Περπατούσαν αργά χωρίς να
μιλάνε. Η πάνω πόλη ήταν ήσυχη και σκοτεινή, μόνο το φωτισμένο κάστρο έδειχνε στην
κορυφή το δρόμο. Κάπου κάπου του έριχνε καμιά λοξή ματιά και κείνος του γύριζε
πίσω ένα παιδικό χαμόγελο.
Δεν είχε ώρα που τον γνώρισε.
Μια τρύπια σκιά με κάτασπρα μάτια που γυάλιζε στο κατακόκκινο σκοτάδι. Είχε
σκαρφαλώσει στον κάδο των σκουπιδιών και ψαχούλευε. Στο υπόστεγο παραδίπλα ήταν
το σπίτι του φτιαγμένο από χαρτόκουτα, είχε στρώσει και δυο κουβέρτες χάμω στο πεζοδρόμιο
για να κοιμάται. Έξι χρόνια είχε στη χώρα, από τους πρώτους πρόσφυγες που
ήρθαν. Πλέον μιλούσε και τη γλώσσα κάπως, έστω και σπαστά, για να συνεννοείται.
Στην πατρίδα δεν είχε κανέναν πια. Γονείς, αδέρφια, συγγενείς όλοι νεκροί,
σκοτωμένοι στον εμφύλιο. Αυτός κατάφερε να γλυτώσει. Ήταν πολύ μικρός τότε, του
χάρισαν τη ζωή μάλλον, ίσως πάλι πρόλαβε να κρυφτεί και δεν τον βρήκαν, ποιος
ξέρει. Πάντως είχε άγιο που έφτασε ως εδώ. Του αρέσει εδώ γιατί βλέπει θάλασσα
και δεν έχει πόλεμο. Και οι άνθρωποι είναι καλοί, τον συμπαθούν. Δεν θέλει να
φύγει, που αλλού να πάει. Τη μέρα πλένει τζάμια στα φανάρια, τα βράδια
προσεύχεται. Είναι αισιόδοξος και συνέχεια χαμογελά.
Να λοιπόν που υπάρχουν και
χειρότερα, σκέφτηκε. Όχι πως δεν το ήξερε, μα το χαμόγελο αυτού του μικρού
αραπάκου αμέσως του έκανε εντύπωση και κάπως του έφτιαξε το κέφι. «Πάμε να
πιούμε μια μπύρα;» του πρότεινε, αυτός θα κερνούσε. Αρχικά ο μικρός ξαφνιάστηκε,
θα προτιμούσε να του έδινε κανά ψιλό να την βγάλει, μα και πάλι δεν είχε τίποτα
να χάσει. Έτσι δέχτηκε να του κάνει παρέα, ίσως που τον είδε μόνο του και κάπως
λυπημένο. Παρόλο που την περίοδο εκείνη είχε ραμαζάνι. Θα πήγαινε, μα δεν θα
έπινε πολύ.
Έξω από την ταβέρνα τους
υποδέχτηκε μια κατάμαυρη σκύλα σαν αραπίνα κουνώντας την ουρά της. Φοβήθηκε ο
μικρός και τραβήχτηκε πίσω. «Δεν δαγκώνει» του είπε και την χάιδεψε απαλά στο
κεφάλι. Αυτή χαμογελαστή σηκώθηκε όρθια και τους άνοιξε την πόρτα. Μπήκαν μέσα
και τους ακολούθησε.
Το μαγαζί είχε λίγο κόσμο. Δυο-τρεις
παρέες είχαν απομείνει, μα οι μουσικοί, αν και παράωρα, έπαιζαν ακόμα. Τους
καλησπέρισε και κάθισε στο μεσαίο τραπέζι πλάι στον τοίχο. Αρχικά σκεφτόταν να
πάρει καμιά μπύρα, μα προτίμησε κάτι πιο δυνατό, ένα καραφάκι τσίπουρο, το
πρότεινε και στον φίλο του. Είχε χρόνια να περάσει απ’ το μαγαζί, μα θυμόταν πως είχε καλό τσίπουρο,
σπιτικό, το έφερνε ένας ξάδερφος του
μαγαζάτορα. Ο μαυρούλης δεν είχε ξαναπιεί απ’ αυτό, μα δεν είχε πρόβλημα να
δοκιμάσει. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήθελε να παραπιεί, πιο πολύ για τη βόλτα πήγε, για να περάσει κάπως η νύχτα, του είπε.
Δεν πρέπει να τον θυμήθηκε,
τόσοι και τόσοι που έχουν περάσει κατά καιρούς. Δεν ήταν τακτικός πελάτης, πιο
πολύ σαν φοιτητής ερχόταν και είχε να περάσει πάνω από δέκα χρόνια, πριν από
τον γάμο του ακόμα. Αφότου παντρεύτηκε άλλαξε συνήθειες, το ίδιο και η γυναίκα
του. Αυτός τον θυμόταν καλά. Παρά τα χρόνια, δεν είχε αλλάξει πολύ, μόνο είχε
ασπρίσει λίγο. Έπινε παρέα με κάτι γνωστούς του, κάπνιζε κάτι άφιλτρα και κουβέντιαζε
χαμηλόφωνα.
Πριν δέκα μέρες ο
προϊστάμενος τον ενημέρωσε ότι η επιχείρηση δεν τον χρειαζόταν πλέον. Με την
κρίση, τα τελευταία χρόνια η δουλειά έχει πέσει παρά πολύ, κάθε χρόνο απ’ το
κακό στο χειρότερο πάνε, έπρεπε να γίνει και άλλη μείωση του προσωπικού. Είχε δώδεκα
χρόνια στην εταιρία, άριστος υπάλληλος, με εμπειρία και προσόντα, παντρεμένος και με παιδί. Όμως πλέον δεν ήταν απαραίτητος.
«Ο κλάδος μας περνάει μεγάλη κρίση», δικαιολογήθηκε ο προϊστάμενος. Και ο
κόσμος έχει γεμίσει από λογιστές που κανείς δεν χρειάζεται πλέον. Έτσι του είπαν
και τον απέλυσαν.
Κατέβασαν το τσίπουρο
μονοκοπανιά. Παρήγγειλαν και άλλο καραφάκι. Πίνανε και καπνίζαν χωρίς να
μιλούν. Η ώρα είχε πάει τέσσερις και οι μουσικοί συνέχιζαν να παίζουν, δεν
καταλάβαιναν από κούραση και νύστα. Τραγουδούσαν για έναν βαρκάρη που θα έρθει
να πάρει την όμορφη χανούμισσα. «Γκιελ, γκιελ, καιξή…» Είχε χρόνια να το ακούσει
αυτό το τραγούδι.
Δεν είπε τα δυσάρεστα στη
γυναίκα του, μα αυτή δεν άργησε να το καταλάβει. Ευτυχώς δούλευε ακόμα –ήταν
υπάλληλος του δημοσίου- μα δεν μπορούσε
να τον ταΐζει και από πάνω. Οι υποχρεώσεις τρέχανε, ο γιος τους μεγάλωνε, μαζί
και τα έξοδα. Είχε κουραστεί, του είπε, δεν άντεχε άλλο. Χτες πήρε το παιδί και
έφυγε, πήγε στους δικούς της. Ήθελε να μείνει μόνη για λίγο, να σκεφτεί. Αυτός δεν
είχε κανέναν να πάει για να σκεφτεί. Ήρθε εδώ, στο μαγαζί που την πρωτογνώρισε.
Στο τραπέζι τους έφτασαν
απρόσκλητα άλλα δύο καραφάκια και ο κάπελας από μακριά τους έκανε νόημα. Ήταν
κερασμένα και αυτοί σήκωσαν τα ποτήρια για να χαιρετήσουν. Το μαγαζί ήταν πλέον
άδειο, είχανε μείνει τελευταίοι. Οι μουσικοί σταμάτησαν να παίζουν, η κιθάρα και
το μπουζούκι μπήκαν στις θήκες, σε λίγο φύγανε κι αυτοί. Το αφεντικό σηκώθηκε
βαριεστημένα και έβαλε στο κασετόφωνο να παίζουν κάτι παλιά μπλουζ. Η Μαύρα σε μια γωνιά, είχε ακουμπήσει τη
μουσούδα στα μπροστινά της πόδια και κοιμόταν. Την θυμόταν από κουτάβι σ’ αυτό
το μαγαζί, τώρα είχε γεράσει κι αυτή.
Παρατηρούσε πάνω απ’ το
κεφάλι του, κρεμασμένη στον τοίχο, το κάδρο με τη διακήρυξη της παρισινής
κομμούνας. Η όμορφη κοπέλα που γνώρισε εκείνο το βράδυ ήξερε γαλλικά και του
έκανε τη μετάφραση. Ήταν μετά από μια διαδήλωση που πήρε άσχημη τροπή. Έγιναν
επεισόδια, κυνηγητά, συλλήψεις, τραυματισμοί. Τουλάχιστον δεν είχανε νεκρούς. Αυτή
σπούδαζε ιστορία τέχνης και ήταν οργανωμένη σε κάποια αριστερή παράταξη. Εκείνο
το βράδυ είχε τα χάλια της. Βομβαρδισμένη και μπαρουτοκαπνισμένη, μ’ ένα σκίσιμο στο αριστερό φρύδι,
αναμαλλιασμένη, μα έδειχνε ευτυχισμένη. Μιλούσε
με την παρέα της για τους μπάτσους και τα δακρυγόνα που πέσανε, ποιος έφαγε το
περισσότερο ξύλο, για τον σύντροφο που πιάσανε και θα πέρναγε το πρωί αυτόφωρο,
που έπρεπε να πάνε κι αυτοί στο δικαστήριο για συμπαράσταση. Τέτοια λέγανε και πίνανε
κρασιά και τσίπουρα και ακούγανε παλιά
ρεμπέτικα, και αγκαλιάζονταν, και φιλιόντουσαν και γελούσανε με την ψυχή τους, μέσα σε κείνη
την απόκρημνη ρωγμή του κόσμου. Όλο εκείνο το βράδυ του χαλασμού τα εικοσάχρονα
πεφταστέρια ετοιμάζαμε την επόμενη επανάσταση που θα έφερνε στον κόσμο την
ευτυχία.
Αυτός καθόταν παραδίπλα με τους
φίλους του. Ήταν και κείνος στην πορεία, κάπου στη μέση με το μπούγιο. Δεν τον
απασχολούσε φανατικά η πολιτική -από τότε δεν ήταν με κανέναν- πιο πολύ από
περιέργεια πήγε παρασυρμένος απ’ τους φίλους και τους συμφοιτητές το . Ήταν
κάπως απαισιόδοξος, δεν πολυπίστευε στις μεγάλες επαναστάσεις, το έβρισκε
άσκοπο τόσο αίμα. Έψαχνε κάποιον άλλο
τρόπο, ένα δικό του τρόπο, για να αλλάξει
ο κόσμος, έστω και αργά, έστω και μετά από χίλια χρόνια, κι ας μη το προλάβαινε
ο ίδιος. Τόση αδικία, τόσος πόνος και κακό ήταν απάνθρωπο, έπρεπε να νικηθεί. Όμως
όσο και να έστυβε το κεφάλι του, δεν έβρισκε τίποτα, καμία λύση κι έμενε σε
πλήρη σύγχυση. Και αφηνόταν στο ένστικτο, χωρίς βεβαιότητες και αλήθειες, χωρίς
πίστη και ελπίδα.
Αυτή αντίθετα ήταν
κατασταλαγμένη εξαρχής. Θυελλώδης και παρορμητική, πάντα παθιασμένη, πάντα ανυπότακτη,
κρατούσε το λάβαρο ψηλά στην πρώτη γραμμή. Την ψέκασαν, την ποδοπάτησαν,
παραλίγο να την συλλάβουν, μα τους ξέφυγε. Πάντα τους ξέφευγε η αντάρτισσα. Και
κείνο το βράδυ του εξηγούσε χαμογελαστή για την παρισινή κομμούνα πίνοντας
τσίπουρα και ρακές , ακούγοντας παλιά ρεμπέτικα προπολεμικά και δίνοντάς του
λίγο πριν το ξημέρωμα ένα ατελείωτο φιλί στο στόμα. Κατόπιν έτρεξαν να
φωνάξουνε μαζί στο αυτόφωρο του συντρόφου που είχε πιαστεί στη μέγγενη της
εξουσίας.
Τώρα όλα αυτά αποτελούσαν
μακρινό παρελθόν. Η αντάρτισσα είχε παντρευτεί, είχε βολευτεί καλά σε μια
δημόσια θεσούλα, είχε γίνει μάνα και τελικά είχε κουραστεί. Και μόνο η ιδέα ότι
θα τον τάιζε, λέει, της ήταν ανυπόφορη. Έπρεπε να βρει σύντομα δουλειά και να
ξαναδεί το γιο του. Είχε αρχίσει να του μαθαίνει σκάκι, όπως και ο δικός του
πατέρας κάποια μακρινά καλοκαίρια, του άρεσε κι αυτού πολύ, ήταν έξυπνος, όλο
και βελτιωνόταν, σε λίγο θα κατάφερνε να τον κερδίζει, μπορεί μια μέρα να
γινόταν και πρωταθλητής , ο καλύτερος απ’ όλους, αυτός, ο γιος του, το καμάρι
του, που προτιμούσε τα πολυμήχανα άλογα από τους τρελούς και μεγαλομανείς
αξιωματικούς, και αντιπαθούσε τις δολοπλόκες βασίλισσες, και προχωρούσε
ατρόμητα το βασιλιά του στο μέσο της σκακιέρας χωρίς αίσθηση του κινδύνου. Κάποτε
θα τους νικούσε όλους αυτός. Έπρεπε να γυρίσουν στο σπίτι. Έτσι κι αλλιώς αυτή
δεν ήξερε σκάκι, δεν μπορούσε να τον βοηθήσει.
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε
απότομα η πόρτα και η ταβέρνα γέμισε ζωσμένους μαυροσκούφηδες με άρματα και
φυσεκλίκια. Έμπαιναν σαν κυνηγημένοι. Μπροστά
ο αρχηγός, κοντός, τετράγωνος και στιβαρός,
σπινθηροβόλος, αποφασισμένος για όλα, από πίσω ακολουθούσαν οι λεβέντες,
ολόκληρος λόχος από πολεμιστές. «Εδώ είναι τα γουναράδικα, λοιπόν!» φώναξε γελώντας
δυνατά και σφιχταγκάλιασε τον μαγαζάτορα. Παρήγγειλαν κρασιά και τσίπουρα και
στρογγυλοκάθισαν στα άδεια τραπέζια να ξεκουραστούν από τη μάχη. Το μαγαζί
ξαφνικά είχε γεμίσει. Η σκύλα από τη φασαρία ζωντάνεψε και άρχισε να γαυγίζει
τρομαγμένη. Όταν κατάλαβε πως όλοι αυτοί οι αγριάνθρωποι ήταν φίλοι, ανέβηκε
στην καρέκλα του πιάνου και άρχισε να παίζει ένα κομμάτι τζαζ για να τους
ευχαριστήσει. Οι αντάρτες πίνανε και γελούσαν, χαρούμενοι που έστω και στο τσακ γλύτωσαν και τούτη τη φορά. Αυτουνού δεν του έδινε κανείς σημασία
εκεί μέσα, σαν να μην υπήρχε. Ίσως να τον θεωρούσαν πράκτορα, προδότη, ύποπτο
πρόσωπο, ανυπόληπτο ή έστω εχθρό του λαού, δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς.
Και ήταν ολομόναχος, δεν είχε κανέναν να του συμπαρασταθεί μέσα σ’ αυτή την
ερημιά, αυτός, ο πιο ξένος απ’ όλους. Ο μαυρούλης δίπλα του φαινόταν να μην
ενοχλείται από την ξαφνική έφοδο μα δεν μπορούσε και να τον βοηθήσει. Είχε
ξαπλώσει φαρδιά πλατιά πάνω στο τραπέζι, κοιμόταν του καλού καιρού και
παραμιλούσε στη γλώσσα των προγόνων του. Άλλωστε είχε και ραμαζάνι, δεν έπρεπε
να πιει πολύ.
«Ένα ζειμπέκικο,» παράγγειλε
στη σκύλα δυνατά, έτσι για να δείξει ότι είναι κι αυτός εκεί. Κάποιοι τον αγριοκοίταξαν, άλλοι
χάιδεψαν με νόημα τα κουμπούρια τους, μα δεν πτοήθηκε. Η Μαύρα κούνησε
χαρούμενη την ουρά της και υπάκουσε. Σηκώθηκε όρθιος και άνοιξε διάπλατα τα
χέρια. Προς γενική έκπληξη, τον ακολούθησε και ο υπασπιστής του αρχηγού, ένα
ξανθό αμούστακο αγόρι, γύρω στα είκοσι φαινόταν. Χόρευαν αντικριστά σαν να
παλεύανε και όλο το μαγαζί τους είχε κυκλώσει. Σφύριζαν με κέφι και χτυπούσαν
παλαμάκια, κάποιοι άλλοι που ήξεραν το κομμάτι τραγουδούσανε φάλτσα. «Πριν το χάραμα μονάχος
εξεκίνησα…» Τους κερνούσαν τσίπουρα
ατελείωτα και κρασιά και ούζα και αυτοί χόρευαν για ώρες, παραπατούσαν,
αγκαλιάζονταν και χώριζαν, σκόνταφταν πάνω σε τραπέζια και καρέκλες, έσπαγαν
ποτήρια και καράφες, έπεσε και έσπασε και το κάδρο της κομμούνας, μα κανείς δεν
ανυσήχησε. Ήταν όλοι στο τσακίρ κέφι και
μόνο ο αρχηγός με τον κάπελα από μακριά παρακολουθούσαν σιωπηλοί. Ο μικρός αράπης
συνέχιζε να κοιμάται γαλήνια σαν παιδάκι και να χαμογελά.
Η πόρτα ξανάνοιξε απότομα και
μπήκε και κείνη. Την κυνηγούσαν οι κυβερνητικοί, είπε. Ούτε αυτή η καβάτζα ήταν
πλέον ασφαλής. «Το μαγαζί είναι περικυκλωμένο» ούρλιαξε τρομαγμένη και στάθηκε
στη μέση του μαγαζιού. Ανταλλάξανε σουβλερές ματιές, μα κείνος δεν σταμάτησε να
χορεύει. Αυτή τον πλησίασε αργά, παραμέρισε τον νεαρό μαυροσκούφη και άρχισε να
χορεύει μαζί του. Είδε στα πόδια της το σπασμένο κάδρο και τον μάλωσε. «Αυτό
δεν έπρεπε να σπάσει», του είπε θυμωμένα και κάθισε στο τραπέζι δίπλα στο
κοιμισμένο αραπάκι. Αυτός συνέχιζε να περιστρέφεται, πιο γρήγορα, πιο γρήγορα,
όλο και πιο γρήγορα, και μαζί μ’ αυτόν και όλο το μαγαζί γύριζε σαν φρενιασμένο καρουσέλ, χαμήλωνε και
χτυπούσε το πάτωμα με την παλάμη, πεταγόταν ψηλά στον αέρα, έπαιρνε τη καρέκλα
και τη σήκωνε ψηλά, παραπατούσε και σκόνταφτε, ζαλιζόταν, έπεφτε χάμω και αμέσως
σηκωνόταν, τον έπιανε ίλιγγος μα δεν σταμάταγε. «Ποιο γρήγορα Μαύρα, πιο
γρήγορα» φώναζε στην πιανίστρια κι αυτή υπάκουε χαμογελώντας. Πλέον γύρω του
έβλεπε μόνο ένα τεράστιο σύννεφο με
παντελόνια, θολό και γκρίζο από την καπνούρα και κείνο το γυμνό καρφί του
τοίχου που του έγνεφε με νόημα και ύπουλα καραδοκούσε. Τότε που η πόρτα και του
τελευταίου οχυρού σωριαζόταν με κρότο στο πάτωμα και έμπαιναν μέσα οι
κυβερνητικοί.
Μετά όλα γίνανε κόκκινα.