το λάστιχο έπλενε το τσιμέντο και πότιζε τις γλάστρες. Ήταν μεσόκοπη και ξερακιανή με ξενική προφορά. Με είδε ξαφνικά και τρόμαξε η κακομοίρα. Χαιρετηθήκαμε με κάποιες τυπικές καλημέρες χωρίς να συστηθούμε ή να πούμε περισσότερα. Με κοίταξε λοξά και καχύποπτα. Δεν γνωριζόμαστε καλά και δεν πρέπει να της γεμίζω το μάτι. Σε κάθε περίπτωση είναι επιφυλακτική και κρατάει ασφαλείς αποστάσεις. Αν και νομίζω πως δεν είναι προσωπικό το ζήτημα. Έτσι είναι μ’ όλους. Δεν έχει πολλά λόγια μα κάνει καλά τη δουλειά της. Τα περιστέρια είχαν σκαρφαλώσει ψηλά στα καλώδια και τα σύρματα. Οι γάτες είχαν εξαφανιστεί. Άθελά της είχε διαταράξει το πρόγραμμά τους και περίμεναν να τελειώσει για να επιστρέψουν. Να επικρατήσει και πάλι ησυχία και ηρεμία στον ακάλυπτο. Να θριαμβεύσει ξανά η ρουτίνα της άγιας καθημερινότητας.

Τράβηξα για την τουαλέτα να πλύνω τη φάτσα μου. Έδειχνε ταλαιπωρημένη και λυπημένη. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη χωρίς να αναγνωρίσω τον παλιό καλό μου εαυτό. Είχα αλλάξει. Τόσες μέρες απέφευγα να με δω. Να με κοιτάξω κατάμουτρα. Ο θερμοσίφωνας είχε νερό κι εγώ χρειαζόμουν επειγόντως ένα καυτό μπάνιο για να καθαρίσω και να ξεβρομίσω. Να τρίψω καλά την πέτσα μου και να αλλάξω δέρμα. Βγήκα μετά από κάνα μισάωρο με τη μούρη μου ολοκαίνουργια. Κατάφερα και να ξυριστώ. Πληθαίνουν οι άσπρες τρίχες. Κοιτάχτηκα πάλι προσεκτικά μέσα απ’ την θολή ατμόσφαιρα των υδρατμών. Χαμογέλασα. Είχα γίνει και πάλι ο ίδιος. Ξαφνικά ένιωσα μια εξάντληση. Δεν με κρατούσαν άλλο τα πόδια και τα χέρια μου. Τώρα έβγαινε η κούραση πέντε ολόκληρων ημερών αϋπνίας. Οριζοντιώθηκα πάνω στο κρεβάτι κι αμέσως έπεσαν οι διακόπτες. Δεν πρόλαβα ούτε το ξυπνητήρι να βάλω. Δεν υπήρχε και κάποιος σοβαρός λόγος. Δεν βιαζόμουν για τίποτα πια. Το ρολόι πάνω στο κομοδίνο έλεγε απλά την ώρα. Εννιά και είκοσι προ μεσημβρίας. Και ο ήχος του με νανούριζε γλυκά. Τικ τοκ. Τικ τακ.     

Όταν εκείνη γύρισε στο σπίτι εγώ κοιμόμουν ακόμα ολόγυμνος στο κρεβάτι του καλού καιρού. Καμιά δεκαριά ώρες. Έξω είχε νυχτώσει. Πρέπει να είδα κάτι μπερδεμένα όνειρα μα δεν θυμόμουν τίποτα. Ίσως κι εκείνον τον παλιό εφιάλτη που με κυνηγούσε η μητέρα με άγριες διαθέσεις μέσα στο πατρικό μας σπίτι. Η κοπέλα άφησε τις τσάντες και τις σακούλες της πάνω στον καναπέ πλάι στον σάκο μου και με πλησίασε. Στην αρχή πρέπει να ξαφνιάστηκε λιγάκι από την παρουσία μου. Αν και γενικά είναι ψύχραιμη και δεν τα χάνει εύκολα. Μετά θα χαμογέλασε. Σίγουρα θα χάρηκε. Κάτι θα ρίγησε μέσα της. Δεν ήξερε πότε θα γύριζα. Όταν θα ξεμπερδέψω και μπουν όλα τα πράγματα στην θέση τους. Έτσι της είχα πει. Μα ήθελα να της κάνω έκπληξη. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και μου χάιδεψε τρυφερά την πλάτη. Έσυρε απαλά τα νύχια της πάνω στην κοιμισμένη μου σάρκα και με έκανε να αναριγήσω. Θυμήθηκα που τα έχωνε με πάθος μέσα μου σχηματίζοντας μουσικά πεντάγραμμα και κλειδιά του σολ σε πλήρη στύση. Που με μάτωνε βογκώντας και κλαίγοντας.

Είχα ξυπνήσει απότομα μόνο με τα μάτια ανοιχτά. Το υπόλοιπο σώμα ακόμα δεν υπάκουε. Ήταν σαν παράλυτο. Νεκρό. Ένιωθα την θερμή ανάσα και το άρωμά της. Μοσχοβολούσε ολόκληρη. Έμεινα για κάμποση ώρα ακίνητος. Εκείνη συνέχισε να με κανακεύει. Ώσπου με κόπο κατάφερα να στρίψω το κεφάλι προς τη μεριά της και να την δω. Μου φάνηκε πιο όμορφη. Είχε αλλάξει και τα μαλλιά της. Τα είχε κόψει κοντά και τα είχε βάψει κόκκινα. Πριν φύγω την θυμόμουν μελαχρινή μα παρέμενε πάντα λεπτή και αέρινη. Ψηλή και αρρενωπή. Της χαμογέλασα κι εγώ. Ακόμα δεν μπορούσα να μιλήσω. Να βγάλω άχνα. Μόνο κάποια μουγκρητά. Ξάπλωσε πλάι μου. Με αγκάλιασε σφιχτά και με φίλησε με πάθος στο στόμα. Άρχισε να γδύνεται αργά και τελετουργικά κοιτώντας με κατευθείαν στα μάτια. Το κορμί μου κάπως ζωντάνεψε. Τα μέλη μου άρχισαν και πάλι να κινούνται. Ζωήρεψα. Ερχόταν κατά πάνω μου με άγριες δολοφονικές διαθέσεις και μάλλον σκεφτόταν πρώτα να με βιάσει. Κι ούτε καφέ δεν είχα πιει ακόμα.

Όταν τελειώσαμε μείναμε κάμποση ώρα ανάσκελα. Χαλαρώναμε καπνίζοντας και κοιτάζοντας το ταβάνι. Αναπολούσαμε τα περασμένα ρουφώντας άπληστα την απόλαυση των στιγμών. Έξω είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Ξαφνικά ένιωσα το στομάχι μου να γουργουρίζει. Πεινούσα σαν λύκος. Εκείνη την ώρα μπορούσα να την φάω ολόκληρη. Της το είπα και γέλασε. Ήμασταν κι οι δυο πολύ ευδιάθετοι. Θα έφτιαχνε στα γρήγορα κάτι πρόχειρο να στυλωθούμε. Τηγάνισε μπριζόλες και πατάτες. Έκοψε και μια σαλάτα. Φάγαμε με όρεξη χωρίς να μιλάμε. Ήπιαμε και κόκκινο κρασί για να γιορτάσουμε την ξαφνική επιστροφή μου σαν να έλειπα αιώνες. Στο τέλος ανάψαμε πάλι τσιγάρο. Εκείνη έσπασε πρώτη την σιωπή. Ήταν πολύ χαρούμενη. Επιτέλους είχε πιάσει μια κανονική πρωινή δουλειά. Πωλήτρια στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς. Ωραία. Σκέφτηκα ότι θα μπορώ να κλέβω από κει πράγματα πιο άνετα. Όμως βρήκε και τον χρόνο να σουλουπώσει και το σπίτι. Προκομμένη κοπέλα. Της είπα ότι μου άρεσε. Είχε γίνει αγνώριστο. Μετά με ρώτησε για τον ξάδερφο στην πρωτεύουσα. Πώς ήταν η κηδεία. Τι έγινε με την κληρονομιά.     

Ήταν ωραία της είπα. Η εκκλησία ήταν γεμάτη από κόσμο κι ήμασταν όλοι πολύ στεναχωρημένοι που έφυγε τόσο νέος. Παρά τις αδυναμίες και τα κουσούρια του ήταν πολύ αγαπητός. Όμως πλέον ο καλός ξάδελφος είχε περάσει στην αιωνιότητα. Γι’ αυτόν είχαν αρχίσει οι μεγάλες κι ατέλειωτες ξάπλες. Μέσα στο φέρετρο έδειχνε ήρεμος και αμέριμνος. Χορτάτος από τη ζωή. Την γλέντησε καλά. Τώρα δεν νοιαζόταν για τίποτα. Όσο για την κληρονομιά αποδείχτηκε μάπα το καρπούζι. Έκανα αποποίηση. Ο συμβολαιογράφος ήταν απέναντί μας απόλυτα ειλικρινής και διαφωτιστικός. Ο συγχωρεμένος είχε πολλά χρέη και κόκκινα δάνεια. Ήταν μαυρισμένος και όλη η περιουσία του υποθηκευμένη μέχρι τα μπούνια. Θα την πάρουν οι τράπεζες και το δημόσιο μας είπε. Πάντως καλοσύνη του που με ανέφερε στη διαθήκη του και μάλιστα με τα καλύτερα λόγια. Που με έβαλε στους κληρονόμους του. Κάποτε ήμασταν κολλητοί και αχώριστοι. Είχαμε φάει ψωμί κι αλάτι μαζί. Δεν μπορούσε να με αγνοήσει. Όσο για κείνον ο καθένας με την σειρά του. Ο καθένας στην ώρα του. Έτσι κι αλλιώς όλοι περαστικοί είμαστε. Δεν γλυτώνει κανείς.

Με άκουγε συγκινημένη και τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Τον ήξερε κι εκείνη πολύ καλά. Όμως δεν ήθελε να έρθει μαζί μου για τον τελευταίο αποχαιρετισμό. Όταν πριν από πέντε χρόνια την έδιωξαν απ’ το χωριό οι δικοί της κακήν κακώς και βρέθηκε στην μεγάλη πόλη εκείνος την περιμάζεψε και την σπίτωσε για τα καλά. Από αυτόν την γνώρισα. Μέχρι που ο ξάδερφος αρρώστησε και παραξένεψε. Τσακώθηκαν και χώρισαν μα δεν ήθελε να την πετάξει στον δρόμο. Κατά κάποιον τρόπο μου την έκανε πάσα. Κάτι σαν δώρο που αποδείχτηκε πολύτιμο. Το ήθελε και κείνη. Δεν είχε άλλους γνωστούς. Δεν ήξερε  πού να πάει και πού να μείνει. Δεν της ήμουν και αδιάφορος. Έτσι ήρθε σε μένα. Κάνα δυο χρόνια ήμαστε μαζί και τα πάμε σχετικά καλά. Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμα για να βγουν ασφαλή συμπεράσματα. Δεν ξέρω ακόμα τι θα γίνει. Πώς θα καταλήξει το πράμα μαζί της. Θα το δείξει ο καιρός. Έτσι κι αλλιώς ο χρόνος κυλάει γοργά.

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2025

Η ΜΠΕΜΠΑ (ΤΟ ΑΠΑΛΟ ΧΑΔΙ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ)

Έβαλα το κλειδί στην πόρτα και άνοιξα. Μπήκα μέσα και άναψα το φως. Έξω ο ουρανός είχε αρχίσει να φωτίζει. Σε λίγο θα ξεκίναγε μια καινούργια μέρα. Όμως εγώ σε λίγο θα έπεφτα ξερός στο κρεβάτι και θα κοιμόμουν μέχρι το μεσημέρι. Τρέκλιζα και παραπατούσα. Στηριζόμουν στον τοίχο. Ένιωθα βαρύς κι ασήκωτος. Δεν με κρατούσαν τα πόδια μου. Το πρωινό φαινόταν κι αυτό μουντό και συννεφιασμένο. Το πήγαινε για βροχή. Δεν με ένοιαζε. Δεν θα άνοιγα καν τα παντζούρια. Ακούω θόρυβο έξω απ’ το παράθυρο της κουζίνας. Τικ τοκ. Η γάτα χτυπάει το τζάμι συνθηματικά. Είναι μια τρίχρωμη αλανιάρα ταρταρούγα που τριγυρνάει στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας. Την ταΐζω και μου επιτρέπει να την χαϊδεύω. Τη φωνάζω μπέμπα γιατί την γνωρίζω από πολύ μικρή. Είναι μια παρέα κι αυτή στις δύσκολες νύχτες. Καμιά φορά όταν βρέχει και έχει παλιόκαιρο την βάζω και μέσα. Φοβάται τις βροντές και τις αστραπές. Παθαίνει ψυχικό τραλαλά. Με περίμενε όλη νύχτα πεινασμένη. Της ζητάω συγνώμη. Είμαι αδικαιολόγητος. Απόψε έμπλεξα και άργησα. Της βάζω φαγητό και τρώει βιαστικά. Είναι λαίμαργη γιατί είναι έγκυος. Έχει φουσκώσει και είναι στις μέρες της. Τρία ή τέσσερα υπολογίζω να κάνει. Σήμερα δεν θέλει να μπει μέσα. Αδειάζει το πιατάκι της και φεύγει. Δεν μου λέει ούτε ένα ευχαριστώ. Έτσι κι αλλιώς δεν είναι υποχρεωμένη. Καλημέρα ομορφούλα και να προσέχεις.

Γδύνομαι και τραβάω ντουγρού για το κρεβάτι. Είναι λίγα βήματα δρόμος μα βασανίζομαι. Ξαφνικά το μάτι μου πέφτει στην καφέ δερμάτινη βαλίτσα. Στέκεται όρθια σε μια άκρη και με παρακολουθεί. Μου φαίνεται παράξενο. Τόσα χρόνια την είχα ξεχάσει εντελώς. Σαν να μην την έβλεπα μπροστά μου. Σαν να ήταν αόρατη. Σαν να μην υπήρχε. Δεν την έχω ανοίξει ποτέ. Θυμάμαι πως κάποτε είχα την περιέργεια να δω τι πράγματα έχει μέσα μα φοβήθηκα. Λίγα πρέπει να ‘ναι. Όση ώρα την κρατούσα μου φαινόταν ελαφριά. Ίσως να μην έχει και τίποτα. Να ‘ναι εντελώς άδεια. Δεν θυμάμαι αν κουδούνιζε κάτι. Εύκολο θα ήταν να μάθω. Δεν ήταν κλειδωμένη. Απλά θα κατέβαζα το φερμουάρ και θα την άνοιγα. Όμως δεν το ‘κανα. Τελικά είμαι δειλός και προληπτικός. Την έφερα σπίτι και την παράτησα σε μια γωνιά. Και την ξέχασα εκεί. Ούτε ένα βλέμμα δεν έριξα πάνω της. Δεν ήταν δικιά μου αλλά μίας κυρίας που κάποια νύχτα με φεγγάρι βούτηξε στον μόλο του παλιού λιμανιού. Υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας. Έκανε μπλουμ και πήγε στον πάτο της θάλασσας. Από τότε φυσικά δεν την ξανάδα. Όμως μου άφησε την βαλίτσα της αμανάτι κι εγώ την κράτησα. Ούτε πήγα στην αστυνομία να αναφέρω το δυσάρεστο γεγονός. Δεν ήθελα άλλα μπλεξίματα. Μου έφταναν οι τύψεις και οι ενοχές που κουβαλούσα γιατί δεν προσπάθησα να την βοηθήσω και να την σώσω. Έτσι κι αλλιώς δικιά της απόφαση ήταν να αυτοκτονήσει βγάζοντας μια στριγκλή απόκοσμη κραυγή. Να τελειώσει μ’ αυτό τον τρόπο τη ζωή της. Δεν μου έπεφτε λόγος να επέμβω. Έπρεπε να την σεβαστώ. Αν και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί κουβαλούσε μαζί της την βαλίτσα.

Τραβάω το φερμουάρ και την ανοίγω. Τελικά ήταν εύκολο. Δεν χρειάστηκε βία. Παρά τα χρονάκια του έκανε καλά την δουλειά του. Λειτούργησε στην εντέλεια. Δεν είχε χαλάσει και δεν σκάλωσε πουθενά. Μέσα βρίσκονταν οι αναμνήσεις της ζωής εκείνης της μεσόκοπης κυρίας μαζί με το άρωμά της. Ένιωσα το απαλό χάδι των πραγμάτων της. Μια σπασμένη κουδουνίστρα που έπαιζε η μπέμπα πριν ακόμη πει τις πρώτες της λεξούλες. Μια ξανθιά τσουρομαδημένη κούκλα μπάρμπι που είχε καταντήσει σχεδόν καραφλή με μισοσκισμένο ροζ φουστανάκι. Τα μοναχικά βράδια η μικρή έπαιζε μαζί της την χάιδευε και της μιλούσε. Αν και γριούλα πια είχε ακόμα όμορφα γαλανά μάτια και λεπτό καλλίγραμμο σώμα. Μια κόκκινη οδοντόβουρτσα για να καθαρίζει την αστραφτερή της μασέλα. Της δικιάς της και του άντρα της. Μια αστυνομική ταυτότητα που την έδειχνε ακόμη χαμογελαστή νέα και όμορφη γεμάτη όνειρα για το μέλλον. Ένα κλειστό πακέτο με σερβιέτες όλο σκόνη και στάχτη. Ένα άδειο πακέτο σαντέ. Πάνω στο τσιγαρόχαρτο είχε σχεδιάσει μία βαρκούλα με πανιά. Το ξεραμένο λουλούδι από το πρώτο της ραντεβού. Ένα ρολόι με δυνατό ξυπνητήρι για να σηκώνεται το πρωί για τη δουλειά της. Ένα άδειο κάδρο με ραγισμένο τζάμι.  Η βέρα της και κάποια λιγοστά χρυσαφικά που φορούσε σε επίσημες περιστάσεις. Το πράσινο φουστάνι της και δυο μαύρες γόβες. Η τσαλακωμένη φωτογραφία κάποιου μελαγχολικού νέου. Ένα γεμάτο πιστόλι για μελλοντική χρήση που έπαθε αφλογιστία και δεν εκπυρσοκρότησε έγκαιρα. Αντικείμενα μιας ασήμαντης και λησμονημένης ζωής μέσα σε μια παλιά δερμάτινη βαλίτσα που μυρίζει ακόμα το άρωμά της. Όλοι πια την έχουν ξεχάσει. Κανείς δεν την θυμάται. Εκτός από μένα.

Ξαφνικά ανοίγει η εξώπορτα και μπαίνει μέσα μια μεσόκοπη παχουλή γυναίκα που μοιάζει με τη μαμά. Είμαι γυμνός μα δεν την ντρέπομαι. Εκείνη φοράει ένα καφεκίτρινο λουλουδιστό φουστάνι. Μην τρομάζεις μου λέει. ‘Ήρθα να πάρω αυτά που μου ανήκουν και θα φύγω.  Δεν καταλαβαίνω τι εννοεί μα νιώθω ότι με απειλεί. Τα μάτια της είναι κατακόκκινα και με κοιτάζουν με μίσος. Η φωνή της δεν μου θυμίζει τίποτα. Κρατάω ακόμη στα χέρια μου το πιστόλι μα δεν θέλω να το χρησιμοποιήσω. Δεν είμαι φονιάς. Εκείνη τη στιγμή απ’ την κουζίνα έρχεται η μπέμπα. Μάλλον είχα ξεχάσει το παράθυρο ανοιχτό και μπήκε μέσα. Κοιτάζει την γυναίκα και αγριεύει. Εκείνη προσπαθεί να της χαμογελάσει μα δεν τα καταφέρνει. Ορμάει κατά πάνω της. Με νύχια και με δόντια ξεσκίζει το φουστάνι της. Δαγκώνει τις ρόγες της. Προσπαθεί να την κατασπαράξει. Τώρα είναι ολόγυμνη γεμάτη αίματα και ουρλιάζει πανικόβλητη. Η γάτα σκαρφαλώνει στο κεφάλι της και της βγάζει τα μάτια. Μετά της ξεριζώνει όλα τα μαλλιά απ’ το κεφάλι. Ήταν βαμμένα καφέ. Απ’ τον τρόμο της η γυναίκα σωριάζεται στο πάτωμα με γδούπο. Συνεχίζει να κλαίει και να φωνάζει από τους πόνους και την ταραχή. Ζητάει βοήθεια. Η μπέμπα παραμένει γαντζωμένη πάνω της και γρυλίζει λυσσασμένα. Δεν δείχνει να την λυπάται.  

 

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

ΚΡΥΟ ΠΙΑΤΟ (ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ)

Καθόμουν στην άκρη της μπάρας και έπινα ήσυχα το ποτό μου. Από τα ηχεία έβγαινε απαλή μουσική τζαζ. Όλη μέρα δεν είχα βάλει μπουκιά στο στόμα μου. Για να μη με κόψει είχα πάρει ένα κρύο πιάτο και τσιμπούσα. Ήταν η σπεσιαλιτέ του μαγαζιού. Έτσι μου είπαν καμαρώνοντας. Καναπέ γαρίδας με μπρικ και πικάντικη μαγιονέζα. Δεν ήταν άσχημο. Κάτι έλεγε. Παρόλο που δεν συνηθίζω να μπαίνω σε μπιστρό πολυτελείας και να δοκιμάζω τα γκουρμέ των σπουδαγμένων σεφ τους. Οι τιμές είναι τσουχτερές για την τσέπη μου και το περιβάλλον κάπως δήθεν για τα γούστα μου. Κι οι θαμώνες καλοντυμένες και αρωματισμένες χαζόφατσες. Ρομαντικές ψυχές με στιλ και κουραφέξαλα. Δεν έχουν πολλά να μου πουν. Εδώ μέσα νιώθω σαν το ψάρι έξω απ’ τα νερά του. Κάπως άβολα και αμήχανα. Σαν να είναι όλα τα μάτια στραμμένα πάνω μου και με παρακολουθούν.

Τουλάχιστον ο νεαρός πίσω από την μπάρα με το λευκό πουκάμισο και το κόκκινο γιλέκο φαίνεται πιο ευγενικός και δείχνει κατανόηση. Όποτε τα βλέμματα μας διασταυρώνονται μου χαμογελά κι εγώ του ανταποδίδω. Χωρίς να το θέλει αυτός είναι η αιτία του κακού που με τράβηξε μέσα στο μαγαζί σαν τον μαγνήτη. Μια ξαφνική παρόρμηση που δεν μπόρεσα να ελέγξω. Όμως η ομορφιά του με ξεκουράζει και με κάνει να ονειροπολώ. Επιπλέον φαίνεται καλό παιδί. Κι ας μην έχουμε συστηθεί ακόμα. Κι ας μην έχουμε ανταλλάξει δυο κουβέντες πέρα απ’ τις απόλυτα απαραίτητες. Τις καθαρά τυπικές και επαγγελματικές. Δεν έχει σημασία. Πλέον δεν έχω υπερβολικές απαιτήσεις απ’ τους άλλους ούτε τρέφω μεγάλες ελπίδες για τίποτα. Τα αφήνω όλα στην τύχη και όπως τα φέρει η ζωή. Παρασύρομαι μέσα στο ορμητικό της ποτάμι χωρίς να φέρνω αντίσταση. Ξέμαθα να κολυμπώ. Μόνο προσέχω να μην βουλιάξω. Να μην πάω στον πάτο και πνιγώ.

Τότε την είδα ξαφνικά να έρχεται σαν σίφουνας κατά πάνω μου. Ήταν μελαχρινή αέρινη και ευδιάθετη. Φορούσε ένα πράσινο φουστάνι και μου χαμογελούσε. Με ρώτησε γιατί κάθομαι μόνος μου και είμαι τόσο μελαγχολικός. Της είπα πως δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος. Δυστυχώς έτσι γεννήθηκα. Λυπημένος και μοναχικός. Αυτή είναι η φτιαξιά μου. Δεν φταίω εγώ. Μην χάνεις το ηθικό σου. Όλα διορθώνονται μου είπε. Ήταν αισιόδοξη κι έλαμπε από νιάτα και ομορφιά. Ποιος ξέρει γιατί είχε αφήσει την παρέα της στο τραπέζι κι ασχολιόταν μαζί μου. Μάλλον ήταν κυνηγός κεφαλών κι εγώ ένα υποψήφιο θύμα. Συστηθήκαμε με χειραψία. Πρόσεξε ότι τέλειωνε το ποτό μου και προσφέρθηκε να με κεράσει άλλο ένα. Δεν αρνήθηκα. Παράγγειλε και δικό της. Φώναξε τον μπάρμαν με το μικρό του όνομα. Ήταν ο μικρότερος αδερφός της μου είπε. Έμοιαζαν κάπως. Είχαν και οι δύο χαρούμενα και φωτεινά πρόσωπα. Δώσαμε και με κείνον τα χέρια μα δεν κάθισε μαζί μας. Είχε πολύ δουλειά κι έπρεπε να γυρίσει γρήγορα στο πόστο του. Να φτιάξει ποτά και να σερβίρει κρύα πιάτα στις ρομαντικές ψυχές του μαγαζιού. Δούλευε κι αυτή εδώ μα πρωινή βάρδια. Αύριο είχε ρεπό κι απόψε μπορούσε να το ρίξει λίγο έξω. Την φώναζαν οι φίλοι της να πάει κοντά τους μα κείνη τους αγνοούσε. Έκανε πως δεν άκουγε.

Κάτσε της είπα και της έδειξα το σκαμπό δίπλα μου. Τσίμπα αν θες κι απ’ το πάτο. Πήρε το πιρούνι μου και δοκίμασε. Με ρώτησε αν μου άρεσε. Ναι ωραίο ήταν της είπα. Πολύ νόστιμο. Εκείνη το είχε φτιάξει. Είχε σπουδάσει μαγειρική και δούλευε στην κουζίνα του μαγαζιού. Εγώ εκείνη την περίοδο δούλευα σε γραφείο τελετών. Είμαι κοράκι της είπα και γελάσαμε ταυτόχρονα. Της έδωσα και την κάρτα μου που έγραφε και το κινητό μου. Αχρείαστη να ‘ναι παρόλο που δεν είναι προληπτική. Μου υποσχέθηκε ότι αύριο κιόλας θα με έπαιρνε τηλέφωνο να πάμε για καφέ. Τώρα έπρεπε να επιστρέψει στην παρέα της. Την φωνάζουν την ψάχνουν και την αναζητούν εναγωνίως. Προσπάθησε να σηκωθεί μα την σταμάτησα πιάνοντας το χέρι της. Την κοίταξα στα μάτια έντονα και βαθιά. Εδώ κοντά μένω της είπα. Πάμε τώρα. Μην αργούμε. Μην το καθυστερούμε. Είναι η γνωριμία της μιας βραδιάς και το ζήτημα επείγει. Μην το αναβάλλουμε. Δεν θα προλάβουμε. Με κοίταξε διστακτικά. Δεν ήξερα τι έλεγε το ένστικτό της. Αν έπρεπε να με εμπιστευτεί ή όχι. Μάλλον ήθελε μα δεν μπορούσε απόψε. Την περίμεναν οι φίλοι της. Δεν επέμεινα περισσότερο ούτε μ’ αρέσει και να παρακαλώ. Κάνε ότι νομίζεις της είπα και την άφησα να γυρίσει στο τραπέζι της. Πλήρωσα τον  νεαρό μπάρμαν αφήνοντας τα ρέστα δικά του κι έφυγα.     

Την άλλη μέρα το απόγευμα χτύπησε το τηλέφωνο από άγνωστο νούμερο. Ήμουν στη δουλειά. Άκουσα μια κλαμένη γυναικεία φωνή. Για άλλη μια φορά η μοίρα της είχε χτυπήσει την πόρτα κι έπρεπε να αντέξει. Η κόρη της είχε τρακάρει τα ξημερώματα και σκοτώθηκε ακαριαία. Και ήταν τόσο νέα και γεμάτη από ζωή. Είχε βρει την κάρτα μου πάνω της. Ήμασταν φίλοι παραδέχτηκα. Ναι την γνώριζα. Ήθελε να αναλάβω εγώ την κηδεία της. Να πάω στο νεκροτομείο και να παραλάβω το πτώμα της. Είχε τελειώσει η έρευνα των αρχών. Εκεί ήταν κι εκείνη και θα με περίμενε μαζί με τον γιο της. Ήθελε να την θάψουν με το πράσινο φουστάνι που φορούσε την χτεσινή νύχτα. Ήταν το αγαπημένο της και είχε μείνει άθικτο από το τροχαίο. Όπως και εκείνη. Και χαμογελαστή.  

Δέχτηκα αμέσως την δουλειά χωρίς δεύτερη κουβέντα. Πλέον δεν έπρεπε να ανησυχεί για τίποτα. Ούτε για το οικονομικό. Θα αναλάμβανα προσωπικά την υπόθεση της είπα. Όχι πάντως χωρίς κάποια ιδιοτέλεια. Είχαμε αφήσει κάτι στη μέση οι δυο μας. Μια εκκρεμότητα. Δεν προλάβαμε. Της το είχα πει μα δεν μ’ άκουσε. Δεν έχουμε άπειρο χρόνο μπροστά μας. Τώρα έπρεπε να πάρω μόνος μου τις κρίσιμες αποφάσεις. Δεν έχω βέβαια ηθικές αναστολές εφόσον δεν βλάπτω κάποιο άλλο πλάσμα. Και ούτε είμαι συστηματικός νεκρόφιλος. Δεν ταιριάζει στη φύση και στον χαρακτήρα μου. Μα ίσως θα ‘πρεπε να ολοκληρωθεί η σχέση μας έστω και κάτω από αυτές τις αντίξοες συνθήκες. Έστω κι αν εκείνη είναι πια παγωμένη. Πρώτα όμως έπρεπε να το σκεφτώ πολύ καλά.

Την επομένη έγινε η κηδεία και αργότερα το μνημόσυνο. Συλλυπήθηκα τη μητέρα και τον αδερφό. Να ζήσουν να την θυμούνται. Ήταν καλή κοπέλα. Μέσα στον πόνο τους μου φάνηκαν περήφανοι και αξιοπρεπείς. Μετά από καιρό ξαναπέρασα απ’ το μπιστρό μα δεν είδα μέσα τον νεαρό μπάρμαν. Στη θέση του ήταν ένας καραφλός μεσήλικας που φορούσε κι αυτός λευκό πουκάμισο και κόκκινο γιλέκο φτιάχνοντας ποτά και δίνοντας κρύα πιάτα στις ρομαντικές ψυχές του μαγαζιού. Τον ρώτησα για το παιδί και μου είπε ότι μετά τον θάνατο της αδερφής του είχε σταματήσει πια να δουλεύει εκεί. 

 

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2025

Ο ΜΠΙΜΠΗΣ ΚΑΙ Η ΠΑΠΗ

Το αποφάσισα τελευταία στιγμή. Πήγα έστω και απροειδοποίητα. Ούτε ένα τηλέφωνο δεν έκανα για να τους προετοιμάσω και να τους ζητήσω την άδεια. Αν μπορούν και θέλουν να με δεχτούν στο σπιτικό τους. Ήταν ένα συνηθισμένο απόγευμα μεσοβδόμαδα και η επίσκεψη άτυπη δίχως κουστούμι και γραβάτα. Φορούσα τα καθημερινά μου και δεν κρατούσα κάποιο δώρο στα χέρια. Χτύπησα κατά τις οκτώ το κουδούνι ακούγοντας από μέσα τα γαβγίσματα κάποιου εκνευριστικού κοπρόσκυλου. Την πόρτα άνοιξε η αδερφή μου κι έμεινε στήλη άλατος. Δεν με περίμενε. Ξαφνιάστηκε μα δεν κατάλαβα αν χάρηκε ή όχι που με έβλεπε μετά από τόσο καιρό. Πάντως δεν ξίνισε και τα μούτρα της. Δίπλα της το άσπρο κατσαρομάλλικο τετράποδο με κοίταζε καχύποπτα και μοχθηρά. Γρύλιζε μα δεν τόλμησε να ορμίσει. Μονάχα μύρισε τα πόδια μου. Ήμουν σε επιφυλακή και έτοιμος για όλα. Αν τολμούσε να με δαγκώσει θα ‘τρωγε μια ξεγυρισμένη κλοτσιά που θα ‘ταν όλη δική του.   

Ο γαμπρός μου έβλεπε μπάσκετ στην τηλεόραση της κουζίνας και χαλάρωνε ύστερα από άλλη μία κουραστική μέρα στη δουλειά. Σηκώθηκε από την καρέκλα του και με υποδέχτηκε κεφάτος και χαμογελαστός. Ήταν πολύ εγκάρδιος χτυπώντας με φιλικά στην πλάτη. Πάλι καλά. Περίμενα καμιά σβουριχτή καρπαζιά στο σβέρκο. Το συνήθιζε πολύ παλιότερα όταν είχαμε μεγαλύτερες οικειότητες και πάρε δώσε. Γεια σου κουνιαδάκι μου. Καλώστονε κι ας άργησε. Τελικά μας θυμήθηκες μετά από τόσα παρακάλια. Πάπη βάλε μας κάτι να πιούμε. Έδωσε την εντολή στη γυναίκα του και με ρώτησε τι κάνω και πώς τα περνάω. Πού χάθηκα τόσο καιρό. Σαν να με κατάπιε η γη. Όλα καλά και ανθηρά του είπα δίχως να μπω σε λεπτομέρειες. Τελικά το σκυλάκι τους με συμπάθησε και αποδείχτηκε δραστήριο και αθλητικό. Συνέχεια πήγαινε πέρα δώθε με ένα κίτρινο μπαλάκι του τένις στο στόμα. Του το πετάγαμε μακριά κι εκείνο το κυνηγούσε το έπιανε και μας το ‘φερνε στα πόδια μας και πάλι απ’ την αρχή το ίδιο βιολί. Μέχρι που κουράστηκε είπιε λίγο νερό και ξάπλωσε φαρδύ πλατύ στο πάτωμα.

Είχε την πλάκα του. Για κάμποση ώρα ασχοληθήκαμε μαζί του. Μούκη την λένε και είναι θυληκό πέντε χρονών με ενημέρωσε η αδερφή μου. Μετά από λίγο επικράτησε μια ενοχλητική και αμήχανη σιωπή. Ξαφνικά ο γαμπρούλης μου θυμήθηκε και ξεφούρνισε ένα άσχετο σόκιν ανέκδοτο. Όμως γέλασε μόνος του. Η αδερφή μου τον κοίταξε περίεργα κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι και σφίγγοντας τα χείλη μα δεν το σχολίασε. Εγώ για να τον σιγοντάρω απλά χαμογέλασα. Ρε τον μπίμπη. Πάντα ευτράπελος και καλαμπουριτζής. Τους ρώτησα για τα παιδιά. Έλειπαν. Ήταν στο φροντιστήριο. Όμως είχαν θυμώσει με το αστείο που τους έκανα τις προάλλες στην πλατεία που συναντηθήκαμε τυχαία για την δήθεν οικογένειά μου και μου κρατούσαν μούτρα. Δεν ήθελαν να με ξαναδούν στα μάτια τους μα σύντομα θα τους περνούσε. Έτσι είναι οι έφηβοι σήμερα. Δεν σηκώνουν τέτοια χωρατά και πλάκες. Είναι σοβαρά και συνεσταλμένα μα κατά βάθος καλά παιδιά. Και σε μια συναισθηματικά κρίσιμη ηλικία. Η μάνα τους προσπαθούσε να τα δικαιολογήσει.

Ο μπίμπης και η πάπη λοιπόν. Έτσι φωνάζονταν χαϊδευτικά στην αρχή της γνωριμίας τους όταν ήταν ερωτευμένοι και μέσα στα μέλια. Φαίνεται ότι ακόμα αγαπιούνται μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια γάμο. Και στέκονται καλά στα πόδια τους χωρίς σοβαρά προβλήματα υγείας. Τους ζήλευα και τους θαύμαζα. Για μεσήλικες είναι όμορφοι ακόμα και ερωτεύσιμοι. Μεγαλώνουν γλυκά. Τότε δούλευαν στην ίδια εταιρεία. Αυτή γραμματέας κι εκείνος ένα μεσαίο στέλεχος επιχειρήσεων που είχε μπροστά του μια λαμπρή και αξιοθαύμαστη καριέρα όπως αποδείχτηκε. Ένα χρυσό αγόρι και σώγαμπρος σε τιμή ευκαιρίας. Τον συμπαθούσε πολύ και η μητέρα. Τώρα έχει γίνει διευθυντής μεγάλος και τρανός με παχουλό μισθό και μπόλικα μπόνους κι η αδερφή μου μια απλή νοικοκυρά που του μεγαλώνει τα ατίθασα δίδυμα. Μεγαλοπιάστηκαν μα δεν άλλαξαν σπίτι. Απλά το ανακαίνισαν πολυτελώς.    

Δεν είχαν τίποτα πρόχειρο να τσιμπήσουμε και παράγγειλαν απ’ έξω σουβλάκια. Ήταν πολύ νόστιμα μαλακά και καλοψημένα. Τα χλαπάκιασα παραβλέποντας προσωρινά τις χορτοφαγικές μου ευαισθησίες. Για την περίσταση άνοιξαν και ένα κόκκινο εμφιαλωμένο κρασί πολλών αστέρων. Για να με ευχαριστήσουν. Τρώγαμε και πίναμε με όρεξη. Είπαμε λίγες βαριεστημένες κουβέντες για τα πολιτικά και την ακρίβεια της αγοράς μα γρήγορα η συζήτηση πήρε άσχημη τροπή τουλάχιστον για μένα. Τα αίματα άναψαν. Η αδερφή μου έκανε πρώτη την επίθεση. Φαίνεται ότι από καιρό μου τα είχε μαζεμένα και καλά φυλαγμένα. Σε γενικές γραμμές είπε ότι κοιτάζω μόνο τον εαυτούλη μου και δεν ενδιαφέρομαι για κανέναν άλλο. Αν ζουν ή αν πεθαίνουν. Είμαι παρτάκιας και καλοπερασάκιας. Δουλεύω στη χάση και στη φέξη. Ζω επικίνδυνα. Διάφοροι καλοθελητές τους φέρνουν τα νέα για τον βίο και την πολιτεία μου. Έχω καταντήσει ρεμάλι και ρεζίλης των σκυλιών. Ούτε καν για την μητέρα νοιάστηκα τόσα χρόνια. Με τον καημό μου έφυγε. Ούτε στην κηδεία της δεν πήγα.

Ο γαμπρός μου συμφωνούσε κουνώντας το κεφάλι του. Μου είχε προτείνει να με βολέψει σε μια θεσούλα στην εταιρεία του μα εγώ είμαι μπούφος και κουφιοκεφαλάκης και του αρνήθηκα. Παλιότερα είχα κι άλλες ευκαιρίες μα τις πέταξα στο καλάθι των αχρήστων. Και να πεις ότι δεν έχεις τα προσόντα. Πανέξυπνος είσαι μα και πανίβλακας. Συμπλήρωσε η καλή μου η αδερφούλα. Με είχαν στριμώξει στη γωνία και με σφυροκοπούσαν ανελέητα μα νομίζω ότι με αδικούσαν. Ίσως πάλι και να ‘χαν δίκιο. Δεν ήμουν σίγουρος γι’ αυτό και δεν έβγαλα άχνα. Δεν προσπάθησα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Όχι πάντως από ενοχή και τύψεις συνειδήσεως. Απλά με αιφνιδίασαν κι είχα πιει αρκετό κρασί. Είχα φτιάξει κεφαλάκι και τους κοιτούσα χαμογελώντας αδιάφορα με το βλέμμα μου χαμένο να καρφώνει το άπειρο. Από ένα σημείο και μετά δεν τους άκουγα. Το μυαλό μου έτρεχε πίσω στα χαρούμενα παιδικά μου χρόνια μέσα σε αυτό το σπίτι που μεγάλωσα και έπαιξα που όμως δεν κατάφερα να ενηλικιωθώ. Τότε που ακόμα ζούσε ο πατέρας. Είχαμε και ωραίες στιγμές. Περάσαμε ευτυχισμένες μέρες.

Μα πλέον δεν με συνέδεε τίποτα μ’ αυτούς τους ανθρώπους. Δεν καταλαβαινόμασταν. Ήμασταν διαφορετικοί κόσμοι και ερχόμασταν από άλλους πλανήτες. Όπως και με τη συγχωρεμένη τη μητέρα. Γι’ αυτό και δεν ζήτησα τίποτα από την περιουσία της. Δεν έκανα αποδοχή της κληρονομιάς και βέβαια όχι από την υποψία χρεών και υποθηκών. Αυτό τουλάχιστον έπρεπε να μου το αναγνωρίσουν. Ή μπορεί κι αυτό να τους πείραξε. Ο κύριος είναι υπεράνω χρημάτων και ακινήτων θα είπαν. Είναι κατά του θεσμού της ιδιοκτησίας. Ήταν αλήθεια. Δεν ήθελα τίποτα. Μόνο να μείνω στην υπόγεια γκαρσονιέρα των τριάντα τετραγωνικών. Εφόσον είχαν την καλοσύνη. Και το δέχτηκαν. Όλα αυτά τα μπερδεμένα σκεφτόμουν και ονειρευόμουν μέχρι που άκουσα ένα δυνατό χτύπημα στο τραπέζι και το ουρλιαχτό της αδερφής μου και ξύπνησα. Είσαι αναίσθητος και μας γράφεις κανονικά φώναξε μέσα στα αυτιά μου. Ταράχτηκα μα και πάλι δεν έβγαλα άχνα απ’ το στόμα. Συγκρατήθηκα μα είχα ήδη μετανιώσει για την επίσκεψη. Δεν έπρεπε να πάω. Τώρα ήθελα μόνο να φύγω από κει μέσα το γρηγορότερο και να μην ξαναπατήσω το πόδι μου ποτέ.  

Ευτυχώς απ’ τη δύσκολη θέση μ’ έβγαλαν τα αγαπημένα μου ανιψάκια. Άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν μέσα φουριόζικα και χαρούμενα. Όταν με είδαν ξίνισαν απότομα τα μούτρα τους μα αυτό δεν με στενοχώρησε καθόλου. Είχαν την πλάκα τους. Το αγόρι με περιφρόνησε επιδεικτικά ενώ το κορίτσι μου ‘βγαλε τη γλώσσα. Χωρίς να πουν ούτε μια καλησπέρα τράβηξαν στο βάθος για το δωμάτιό τους. Η αγένειά τους ήταν μεγάλη μα έτσι ο εξάψαλμος των γονιών τους κόπηκε μαχαίρι και τα πνεύματα κάπως ηρέμησαν. Ξαφνικά ο γαμπρός μου χασμουρήθηκε και σταύρωσε το στόμα του. Το ρολόι έδειχνε έντεκα και ήταν ώρα για ύπνο. Αύριο θα ξημέρωνε για τους εργατικούς και τους προκομμένους άλλη μια δύσκολη μέρα. Ο μπίμπης μας καληνύχτισε και τράβηξε για το κρεβάτι του. Ήταν ψόφιος απ’ την κούραση. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά κι ακούγαμε τα μακρόσυρτα ροχαλητά του.

Για λίγο έμεινα μόνος με την αδερφή μου. Της χαμογέλασα. Μην έχεις τύψεις της είπα. Εσύ έκανες ότι μπορούσες. Κανείς μας δεν φταίει. Με κοίταζε αμίλητη και τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Δεν είχε κάτι άλλο να πει. Της είχαν τελειώσει τα λόγια. Σηκώθηκα και την αγκάλιασα για να της δώσω κουράγιο. Της χάιδεψα τα μαύρα μακριά της μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Μην κλαις πάπη της είπα. Όλα θα περάσουν. Μετά με καληνύχτισε κι αυτή και τράβηξε αργά για το δωμάτιό της. Έμεινα ολομόναχος στην κουζίνα για να τελειώσω το κρασί μου. Η μικρή λουλού που την φωνάζανε μούκη κοιμόταν κι αυτή κουλουριασμένη τον ύπνο του δικαίου. Οι φωνές των ανθρώπων δεν κατάφεραν να την ταράξουν.

Το μπουκάλι είχε αδειάσει και η ώρα είχε πάει δώδεκα τα μεσάνυχτα. Σηκώθηκα να φύγω μα πρώτα χρειαζόμουν επειγόντως την τουαλέτα. Έσκαγε η φούσκα μου. Πήγα σχεδόν τρέχοντας. Ξαλάφρωνα κι άκουγα από δίπλα τα συντονισμένα ροχαλητά του μπίμπη και της πάπης. Βγαίνοντας πέρασα έξω απ’ το δωμάτιο των παιδιών. Δεν επιτρεπόταν να μπαίνουν μέσα οι μεγάλοι. Ο χώρος τους ήταν άβατο. Η πόρτα τους ήταν κλειστή και δεν τόλμησα να την ανοίξω. Μόνο πλησίασα κι έστησα αυτί. Αύριο το πρωί είχαν σχολείο μα δεν κοιμόντουσαν. Ακόμα δεν τους είχε πάρει ο ύπνος. Άκουγα τους ψίθυρους τα γελάκια και τα αγκομαχητά τους. Αγαπιόντουσαν αληθινά ανακαλύπτοντας τις χαρές της άγουρης σάρκας τους. Βογκούσαν και αναστέναζαν σιγανά μην τους ακούσουν οι δικοί τους αγκαλιασμένα σφιχτά σαν ένας άνθρωπος.

Γλυκά και ξένοιαστα δεκάξι. Τους άφησα να ζήσουν την ευτυχία των στιγμών τους που αργότερα μεγαλώνοντας θα θυμόντουσαν με νοσταλγία. Τότε που θα συνειδητοποιούσαν πικρά ότι ο αληθινός έρωτας δεν είναι καθαρή και αμόλυντη ηδονή αλλά πόλεμος στην έρημο κάτω απ’ τον καυτό ήλιο. Εκεί όπου είσαι μόνος και απροστάτευτος. Και συνήθως νικημένος γεμάτος ουλές και τραύματα. Τσαλαπατημένος. Τράβηξα βαρύθυμος για την έξοδο. Ακόμη είχα μπόλικη νύχτα μπροστά μου. Μόνο ένα δεν καταλάβαινα. Γιατί τα παιδιά κοιμούνται ακόμα μαζί αφού τώρα το δωμάτιο της μητέρας είναι άδειο. Εκτός κι αν περιμένουν κάποια στιγμή να επιστρέψει. Καληνύχτισα το μικρό σκυλάκι κι έκλεισα πίσω μου απαλά την πόρτα.    

 

Κυριακή 10 Αυγούστου 2025

ΟΥΤΕ ΛΟΓΟΣ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ

Είχα καιρό να την δω. Κάνα εξάμηνο απ’ την κηδεία του θείου. Στο μνημόσυνο δεν πήγα. Δεν ξέρω αυτή τι έκανε κι ούτε με νοιάζει. Πάντως δεν ήπιαμε τον καφέ της παρηγοριάς για να συγχωρεθούν τα πεθαμένα μας. Έτσι κι αλλιώς ήμασταν κι οι δυο ανεπιθύμητοι απ’ τους άλλους συγγενείς. Ούτε λόγος να γίνεται. Και το χαρτί με το νούμερο του τηλεφώνου που μου ‘δωσε το πέταξα. Περσινά ξινά σταφύλια και ξαναζεσταμένο φαγητό. Δεν ήθελα καινούργιες επαφές. Ποιο το νόημα. Το πολύ να με μπέρδευαν και να μου μόλυναν τις αναμνήσεις μου. Τώρα η φίλη του θείου καθόταν με έναν όμορφο νεαρό στην καφετέρια  απέναντι απ’ το δημοτικό θέατρο. Είχε σουρουπώσει και η πλατεία είχε αρκετή κίνηση. Τα μαγαζιά ήταν ακόμα ανοιχτά και ο κόσμος σουλατσάριζε πέρα δώθε. Τα μπρούτζινα λιοντάρια μας κοιτούσαν αμίλητα. Τα σιντριβάνια δεν είχαν νερό.

Την χαιρέτησα και μου είπε να καθίσω. Μου σύστησε τον νεαρό. Εκείνος μου χαμογέλασε. Μάλλον δεν τους διέκοψα από κάτι σοβαρό. Σέρνανε κι αυτοί την ώρα να περάσει. Χαθήκαμε σχολίασε μα δεν βρήκα κάποια εύκαιρη δικαιολογία να ξεφουρνίσω. Δεν είχα προετοιμάσει κάτι για την περίσταση. Δουλειές της είπα μόνο. Τρέχω και δεν φτάνω. Δεν ξέρω αν με πίστεψε. Παράγγειλα κι εγώ καφέ γιατί κάτι μου ‘λεγε πως η αποψινή νύχτα θα ήτανε μεγάλη. Έτσι κι αλλιώς ο ύπνος με έπαιρνε πάντα χαράματα. Του κρατούσε το χέρι σφιχτά κάτω απ’ το τραπέζι και τον κοίταζε στα μάτια. Κάτι πρέπει να ‘χαν οι δυο τους. Η κυρία ήταν τεκνατζού και μάλλον το χαρτζιλίκωνε το τεκνό. Δεν ζήλεψα. Μόνος μου και να ‘χω την ησυχία μου. Μακριά από μπερδέματα. Το ‘χα δει το όνειρο. Όμως τώρα δεν είχαμε να πούμε κάτι σημαντικό. Για τον καιρό ή την ακρίβεια της αγοράς θα ήταν μια συνηθισμένη σαχλαμάρα. Καλύτερα σιωπηλοί κι ο καθένας στην κοσμάρα του. Κι όμως δεν ένιωθα κάποια αμηχανία. Αντιθέτως οικειότητα. Εκείνη με κοίταζε μόνο και χαμογελούσε. Μάλλον δεν ήθελε να μιλήσει για τον θείο μπροστά σε τρίτο. Σίγουρα θα είχε πολλά να μου πει. Ήταν πρόσφατος ο χαμός του.

Η ώρα περνούσε. Τα μαγαζιά είχαν κλείσει. Η πλατεία είχε αραιώσει. Ο ουρανός σκοτεινός. Εκείνη τη στιγμή δυο σκιές στάθηκαν πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν τον χάρο. Γεια σου θείε. Με χαιρέτησαν ταυτόχρονα με μια φωνή. Ταράχτηκα. Πανικοβλήθηκα. Πού με αναγνώρισαν τα μπασμένα. Είχαν χρόνια να με δουν. Μάλλον δεν είχα αλλάξει πολύ. Εκείνα είχαν μεγαλώσει και ομορφύνει. Τα δίδυμα ήταν όλο παράπονα απ’ τη συμπεριφορά μου κι άρχισαν να με πετροβολούν. Το κορίτσι είπε ότι τους είχα στήσει στη γιορτή του μπαμπά τους. Ήταν ανεπίτρεπτο. Τους το είχα υποσχεθεί. Με περιμένανε και δεν πήγα. Το αγόρι με ενημέρωσε και για ένα δυσάρεστο νέο. Η υγεία της γιαγιάς επιδεινώθηκε ραγδαία. Πλέον έχει προχωρημένη άνοια και δεν αναγνωρίζει κανέναν. Έγινε φυτό κι αναγκάστηκαν να την κλείσουν σε ίδρυμα. Καλά που μου το ‘πε για να μ’ απαλλάξει από περιττές τύψεις και ενοχές. Αχ καημένη μητερούλα. Τώρα μπορεί να ‘ναι καλύτερα για σένα και να μην βασανίζεσαι. Καμιά φορά οι μνήμες γίνονται σκληρές και εκδικητικές για τους ηλικιωμένους. Σίγουρα επώδυνες. Είναι καλό να ξεχνάς. Με μια φωνή με ρώτησαν γιατί δεν περνάω απ’ το σπίτι τους και γιατί δεν παίρνω ούτε ένα τηλέφωνο. Ρε τα μόμολα. Τελικά είναι πολύ ευαίσθητα. Ανησυχούν για το αν είμαι καλά ή αν έχω τσακωθεί με τους γονείς τους. Θέλουν να ξέρουν τα μυξιάρικα. Πάντως δεν μου κρατούν κακία για την συμπεριφορά μου. Με αγαπούν ότι κι αν έκανα. Τελικά τα ανιψάκια μου είναι καλά παιδιά. Πολύ τα γουστάρω. Αυτά τα μογγολάκια έχουν και μπόλικη πλάκα. Μου ‘ρχεται να τους τσιμπήσω το μάγουλο και να τα πλακώσω στις φάπες.

Ξαφνικά τα βλαμμένα πρόσεξαν ότι είχα παρέα. Τα βλέμματά τους στράφηκαν με απορία σε εκείνη και τον νεαρό. Τους σύστησα. Από δω η γυναίκα μου κι από κει ο γιος μου και ξάδερφός σας. Είναι η οικογένειά μου. Τόσα χρόνια υπήρξε το μεγάλο μου μυστικό. Το παραδέχομαι. Είχα διπλή ζωή. Έμειναν κόκαλο μ’ ανοιχτό το στόμα. Μπέρδεψαν την γλώσσα τους και χάσανε τη μιλιά τους. Δεν είχαν τι να πουν και τι να ομολογήσουν. Μόνο τους κοιτούσαν με γουρλωμένα τα πανέξυπνα ματάκια τους. Κάποια στιγμή ακούστηκε ένα ξεψυχισμένο γεια σας και χαίρω πολύ. Τους υποσχέθηκα ότι σύντομα θα περνούσαμε απ’ το σπίτι τους να γνωριστούμε καλύτερα. Τα χαιρετίσματά μας στους αγαπητούς σας γονείς. Όμως τα ευγενικά μου εφηβάκια ήταν βιαστικά. Είχαν να πάνε σε ένα πάρτι. Έτσι είπαν. Μας καληνύχτισαν κι έφυγαν τρέχοντας.     

Μόλις απομακρύνθηκαν και χάθηκαν απ’ το οπτικό μας πεδίο κοιταχτήκαμε με νόημα και ξεσπάσαμε κι οι τρεις σε ασυγκράτητα γέλια. Εκείνη τα βρήκε πολύ συμπαθητικά και με μάλωσε. Δεν είναι σωστό να τα δουλεύω. Άσε που μπορεί να ‘χα προβλήματα με τους δικούς τους. Πάντως κρίμα για την μαμά που έσβησε το μοχθηρό και τετραπέρατο μυαλουδάκι της τόσο άδοξα. Πλήρωσε το λογαριασμό στο γκαρσόνι και του άφησε πουρμπουάρ. Εγώ ήμουνα κερασμένος. Θα πήγαιναν σπίτι. Άμα ήθελα μπορούσα να τους ακολουθούσα για ένα ποτό. Θα τσιμπούσαν και κάτι. Κοίταξα τον νεαρό με νόημα. Σήκωσε τους ώμους του χαμογελώντας. Δεν είχε κανένα πρόβλημα. Ρε το τσόλι. Με είχε κι αυτός συμπαθήσει. Εντάξει τους είπα. Και δε πάμε. Δεν είχα τίποτα να χάσω. Να σπάσει κάπως και η μοναξιασμένη μου ρουτίνα.

Όμως εκείνο το βράδυ θα μου μείνει αξέχαστο. Πέρασα πολύ όμορφα. Όλα κύλισαν όπως τα είχα υπολογίσει. Το ξημέρωμα μας βρήκε ολόγυμνους και ξέπνοους στο κρεβάτι. Τη φίλη του θείου δεν την ξαναείδα από τότε. Μετά από χρόνια έμαθα νέα της απ’ τον όμορφο νεαρό. Τον συνάντησα τυχαία στο δρόμο μαζί με την γυναίκα του. Είχε παντρευτεί πρόσφατα. Είχαν κι ένα παιδάκι. Εκείνη βρισκόταν μόνιμα πλέον στην πρωτεύουσα. Είχε φύγει ξαφνικά και απροειδοποίητα. Πήγε να φουσκώσει τα βυζιά της για να φαίνονται πιο όμορφα. Για τα από κάτω ούτε λόγος να γίνεται. Δεν θα πείραζε τίποτα. Καλά ήταν και περνούσε φίνα. Είχαν κρατήσει επαφή. Καμιά φορά τον έπαιρνε τηλέφωνο και τα λέγανε. Ρωτούσε και για μένα μα δεν ήξερε τι να της πει.    

 

Τρίτη 22 Ιουλίου 2025

ΕΛΑ ΡΕ ΘΕΙΟ

Η εκκλησία δεν είχε πολύ κόσμο. Οι περισσότεροι ήταν γέροι και γριές. Ο ιερέας έψελνε και θυμιάτιζε τον νεκρό. Η οικογένεια της αδερφής του στεκόταν πλάι στο φέρετρο με τα χέρια σταυρωμένα σε στάση προσευχής και τα κεφάλια κατεβασμένα να κοιτάζουν το πάτωμα. Αυτοί τον βγάλανε ως οι κοντινότεροι συγγενείς. Δεν είχε δικιά του οικογένεια. Ο θείος απολάμβανε τις μεγάλες ξάπλες ανάμεσα σε λουλούδια και κορδέλες. Έφευγε από τον μάταιο τούτο κόσμο με δόξα και τιμή. Ότι έφτασε τα εβδομήντα με τη ζωή που έκανε αποτελούσε έκπληξη πρώτου μεγέθους. Τουλάχιστον για όσους τον ήξεραν καλά. Γερή κράση ο μπαγάσας. Είχε μεγάλα πάθη και δοκίμασε όλων των ειδών τις αμαρτίες. Με τα μπούνια μέσα στις καταχρήσεις και τις ασωτίες.

Είχα χρόνια να τον δω. Από τότε που έφυγα για την πρωτεύουσα. Τυχαία έμαθα για τον θάνατό του. Στην εξόδιο ακολουθία του δεν με κάλεσε κανείς. Ίσως να ήμουν και ανεπιθύμητος. Γι’ αυτό και καθόμουν παράμερα στην άκρη περιμένοντας τον πάτερ να τελειώσει. Δίπλα μου ξεχώρισα και τρεις φίλους του από τα παλιά. Τους θυμόμουν αχνά από εκείνα τα χρόνια. Αυτοί μάλλον όχι. Δεν μου ‘δωσαν καμία σημασία. Πλάι στην πόρτα στεκόταν κι εκείνη. Φορούσε μαύρα γυαλιά ηλίου για να προστατεύουν τα κατακόκκινα μάτια της από την κακία των λοιπών συγγενών. Σίγουρα ένιωθε κι αυτή παράταιρη. Έλα ρε θείο. Ξύπνα. Μην κάνεις τον πεθαμένο. Άσε την πλάκα. Δεν το χάφτω τούτο το παραμύθι. Σήκω πάνω να φύγουμε από δω μέσα. Αυτό δεν είναι μέρος για μας. Πάμε κάπου πιο όμορφα να πιούμε και να γλεντήσουμε. 

Του χρωστάω πολλά. Ήταν ο μικρότερος αδερφός του πατέρα. Όταν ήμουνα μικρός δεν πολυερχόταν στο σπίτι γιατί δεν τον ήθελαν οι γυναίκες του σπιτιού. Δηλαδή το σόι της μάνας μου. Για αυτές ήταν ένας ανεπρόκοπος και αχαΐρευτος. Το μαύρο πρόβατο της οικογένειας. Ούτε κι αυτός της χώνευε. Μα όταν έφυγα απ’ το σπίτι μου κακήν κακώς εκείνος με περιμάζεψε από τους πέντε δρόμους. Για κάμποσες μέρες γύριζα ανέστιος και πλάνης και κοιμόμουν όπου έβρισκα. Ντρεπόμουν να του χτυπήσω την πόρτα. Τυχαία με είδε στο δρόμο και με βούτηξε απ’ τον σβέρκο. Είχε μάθει τα κατορθώματά μου  κι ότι ήμουν αγνοούμενος. Τότε δούλευε ταξί και ήταν εργένης. Εκείνος σαραντάρης κι εγώ στα είκοσι. Με πήγε στο σπίτι του ένα μικρό δυάρι. Κοιμόμουν στον καναπέ του σαλονιού. Κάνα χρόνο κάθισα μαζί του. Περνούσαμε καλά οι δυο μας. Το βράδυ που τέλειωνε τη δουλειά βγαίναμε έξω και τα πίναμε με τα φιλαράκια του. Γνώρισε και τα δικά μου. Του άρεσαν. Δεν είχε κανένα πρόβλημα με τις παρέες μου. Ήταν περπατημένος και άνθρωπος της πιάτσας. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Μην μασάς ανιψιέ. Εσύ τη δουλειά σου. Κι άσε τον κόσμο να λέει τα δικά του. Έτσι μου είπε για να μου δώσει θάρρος.     

Ώσπου γνώρισε εκείνη και την σπίτωσε κανονικά. Ψηλή αρρενωπή κοκκινομάλλα. Κουκλάρα. Πλέον είχαμε γίνει πολλοί μέσα στο διαμερισματάκι. Δεν χωρούσαμε. Κι ούτε ήθελα να τους γίνομαι βάρος. Όμως εκείνος ήταν ανένδοτος. Είσαι ο γιος του συγχωρεμένου του αδερφού μου και η θέση σου είναι εδώ για όσο καιρό γουστάρεις. Δεν μας ενοχλείς καθόλου. Όλοι οι καλοί χωράνε. Οι γυναίκες είναι περαστικές και οι πιο πολλές μόνο μπελάδες φέρνουν. Αράχνες. Πεταμένα λεφτά. Αυτά μου ‘λεγε μα κείνη φαινόταν να την αγαπά και να την νοιάζεται. Με έναν τρόπο ταιριάζανε σε όλα. Ειδικά στο κρεβάτι. Τους άκουγα τα βράδια που κάνανε έρωτα και τρελαινόμουνα. Με έπιανε άγρια μούρλια. Μου ‘ρχόταν να πάρω τους δρόμους και τα άγρια βουνά. Κι ένα απόγευμα που ο θείος έλλειπε στη δουλειά άνοιξα την πόρτα της τουαλέτας και την είδα. Ήταν ολόγυμνη κι έπαιρνε το λουτρό της. Έπαθα σοκ. Έμεινα άναυδος. Ξύλιασα. Κοκάλωσα. Μπλοκάρισα τελείως. Είδα φάτσα κάρτα δυο καλοσχηματισμένα πεταχτά βυζάκια και παρακάτω ένα μεγάλο πέος μαζί με όλα τα παρελκόμενα. Η αγία τριάδα σε πλήρη παράταξη. Όταν με είδε ξαφνιάστηκε μα δεν ντράπηκε καθόλου. Ούτε προσπάθησε να κρύψει τα κάλλη της. Μου χαμογέλασε και συνέχισε να ρίχνει νερό πάνω στο όμορφο κορμί της για να φύγουν οι σαπουνάδες. Με κόπο κατάφερα να ψελλίσω μια συγνώμη και βγήκα τρέχοντας από το μπάνιο κλείνοντας πίσω μου την πόρτα.     

Με τον θείο δεν σχολιάσαμε ποτέ το ατυχές περιστατικό. Σίγουρα θα το έμαθε και κάθε τόσο μου πέταγε διάφορες μπηχτές κι υπονοούμενα και περίεργες κουβέντες γελώντας τρανταχτά. Και μου ‘κλεινε με νόημα το μάτι. Κυρίως όποτε τα ‘πίνε κι ευθυμούσε κι ερχόταν στο τσακίρ κέφι. Τότε εγώ γινόμουν κατακόκκινος σαν παντζάρι. Τον ντρεπόμουν παρ’ όλο που ήξερα ότι τα λόγια του ήταν πάντα καλοπροαίρετα. Ώσπου μια μέρα μάζεψα τα μπογαλάκια μου κι έφυγα για άλλα μέρη για άλλη γη. Άνοιξα τα φτερά μου και πέταξα μακριά. Για άλλους λόγους βέβαια. Όμως στεναχωρέθηκε. Το είδα στα μάτια του όταν αγκαλιαστήκαμε για τελευταία φορά. Κόμπιαζε. Οι λέξεις έβγαιναν με δυσκολία απ’ το στόμα του. Καλή τύχη ανιψιέ και να ξέρεις ότι το σπίτι μου είναι πάντα ανοιχτό για σένα. Ότι πρόβλημα και να ‘χεις μη διστάσεις να έρθεις να με βρεις. Το ΄ξερα πως μ’ αγαπούσε όπως κι εγώ εκείνον. Γεια σου θείο και θα τα ξαναπούμε. Με αγκάλιασε κι αυτή δίνοντάς μου ένα στοργικό φιλί στο μάγουλο. Δεν τους ξαναείδα από τότε. Ούτε χρειάστηκε να τους ενοχλήσω.

Η λειτουργία είχε τελειώσει και ο κόσμος περνούσε μπροστά απ’ την κάσα για να ασπαστεί τον νεκρό. Έλα ρε θείο. Μη μου το χαλάς. Άσε τα ψόφια και σήκω να φύγουμε. Νομίζω ότι μου χαμογέλασε μα δεν κουνήθηκε ρούπι απ’ τη θέση του. Δεν πήγα κοντά του να τον φιλήσω. Ούτε κι εκείνη. Βγαίνοντας την πλησίασα για να την συλλυπηθώ. Στην αρχή δεν με αναγνώρισε. Όταν της είπα ποιος είμαι απ’ τη χαρά της δεν κρατήθηκε. Με αγκάλιασε και ξέσπασε σε κλάματα. Εκείνη δεν είχε αλλάξει πολύ. Ήταν ακόμα νέα και όμορφη. Έξυπνη γυναίκα με χαρακτήρα. Όλα αυτά τα χρόνια ήταν μαζί με τον θείο ζευγάρι και πέρασαν μια καλή ζωή. Πέθανε ξαφνικά στον ύπνο του από ανακοπή μετά από άλλη μια ηδονική νύχτα. Ο συγχωρεμένος τα γλέντησε όλα κι έφυγε χορτάτος. Δεν ήταν παντρεμένοι με παπά και με κουμπάρο. Δεν είχαν νομιμοποιήσει τη σχέση τους. Δεν το ήθελε εκείνος. Είχε στεναχωρηθεί πολύ που έκοψα τις επαφές μαζί τους. Το είχε πάρει κατάκαρδα μα δεν μου κρατούσε κακία. Να ‘ναι καλά το παιδί. Έτσι της έλεγε και το πίστευε βαθιά. Ήταν αλήθεια. Είχα φανεί κάπως αχάριστος απέναντί του. Λάθη της νεότητας που είναι πάντα βιαστική και επιπόλαια. Όμως δεν είχα καμιά δικαιολογία. Έφταιγα κι ένιωθα τύψεις.  

Η νεκροφόρα και τ’ άλλα αμάξια ξεκίνησαν για την τελευταία κατοικία του θείου. Σε τόπο χλοερό και μέρος αναψύξεως και αναπαύσεως μέχρι τη δευτέρα παρουσία. Δεν θα ακολουθούσαμε τους άλλους συγγενείς στο νεκροταφείο. Μάλλον αισθανόμασταν λίγο απόμακροι και παρείσακτοι. Δεν κολλάγαμε. Κάτι σαν μαύρα πρόβατα ας πούμε. Λίγο πριν φύγουμε απ’ την εκκλησία και χωρίσουμε μου ‘δωσε το τηλέφωνό της. Αν ήθελα θα μπορούσαμε να βρεθούμε για ένα καφέ να θυμηθούμε τα παλιά. Εντάξει της είπα. Της το υποσχέθηκα. Μόλις μπορέσω. Με την πρώτη ευκαιρία.

 

Σάββατο 19 Ιουλίου 2025

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ (Η ΓΡΑΒΑΤΑ)

 Μες στη σιωπή δεν γνωρίζεις. Πρέπει να συνεχίσεις.

Δεν μπορώ να συνεχίσω. Θα συνεχίσω.

                                                     Σάμιουελ Μπέκετ

Έχω ψάξει παντού σ’ όλο το διαμέρισμα. Σε συρτάρια και ντουλάπες. Έχω φάει τον κόσμο να την βρω. Όμως χωρίς αποτέλεσμα. Άφαντη. Δεν είναι πουθενά. Σαν να άνοιξε η γη και την κατάπιε. Αποκλείεται να την χάρισα ή να την πέταξα. Ίσως να χάθηκε στην προηγούμενη μετακόμιση. Κρίμα. Ήταν η αγαπημένη μου γραβάτα και η μοναδική. Μπλε σκούρα από φίνο μετάξι. Δεν την είχα ξαναφορέσει. Θα την εγκαινίαζα σήμερα το βράδυ στη γιορτή του γαμπρού μου μαζί με το καλό μου το κουστούμι. Με λευκό πουκάμισο και μαύρα λουστρίνια βέβαια. Είμαι καλεσμένος και ήθελα να εμφανιστώ πολύ επίσημα ντυμένος. Στην πένα που λένε. Φρεσκοξυρισμένος και αρωματισμένος. Όχι τόσο για να τιμήσω την περίσταση όσο για να κάνω εντύπωση. Να καταπλήξω τα πλήθη. Συγγενείς και γνωστούς που έχω χρόνια να δω. Πρόσωπα άλλης εποχή. Ήθελα να πάω με τα ρούχα που θα μου φορούσαν όταν θα ερχόταν η ώρα μου για το τελευταίο ταξίδι. Όλα ήταν έτοιμα. Καθαρά και σιδερωμένα. Μόνο η γραβάτα έλλειπε.

Χτες με πήρε η αδερφή μου τηλέφωνο. Δεν ξέρω πού βρήκε το νούμερο γιατί το έχω απόρρητο. Τελικά σήμερα δεν είναι κανείς ασφαλής. Μου είπε και για τη μητέρα. Δεν είναι πολύ καλά. Με ζητάει συνέχεια και μάλλον είναι στα τελευταία της. Σύντομα θα τα κακαρώσει. Βέβαια αυτός δεν είναι σοβαρός λόγος για να παρευρεθείς σε ένα γιορτάσι. Κι όμως μετά από τριάντα χρόνια με λύγισε. Τελευταία έχω γίνει πολύ ευσυγκίνητος. Της είπα εντάξει κι έχω σκοπό να τηρήσω τον λόγο μου. Ανησυχούν για μένα. Πού δουλεύω και πώς τα βγάζω πέρα με την ζωή μου. Μια χαρά είμαι. Δεν έχω κανένα πρόβλημα. Έτσι της απάντησα. Μόνο που δεν βρίσκω την γραβάτα του πατέρα. Εκείνη που έδεσε γύρω απ’ το λαιμό του και κρεμάστηκε μέσα στο μπάνιο απ’ τους σωλήνες του θερμοσίφωνα. Με διπλό κόμπο για σιγουριά. Φορούσε το γαμπριάτικο κουστούμι του κι ήταν έτοιμος για την κάσα. Ξημερώματα σαββάτου κι είχε ακόμα τα μάτια ανοιχτά. Είχα βγει βόλτα με κάποιους συμφοιτητές μου κι όταν γύρισα τον βρήκα. Οι άλλοι κοιμούνταν του καλού καιρού. Πάνω στο πλυντήριο βρισκόταν το χαρτί με τα ορνιθοσκαλίσματά του. Με δυσκολία τα έβγαζα. Έβριζε χυδαία τα γύναια του σπιτιού που του φάγανε ολόκληρη τη ζωή. Με μίσος και οργή τις κατονόμαζε ευθέως ως ηθικούς αυτουργούς της απελπισμένης του πράξης. Ήθελε να ξεφύγει και να απελευθερωθεί από σύζυγο πεθερά κι αδερφή. Εκείνες φταίγανε. Όχι βέβαια η κορούλα του που ήταν ακόμα ένα αθώο νήπιο. Είχε πέσει θύμα της γυναικοκρατίας. Αυτές κάνανε κουμάντο. Το υστερόγραφο αναφερόταν σε μένα αποκλειστικά. Τον γιο του τον λεβέντη που κάποτε έδωσε μεγάλη μάχη για να πάρει το όνομα του δικού του πατέρα ενάντια σε όλο το βρωμόσογο της μητέρας. Μου ζητούσε συγνώμη μα δεν άντεχε άλλο. Θα τον καταλάβαινα αργότερα όταν θα μεγάλωνα. Δηλαδή τώρα που είμαι στην ηλικία του πενήντα χρονών. Κι όμως ακόμα να βγάλω άκρη.   

Με κάποιο μαγικό τρόπο το σημείωμα του πατέρα εξαφανίστηκε κι εκείνος χώθηκε βιαστικά στο λάκκο του νεκροταφείου. Οι μαυροφόρες τού κλείσανε  τα μάτια. Μόνο την γραβάτα του κατάφερα να κρατήσω για ενθύμιο και ενδεχομένως για κάποια μελλοντική χρήση. Πειστήριο και όργανο του εγκλήματος. Το πένθος τους δεν κράτησε πολύ. Η μητέρα σύντομα ξαναπαντρεύτηκε. Ήτα νέα ακόμα για να παραμείνει χήρα. Αν και μετά από κάποια χρόνια ξέκανε και τον ευκατάστατο πατριό μου. Πάει κι αυτός. Εγώ αποτραβήχτηκα στη γωνιά μου μα σύντομα με βάλανε στην μπούκα. Δεν τους άρεσαν οι παρέες και οι συναναστροφές μου. Οι καινούργιοι μου φίλοι τους βρώμαγαν. Δεν ήταν του επιπέδου μου. Πλέον δεν συμφωνούσαν με τις επιλογές μου μα δεν με ένοιαζε καθόλου. Και ξαφνικά μια μέρα έγινε η μεγάλη έκρηξη. Ξέσπασα πάνω τους για όλα όσα τους είχα μαζεμένα τόσα χρόνια. Και στην τελική αυτός είμαι και σε όποιον αρέσω. Έτσι τους είπα. Μετά μάζεψα τα μπογαλάκια μου κι έφυγα απ’ το σπίτι. Ξέκοψα από όλους μια και καλή ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω μου. Τον πρώτο καιρό πήγα κι έμεινα στον αδερφό του πατέρα μου. Με δέχτηκε με μεγάλη χαρά. Ήταν εργένης και ταξιτζής. Παράτησα και το πανεπιστήμιο. Άφησα στη μέση τα οικονομικά. Πλέον δεν υπήρχε κανένα λογιστικό γραφείο για να κληρονομήσω και να συνεχίσω την οικογενειακή μας παράδοση. Άσε που δεν μου άρεσαν. Αγγαρεία έκανα για να μην τον στεναχωρήσω. Για να μην του δώσω άλλη μια πίκρα. Δεν υπήρχε λοιπόν πλέον κανένας λόγος να πάρω το πτυχίο. Όμως το θύμα επιστρέφει πάντα στο τόπο του εγκλήματος για να ξαναδολοφονηθεί.

Η ώρα περνούσε. Ήμουν πια απελπισμένος κι είχα σταματήσει να ψάχνω. Τότε χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξα την πόρτα και τον είδα μπροστά μου. Μου χαμογελούσε δειλά σαν σκανταλιάρικο παιδί που έχει μετανιώσει για κάποια αταξία του. Ή που το πιάνουνε στα πράσα. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Ήρθε απροειδοποίητα από την πρωτεύουσα για να μου κάνει έκπληξη. Αν τον θέλω θα μείνει όλο το σαββατοκύριακο. Δεν είχα κανένα πρόβλημα. Τον είχα ήδη συγχωρέσει. Εγώ είμαι μια μεγάλη καρδιά κι εκείνος μικρός και άμυαλος ακόμη. Του ρίχνω δεκαεφτά χρόνια στο κεφάλι αλλά με τον καιρό θα στρώσει. Έχε χάρη που είναι καλό και όμορφο παιδί. Δεν θυμάμαι καν γιατί τα είχαμε τσουγκρίσει πριν κάνα εξάμηνο. Μου είχε στείλει απευθείας τελεσίγραφο χωρίς υστερόγραφα και υποσημειώσεις μα δεν το είχα πάρει στα σοβαρά. Έκανε ζαβολιές και η απάντησή μου ήταν εξίσου τηλεγραφική. Έτσι τσακωθήκαμε. Χωρίς κάποιο σοβαρό λόγο. Από κουτά πείσματα και ηλίθιους εγωισμούς. Είχαμε λοιπόν καιρό να τα πούμε. Ούτε ένα τηλέφωνο. Τον τράβηξα στα ενδότερα και πέσαμε με φόρα στο κρεβάτι για χάδια και φιλιά. Γδυθήκαμε γρήγορα και κάναμε έρωτα παθιασμένα. Η μάχη ήταν σκληρή και αμφίρροπη. Όταν τελειώσαμε είχαμε απομείνει δυο ξέπνοα ιδρωμένα κορμιά πλήρη από ηδονή.    

Κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Τότε ήταν που θυμήθηκα το γιορτάσι του γαμπρού μου και την ετοιμοθάνατη μαμά. Τον ενημέρωσα. Θα πηγαίναμε μαζί να τον γνωρίσουν κιόλας. Θα είχε μεγάλη πλάκα και συγκινήσεις μέχρι λιποθυμίας. Είχαμε αργήσει μα πεινούσαμε και θα τρώγαμε του σκασμού. Λίγο θα καθόμασταν. Μετά όλη η νύχτα θα ήταν και πάλι δικιά μας. Τον ρώτησα αν του βρίσκεται πρόχειρη καμιά γραβάτα. Με κοίταξε περίεργα νομίζοντας ότι του κάνω πλάκα. Μετά έβαλε τα γέλια. Αφού το ξέρεις ότι δεν έχω φορέσει ποτέ. Με πνίγει στο λαιμό. Έτσι μου είπε ο ζαβολιάρης. Δεν το θυμόμουν μα δεν είχα και λόγους να μην τον πιστέψω.