Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ


 Η ώρα είχε πάει δέκα και το καφενείο είχε σχεδόν αδειάσει. Η τηλεόραση έπαιζε στο αθόρυβο ένα εορταστικό σόου, το ραδιόφωνο ήταν κλειστό. Επικρατούσε εκκωφαντική σιωπή. Το μαγαζί ήταν στολισμένο με πολύχρωμα μπιχλιμπίδια και τα λαμπάκια αναβόσβηναν ρυθμικά, υπήρχε κι ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δέντρο στη γωνιά πλάι στην τζαμαρία. Είχαμε μείνει εγώ, λίγο παραπέρα ο κοντός, μόνος του κι αυτός (κάπου κάπου μου έριχνε κλεφτές ματιές μα δεν έδινα σημασία) και μια παρέα στο στρογγυλό τραπέζι του βάθους. Ώρες ολόκληρες έπαιζαν χαρτιά με ανεξάντλητο πάθος, το ‘βλεπες καθαρά στις σφιγμένες και κατακόκκινες φάτσες τους. Η τράπουλα στα χέρια τους έβγαζε φλόγες, τα μάτια τους καρφωμένα στην πράσινη τσόχα, τα τασάκια ξεχείλιζαν αποτσίγαρα. Δεν έλεγαν να ξεκουμπιστούν για το σπιτάκι τους και το καθιερωμένο ρεβεγιόν. Τα μοσχάρια να σεβαστούν τουλάχιστον την  κοπέλα του μαγαζιού που μας κοίταζε με αδημονία και θλίψη, μα ντρεπόταν και να μας στείλει στο διάολο, για να γιορτάσει κι αυτή με τους δικούς της τη γέννηση του θείου βρέφους. Όπως όλος ο κόσμος. Πάντως, εγώ είχα λίγη τσίπα πάνω μου. Σε λίγο θα τέλειωνα το ποτό μου (μια γουλιά είχε μείνει μόνο) θα πλήρωνα το λογαριασμό, θα της άφηνα τα ρέστα για πουρμπουάρ και θα ‘παιρνα τον πούλο προς άγνωστη κατεύθυνση. Δεν ήξερα που να συνεχίσω τη βραδιά,  σίγουρα όμως δεν θα πήγαινα από τώρα για ύπνο.  Σε λίγες ώρες, μέσα στη βαθιά τη νύχτα, θα γεννιόταν και φέτος ο καλός άνθρωπος σε κάποια μακρινή φάτνη ανάμεσα σε άλλα αθώα πλάσματα. Κοίταξα έξω απ’ τη τζαμαρία ψάχνοντας ψηλά στον ουρανό το λαμπρό άστρο της ανατολής. Μάταια. Ήταν θεοσκότεινα, όλο πυκνά απειλητικά σύννεφα. Ούτε αστέρια, ούτε φεγγάρια, ούτε τίποτα απόψε, μόνο μαυρίλα και καταχνιά. Για μια στιγμή απελπίστηκα, έχασα τελείως το κουράγιο μου κι αυτό το λιγοστό κέφι που μου είχε απομείνει λόγω των ημερών. Σήκωσα μηχανικά το ποτήρι ψηλά, ευχήθηκα στην υγειά μου, να ζήσω χίλια χρόνια ακόμη και το κατέβασα άσπρο πάτο. Όταν έκανα νόημα στην κοπελιά το προσωπάκι της έλαμψε από ευτυχία. Την πλήρωσα, της ευχήθηκα καληνύχτα και χρόνια πολλά κι αυτή με ευχαρίστησε με ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα κερασένια της χείλη.

Τότε ξαφνικά δημιουργήθηκε φασαρία και αναστάτωση. Άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα τρία παιδάκια κρατώντας τρίγωνα. Έμοιαζαν αδερφάκια, μα μου ήταν άγνωστα, δεν τα είχα ξαναδεί στη γειτονιά. «Να τα πούμε;» Η ερώτηση αποδείχτηκε καθαρά ρητορική. Αμέσως, δίχως να περιμένουν την άδεια κανενός, άρχισαν να παίζουν τα κάλαντα. Απ’ το βάθος τα χαρτόμουτρα ενοχλήθηκαν, δυσανασχέτησαν, ακούστηκε και μια βρισιά στον αέρα, ίσως για κάποιο άσχημο φύλλο που μόλις έπεσε στο τραπέζι. Τα παιδιά με τις ψιλές τους φωνούλες τραγουδούσαν (κάπως παράφωνα και φάλτσα) και το κοριτσάκι στη μέση μπέρδευε τα λόγια του, μα δεν είχε σημασία, τους αφήσαμε να τα πούνε ολόκληρα. Έτσι κι αλλιώς μετά από λίγο δεν πρόσεχα, ήδη είχα πιει τρία ποτά και αυτοσχεδίαζα. Γεια χαραντάν και τα κουκιά μπαγλάν, ρε μάγκες, τι χαμπάρια, να μπούμε στ’ αρχοντικό σας, σήμερα που γεννιέται ο βασιλιάς των ουρανών, ο ποιητής των όλων, τουμπεκιαστείτε λοιπόν, ρε χαμούρες, ρε κωλοτρυπήδες, αυτό το αγαθό παιδί, το αθώο, το πιο καλό, που το γαμήσατε και το σταυρώσατε χωρίς να φταίει σε τίποτα, και τα λοιπά και τα λοιπά. Απ’ το πιόμα, η αεριωθούμενη φαντασία μου είχα φτάσει κιόλας στην ανάσταση.  Όταν τέλειωσαν τους έδωσα τα κέρματα που βρέθηκαν στην τσέπη μου και ο κοντός ένα χαρτονόμισμα. Τον είδα μάλιστα να χαμογελά λιγάκι, γεγονός σπάνιο και αξιοπερίεργο. Η τετράδα της τσόχας δεν έδωσε σημασία. Κάποιος μόνο τους πέταξε ανόρεχτα ένα κέρμα στα μούτρα για να τα ξεφορτωθεί. Τα παιδάκια φαίνονταν κουρασμένα από μια δύσκολη παγερή μέρα, ειδικά το κοριτσάκι παραπάταγε εδώ και κει, πλέον δεν το κρατούσαν τα ποδαράκια του. Θα είχαν ξυπνήσει από πολύ νωρίς, σε λίγο θα τέλειωναν, ίσως να ‘μασταν και το τελευταίο μαγαζί που μπαίνανε. Μετά από λίγο φύγανε και στο μαγαζί επικράτησε πάλι νεκρική σιωπή.

Σηκώθηκα κι εγώ απ’ τη θέση μου, άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω. Ήταν περασμένες έντεκα. Απ’ τα φωτισμένα διαμερίσματα των πολυκατοικιών ακούγονταν παιδικές φωνούλες και τραγούδια, γέλια και χαρές. Η πλατεία και οι γύρω δρόμοι ήταν στολισμένοι με πολύχρωμα αγγελάκια που έψελναν και υμνολογούσαν την χαρμόσυνη ελπίδα. Χώθηκα μέσα στο παλτό μου, ανασήκωσα τους γιακάδες και άναψα τσιγάρο. Έκανε ψοφόκρυο, είχε και υγρασία, μα είχα όρεξη για περπάτημα. Να εξατμίσω λίγο αλκοόλ απ’ το αίμα μου, να εκτονώσω λίγη μούρλια, να καταπραΰνω τα τσιτωμένα μου νεύρα. Να χαλαρώσω. Έριξα μια ματιά τριγύρω μα τα παιδάκια είχαν εξαφανιστεί. Τέντωσα το αυτί μου μήπως και ακούσω τα τρίγωνά τους, τίποτα. Εγώ δεν είχα πει ποτέ τα κάλαντα, δεν με άφηναν οι δικοί μου. Μια χρονιά τους ζήτησα να βγω μ’ έναν φίλο μου, μα μου το απαγόρευσαν αυστηρά. Ο πατέρας δεν το θεωρούσε έθιμο, αλλά ζητιανιά. «Τι για το καλό και κουραφέξαλα μου λες, δεν πεινάς και δεν έχεις ανάγκη από ελεημοσύνες!» μου είπε τσαντισμένος και δεν επέμεινα. Για την μητέρα ήταν επικίνδυνο δυο μικρά παιδιά ολομόναχα στο δρόμο. Αν ήθελα μπορούσα να τα πω σ’ αυτούς και στους  συγγενείς μας, έως εκεί, σε σπίτια γνωστά και ασφαλή. Θύμωσα και δεν τα είπα σε κανέναν αδιαφορώντας για τα δώρα και τα χαρτζιλίκια τους. Ούτε τους ξανάκανα κουβέντα. Κρίμα μόνο που δεν τους ρώτησα τότε πώς περνούσαν τις γιορτές όταν κι αυτοί ήτανε παιδιά, αν τους άρεσαν. Δεν μου πέρασε καν  απ’ το μυαλό. Τώρα είναι πολύ αργά για ερωτήσεις.

«Μήπως έχεις ένα τσιγάρο, φίλε;» Η βραχνή φωνή με ξάφνιασε και γύρισα να δω. Ήταν ο κοντός. Με είχε πάρει από πίσω, δεν το ‘χα καταλάβει. Του έδωσα, μαζί και τον αναπτήρα να κάνει τη δουλειά του. Άκουσα ένα ψόφιο ευχαριστώ και μια δειλή ερώτηση αν η παρουσία του με ενοχλούσε. Σήκωσα αδιάφορα τους ώμους μου και του χαμογέλασα. Έτσι κι αλλιώς, κι εγώ μόνος ήμουν. Ήταν τουλάχιστον ευγενικός και κάπως μαζεμένος απέναντί μου, παρ’ όλο που είχε  τη φήμη του παλιόμουτρου (περίεργο μουσούδι) γι’ αυτό και μέχρι τώρα τον απόφευγα. Όχι ότι μου είχε κάνει τίποτα, αλλά δεν είχαμε πολλά πάρε δώσε, μόνο ένα γεια ή μια καλησπέρα όποτε συναντιόμασταν στο καφενείο ή στο δρόμο. Δεν είχε πολύ καιρό που έσκασε μύτη στην περιοχή, δυο τρία χρόνια περίπου. Συνήθως έκανε παρέα με τον ψηλό και τον χοντρό μα τον τελευταίο καιρό είχαν αραιώσει οι επαφές τους και κυκλοφορούσε μόνος. Στην ηλικία μου πρέπει να ‘τανε, μα ήταν σπασμένος και φαινόταν μεγαλύτερος. Δεν γνώριζα και πολλά για τη ζωή του. Μόνο ότι τραβιότανε με μια καμπαρετζού, την κουτσή, και ότι της τα μάσαγε κανονικά και με τον νόμο. Νταβατζής, προστάτης και αγαπητικός λοιπόν. Και ότι κάθε τόσο έμπλεκε σε βρομοδουλειές, παλιότερα είχε κάνει ένα διάστημα και φυλακή. Αυτά λέγαν οι κακές οι γλώσσες. Γενικά ήταν ψιλοκάθαρμα, γι’ αυτό και δεν του έδινα πολλά χνώτα. Και λόγω της προηγούμενης δουλειάς μου. Να μη βγει βρώμα ότι ένας δημόσιος υπάλληλος, έστω και της κατώτερης βαθμίδας, κάνει παρέα με περίεργους τύπους και σχετίζεται με ανυπόληπτα άτομα του περιθωρίου.  Τώρα πια ήμουνα ένας χαραμοφάης και δεν μ’ ένοιαζε τι θα πούνε. Μα ήθελα την ησυχία μου και δεν είχα σκοπό να μπλέξω με τον υπόκοσμο τώρα στα πίσω πίσω. Ας μην έμπαινε πλέον στη μέση η δουλειά μου. Απλά, δεν είχα συνηθίσει να νταραβερίζομαι με τέτοιου είδους υποκείμενα.  

Περπατούσαμε αμίλητοι εδώ κι εκεί μέχρι που ασυναίσθητα βρεθήκαμε στον μόλο. Τα νερά του λιμανιού ήταν ήρεμα, στο βάθος η θάλασσα σκοτεινή και μαύρη, δεν την ξεχώριζες απ’ τον ουρανό. Απόλυτη ησυχία, απόλυτη ερημιά. Ούτε ένα αραγμένο καράβι, ούτε ένας ψαράς, ούτε ένα ερωτευμένο ζευγαράκι. Ακόμη και τα φώτα του λούνα παρκ ήταν σβησμένα. Ξαφνικά ο ουρανός φωτίστηκε απ’ τα πολύχρωμα βεγγαλικά και τις φωτοβολίδες. Δεν καταλάβαμε από πού ήρθαν, καθίσαμε όμως στο παγκάκι να απολαύσουμε το φαντασμαγορικό θέαμα. Τότε ο κοντός με κοίταξε στα μάτια χαμογελώντας και έσπασε πρώτος τη σιωπή. «Όμορφη νύχτα, ε;», είπε μ’ έναν νοσταλγικό ρομαντισμό που δεν του πήγαινε. Μάλλον έφταιγε η σούρα του. Πρέπει να είχε πιει πολύ, μα δεν είχε μεθύσει, έδειχνε νηφάλιος. Πάντως, έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να πούμε δυο κουβέντες και να τον ξεψαχνίσω. Να γνωριστούμε καλύτερα, σαν δύο ερωτευμένα πιτσουνάκια στο πρώτο  τους ραντεβού. Και πράγματι, ο κοντός ήταν άκρως αποκαλυπτικός.

Μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο, είπε. Μόλις γεννήθηκε, η μάνα του τον πέταξε έξω απ’ την πόρτα και εξαφανίστηκε. Χωρίς να δώσει κάποιες εξηγήσεις ή να αφήσει τουλάχιστον ένα σημείωμα. Ανεπιθύμητος και γαμημένος εξαρχής, λοιπόν. Δεν έμαθε ποτέ τίποτα γι’ αυτήν, φυσικά ούτε για τον πατέρα του, κανείς δεν τον αναζήτησε, ούτε όμως κι αυτός τους έψαξε ποτέ. Τους ξέγραψε τελείως απ’ τη ζωή του, μα και δεν τους συγχώρεσε ποτέ. Ας μην τους ήξερε, τους καταδίκασε στην αιώνια κόλαση της ψυχής του χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Ακόμα τους μισεί, δεν μπορεί να το ξεπεράσει. Μιλούσε και τα μάτια του είχανε βουρκώσει, μα δεν ντρεπόταν. Ήθελε κάπου να τα πει, να ξαλαφρώσει, ίσως και για πρώτη φορά στη ζωή του. Ρούφηξε τη μύτη του και μια τζούρα απ’ το τσιγάρο του και συνέχισε. Στο ίδρυμα ήταν σαν μια μεγάλη οικογένεια, δεν περνούσε άσχημα. Ειδικά τέτοιες γιορτινές μέρες τους έκαναν δώρα, τους έντυναν όμορφα, τους πήγαιναν εκδρομές, λέγανε και τα κάλαντα. Ήταν όμορφα, μα αυτός δεν άντεχε. Κάτι τον έπνιγε, είχε τον διάολο μέσα του. Δεν έπαιρνε τα γράμματα, τα βιβλία τού έφερναν βαρεμάρα και νύστα. Προτιμούσε την περιπέτεια της ζωής, την αλητεία του δρόμου. Όταν ξεπετάχτηκε κάπως, εκεί γύρω στα δεκαπέντε, την κοπάνησε κι έγινε μπουχός. Γυρνούσε εδώ κι εκεί, έκλεβε για να ζήσει, γαμούσε και κάνα πούστη άμα τύχαινε και τους τα ‘περνε χοντρά, τους έριχνε και καμιά σφαλιάρα άμα του κάνανε τον δύσκολο οι παλιαδερφές του κερατά. Κάποια στιγμή τον πιάσανε και τον κλείσανε σε αναμορφωτήριο. «Και μετά φίλε μου η ζωή πήρε τον δρόμο της» κατέληξε θυμόσοφα. Είχε κουραστεί, δεν ήθελε να πει άλλα. Ο ουρανός είχε από ώρα σκοτεινιάσει και το κρύο είχε δυναμώσει. Τρέμοντας σηκωθήκαμε να φύγουμε.

Στην επιστροφή δεν βγάλαμε άχνα. Ούτε ρώτησε τίποτα για μένα. Ίσως να του ήμουνα παντελώς αδιάφορος, απλά μια κάποια λύση στη μοναξιά της χριστουγεννιάτικης νύχτας που κάπως έπρεπε να περάσει. Αυτό δεν μ’ ενόχλησε καθόλου, μάλιστα το ερμήνευσα ως δείγμα διακριτικότητας εκ μέρους του. Έτσι κι αλλιώς, απόψε δεν είχα όρεξη να μιλήσω, και μάλιστα για τον εαυτό μου. Επιστρέφοντας στον πεζόδρομο, περάσαμε μπροστά απ’ μπαρ της κουτσής.   Παρά το περασμένο της ώρας (τέσσερις και είχε πάει) ήταν ανοιχτό. Μου πρότεινε να κεράσει ένα ποτό, με παρακάλεσε, δεν ήθελε να πάει μόνος του. Δεν είχα ξαναμπεί σε κωλάδικο, δεν ήταν του τύπου μου. Δεν γουστάριζα να σαλιαρίζω με τις κακόμοιρες καμπαρετζούδες και να πληρώνω για ένα πήδημα της συμφοράς. Απ’ την άλλη,  δεν μου είπε λεπτομέρειες, αλλά τα όσα ήξερα γι’ αυτόν και τη φίλη του ήταν αρκετά. Ήμουν διστακτικός κι αναποφάσιστος. Μυριζόμουνα μπελάδες, μα δεν μου έκανε και καρδιά να τον αφήσω μόνο τέτοια νύχτα. Απ’ την άλλη, δεν είχα ξαναμπεί εκεί μέσα και είχα μεγάλη περιέργεια. Τελικά υποχώρησα. «Μόνο για ένα!» του είπα και τον χτύπησα φιλικά στην πλάτη. «Ναι, φίλε μου, μόνο για ένα!» συμφώνησε γελώντας δυνατά και με αγκάλιασε. Προχώρησε πρώτος, άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε μέσα. Ήταν μια  ριψοκίνδυνη απόφαση, αποστολή στην άγρια ζούγκλα. Κι αμέσως, άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια για το ναι που είπα προηγουμένως. Το είχα μετανιώσει αμέσως, την επόμενη στιγμή, μα πλέον δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Μόνο, μπαίνοντας και προτού κλείσει πίσω μας η πόρτα, μου φάνηκε ότι άκουσα τρίγωνα και κάλαντα. Και κάτι ψιλές παιδικές φωνούλες.   

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2021

ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ


 

Χωμένοι στα σκατά μέχρι το λαιμό

δεν μας απομένει παρά να τραγουδάμε

                                                        Σ. Μπέκετ

 

Το κάτω μέρος της πλατείας, ανάμεσα στις νεραντζιές, έχει γεμίσει από άστεγους. Είναι σκοτεινό και βρωμερό (τα φώτα από καιρό σπασμένα) γεμάτο κουβέρτες, στρώματα, σακούλες, νάιλα και χαρτόκουτα, γάτες και αδέσποτα σκυλιά. Με το δίκιο τους οι γείτονες δυσανασχετούν, η μπόχα φτάνει μέχρι τα μπαλκόνια τους. Δεν μπορούν να περάσουν από εκεί, πρέπει να κάνουν ολόκληρο κύκλο για να παρακάμψουν τη δυσώδη περιοχή. Ακόμη πιο πολύ όταν έχουν μαζί και τα μικρά τους τα παιδιά. Φοβούνται κιόλας, ειδικά όταν βραδιάζει. Τουλάχιστον τα κοπρόσκυλα δεν είναι άγρια και επιθετικά. Μα εκεί έχει μαζευτεί η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα, τα σκουπίδια της κοινωνίας, κι έχει κάνει κατάληψη στα παγκάκια και το πλακόστρωτο. Οι μόνιμοι είναι δυο τσιγγάνοι πρεζάκηδες (φαίνονται για αντρόγυνο) ένας μουρλός που φοράει μόνο το παντελόνι κι ένας ανάπηρος. Ο τελευταίος κάθεται συνέχεια στο καρότσι του, παραδίπλα έχει τις πατερίτσες. Όποτε θέλει να ξεμουδιάσει στηρίζεται στα στιβαρά καλοδουλεμένα του μπράτσα, σηκώνεται όρθιος και περπατάει πέρα δώθε. Κάποιες φορές που έχει κέφι, για να διασκεδάσει, τις αφήνει στην άκρη κι αρχίζει τα πηδήματα στο δεξί πόδι που του έχει απομείνει. Παίζει κουτσό όπως τότε που ήτανε παιδί, μέχρι να κουραστεί, να γλιστρήσει και να σωριαστεί φαρδύς πλατύς στο ίσωμα. Τότε ξεσπά σε δυνατά γέλια και σε κλάματα.

Καμιά φορά περνάω και τον βλέπω, του δίνω και κάνα ψηλό. Μου είναι συμπαθής. Παρά το πρόβλημά του, την παλεύει ακόμα, δεν τον έχει πάρει ακόμα τελείως από κάτω. Σήμερα η επιστήμη κάνει θαύματα, λέει. Ελπίζει σε μια επέμβαση, σε ένα προσθετικό μέλος, εφόσον βρει τα χρήματα. Έχει μάθει κάπως τη γλώσσα μας κι έτσι λέμε δυο κουβέντες και καταλαβαινόμαστε. Είναι από κοντινή χώρα, βαλκάνιος, κι έχασε το πόδι του όταν δούλευε στα χωράφια. Ήταν ατύχημα. Τον πλάκωσε ένα τρακτέρ και του το ‘λιωσε, οι γιατροί αναγκάστηκαν να το κόψουν. Η εύκολη λύση. Δεν τον αποζημίωσε κανείς. Ήταν λαθρομετανάστης, χωρίς άδεια εισόδου στη χώρα μας. Δηλαδή, σαν να μην υπήρχε. Προσωρινά ήρθε στη χώρα μας για δουλειά και κόλλησε. Είναι δυο χρόνια σ’ αυτή την κατάσταση. Δεν σκέφτεται να γυρίσει πίσω, στον τόπο του θα είναι χειρότερα. Παρ’ όλο που έχει γυναίκα και παιδιά.

Το πρωί, μόλις ξυπνήσει, φτιάχνει τον καφέ του, καπνίζει το τσιγάρο του και μετά από λίγο πιάνει δουλειά. Τσουλάει το καρότσι του μέχρι τη διασταύρωση των πεζόδρομων και ζητιανεύει σιωπηλά, μόνο με τα μάτια. Δεν έχει πολλές ανάγκες, τα τσιγάρα του μόνο και λίγο κρασί. Ευτυχώς, φαγητό παίρνει απ’ τις κοινωνικές υπηρεσίες του δήμου. Απ’ το πόστο του περνάει πολύς κόσμος. Κάποιοι τον λυπούνται και φιλοτιμούνται να ρίξουν λίγα κέρματα μέσα στο βρώμικο καπελάκι του. Όμως, οι πιο πολύ προσπερνούν αδιάφορα. Ή κοιτώντας τον μοχθηρά. Ή αποστρέφοντας το βλέμμα τους. Ή περνώντας στο απέναντι πεζοδρόμιο. Από ντροπή, για να τον αποφύγουν. Δεν παραπονιέται, τους καταλαβαίνει. Ίσως, στη θέση τους να έκανε τα ίδια και χειρότερα. Κάποτε, υπήρξε κι αυτός υγιής και νοικοκύρης. Ξέρει. Μόλις νυχτώσει επιστρέφει στο γιατάκι του. Έρχονται και μερικοί φίλοι να τον δουν. Είναι απ’ τη χώρα του. Μπεκρουλιάζουν, ευθυμούν και πιάνουν το τραγούδι και τον χορό. Μόνο οι μαστουρωμένοι τσιγγάνοι κοιμούνται ήρεμοι τον ύπνο του δικαίου και δεν παίρνουν χαμπάρι απ’ τη φασαρία. Οι ξένοι μιλάνε δυνατά, σαν να τσακώνονται. Οι γείτονες ενοχλούνται και κάθε τόσο φωνάζουν την αστυνομία. Μόλις πλησιάζει το περιπολικό, όλοι το βάζουν στα πόδια, ακόμη και οι γάτες και τα σκυλιά, τρομάζουν κι εξαφανίζονται προς άγνωστη κατεύθυνση. Το γλέντι τους χαλάει. Πίσω μένει μόνο αυτός και ο μουρλός. Οι αστυνομικοί τους κοιτάνε μα δεν λένε κουβέντα, μετά από λίγο φεύγουν. Ο ανάπηρος πίνει ήσυχα το κρασάκι του, καπνίζει το τσιγαράκι του και αποκοιμιέται. Ο μουρλός όλη νύχτα περπατάει στην πλατεία πάνω κάτω σιγομουρμουρίζοντας. Αύριο είναι μια καινούργια μέρα.

Πλησιάζουν οι γιορτές, μα την τελευταία βδομάδα τα απορριμματοφόρα του δήμου απεργούν. Οι κάδοι έχουν ξεχειλίσει και η πόλη είναι γεμάτη από σκουπίδια. Βρωμάει και ζέχνει και κανείς δεν ξέρει πότε θα τελειώσει αυτό το κακό. Ακόμη και τα περιστέρια και τα άλλα πετούμενα του ουρανού έχουν εξαφανιστεί. Η μπόχα μπαίνει μέσα στα σπίτια μας, μα εμείς δεν έχουμε πού να πάμε. Γίνονται διαπραγματεύσεις μεταξύ δήμου και εργαζομένων. Τα αιτήματά τους είναι ιερά και όσια, μα η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο. Μόνο τα αδέσποτα κάνουν πάρτι και τα ποντίκια. Οι άστεγοι στο κάτω μέρος της πλατείας δεν ενοχλούνται ιδιαίτερα. Γι’ αυτούς ούτε κρύο ούτε ζέστη, έχει συνηθίσει η μύτη τους. Μάλιστα ο ανάπηρος το διασκεδάζει. Με σταθερά άλματα παίρνει φόρα και μ’ ένα εκπληκτικό πλοζόν προσγειώνεται πάνω στον σωρό τον σκουπιδιών. Κάνει σαν παιδί απ’ τη χαρά του. Στα νιάτα του έπαιζε τερματοφύλακας στην τοπική ομάδα του χωριού του. «Ήμουν πολύ καλός», λέει και συγκινείται. Μα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που περπατά παραπέρα δείχνει φανερά ενοχλημένο με την κατάσταση. Δυσανασχετεί και τα βάζει με τον δήμαρχο. Τους χαμογελώ με συγκατάβαση και τους συμβουλεύω λίγη υπομονή κι όλα θα διορθωθούν. Απομακρύνονται αγανακτισμένοι αναπολώντας την δικιά τους χρυσή εποχή. Τότε που ήταν νέοι και ερωτευμένοι και η πόλη τους πιο καθαρή από ανθρώπους και σκουπίδια. Όχι όπως τώρα.

Αποδείχτηκα προφήτης στον τόπο μου, με σούπερ μαντικές ικανότητες που θα έπρεπε να εκμεταλλευτώ δεόντως. Την άλλη μέρα βγήκαν τα οχήματα στο δρόμο και άρχισαν να μαζεύουν τα σκουπίδια. Τα δίκαια αιτήματα των εργαζομένων κρίθηκαν παράλογα απ’ τις αρχές, κάπως υπερβολικά, και δεν δικαιώθηκαν. Αλλά και η απεργία τους, για λόγους δημόσιας υγείας,  κρίθηκε παράνομη και καταχρηστική. Επομένως, κάτω τα κεφάλια και δουλειά να ξεβρομίσει η πόλη. Σύντομα, το κάτω μέρος της πλατείας πλύθηκε, καθαρίστηκε, φωτίστηκε, αναμορφώθηκε και παραδόθηκε ξανά ολοκαίνουργιο στους κατοίκους της περιοχής. Πλέον, δεν είχε κανένας παράπονο. Όμως, μαζί με τα σκουπίδια εξαφανίστηκαν και οι άστεγοι. Και πεζοί αστυνομικοί άρχισαν να περιπολούν τις στολισμένες γειτονιές μας, ίσως μόνο για την περίοδο των γιορτών. Πλήρης τάξη και ασφάλεια, λοιπόν. Για το καλό μας.    

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021

Η ΜΑΛΟΥ


 

Είχαν μόλις τελειώσει οι ειδήσεις και σύσσωμα τα κανάλια έδειχναν κάτι ανυπόφορες μεσημεριάτικες μαλακίες. Το ζάπινγκ, αν και επίμονο, αποδείχτηκε μάταιο. Έκλεισα την τηλεόραση τελείως, δεν την άντεχα ούτε στο αθόρυβο. Ίσως να έφταιγε λίγο και η διάθεσή μου. Ένιωθα μια περίεργη νευρικότητα. Και το φαγητό ανόρεχτο πήγε κάτω, καταναγκαστικά. Παλιότερα, σε παρόμοιες περιπτώσεις, έπαιρνα ένα βιβλίο, ξάπλωνα στο κρεβάτι και ξεχνιόμουνα. Ηρεμούσα. Πλέον, έχω καιρό να ανοίξω ένα. Δεν έχω κέφι, μου ‘φυγε η όρεξη. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ πια, το μυαλό τρέχει αλλού. Δεν πειράζει. Ότι έμαθα μου αρκούν.

Μια ολόκληρη ζωή υπήρξα βιβλιοφάγος. Διάβαζα τα πάντα, όλα με ενδιέφεραν. Είχα μια ακόρεστη δίψα για γνώση. Το δωμάτιό μου ήταν γεμάτο βιβλιοθήκες. Ο προσωπικός μου χώρος, το άβατο. Κανείς άλλος δεν έμπαινε μέσα. Τουλάχιστον αυτό τους το είχα επιβάλλει. Η μαμά ανησυχούσε. Όλη την ώρα μ’ έβλεπε μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, ακόμα και στον καμπινέ, τότε που ήμουνα δυσκοίλιος. Το πολύ διάβασμα τρελαίνει, είχε ακούσει από μια φίλη της κουτσομπόλα και σκατόψυχη που ερχόταν καμιά φορά στο σπίτι μας. «Ναι, αλλά βοηθάει στο χέσιμο, μωρή αγάμητη!» ήθελα να της φωνάξω στα μούτρα, αλλά δεν βρήκα το θάρρος. Όμως, η μαμά έπρεπε να λάβει τα μέτρα της, δηλαδή να με παντρέψει, και γρήγορα μάλιστα. Να κάνω και δυο κουτσούβελα να ησυχάσω μια και καλή. Εγώ αντιστεκόμουν. Σθεναρά και μέχρι τέλους. Και στη δουλειά τα ίδια και χειρότερα. Όταν τέλειωνα τις υποχρεώσεις της ημέρας, έκλεινα την πόρτα και διάβαζα. Ευτυχώς, ήμουν χαρτογιακάς, το πόστο μου δεν ερχόταν σε επαφή με ανθρώπους και είχα την ησυχία μου. Πίσω από την πλάτη μου οι συνάδελφοι ψιθύριζαν διάφορα. Βλέπεις, δεν συμμετείχα στα κουτσομπολίστικα πηγαδάκια τους, δεν συμμεριζόμουν τα ανόητα  φλερτάκια τους. Το παίζαν όλοι τους μεγάλοι καρδιοκατακτητές του ασθενούς φύλου, ας ήταν οι περισσότεροι παντρεμένοι με παιδιά.  Κολάκευαν τις χαζοχαρούμενες κοκότες της υπηρεσίας όμως εκείνες τους δούλευαν κανονικά και με τον νόμο και δεν τους κάθονταν. Έσπαγαν την πλάκα τους, τόνωνα την φιλαρέσκειά τους, μα προτιμούσαν να παίζουν πασέντζες στον υπολογιστή και να μελετούν τα ζώδια. Οι ερεθισμοί των συναδέλφων ήταν άσκοποι. Στην καλύτερη των περιπτώσεων τους οδηγούσαν κατευθείαν στις τουαλέτες της υπηρεσίας για μια γρήγορη και ανακουφιστική εκτόνωση. Εμένα με θεωρούσαν απόμακρο και σνομπ. Κρατούσα τις αποστάσεις μου απ’ όλους και όλες. Όποτε μου πρότειναν να βγούμε για καφέ ή ποτό (γυναίκες και άνδρες) αρνήθηκα ευγενικά.  Ένας σοβαρός και εμφανίσιμος εργένης με σταθερό μισθό είναι πάντα μεγάλο κελεπούρι. Ίσως και να με μισούσαν. Κάποιες φορές γινόμουν ειρωνικός και εριστικός απέναντί τους. Ακόμη και οι προϊστάμενοι δεν μπορούσαν να με κάνουν ζάφτι, δεν ήμουν του χεριού τους. Άψογος στα καθήκοντά μου, φύλαγα πάντοτε τα νώτα μου. Έτσι, όταν πέρσι παραιτήθηκα απ’ την υπηρεσία δεν πολυνοιάστηκαν, καρφί δεν τους κάηκε. Δεν θα τους έλειπε η βαριά και μονόχνοτη σκιά μου. Και η άδεια θέση του γραφείου μου γρήγορα θα καλυπτόταν από κάποιον ταλαντούχο και φέρελπι νέο με μακρόπνοα σχέδια και οράματα για το μέλλον. Μια επιτυχημένη καριέρα δημόσιου υπάλληλου. Μια συμφέρουσα οικογενειακή αποκατάσταση. Δυο παιδάκια για την διαιώνιση του γένους και του ονόματος. Ζηλευτά όνειρα! Πορεία ζωής! Κι όμως εγώ από τότε που έλυσα τα δεσμά μου δεν ξανάνοιξα βιβλίο. Παρ’ όλο που πλέον είχα άπειρο χρόνο για πέταμα.

Ξαφνικά απ’ το μπαλκόνι ακούστηκαν γαβγίσματα. Βγήκα να δω. Οι ενοχλητικές τσιρίδες προέρχονταν απ’ το σκυλάκι του πάνω ορόφου. Έβγαλα το κεφάλι μου και το κοίταξα, φώναξα και το όνομά του να σκάσει. Παραλίγο να στραβολαιμιάσω εξαιτίας του, μα αυτό δεν μου ‘δωσε σημασία. Ούτε όταν του έβγαλα τη γλώσσα συγκινήθηκε. Συνέχισε να επιτίθεται λεκτικά στην ασπρόμαυρη γάτα που εκείνη τη στιγμή διέσχιζε αμέριμνη τον πεζόδρομο της πλατείας. Σε λίγο το παλιόσκυλο θα ξεσήκωνε ολόκληρη τη γειτονιά με τις φωνές του. Έτσι γινόταν κάθε φορά. Μέχρι να προβάλει απ’ την απέναντι πολυκατοικία ο ηλικιωμένος με τις πιτζάμες και τα σπασμένα νεύρα και να αρχίσει μεσημεριάτικα τις χριστοπαναγίες. Με το δίκιο του, βέβαια. Κάποιες φορές η σκυλίτσα γινόταν πολύ ενοχλητική, μάλιστα τις πιο ακατάλληλες ώρες. Ευτυχώς, σχεδόν αμέσως, προτού ξεσπάσει η μπόρα, βγήκε η αφεντικίνα της, τη μάλωσε αυστηρά και την τράβηξε με το ζόρι μέσα. Έκλεισε και την μπαλκονόπορτα.

Πάντως, σε γενικές γραμμές, ήταν καλό σκυλάκι, ζωηρό και παιχνιδιάρικο. Αγαπούσε όλους τους ένοικους της πολυκατοικίας και όταν μας έβλεπε κουνούσε χαρούμενα την ουρά του. Ήταν ένα ημίαιμο καφετί κοκόνι. Πριν από τρία χρόνια το έφεραν. Νεογέννητο μωράκι λίγων ημερών, φοβισμένο, μόλις το είχαν πάρει απ’ την αγκαλιά της μανούλας του. Το  κρατούσε στα χέρια της το κοριτσάκι της οικογένειας. Ήταν πολύ χαρούμενη για το δώρο των γονιών της. «Να σας ζήσει!» τους ευχήθηκα μόλις συναντηθήκαμε στην είσοδο της πολυκατοικίας, σαν να ήτανε παιδί τους. Η μητέρα της με ευχαρίστησε, το κοριτσάκι απλά χαμογελούσε ευτυχισμένα. Ήταν μοναχοπαίδι, γύρω στα δέκα. Του πήραν το ζωντανό για να έχει μια παρέα στο σπίτι, για να μην νιώθει μόνη της. Ο πατέρας της ήταν λογιστής σε μια εταιρεία. Δούλευε όλη την μέρα και γύριζε αργά το βράδυ στο σπίτι.  

Με είχε πιάσει μεγάλη μουργέλα και βαρεμάρα. Το απόγευμα βγήκα βόλτα. Στο δρόμο συνάντησα το κορίτσι με το σκυλάκι και χαιρετηθήκαμε. Αυτό κούνησε πέρα δώθε την ουρά του, με μύρισε και σηκώθηκε χαρούμενο στα δυο του πόδια. Πήγε να το μαλώσει, ότι δεν έπρεπε να ενοχλεί τον κύριο, μα της είπα ότι δεν με πείραζε και το χάιδεψα στο κεφαλάκι του. Την ρώτησα πως πάει με τα μαθήματα του σχολείου. Ξαφνικά κατσούφιασε. Δεν της άρεσαν, ήταν πολύ βαρετά. Γενικά, δεν της άρεσε το διάβασμα, προτιμούσε να παίζει με τις κούκλες και τα παιχνίδια της. Μόνο τα παραμύθια αγαπούσε, μάλιστα έγραφε και δικά της, πολύ τρομακτικά, με δράκους και όμορφες πριγκίπισσες. Και η ζωγραφική της άρεσε πολύ. Συμφώνησα μαζί της. Και γω στα χρόνια μου έβρισκα το σχολείο πολύ βαρετό. Κι αυτά που μαθαίναμε ανούσια και άχρηστα. Δεν είχαν αλλάξει πολλά εδώ και σαράντα χρόνια. «Δυστυχώς κάποια από αυτά χρειάζονται» της είπα για να την ενθαρρύνω. Μου είπε με παράπονο ότι η μαμά την μάλωνε επειδή δεν ήταν καλή μαθήτρια, την έλεγε τεμπέλα και ανεύθυνη. Βρέθηκα σε δύσκολη θέση. Τι να της έλεγα; Μάλλον έπρεπε να της δώσω κουράγιο. Να μην στεναχωριέται. Έτσι κάνουν όλες οι μαμάδες του κόσμου που αγαπούν τα παιδιά τους και θέλουν το καλό τους. Και να καλλιεργήσει τα ταλέντα της, τις ευαισθησίες της, αυτά που της αρέσουν να κάνει. Να ζωγραφίζει και να γράφει τρομακτικές ιστορίες. Και μεγαλώνοντας να παραμείνει ένα ευαίσθητο και φαντασιόπληκτο παιδί. Όμως, δεν πρόλαβα να πω κουβέντα. Είχε έρθει η μητέρα της βαστώντας δύο σακούλες με ψώνια στο χέρι.  Έτσι κι αλλιώς, δεν μου ‘πεφτε λόγος.

Χαιρετηθήκαμε και είπαμε κάποιες άσχετες κουβέντες για τον καιρό και την ακρίβεια της αγοράς. Το κοριτσάκι μαρμαρωμένο κάρφωνε με το απόκοσμο βλέμμα του το άπειρο, πέρα μακριά. Το μικρό κοκόνι κοίταζε με περιέργεια ένα ασπρόμαυρο γατάκι που είχε μόλις πλησιάσει κοντά μας. Νιαούριζε κι έψαχνε τη μαμά του. Δεν το πείραξε. Μόνο του ‘γλυψε τρυφερά τη μουσούδα κουνώντας χαρούμενα την ουρά του πέρα δώθε.     


Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2021

Ο ΨΙΛΙΚΑΤΖΗΣ


Τον είδα ξαφνικά μπροστά μου. Εκείνη την ώρα τα παιδιά σχόλαγαν. Ξεχώριζε σαν την μύγα μες στο γάλα. Περπατούσε ανάμεσά τους, τα παρατηρούσε προσεκτικά απ’ την κορφή ως τα νύχια και χαμογέλαγε  ευτυχισμένος. Οι γονείς και οι δάσκαλοι τον κοιτούσαν περίεργα, καχύποπτα. Σίγουρα τον είχαν ξαναδεί να τριγυρίζει έξω απ’ το σχολείο. Εκείνος δεν έδινε σημασία. Συνέχιζε να περπατά κεφάτος πέρα δώθε, να τα χαζεύει  και να χαμογελά. Ώσπου φύγανε όλοι, το πεζοδρόμιο άδειασε, η πόρτα κλείδωσε, ο γέρος κατσούφιασε, το βλέμμα του σκοτείνιασε, το κουρασμένο του κορμί βάρυνε, έγινε ασήκωτο. Πήρε κι αυτός τον δρόμο της επιστροφής. Επομένως, αυτός δεν περίμενε τα εγγονάκια του. Τον κοίταζα απ’ το απέναντι περίπτερο και δεν πίστευα στα μάτια μου. Πλησίασα κοντά του, μα ούτε που με κατάλαβε, αλλού έτρεχε το μυαλό του, όσο τουλάχιστον του είχε απομείνει. Ναι, αυτός ήταν, δεν έκανα λάθος. Είχα να τον δω κοντά σαράντα χρόνια. Είχε γεράσει πολύ, πάνω από ογδόντα. Φαινόταν ταλαιπωρημένος και σπασμένος. Περπατούσε αργά με μικρά προσεκτικά βήματα, μα δεν χρησιμοποιούσε μπαστούνι. Αν και στην ηλικία του ένα πέσιμο θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Όμως ανέκαθεν ήταν ριψοκίνδυνος. Και αγαπούσε ακόμα τα μικρά παιδιά.

Τότε είχε το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Χωρίς οικογένεια, δίχως συγγενείς και φίλους. Ολομόναχος. Χωρίς αγάπη. Ούτε σπίτι. Ένα δωμάτιο μόνο στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Εκεί κοιμόταν. Η μαμά μού έλεγε να μην πηγαίνω στο μαγαζί του, συμφωνούσε και ο μπαμπάς. Μου είχαν απαγορεύσει να ψωνίζω απ’ αυτόν, ούτε απέξω να περνάω. Ήταν ανώμαλος και επικίνδυνος, έλεγαν, του άρεσαν τα μικρά παιδιά, χάιδευε αγοράκια, γύρευε τι άλλο τους έκανε. Δεν μου έλεγαν περισσότερα για να μη πονηρευτώ πριν την ώρα μου, μα η φαντασία μου φούντωνε, το ίδιο και η περιέργειά μου. Έτσι κι αλλιώς, στην ηλικία των δέκα δεν ξέρεις από τέτοια πράγματα, είσαι ακόμα αγνός και άβγαλτος. Όμως, δεν τους πίστευα εντελώς και πήγαινα. Κρυφά. Τον έβλεπα πάντα  γλυκό, προσηνή και καλοσυνάτο. Δεν μου γέμιζε το μάτι για τέρας και κάθαρμα, όπως λέγανε. Αγόραζα τσιγάρα και εφημερίδες για τον πατέρα κι αυτός με κερνούσε καραμέλες και σοκολάτες, καμιά φορά μου χάιδευε τα μαλλιά και το μάγουλο. «Χαιρετίσματα στον πατέρα σου!» μου ‘λεγε πριν φύγω, μα εγώ δεν τα ‘στελνα. Στο σπίτι νομίζανε ότι ψωνίζω απ’ το περίπτερο. Όταν το μάθανε έγινε το σώσε, χαμός μεγάλος. Φωνές, κακό και άγρια τιμωρία. Όταν τέλειωσε ο εγκλεισμός μου δεν ξαναπέρασα ούτε απέξω. Ο πατέρας ήταν κατηγορηματικός. Αν με ξανάπιανε την είχα βαμμένη. Πάντα για το καλό μου, βέβαια. Λες και είχα κάνει έγκλημα. Παρόλο που του ορκιζόμουνα ότι δεν με είχε πειράξει. Ποιος ξέρει, μπορεί και να νόμιζε ότι τον καλύπτω. Μάλλον δεν με  εμπιστεύονταν. Έτσι, τέρμα τα κεράσματα.

Μια Κυριακή μόνο, μετά από καιρό, άκουσα ότι κάποιοι αγανακτισμένοι μπαμπάδες τον χτυπήσανε άγρια και βρισκόταν στο νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάσταση. Το λιντσάρισμα έγινε μέσα στο μαγαζί του, μέρα μεσημέρι, κανείς όμως δεν έτρεξε να τον βοηθήσει ή να καλέσει την αστυνομία. Είπαν ότι το προηγούμενο βράδυ είχε ξεμοναχιάσει στο πίσω δωμάτιο έναν στρουμπουλό και λίγο χαζούλη, συμμαθητής μου ήτανε. Τον πιάσανε στα πράσα ή τον μαρτύρησε το παιδί, δεν κατάλαβα ακριβώς. Πάντως μετά τον ξυλοδαρμό βρισκόταν στα επείγοντα με σπασμένα πλευρά και στραπατσαρισμένη τη μούρη. Τον είχαν κάνει αγνώριστο, μπλε μαρέ. «Καλά του κάνανε, του άξιζε του μασκαρά!» αποφάνθηκε με πρωτόγνωρο μίσος η μητέρα, σαν να είχε μαγαρίσει τον δικό της κανακάρη. Ο πατέρας την κοίταξε βλοσυρός.  «Μη μιλάς έτσι, θύμα είναι κι αυτός!» είπε, χωρίς άλλες εξηγήσεις. Ξαφνιάστηκα, δεν περίμενα να πάρει το μέρος του. Μ’ έπιασε το παράπονο και πλάνταξα απ’ το κλάμα, δεν ξέρω γιατί, έτσι ξαφνικά. Οι γονείς μ’ άφησαν να ξεθυμάνω δίχως ειρωνικά σχόλια και περιττές ερωτήσεις, ούτε έδωσαν συνέχεια. Τελικά το περιστατικό ξεχάστηκε, το μαγαζί δεν ξανάνοιξε και ο ψιλικατζή εξαφανίστηκε απ’ τη γειτονιά. Τον ξέχασα τελείως, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Δεν τον θυμήθηκα ούτε όταν μεγαλώνοντας γεύτηκα διαφόρων ειδών εκστατικές ηδονές, όταν κι εγώ ένιωσα ντροπή και ενοχή για στιγμές απαγορευμένης σωματικής απόλαυσης. Εκείνες οι σπάνιες και εκλεπτυσμένες  που απαιτούσαν αρετή και τόλμη. Υπεροψία και μέθη. Ακόμα και όταν κάποτε πλήρωσα γι’ αυτές ακριβά το τίμημα. Για ένα κβάντο δυνατής ζωώδους καύλας. 

Δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω και τον πήρα από πίσω. Διακριτικά όμως κι από απόσταση. Πλέον δεν κινδύνευα να διαφθαρώ πρόωρα, ούτε οι γονείς μου μπορούσαν να μου απαγορεύσουν τις κακές παρέες και τις επικίνδυνες συναναστροφές, ήταν πια πεθαμένοι. Μπήκε σε ένα φούρνο και πήρε λίγο ψωμί και σε ένα μαγέρικο φαγητό σε πακέτο, κατόπιν έστριψε σε ένα στενό δρομάκι και σταμάτησε μπροστά από ένα ερειπωμένο σπίτι με κήπο εγκαταλειμμένο, γεμάτο αγριόχορτα. Αμέσως τον περικύκλωσαν οι γάτες. Νιαούριζαν και τρίβονταν πάνω στα μπατζάκια του, έδειχναν να τον αγαπούν. Έσκυψε και τις χάιδεψε βγάζοντας απ’ το στόμα του κάποια γλυκόλογα. Μετά έψαξε τις τσέπες του, έβγαλε τα κλειδιά του κι άνοιξε το πορτόνι.

Πλησίαζαν οι γιορτές, το δωδεκαήμερο της αναγκαστικής μας ευτυχίας. Όχι όμως γι’ αυτόν. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ πιο μοναχικό άνθρωπο από αυτόν τον ταλαίπωρο παιδόφιλο. Που τον έχει εγκαταλείψει ακόμα κι ο ίδιος του ο εαυτός. Που ένιωσε χιλιάδες εξευτελισμούς πάνω στο πετσί του. Που κάθε βράδυ έφτυνε τη μούρη του στον καθρέφτη και δεν έβρισκε το κουράγιο να κρεμαστεί απ’ το ταβάνι. Που χίλιες φορές σύρθηκε στις αστυνομίες, στα δικαστήρια και στις φυλακές. Που άλλες τόσες του μέτρησαν τα πλευρά και τα παΐδια και του στραπατσάρισαν τα μούτρα οι ηθικοί και τίμιοι συμπολίτες του για να προστατέψουν τα αγνά και αθώα παιδάκια τους από αυτό το τέρας της φύσης, το κάθαρμα, το απόβρασμα της κοινωνίας. Τον απόβλητο της ζωής. Που χίλιοι ψυχίατροι και ειδικοί ψυχολόγοι  μάταια προσπάθησαν να τον θεραπεύσουν με φάρμακα, συνεδρίες και ηλεκτροσόκ, μόνο λοβοτομή δεν θα τόλμησαν να του κάνουν. Που άλλοι τόσοι φανατικοί θρησκευόμενοι προσπάθησαν να τον προσηλυτίσουν στο δρόμο του αληθινού δικού τους θεού, της μοναδικής οδού της σωτηρίας. Που κάποια μέρα ίσως  πληρώσει το έκνομο πάθος του με την ίδια του την ζωή. Αν και πλέον είναι πολύ αργά, δεν θα τον ενοχλήσει, αντίθετα θα τον απαλλάξει μια κι έξω απ’ το σαράκι που του τρώει λίγο λίγο τα σωθικά. Και τότε όλοι θα μιλήσουν για τον τυχαίο θάνατο ενός σεσημασμένου παιδόφιλου, που δεν συμμετείχε βέβαια σε κυκλώματα παιδεραστίας, ούτε ήξερε για τις αμαρτωλές διαδρομές του σκοτεινού διαδικτύου, ούτε ταξίδευε στις μακρινές φτωχές χώρες του τρίτου κόσμου για να αγοράσει παιδική σάρκα, εκεί που πουλιέται απ’ τους ίδιους τους γονείς με το κιλό. Και τι μ’ αυτό, ένας παλιόπουστας λιγότερος θα πούνε. Ξεβρόμισε ο τόπος. Και όλα αυτά για μια έμφυτη ροπή που δεν την διάλεξε ο ίδιος, για ένα βασανιστικό ρίγος χωρίς την ελπίδα του λυτρωτικού σπασμού. Τόσος πόνος για το τίποτα.

Ξαφνικά, γύρισε το κεφάλι του και με είδε. Πάγωσα. Αυτός δεν ταράχτηκε καθόλου, σαν να είχε καταλάβει ότι τον ακολουθούσα, κι ας μην ήξερε γιατί. Πλέον, όμως, δεν είχε τίποτα να φοβηθεί και κανέναν. Κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια. Ύστερα έσκασε ένα χαμόγελο γεμάτο πικρά και μπήκε στο σπίτι του.

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

ΑΣΠΡΟΣ ΠΑΤΟΣ


Άνοιξα απότομα τα μάτια μου. Είχε μεσημεριάσει. Απ’ το μπαλκόνι έμπαινε ο ήλιος. Εκτυφλωτικός. Εκείνη βρισκόταν ακόμα δίπλα μου. Ολόγυμνη. Ακίνητη.  Παγωμένη. Με τα μάτια ανοιχτά. Στο κομοδίνο το μπουκάλι άδειο. Άσπρος πάτος. Το μήνυμα γραμμένο πάνω στο γυαλί. Με κόκκινο κραγιόν. Της φωτιάς. «Δε φτες εση». Άτονο.

Αυτό με καθησύχασε. Έσβησα το φως, γύρισα πλευρό και συνέχισα τον ύπνο μου.   

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021

ΝΥΧΤΕΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ

Τρίτη νύχτα και ο πόλεμος συνεχιζόταν ακατάπαυστος. Στον εορτασμό της φετινής επετείου τα πράγματα πήραν άσκημη τροπή, κάηκε ολόκληρη η πόλη. Αμέσως μετά την πορεία φοιτητές, εργάτες και κομματικές οργανώσεις τήρησαν δεόντως την συνηθισμένη εθιμοτυπία. Φτάσανε μέχρι το παλιό πανεπιστήμιο, άφησαν λουλούδια μπροστά στο μνημείο, έβγαλαν πανηγυρικούς λόγους κι αποσύρθηκαν ήρεμα και ήσυχα στα ενδότερα. Μόνο τα μαυροντυμένα παιδιά της γαλαρίας με τις κουκούλες και τα καλυμμένα πρόσωπα, για άλλη μια φορά, δεν κάθισαν φρόνιμα. Δεν ήταν πολλοί, καμιά διακοσαριά. Η ατίθαση μειοψηφία. Aποσπάστηκαν απ’ την κύρια πορεία, τράβηξαν για το αστυνομικό μέγαρο και άρχισαν ο κλεφτοπόλεμος και τα παρατράγουδα. Έβρισαν τους μπάτσους και πέταξαν μολότοφ. Οι σιδηρόφραχτες ομάδες κρούσεις του καθεστώτος έριξαν δακρυγόνα και τους κυνήγησαν. Όλα  κυλούσαν ομαλά. Η μάζα των νεαρών θα διαλυόταν, θα γινόντουσαν κάποιες προσαγωγές (πιο πολύ για τα μάτια του κόσμου) θα περνούσαν τη νύχτα στην ασφάλεια και το πρωί θα αφηνόντουσαν ελεύθεροι λόγω έλλειψης επαρκών ενοχοποιητικών στοιχείων. Μέχρι που έγινε το κακό. Κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες σκοτώθηκε ένα παιδί δεκαέξι χρόνων, μαθητής ακόμα. Βρέθηκε ποδοπατημένος στη μέση του δρόμου με μια τρύπα εννέα χιλιοστών στο κεφάλι. Όταν μαθεύτηκε το νέο κάηκε η πόλη ολόκληρη.

Τρίτη νύχτα και η πόλη ακόμα καίγεται. Δεν βγήκα καθόλου έξω κι ασφάλισα τις πόρτες τριγύρω και τα παράθυρα μη μπει η κάπνα μέσα. Τα έμαθα όλα απ’ την τηλεόραση, τα κανάλια έδειχναν τα γεγονότα σε ζωντανή μετάδοση. Οι ένοικοι της πολυκατοικίας ανέλαβαν δράση. Έκαναν τις απαραίτητες προμήθειες, σφράγισαν την εξώπορτα και ταμπουρώθηκαν μέσα μέχρι να περάσει η μπόρα, ούτε στα μπαλκόνια δεν τολμούσανε να βγούνε. Μια μεσόκοπη νοικοκυρούλα παραπονιόταν για τα απότιστα λουλούδια της που κινδύνευαν να μαραθούν, καμάρωνε γι’ αυτά. Μικρό το κακό, προσπάθησα να την παρηγορήσω, θα τα ξανάφτιαχνε κι ακόμα πιο όμορφα. Απ’ έξω ακούγονταν πυροβολισμοί. Κανείς τους δεν νοιαζόταν για τις παράπλευρες απώλειες. Μα εμείς έπρεπε να επιβιώσουμε, να βγούμε ζωντανοί κι απ’ αυτή η περιπέτεια, χωρίς άσκοπους ηρωισμούς. Κάθε άλλη σκέψη θα ήταν σκέτη αυτοκτονία. Εμείς. Η φοβισμένη και σιωπηλή πλειοψηφία, οι καλοί και ήσυχοι νοικοκυραίοι, που κοιτάζουμε τη δουλειά και το σπιτάκι μας, που κάθε τέσσερα χρόνια διαλέγουμε στις κάλπες αφέντες και εθνοπατέρες, που σε κάθε επέτειο τιμάμε τους νεκρούς ήρωες των αιώνων. Εμείς. Συνετοί και ώριμοι, κλεισμένοι μέσα σαν τα ποντίκια, μέχρι να περάσει κι αυτή η τρέλα. Γιατί ο φόβος ήταν πάντα ο καλύτερος  σύμβουλος. Αρκεί να μη γινόταν τρόμος. Πανικός.

Ευτυχώς, πέρα από κάποιους δικαιολογημένους εκνευρισμούς, κρατήσαμε όλοι την ψυχραιμία μας. Μόνο τα σκυλιά και τα παιδάκια συνέχισαν ανέμελα τα παιχνίδια τους. Ήταν και μια ευκαιρία να γνωριστούμε καλύτερα.  Ξαφνικά οι διάδρομοι και οι σκάλες του κτηρίου απόκτησαν ζωντάνια και χρώμα. Έκανα τις συστάσεις και χαιρετήθηκα με άγνωστες φάτσες από διπλανά διαμερίσματα και διαφορετικούς ορόφους, με ανθρώπους που τόσα χρόνια δεν είχα ξανασυναντήσει μέσα στην πολυκατοικία (στη ζωή μου δε υπήρξα πολύ κοινωνικός) απέφυγα όμως τα πηγαδάκια και τις πολιτικές συζητήσεις, μόνο τσακωμούς και διχόνοιες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν. Έτσι κι αλλιώς, μόνο ο ηλικιωμένος διαχειριστής μας ήξερε όλους, και μάλιστα με τα μικρά μας ονόματα. Πάντως, αν και υπήρχε μια γενική ανησυχία και αναστάτωση, όλοι ελπίζαμε ότι αυτή η ανώμαλη κατάσταση δεν θα κρατούσε για πολύ ακόμα και σύντομα θα επιστρέφαμε στην πεζή κανονικότητα, στην όμορφη ρουτίνα της καθημερινότητας, στην τάξη και την ασφάλεια. Μόνο το δεύτερο βράδυ τρομάξαμε πολύ, όταν σ’ ολόκληρη την πόλη έγινε ξαφνική διακοπή ρεύματος  (κάποιοι μίλησαν για τρομοκρατική ενέργεια και βαρύ πλήγμα του καθεστώτος) και βυθιστήκαμε στο σκοτάδι, με κεριά και φακούς στα χέρια. Ευτυχώς, δεν κράτησε πολύ, η βλάβη σύντομα αποκαταστάθηκε και είδαμε  ξανά το φως το αληθινό.

Τελικά ο πρωθυπουργός της χώρας κήρυξε την πόλη σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Προσωρινά. Στο σχέδιο της εσωτερικής ειρήνευσης πήρε μέρος και ο στρατός με ενισχύσεις απ’ την πρωτεύουσα, ακόμη και άρματα μάχης βγήκαν στους δρόμους. Πρώτη φορά άκουγα ερπύστριες να σέρνονται στην άσφαλτο, ο θόρυβος προκαλούσε δέος. Ο θλιβερός απολογισμός ήταν δέκα πολίτες νεκροί κι άλλοι τόσοι αστυνόμοι, είπαν οι ειδήσεις. Ισοπαλία.  

 

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

ΕΝΤΑΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ


 Πέθανε χτες, το μόνο βέβαιο. Η νύχτα ήταν μεγάλη, μα δεν μπορεί να έκανα λάθος. Και καθόλου δεν μ’ ένοιαζε τι θα έλεγε ο ιατροδικαστής. Έτσι κι αλλιώς, μια μέρα περισσότερη ή λιγότερη δεν έχει και μεγάλη σημασία. Πάντως, έσβησε πριν της δώδεκα, το ρολόι της εκκλησίας δεν είχε σημάνει ακόμα μεσάνυχτα. Δώδεκα χτύποι θανάτου μέσα στην καρδιά της σκοτεινής νύχτας. Έψαξα το φεγγάρι έξω απ’ το παράθυρο της εντατικής, μα δεν το βρήκα. Κι όμως, τις προηγούμενες νύχτες ήταν εκεί, ψηλά, στο πόστο του, φωτεινό, λαμπερό, μισότρελο, σεληνιασμένο και μου ‘κανε παρέα. Δεν ξέρω, ίσως να ‘φταιγαν τα μαύρα σύννεφα. Ήταν πολύ πυκνά, πολύ χαμηλά, τεράστια, σκέπαζαν ολόκληρο τον ουρανό, τα αστέρια και τους γαλαξίες του σύμπαντος, μπορεί και το φεγγάρι, διόλου απίθανο. Ήμουν λοιπόν ολομόναχος μέσα στην παγερή νύχτα. Μαζί της.

Το προηγούμενο βράδυ είχανε πάρει νεκρό έναν αιωνόβιο γέροντα. Δεν έμαθα από τι, μάλλον από γεράματα, μα και στατιστικά να το δεις ελάχιστοι βγαίνουν ζωντανοί από δω μέσα. Και τότε οι πιστοί χριστιανοί μιλάνε για ένα ακόμα θαύμα, εκεί που η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά. Όμως, για τον ταλαίπωρο γεράκο ο θεός δεν μπορούσε πια να βάλει το χεράκι του. Το κρεβάτι του παρέμενε άδειο. Είχαν αλλάξει σεντόνια και μαξιλαροθήκη και περίμεναν τον επόμενο. Δεν έχασα την ευκαιρία. Ξάπλωσα για λίγο, έκλεισα τα μάτια, σταύρωσα τα χέρια πιάνοντας τ’ αρχίδια μου, όπως κάνουν οι νεκροί μέσα στο φέρετρο, «τώρα εδώ σας γράφω», λένε στους συγγενείς τους. Έμεινα ακούνητος και έκανα κι εγώ τον πεθαμένο. Την τελευταία βδομάδα ήμουν πτώμα στην κούραση, συνέχεια στο πλάι της, ανάμεσα σ’ αυτήν και τον μαθουσάλα, ν’ ακούω τους ρόγχους, τα βογγητά και τις κλανιές του, να πεθαίνει ολομόναχος κι αυτός, χωρίς συγγενείς και φίλους. Έτσι κι αλλιώς δεν τον ένοιαζε, εδώ και χρόνια είχε ολική άνοια, δεν αναγνώριζε κανέναν και κανείς δεν νοιαζόταν. Τότε γιατί τον ταλαιπωρούσαν με μηχανήματα, καλώδια και οξυγόνα, ποιο το όφελος, ρώτησα την νοσοκόμα, μα δεν μου απάντησε. Επειδή έτσι λένε οι κανονισμοί και ο ιερός όρκος των γιατρών. Από ανθρωπισμό. Και κείνη τη στιγμή ο γέρος μας έκλασε ξανά. Γελάσαμε δυνατά.

Το πρόσωπό μου ήταν πολύ χλωμό, για πτώμα θα ήμουν πολύ πιστευτός, μόνο η θερμοκρασία του σώματος με πρόδιδε, ίσως να ‘χα και λίγα δέκατα παραπάνω λόγω της κούρασης. Σκέφτηκα την τρομάρα της νοσοκόμας αν έμπαινε και μ’ έβλεπε σ’ αυτή τη στάση και χαμογέλασα. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε η καμπάνα και σαν να με διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα πετάχτηκα όρθιος. Την κοίταξα. Ασάλευτη όπως πάντα, μα πλέον χωρίς σφυγμό, το κούτελο δροσερό και το μηχάνημα ευθεία γραμμή. Βγήκα τρέχοντας στο διάδρομο να φωνάξω την νοσοκόμα. Έφτασε γρήγορα μαζί με τον γιατρό υπηρεσίας, έναν σχετικά νέο και όμορφο άντρα. Ναι, είχε πεθάνει, είπε ο ειδικός. Το πράγμα λοιπόν ήταν τελεσίδικο, δεν έκανα λάθος. Και αναμενόμενο. Μια βδομάδα σε κώμα μετά από ισχυρό εγκεφαλικό, με αδύναμη καρδιά, και πολύ άντεξε. Της βγάλανε τη μάσκα οξυγόνου, τα καλώδια και τα σωληνάκια και σβήσανε τα μηχανήματα. Δεν χρειάστηκε να της κλείσω τα μάτια, μα προτού την σκεπάσουν ολόκληρη με το λευκό σεντόνι της την κοίταξα για τελευταία φορά. Ήταν ήρεμη και χαμογελαστή, έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε. Γελούσε πονηρά και σκανταλιάρικα, όπως τότε που άκουγε τις πορδές του διπλανού της (ίσως να τον ήθελε και για γκόμενο) τα θαύματα της φύσης που έλεγε και νοσοκόμα γελώντας. Τελικά η δύσοσμη διαμαρτυρία των εντέρων είναι η μόνη γνήσια επανάσταση, σκέφτηκα, ακόμα κι ενάντια στο θάνατο. Ο γιατρός με συλλυπήθηκε με μια ζεστή χειραψία κι ένα ελαφρύ χτύπημα στον ώμο. Να ζήσω να την θυμάμαι, είπε, και βγήκε βιαστικά απ’ το δωμάτιο. Έπρεπε να ενημερώσει αρμοδίως για το συμβάν. Τον ευχαρίστησα για το ενδιαφέρον του. Δεν ξέρω τι έδειχνε η φάτσα μου, μάλλον κούραση και κάποια αμηχανία, μα τα λόγια του μου φάνηκαν ειλικρινή. Δεν τον ήξερα, ούτε τον είχα ξαναδεί στο νοσοκομείο. Και μάλλον δεν θα τον ξανάβλεπα. Έτσι κι αλλιώς, η αποστολή μου εδώ μέσα είχε λήξει. Η νοσοκόμα έμεινε για λίγο μαζί μου. Είχε βουρκώσει. Μου χάιδεψε το χέρι κι έπειτα με αγκάλιασε σφιχτά. Μύρισα το όμορφο άρωμά της και ξαφνικά το ηθικό μου αναπτερώθηκε (έπρεπε να συγκρατηθώ) η κούραση και η λύπη έφυγαν μακριά. Απ’ το πρώτο βράδυ ήταν δίπλα της. Στο καθήκον της.

Βγαίνοντας απ’ το δωμάτιο έπεσα πάνω στα κοράκια. Δεν ξέρω πώς το μάθανε τόσο γρήγορα, ποιος τους ειδοποίησε (τα δυσάρεστα νέα διαδίδονται αστραπιαία) μα έπρεπε να τους αποφύγω. Έτσι κι αλλιώς, τη γυναίκα που μόλις συγχωρέθηκε δεν την ήξερα. Όταν την είδα να σωριάζεται έξω από την πόρτα του ασανσέρ, απλώς κάλεσα το ασθενοφόρο και πήγα μαζί της. Λίγα πράγματα έμαθα γι’ αυτήν απ’ τον διαχειριστή της πολυκατοικίας. Έμενε μόνη, δεν είχε κανέναν δικό της. Δεν μπορώ να καταλάβω γατί μπλέχτηκα σ’ αυτήν την υπόθεση. Στους γιατρούς είπα ότι ήταν θεία μου. Τώρα έπρεπε να γλυτώσω απ’ τους νεκροθάφτες και τους πεθαμενατζήδες. Όσο για τη γυναίκα δεν είχε κάτι περισσότερο να πάθει. Θα την βάζανε για έξη μήνες στον νεκροθάλαμο με τα αζήτητα πτώματα κι ύστερα θα την έχωναν σε ένα λάκκο στο διπλανό νεκροταφείο, γρήγορα και ανέξοδα. Εντάξει, θα πήγαινε άκλαυτη. Μα μικρό το κακό.   

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2021

Ο ΕΥΕΛΠΙΣ


 

Εκείνη την ώρα άρχιζε να σουρουπώνει.  Ο σταθμός ήταν γεμάτος κόσμο και στο βάθος ακούγονταν προειδοποιητικά σφυρίγματα. Το τρένο πλησίαζε αργά. Εγώ καθόμουν και αγνάντευα τη θάλασσα,  όση μου επέτρεπαν τα σώματα και τα κάγκελα της παραλιακής ζώνης. Δεν παραπονιόμουν, μια μικρή στάση είχα κάνει, ευτυχώς που είχε βρεθεί κι αυτό το άδειο παγκάκι. Σε λίγο το τρένο έφτασε. Οι πόρτες άνοιξαν, άνθρωποι μπήκαν και βγήκαν, οι πόρτες ξανάκλεισαν, ξεκίνησε πάλι, σφύριξε δυο φορές και μετά τη στροφή εξαφανίστηκε. Η αποβάθρα άρχισε να αραιώνει, ώσπου μπροστά μου φάνηκαν οι δυο τους. Φορούσαν μπλε στολές, μια κίτρινη ρίγα στο πλάι, πηλήκιο στο κεφάλι και στο χέρι έσερναν από μια βαλίτσα με ρόδες. Ψηλοί, γεροδεμένοι, αρρενωποί και όμορφοι, καμαρωτοί και παρελάσιμοι, γεμάτοι αυτοπεποίθηση, σίγουροι για τον εαυτό τους. Από αυτούς που αρπάζουν τη ζωή απ’ τα κέρατα. Κουβέντιαζαν μεταξύ τους και χαμογελούσαν με δυο σειρές από λευκά αστραφτερά δόντια βγαλμένα από διαφήμιση οδοντόπαστας. Μετά από λίγο ο σταθμός άδειασε. Μείνανε οι δυο τους να περιμένουν. Ξαφνικά φάνηκε μια κοπέλα να τρέχει με λαχτάρα προς το μέρος τους και να πέφτει στην αγκαλιά του ενός. Φύγανε μαζί. Ο άλλος έμεινε μόνος. Έβγαλε το καπέλο, κάθισε στο παγκάκι και μου χαμογέλασε. Μετά άναψε τσιγάρο, τράβηξε μια τζούρα και κοίταξε βαριεστημένα το ρολόι του. 

Όποτε βλέπω νέους με στολή νιώθω ένα σφίξιμο στο στομάχι. Κι ας πέρασαν από τότε πάνω από τριάντα χρόνια. Ο παλιός συμμαθητής ήταν βέβαια κοντός και αδύνατος, πετσί και κόκαλο, μα και το πιο καλό παιδί και πρώτος σε όλα τα μαθήματα. Καθόμασταν στο ίδιο θρανίο. Όπου δυσκολευόμουν με άφηνε και κοίταγα, στα μαθηματικά κυρίως, διαφορετικά δεν θα τέλειωνα το σχολείο ούτε μέχρι τη δευτέρα παρουσία. Κι όμως δεν ήξερε τι ήθελε να γίνει στη ζωή του. Έκανε διάφορα σχέδια, μα όλα μπερδεμένα και θολά, και το πιο σημαντικό, του έλειπε η απαιτούμενη θέληση. Δεν ήταν που λέμε άνθρωπος της δράσης, αλλά εσωστρεφής και λιγομίλητος, δίχως πολλούς φίλους, κλεισμένος στον εαυτό του και κάπως περιορισμένος στα πλαίσια της οικογένειας. «Μόνο να διαβάζω βιβλία και να βλέπω ταινίες μου αρέσει», μου ξεστόμισε κάποτε λυπημένα. Δεν ήξερε τι ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει. Ήξερε όμως ο πατέρας του κι αυτό αρκούσε. Ταξίαρχος στον στρατό ξηράς με πλάκα τα γαλόνια και τα παράσημα. Ο μοναχογιός και κανακάρης του έπρεπε να ακολουθήσει την παράδοση της οικογένειας, να γίνει αξιωματικός και να δοξάσει με τη σειρά του το βαρύ όνομα που κουβαλούσε στις καχεκτικές του πλατούλες. Δεν τόλμησε να του φέρει αντίρρηση, έτσι κι αλλιώς δεν είχε και κάτι άλλο να του προτείνει, κάτι το ωφέλιμο, επικερδές και πρακτικό, βέβαια. Οι τέχνες και τα βιβλία είναι για τους τεμπέληδες και τους ανεπρόκοπους, θα του έλεγε. Τον φοβόταν πολύ. Ήταν άνθρωπος αυστηρών αρχών και ισχυρογνώμων, αγύριστο κεφάλι. Όχι πως δεν τον αγαπούσε και δεν ήθελε το καλό του, μα στην οικογένεια δεν σήκωνε δεύτερη κουβέντα, όχι όπως στη δουλειά του που εκτελούσε διαταγές. Στο σπίτι αυτός αποφάσιζε για όλους και για όλα, αυτός έκανε κουμάντο. Και ο φίλος μου δεν είχε κανέναν να στηριχτεί. Η μητέρα του μια άβουλη και τρομαγμένη γυναικούλα, η αδερφή του μικρή ακόμα, οι υπόλοιποι συγγενείς μακριά και αγαπημένοι. Δεν είχε καμιά ελπίδα. Πάντως, τα κατάφερε. Έδωσε εξετάσεις και μπήκε πρώτος στη σχολή ευελπίδων, τη «μεγάλη του γένους σχολή», όπως έλεγε και ο πατέρας του. Εκεί που είχε φοιτήσει και ο ίδιος, που είχε πρωτεύσει και διακριθεί. Σ’ αυτήν που είχε γαλουχηθεί με τα υψηλά ιδανικά της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας, μα προπαντώς της τάξης και της ασφάλειας, της πειθαρχίας και της υπακοής. Όταν έμαθε την επιτυχία του γιου του γέμισε από χαρά και υπερηφάνεια. Θα ακολουθούσε λοιπόν τα χνάρια του, τον περίμενε κι αυτόν μια λαμπρή καριέρα. Τον πήγε ο ίδιος μέχρι την πύλη της σχολής. Τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του ευχήθηκε καλή σταδιοδρομία. «Θέλω να τιμήσεις το όνομά μας», του είπε λίγο προτού αποχωριστούν και κείνος το υποσχέθηκε με δάκρυα στα μάτια. Κι όμως, μόνο μια βδομάδα άντεξε τα καψόνια και τα ψυχολογικά βασανιστήρια. Τον βρήκαν ξημερώματα, λίγο πριν το εγερτήριο,  στα λουτρά ολόγυμνο, όπως τον είχε γεννήσει η μάνα του. Κρεμόταν δεμένος με την πέτσινη ζωστήρα της στολής του. Τα μάτια γουρλωμένα, η γλώσσα έξω.

Ο εύελπις μου πρόσφερε τσιγάρο. «Ευχαριστώ, δεν καπνίζω», του είπα. Πιάσαμε κουβέντα. Τον ρώτησα πως τα περνάει στη σχολή. «Σκληρά αλλά ωραία, που λέει και ο διοικητής μου!» μου είπε γελώντας δυνατά. Είναι δύσκολα μα την παλεύει, πιο πολύ την μοναξιά φοβάται, μα έτσι κι αλλιώς τα μεγάλα ζόρια έχουν περάσει, του χρόνου με το καλό τελειώνει, ορκίζεται και παίρνει το σπαθί και το πρώτο αστέρι, λίγη υπομονή ακόμα. Έτσι κι αλλιώς, αξίζει τον κόπο, είναι μια πολύ καλή επαγγελματική αποκατάσταση. Δεν ήταν από εδώ, πρώτη φορά ερχόταν, για βόλτα μαζί με τον φίλο του για σαββατοκύριακο, μα εκείνος δεν μπορούσε να τον φιλοξενήσει. Με ρώτησε αν ξέρω κανένα φτηνό ξενοδοχείο. Ήξερα και προσφέρθηκα να τον πάω μέχρι εκεί. «Πάμε!», είπε.     

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2021

ΤΑ ΝΕΦΕΛΙΜ ΤΡΩΝΕ ΝΕΡΑΤΖΙΑ (Ο ΨΕΚΑΣΜΕΝΟΣ)


Ο ψηλός άνοιξε ξαφνικά την πόρτα του καφενείου και τράβηξε φουριόζος για την τουαλέτα. Ήταν τρομοκρατημένος, σε άθλια κατάσταση. Έτρεχαν αίματα (έτσι μου φάνηκαν) στο μέτωπο, στα μάγουλα, στα ρούχα του, παντού. Το μυαλό μου πήγε αμέσως στο κακό. Κάποιοι τον χτύπησαν, αν και δεν έμοιαζε καβγατζής, πιο πολύ για δειλό τον έκανα. Στο διπλανό τραπέζι ο κοντός κοίταγε απορημένος. Ο φίλος του είχε περάσει σαν σίφουνας από μπροστά του και δεν τον είχε προσέξει. Μετά από λίγο ήρθε πλυμένος και τακτοποιημένος, πιο ήρεμος. Δεν φαίνονταν γδαρσίματα στο κεφάλι του, ούτε αίματα. Κάθισε στην καρέκλα, έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό και παράγγειλε καφέ. «Τι έπαθες, ρε μαλάκα;» τον ρώτησε ο κοντός, βγάζοντας τον καπνό από τη μύτη του. Δεν του απάντησε, μόνο ξεφύσηξε άλλες δυο φορές με δύναμη. Όταν ήρθε ο καφές του, κατέβασε μονορούφι το νερό και ήπιε την πρώτη γουλιά. Μετά άνοιξε το στόμα του, μίλησε και δεν πίστευα σε αυτά που άκουγαν τα κακόμοιρα τα αυτάκια μου. Μου φαίνονταν αδιανόητα. Βέβαια, υπάρχουν άνθρωποι που τα πιστεύουν και ο ψηλός είναι μέσα στις προδιαγραφές τους,όμως δεν είχε πάει ποτέ το μυαλό μου σ’ αυτόν, αν και θα ‘πρεπε.

Ήταν λοιπόν ψεκασμένος. Πίστευε σε κάθε παγκόσμια συνωμοσία που ξεφύτρωνε φρέσκια στο ίντερνετ, στα εμβόλια που είναι επικίνδυνα για την υγεία μας, στα νεφελίμ και τα ελοχίμ που θέλουν το κακό μας, σε αποκρυφισμούς και μυστικισμούς που θα σώσουν την ταλαίπωρη ψυχής μας (για το σώμα δεν τους νοιάζει, ας το φάνε τα σκουλήκια) αλλά και σε πολλά άλλα δεινά που απειλούν την ανθρωπότητα με πλήρη αφανισμό. Άκουγα το παραλήρημα ενός παρανοϊκού, το πράγμα σοβάρευε επικίνδυνα. Μετά τη βόλτα του, είπε, καθόταν στο παγκάκι να ξαποστάσει. Δεν είχαν περάσει λίγα λεπτά και δυο ώριμα νεράτζια, σαν να τον σημάδευαν, έπεσαν ταυτόχρονα πάνω στην κεφάλα του και τον έκαναν λούτσα. Είχαν πολύ χυμό. Ξαφνιάστηκε απ’ την βίαιη επίθεση, πετάχτηκε όρθιος κι έκανε δυο βήματα παραπέρα, να βγει απ’ το πεδίο βολής τους, στο ξέφωτο, γλίστρησε όμως πάνω στα πεσμένα νεράτζια και βρέθηκε φαρδύς πλατύς στο κράσπεδο. Τον είχαν λοιπόν βάλει πάλι σημάδι, δεν μπορεί να ήταν σύμπτωση, ούτε να έγινε ξαφνικά τόσο γκαντέμης. Ο κοντός δάγκωνε τα χείλη του και κούναγε πάνω κάτω το κεφάλι. «Πάλι τις ίδιες μαλακίες, ρε; Δεν θα σοβαρευτείς ποτέ, γαμώ το στανιό μου;» Επομένως, δεν ήταν η πρώτη φορά, το πράγμα είχε παρελθόν, θα είχε και συνέχεια. Όμως, ότι και να του ‘λεγε, εκείνος τον χαβά του. Ορκιζόταν σε θεούς και δαίμονες, με δάκρυα στα μάτια. Τα γεγονότα ήταν πραγματικά, δεν γίνανε στον ύπνο του, ούτε τα φαντάστηκε, ούτε παραισθήσεις είχε, ούτε είχε τρελαθεί ακόμα, έπρεπε να τον πιστέψει.

Αρκετές μαλακίες είχα ακούσει για σήμερα, είχα χορτάσει. Άνοιξα την πόρτα του καφενείου και βγήκα στον καθαρό αέρα. Τα ελοχίμ φυσούσαν μανιασμένα, τα νεφελίμ μασούσαν τα νεράτζια τους και κάποιος από ψηλά κατουρούσε κόκκινη βροχή. 

Κυριακή 25 Ιουλίου 2021

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ


 

Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι ανάσκελα, ολόγυμνος, με τον ανεμιστήρα κατά πάνω μου. Είχα τραβήξει τις βαριές σκουρόχρωμες κουρτίνες, είχα ανοίξει και το πορτατίφ του κομοδίνου. Ο κακός ήλιος φλόγωνε τα πάντα, σκορπούσε καήλα και κάψα,  και με κανένα τρόπο δεν έπρεπε να μπει στο διαμέρισμα. Μόνο η τροπική υγρασία ήταν ανίκητη, τρύπωνε απ’ όλες τις μεριές. Πριν από λίγο είχα κάνει ένα δροσιστικό ντουζάκι και πάλι κολλούσα ολόκληρος. Κράτησα στο χέρι μου ένα βιβλίο, μα γρήγορα το πέταξα μακριά, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Η αφόρητη ζέστη με ζάλιζε, ήμουν αποχαυνωμένος, σαν μαστουρωμένος. Άνοιξα την τηλεόραση, η τελευταία μου ελπίδα. Έδειχνε επίσημους και παρατρεχάμενους, πολιτικούς και σώματα ασφαλείας, γλάστρες και μαϊντανούς  να τιμούν τη μεγαλόχαρη και να δοξάζουν τη χάρη της με ταρατατζούμ, ομιλίες και άλλες παρλαπίπες. Είχε πλάκα. Όμως, η επόμενη είδηση ήταν κακή. Οι φωτιές μαίνονταν σε όλη την επικράτεια, καιγόταν ολόκληρη η χώρα, δάση και χωριά. Ευτυχώς, εγώ ήμουν ασφαλής. Έμεινα στην τσιμεντούπολη και σώθηκα. Τουλάχιστον δεν θα πήγαινα από πυρκαγιά, είναι μεγάλο μαρτύριο να καίγεσαι ζωντανός, άσχημος θάνατος. Το φετινό καλοκαίρι πήγε κατά διαόλου, μας πήρε και μας σήκωσε και μας τσουρούφλισε. Ούτε μελτέμια είχε, ούτε ξαφνικές μπόρες, ούτε μπουρίνια κι αεράκια, ούτε άλλες δροσιές. Το χειρότερο όλων των εποχών, είπαν οι ειδικοί, έφταιγε η κλιματική αλλαγή του πλανήτη. Από δω και στο εξής έτσι θα είναι τα πράγματα, ακραία, έπρεπε να προσαρμοστούμε. Το νιώθαμε στο πετσί μας. Εδώ και δυο εβδομάδες μας είχε περιλάβει ένας άγριος καύσωνας, αιμοβόρος και εξουθενωτικός. Η πόλη είχε αδειάσει για τα καλά, έξω δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Το θερμόμετρο σταθερά πάνω απ’ τους σαράντα και η υγρασία στα επίπεδα των τροπικών. Κατάσταση αφόρητη. Οι περισσότεροι έφυγαν για τα νησιά και τα βουνά, για διακοπές με φίλους ή φιλοξενούμενοι σε συγγενείς. Μα και φέτος κάποιοι απ’ αυτούς δεν πρόκειται να γλυτώσουν, θα καούν ολοζώντανοι, σκέφτηκα και παρηγορήθηκα. Εγώ δεν θα το ρισκάριζα, αν και είναι όμορφο θέαμα η μεγάλη φωτιά, έστω κι απ’ την τηλεόραση. Κάτι ξέρουν οι πυρομανείς.

Από παιδί μισούσα τα καλοκαίρια. Δεν ήθελα να αφήνω την πόλη και να χάνω τη σειρά μου, ακόμα κι αν άδειαζε ολόκληρη. Οι γονείς με τραβούσαν με το ζόρι στα βουνά και στις παραλίες, το ιώδιο κι ο φρέσκος αέρας θα κάνανε καλό στην υγεία μου, λέγανε, σαν να ήμουνα κανένα καχεκτικό και αρρωστιάρικο. Ξεκαλοκαιριάζαμε εδώ κι εκεί, σε διάφορους συγγενείς και φίλους, κυρίως του πατέρα. Έτσι, εντελώς ξαφνικά, απ’ την μια μέρα στην άλλη, βρισκόμουν ανάμεσα σε άγνωστα πρόσωπα που με κοιτούσανε περίεργα, δεν ξέρω για πιο λόγο, ακόμα και τα παιδάκια τους, που κάποια ήταν και στην ηλικία μου. Δεν ταίριαζα με κανένα, με τα χίλια ζόρια έπαιζα μαζί τους, κι αυτά σίγουρα το καταλάβαιναν. Μου ήταν από εντελώς αδιάφοροι, έως και απεχθείς. Τους έβλεπα στη χάση και στη φέξη και δεν είχαμε τίποτα ουσιαστικό να πούμε. Μα και μεταξύ τους οι μεγάλοι όλο μαλακίες λέγανε, κάτι άνοστα καλαμπούρια και σαχλαμάρες του κώλου για να περνάει η ώρα. Ο μπαμπάς κι η μαμά τους χαμογελούσαν ευγενικά, με συγκατάβαση, τι άλλο να έκαναν, νιώθανε μεγάλη υποχρέωση, το ιώδιο της θάλασσας και ο καθαρός αέρας της εξοχής έπρεπε να πληρωθούν ακριβά και προκαταβολικά. Γι’ αυτό και τους ενοχλούσαν τα ξινισμένα μου μούτρα, μα δυστυχώς δεν μπορούσα να τ’ αλλάξω, δεν είχα άλλα, καλύτερα να βάλω. «Είσαι ανώριμος, κακομαθημένος και αναίσθητος, τίποτα δεν σε ευχαριστεί!» με μάλωνε η μαμά γεμάτη τσαντίλα όταν με ξεμονάχιαζε, δεν ήθελε να ακούσουν οι άλλοι. Δεν της απαντούσα, αλλά ούτε και κοκκίνιζα απ’ τη ντροπή μου, αντιθέτως έβαζα τα γέλια με τη φάτσα της. Δεν μπορούσα μα συγκρατηθώ, όταν νευρίαζε είχε πολύ πλάκα, πάντα μου έφτιαχνε το κέφι. Έτσι κι αλλιώς, ήταν ακίνδυνη, δεν τη φοβόμουν, ποτέ δεν σήκωσε χέρι πάνω μου, ούτε ο μπαμπάς. Πάντως  δεν είχε κι άδικο, ήμουν κάπως ανάγωγος και λίγο αχάριστος εκείνον τον καιρό. Μα δεν το ‘θελα και δεν το ‘κανα επίτηδες, έτσι μου έβγαινε, εντελώς αυθόρμητα, αυτός ήταν ο χαρακτήρας μου και τότε δεν μπορούσα ακόμα να τον ελέγξω.

Ωστόσο, δεν ήταν όλα τόσο μαύρα και άραχνα στις καλοκαιρινές μου διακοπές, υπήρχαν και στιγμές θεσπέσιας απόλαυσης. Όταν έπαιρνα μάτι τις γυναίκες (μικρές και μεγάλες) που αλλάζανε για να πάνε για μπάνιο, μα πιο πολύ τα βράδια που πέφταμε για ύπνο στριμωγμένοι σε κοινά δωμάτια. Με θεωρούσαν μικρό ακόμα και ακίνδυνο και με βάζανε στη μέση, μιας και δεν έπιανα πολύ χώρο. Ερεθιζόμουν και κολλούσα πίσω τους, ανάσαινα βαριά και ακανόνιστα, τριβόμουνα και χαϊδευόμουνα, μα δεν έδειχναν να ενοχλούνται, δεν έδιναν σημασία, μπορεί όμως και να έκαναν και τις κοιμισμένες, ποιος ξέρει. Το πρώιμο ξύπνημα της άγουρης σάρκας μου, που ολόκληρα βράδια (και κάποια μεσημέρια) με άφηνε εξουθενωμένο και άυπνο. Έτσι κι αλλιώς, ήμουν ακόμη μικρός και ακίνδυνος. Αργότερα ήρθαν  και άλλα πιο καυλωμένα καλοκαίρια, και άλλα, όλο και πιο καυτά μεσημέρια, και όσο μεγάλωνα γινόμουνα όλο και πιο επικίνδυνος. Μα, από τότε που πέθανε ο πατέρας, οι επισκέψεις μας στους «βλάχους και τους χωριάτες» (έτσι τους έλεγα στη μαμά για να την τσαντίζω) αραίωσαν. Και κάποτε οι παραθερισμοί και οι βόλτες στις εξοχές σταμάτησαν εντελώς. Όπως και οι ολονύχτιες αγρύπνιες των επικίνδυνων,  άσκοπων και ανέξοδων ερεθισμών. Ευτυχώς. 

Σηκώθηκα και τράβηξα για το ψυγείο. Δεν πεινούσα, μόνο διψούσα και ένιωθα πιασμένος, τόσες ώρες πάνω στο κρεβάτι. Κατέβασα μισή μπουκάλα παγωμένο νερό και για να ξεμουδιάσω άρχισα να βολτάρω πέρα δώθε. Σιγά σιγά ερχόταν το σούρουπο, μα η κάψα δεν έλεγε να κοπάσει. Είχα μέρες να βγω για περπάτημα και τα νεύρα μου είχαν τσιτώσει επικίνδυνα, χώρια η υγρασία, η ζέστη και η μοναξιά, είχα μέρες να μιλήσω σε άνθρωπο. Όταν σκοτείνιασε για τα καλά έκανα άλλο ένα κρύο ντους κι αποφάσισα να βγω στο μπαλκόνι. Όπου έφτανε το μάτι μου αντίκριζα ερημιά και σιωπή. Και ξαφνικά βγήκε κι αυτή έξω, στο διπλανό μπαλκόνι. Πρώτα την άκουσα και μετά είδα το περίγραμμά της να σχηματίζεται πάνω στο γυάλινο χώρισμα. Δεν ήξερα αν με είχε πάρει είδηση. Μιλούσε στο κινητό της ακατάπαυστα, σε ρυθμό πολυβόλου, το στόμα της πήγαινε ροδάνι. Άραγε ποιος φουκαριάρης την πλήρωνε πάλι, δεν ήξερα, μα δεν έπρεπε να τον λυπάμαι, πλήρωνε κι αυτός τα γαμησιάτικα. Απροσδόκητα, μου έφτιαξε το κέφι. Κάθισα και απόλαυσα τον μονόλογό της, σαν να άκουγα θεατρικό του ραδιοφώνου. Πάλι τσακωνότανε, μάλλον με το τελευταίο της αμόρε. Κάποιες στιγμές γινόταν μελοδραματική, έβαζε τα κλάματα, τον εκλιπαρούσε, μα γρήγορα έπαιρνε και πάλι τα πάνω της, τον άρχιζε στα μπινελίκια και τα γαμωσταυρίδια, «όταν γαμούσες ήταν ωραία, παλιομαλάκα, παλιοκαργιόλη, ε, άντε και στο διάολο, λοιπόν!!!» του είπε στο τέλος και του ‘κλεισε το τηλέφωνο κατάμουτρα. Ευτυχώς, γιατί το βρωμόστομά της είχε αρχίσει να με κουράζει, η υπόθεση όμως είχε πολύ πλάκα. Για λίγο συνέχισε τη μουρμούρα μοναχή της, περπατώντας νευρικά πέρα δώθε και καπνίζοντας, μα δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Και ξαφνικά είδα το κεφάλι της να προεξέχει απ’ το μπαλκόνι, κολλημένη στο χώρισμα και να με κοιτάζει περίεργα. Τα μάτια της γυάλιζαν μέσα στο σκοτάδι. Παρέμεινα να την κοιτάζω σιωπηλός. Η γειτόνισσα μίλησε πρώτη. «Είδες τι τραβάω με όλους τους μαλάκες καλοκαιριάτικα;» Της χαμογέλασα μα και πάλι δεν έβγαλα άχνα, φοβόμουν ότι ερχόταν κι η σειρά μου, με τη θεοπάλαβη που έμενε δίπλα μου. Και κείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι μοιάζαμε με τους πρωτόπλαστους λίγο πριν δαγκώσουνε το μήλο.    


Σάββατο 10 Ιουλίου 2021

ΚΟΚΚΙΝΟΓΑΤΟΣ


 

Βγήκα να πετάξω τα σκουπίδια και ν’ αγοράσω κάποια πράγματα απ’ το σούπερ μάρκετ. Ο κάδος ήταν άδειος, το πρωί είχε περάσει το απορριμματοφόρο. Στον πάτο του μόνο υπήρχε ένα χαρτόκουτο με ένα γκρίζο γατάκι τόσο δα, λίγων μόνο ημερών, κουλουριασμένο, ακίνητο, με τα μάτια κλειστά, σαν να κοιμάται. Ούτε παραμορφωμένο ούτε αιματοβαμμένο ήταν, δεν το είχε πατήσει αυτοκίνητο. Φαινότανε ανέπαφο, κι όμως κάποιος το πέταξε στα σκουπίδια μέσα στο χάρτινο κουτί. Σε λίγο, το ξέσκεπο φέρετρο μέσα στον πλαστικό τάφο  θα σκεπαζόταν από βρωμερά σκουπίδια και αποφάγια. Έδειχνε γαλήνιο και ατάραχο μες στην ανυπαρξία του, μα δεν βρέθηκε κανείς σ’ αυτήν εδώ την τσιμεντούπολη, κανείς δεν μπήκε στον κόπο να ανοίξει έναν λάκκο και να το χώσει μέσα στη χωμάτινη γη, έστω και χωρίς ψαλμωδίες, τρισάγια και παπάδες. Ποιος ξέρει γιατί ξεψύχησε, πώς πέθανε, από ποια αρρώστια, ίσως μόνο αυτός που το πέταξε στα σκουπίδια. Που δε σκέφτηκε τουλάχιστον να το τυλίξει μ’ ένα σάβανο, να μην φαίνεται, να μην πληγώνει τις ευαίσθητες και ραγισμένες καρδιές. Κι όμως, καμιά φορά γίνονται και θαύματα. Και το γκρίζο γατάκι, αυτή η αθώα ψυχούλα, τούτο το τόσο αδύναμο πλασματάκι, ίσως ξυπνήσει μετά από λίγο, ανοίξει τα αθώα του ματάκια και βρεθεί πάλι μέσα στον αφιλόξενο, άσπλαχνο και σκατένιο κόσμο, σ’ αυτή τη γαμημένη ζωή που δεν χάρηκε, έστω και χωρίς ύπαρξη, χωρίς λογική και συνείδηση, και αρχίσει πάλι να νιαουρίζει και να κλαίει, ζητώντας απεγνωσμένα τη μανούλα του.

Είχα μια ελπίδα. Ίσως γιατί κι εγώ κάποτε (σε μια προηγούμενη ζωή) ήμουν ένας περήφανος και αξιοπρεπής αίλουρος, έστω κι εξημερωμένος, ράθυμος, φιλήδονος, αρπακτικός, περίεργος και ατρόμητος, που αψηφούσε όλους τους κινδύνους, από άγνοια, εριστικός και απότομος, ανερυθρίαστος και ξεδιάντροπος, ο εαυτός και το εγώ μόνο, μακριά απ’ το μέγα πλήθος, έξω απ’ το κοπάδι, την αγέλη και την πλέμπα, φυγόκοσμος και φυγάνθρωπος, δίχως ποιμένα και καθοδηγητή, χωρίς θεό και αφέντη, ανυπόκριτος και έντιμος, χωρίς μυστικά και ψέματα. Μοναχικός, αυτάρκης και πλήρης. Μη αριθμήσιμος. Υπεράριθμος. Σχεδόν ελεύθερος. Περίπου ευτυχής. Κοκκινόγατος.

Πήγα μέχρι το σούπερ μάρκετ και μετά από κάνα μισάωρο γύρισα κρατώντας την πλαστική σακούλα με τα ψώνια. Ο κάδος είχε ήδη γεμίσει μέχρι τη μέση. Πότε πρόλαβαν και τα πέταξαν; Το γκρίζο γατάκι δεν φαινόταν πια, ούτε το άκουσα να νιαουρίζει. Ήταν λοιπόν τελεσίδικα νεκρό και μάταια περίμενα κάποια νεκροφάνεια. Γεννήθηκε άτυχο το καημένο. Δεν πρόλαβε να μεγαλώσει, να ριψοκινδυνεύσει, να κυνηγήσει, να τσακωθεί, να ερωτοτροπήσει, να συνουσιαστεί, να αναπαραχθεί, να χαρεί τη ζωή. Τουλάχιστον δεν θα μυρίσει άσχημα. Λίγων ημερών ήταν μόνο, μια αθώα ψυχούλα τόσο δα. Θα σαπίσει μα δεν θα βρωμίσει, ριγμένο μέσα στα βρωμερά και τρισάθλια σκουπίδια των ανθρώπων. Και μόνο τρεις τεράστιες σκουλικόμυγες, πετώντας τριγύρω του, θα το υμνολογούν.    

Κυριακή 23 Μαΐου 2021

ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΠΑΡΑΦΩΝΙΑ


 

Ξημέρωσε όμορφη μέρα, λαμπερή και ηλιόλουστη, κυριακάτικη, χαρά θεού. Έφτιαξα καφέ, άναψα τσιγάρο (το πρώτο και πιο απολαυστικό) και βγήκα στο μπαλκόνι. Ο πεζόδρομος ξεχείλιζε από χρώματα και αρώματα, φάτσες γελαστές και πολύχρωμες, χάρμα αυτιών και οφθαλμών. Τον τόνο έδιναν οι πέντε μουσικοί του δρόμου (η εξαίσια κομπανία τους έπαιζε όρθια) και οι χαρούμενες φωνούλες των παιδιών. Τα μωρά μέσα στα καροτσάκια βαστούσαν τις κουδουνίστρες και τα κουκλάκια τους, τα μεγαλύτερα παίζανε μπάλα, κρυφτό και κυνηγητό, οι έφηβοι περήφανοι και μελαγχολικοί βολτάρανε εδώ κι εκεί καβάλα στα ποδήλατα, κάποια ζευγαράκια φιλιόντουσαν αθώα και ντροπαλά κρυμμένα στις σκοτεινές γωνιές. Οι γονείς τους ξεκουράζονταν στα παγκάκια με έναν καφέ στο χέρι ή ένα παγωτό, δίπλα οι γέροντες χαμογελούσαν αμίλητοι καρφώνοντας το μακρινό και απόκοσμο άπειρο. Τα σκυλάκια τρέχανε πέρα δώθε να πιάσουν τα παιχνίδια τους, οι γάτες γουργούριζαν, γλείφονταν και λιάζονταν τεμπέλικα ξαπλωμένες στο πλακόστρωτο, παρακάτω δυο αδέσποτα κολλημένα το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο πηδιόντουσαν με λεπτότητα και χάρη. Μέχρι και οι άστεγοι και οι ζητιάνοι και όλοι οι απόκληροι της ζωής σήμερα έδειχναν αισιόδοξοι μαζεύοντας ευεργετικό ήλιο, ευφραίνοντας τη ραγισμένη τους καρδιά, ελπίζοντας σ’ ένα καλύτερο μέλλον. Έβλεπα μπροστά μου σε απ’ ευθείας μετάδοση ολόκληρο το πανηγύρι της ζωής, ολόκληρη την ομορφιά της πλάσης, τον κόσμο όλο μια μεγάλη σκηνή, και μου ‘ρχόταν μια σφοδρή επιθυμία να τους αγκαλιάσω και να τους φιλήσω στα χείλη, να γίνω μαζί τους ένα, να κάνω έρωτα με όλους στα φανερά, σε δημόσια θέα, ολόγυμνοι στη μέση της πλατείας, χωρίς ντροπές και χυδαιότητες. Ναι, αγαπώ τον γυμνό άνθρωπο, λατρεύω τη γυμνή ζωή, και πιο πολύ τους αθώους, αυτούς μου έμειναν για πάντα παιδιά, με τις λιγότερες αυταπάτες, τις πιο χρήσιμες, με τα ζωτικά τους ψεύδη μόνο, τα πιο ανώδυνα.

Ζω και υπάρχω σ’ αυτήν εδώ την πλατεία από τη μέρα που γεννήθηκα και δεν πρόκειται να την εγκαταλείψω ποτέ, μέχρι να με πάρουν τέσσερις. Όμως, από τότε που πεζοδρομήθηκε, την αγαπώ ακόμα πιο πολύ. Κάποτε, πολύ παλιά,  εδώ οι ναύαρχοι των τριών προστάτιδων δυνάμεων απελευθέρωσαν τη χώρα και αμέσως μετά την ξανασκλάβωσαν, γίνανε οι καινούργιοι της δυνάστες, καλύτεροι ή χειρότεροι δεν ξέρω. Μόνο οι πειρατές και οι κουρσάροι έμειναν αμέτοχοι, αδιάφοροι για την ηλίθια κοκορομαχία. Έτσι κι αλλιώς, αυτοί δεν ήταν με κανέναν και δεν τους έπεφτε λόγος. Δεν κάνω συγκρίσεις, ήμουν αγέννητος ακόμη και όσα μας λένε οι ιστορικοί και μας μαθαίνουν στο σχολείο τα ακούω βερεσέ. Δεν πολυπιστεύω τα γεγονότα που επιλέγουν, τις ερμηνείες που δίνουν, τους μύθους που κατασκευάζουν και πλασάρουν για ακλόνητες αλήθειες. Θυμίζουν τους παπάδες και τους θεολόγους, δεν τους έχω καμιά εμπιστοσύνη. Ούτε ανάγκη τους έχω, φτιάχνω δικές μου ιστορίες, καλύτερες και πιο προσωπικές, πιο αυθεντικές, πιο χρήσιμες. Δεν γνωρίζω τις προθέσεις τους, ούτε τα κίνητρά τους, κι είμαι πολύ καχύποπτος, το μυαλό μου πηγαίνει πάντα στο κακό, ότι θέλουν να μου την φέρουν πισώπλατα. Έχουν ιδεολογικές παρωπίδες, πιστεύουν σε ανεπαρκή θεωρητικά σχήματα,  γίνονται τσιράκια των αφεντικών, των προυχόντων και των εξουσιαστών, των μαλάκηδων που βρίσκονται από πάνω μας και προσπαθούν να καθορίσουν τις ζωές μας, πάντα για το καλό μας βέβαια. Οι θεωρίες τους είναι ασπρόμαυρες και γκρίζες, η ζωή πολύχρωμη, πολυδιάστατη, άναρχη, δεν μπαίνει σε καλούπια, όπως κι όλοι μας. Δεν εμπιστεύομαι κανέναν τους, λοιπόν, μόνο το μυαλό μου και τα μάτια μου, κι αυτά όχι πάντα. Μα σήμερα δεν πρέπει να γκρινιάζω ούτε να ηθικολογώ. Ο ήλιος λάμπει και τσουρουφλίζει τις καρδιές μας κι όλα αυτά μοιάζουν ασήμαντα. Στο διάολο η ιστορία, ζήτω η ζωή! 

Η διάθεσή μου ήταν απρόσμενα καλή και συμβαίνει σπάνια. Σίγουρα βοηθούσε και ο καιρός, η αναζωογονητική ανοιξιάτικη λιακάδα που ακόμα και νεκρούς σήκωνε απ’ τον τάφο τους, όμως και η προηγούμενη νύχτα. Μετά από πολύ καιρό κοιμήθηκα καλά, σαν πουλάκι, είδα κι ένα όμορφο όνειρο. Ήταν καλοκαίρι, λέει,  και ήμασταν δίπλα στην παραλία, οι γονείς, τα αδέρφια μου (παρ’ όλο που δεν είχα), θειάδες, ξαδέρφια, φίλοι, κόσμος πολύς. Εγώ πλατσούριζα στα βαθιά στα άπατα (παρ’ όλο που δεν μου άρεσε το μπάνιο στη θάλασσα) και η μαμά φώναζε να μην απομακρύνομαι πολύ γιατί θα με φάει ο καρχαρίας και γελούσε δυνατά. Ο μπαμπάς με τον θείο και τους φίλους τους πίνανε τα ουζάκια τους σ’ ένα μαγαζί παραδίπλα πλάι στο κύμα. Κάποια στιγμή βγήκα έξω και η μαμά με αγκάλιασε. Κατόπιν με πλησίασε η όμορφη ξαδέλφη μου και χαμογελώντας μου έδωσε ένα φιλί. Πήγα και κάθισα δίπλα στον μπαμπά, μαζί με τους μεγάλους. Μου χαμογέλασε, μου έκλισε με νόημα το μάτι και μου χάιδεψε το κεφάλι. Άνοιξα τα μάτια μου ευτυχισμένος. Δεν είχα  ξαναδεί στον ύπνο μου τους πεθαμένους. Έτσι κι αλλιώς, σπάνια θυμάμαι τα όνειρά μου.

Και τότε τον είδα. Ήταν η μοναδική παραφωνία της ευχάριστης μέρας, όλης αυτής της παραδείσιας κατάστασης. Περνούσε βιαστικός ανάμεσα στα πιτσιρίκια που κυνηγούσαν το κόκκινο τόπι. Παρ’ όλο που τα γένια μου και τα μαλλιά έχουν μακρύνει πολύ (σαν προφήτης έχω γίνει) πρέπει να με αναγνώρισε. Έτσι κι αλλιώς ήξερε πού μένω, μα ίσως να μην περίμενε εκείνη την ώρα να βρίσκομαι στο μπαλκόνι ή να πέρασε από κει εντελώς αφηρημένα κι ασυναίσθητα. Έκανε πως δεν με είδε, έβαλε την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια και τάχυνε το βήμα του. Το βλέμμα καρφωμένο στο πλακόστρωτο, καμπουριαστός, φαινόταν καθαρά πως είχε λερωμένη τη φωλιά του. Για μια στιγμή μόνο, σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και μου ‘ριξε μια λοξή ματιά, φοβισμένη μα επικίνδυνη, γεμάτη απόγνωση, σαν να ‘ταν κολλημένος με την πλάτη στον τοίχο, έτοιμος να ορμήξει. Ίσως πάλι να νόμισε πως, τρία χρόνια τώρα, έχω ξεχάσει τα δανεικά που έπρεπε να μου επιστρέψει («και με το παραπάνω» εκλιπαρούσε τότε) μα στους φίλους δεν μπαίνει τόκος, καμιά φορά μάλιστα τα ξεχνάς, γίνονται δανεικά κι αγύριστα. Δεν μπορούσα βέβαια να τα ξεχάσω, απ’ την άλλη όμως ντρεπόμουν και να του τα ζητήσω, δεν τα είχα και άμεση ανάγκη. Ήξερα τη δύσκολη θέση που βρισκόταν κι ένας λόγος που δεν κυκλοφορούσε πολύ ήταν γιατί είχε φεσώσει τους πάντες. Ανέκαθεν, είχε φιλότιμο και τσίπα ο έρμος, τύχη δεν είχε. Και παλιότερα, όποτε είχε λεφτά στη τσέπη θα σε κερνούσε, δεν τα λογάριαζε. Μέχρι που έμπλεξε χοντρά με τον τζόγο και τον πήρε ο κατήφορος και χάθηκε από την πιάτσα. Μια ζωή στο μαύρο-κόκκινο, μια ζωή με δοκιμές και λάθη, μα δεν έβαζε μυαλό, έμενε αδιόρθωτος. Τουλάχιστον κανείς δεν θα τον κατηγορούσε για έλλειψη πρωτοτυπίας, κάθε φορά έπεφτε σε καινούργιες λούμπες ανεξερεύνητες. Και στυλ είχε κάποτε, και καλό γούστο, ειδικά το ντύσιμό του ήταν φινετσάτο, το μαλλί του περιποιημένο, σκέτο φιγουρίνι, ζεν πρεμιέ του παλιού καλού καιρού, πάντα στην τελευταία λέξη της μόδας. Δεν ήταν παντρεμένος, μα είχε πολλές κατακτήσεις, κι από δουλειές άλλο τίποτα, έβγαζε μπόλικα φράγκα κάποτε, και τα σκόρπαγε και γλεντούσε τη ζωή, πάντα με τα φιλαράκια του, ποτέ μοναχοφάης. Μα τα τελευταία χρόνια έμπλεξε άγρια, τίποτα πλέον δεν τον νοιάζει, μόνο να βρει χρήματα για να παίξει. Όλη τη νύχτα τζογάρει, μία κερδίζει και μία χάνει, και μόλις φέξει επιστρέφει σπίτι ψόφιος στην κούραση και με το μυαλό κουδούνι. Τον τρώει το σαράκι, συνέχεια στην αγωνία, στο ακανόνιστο καρδιοχτύπι, στον ίλιγγο της χασούρας, τη στέρηση και τη μοναξιά. Πλέον ξέρει από πρώτο χέρι το χαμένο παιχνίδι της ζωής και πόσο λίγο κρατάει το πανηγύρι των τρελών, το ξεφάντωμα και η έξαψη του πάθους, πόσο γρήγορα φτάνει η μεγάλη νύχτα και μένουμε με άδεια χέρια. Κι όμως κάποτε κάναμε πολύ παρέα, αν και οι χαρακτήρες μας δεν ταιριάζανε, εγώ τουλάχιστον δεν έπαιζα τυχερά παιχνίδια. Λάθη εποχής.

Του φώναξα από ψηλά, αναταράχτηκε με το βλέμμα καρφωμένο στο κράσπεδο και άνοιξε ακόμη πιο πολύ το βήμα του. «Στα χαρίζω!!!» ήθελα να του πω, ξέχασε τον εαυτό σου και το παρελθόν, άλλαξε ζωή, απόλαυσε την όμορφη μέρα που φεύγει και δεν θα ξανάρθει, μα δεν πρόλαβα. Έστριψε στην επόμενη γωνία και χάθηκε. Πήγε να χωθεί στο λαγούμι του, μακριά απ’ τους ανθρώπους, και να ονειρευτεί καινούργια παιχνίδια σε ρουλέτες και πράσινες τσόχες, καινούργιες επιτυχίες κι ευτυχίες, καινούργια καρδιοχτύπια, όλο και πιο δυνατά. Σιγά σιγά ερχόταν το σούρουπο και η πλατεία άρχιζε να αδειάζει. Το στομάχι μου ήταν άδειο απ’ το πρωί και γουργούριζε, έπρεπε κάτι να φάω.  Αύριο θα ξεκίναγε πάλι μια καινούργια βδομάδα.

Τρίτη 4 Μαΐου 2021

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ


 

Η μεγάλη βδομάδα κύλισε αργά και μελαγχολικά, όπως πρέπει, σύμφωνα με τις γραφές. Φυσικά, δεν πήγα εκκλησία, αλλά κάποιες φορές, τυχαία και ασυναίσθητα, ο διάολος μ’ έφερνε έξω απ’ τον οίκο του θεού. Ήμουν ένας απλός περαστικός. Οι καμπάνες ακούγονταν πένθιμες, οι ψαλμωδίες θλιμμένες και φάλτσες. Μέσα ο λιγοστός κόσμος, κάποιες γριούλες κυρίως, με γονυκλισίες και μακριούς σταυρούς προσπαθούσε να ξεπλύνει, έστω και την τελευταία στιγμή, τα αμαρτήματα μιας ολόκληρης ζωής. Οι τύψεις βέβαια, και ο φόβος για το μαύρο σκοτάδι του κοντινού μέλλοντος, ίσως και λίγη πραγματική συμπόνια για την ανθρώπινη μοίρα, ποιος ξέρει. Δεν συμμετείχα σ’ όλο αυτό το θεατρικό, χιλιοπαιγμένο  και με κακούς ηθοποιούς, μου ήταν αδιάφορο. Δεν πίστευα, ούτε έλπιζα. Το παραμυθάκι ήταν ωραίο, συγκινητικό και με ευχάριστο τέλος, μα φτιαγμένο για μικρά παιδιά. Και όλη αυτή η στεναχώρια για το τίποτα, αφού σίγουρα θα ακολουθήσει η ανάσταση και ο ταλαίπωρος άνθρωπος θα αναληφθεί μεγαλοπρεπώς στα δεξιά του μεγάλου πατέρα. Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.  Κάπου κάπου περνούσε απ’ το μυαλό μου μια διαβολική σκέψη, ότι όλοι αυτοί οι πιστοί και καλοί χριστιανοί μπορεί και να μην πίστευαν στο μέγα θαύμα. Πάντα τέτοιες μέρες με κυρίευε ο σατανάς, η αμφιβολία. «Μπαίνει μέσα του ο διάολος!» μουρμούριζε με σφιγμένα δόντια η αυστηρή μητέρα. Οι γιορτές είναι για τα μικρά παιδιά, της απαντούσε σαρκάζοντας ο δαιμονισμένος. Τα γέλια μου πάντα την διαόλιζαν κι έσπαγα ακόμα μεγαλύτερη πλάκα μαζί της. Ο μπαμπάς έμενε μακρινός και αδιάφορος απ’ τις θεολογικές μας διαμάχες, δεν μιλούσε, μόνο ένα ελαφρό και ανερμήνευτο μειδίαμα καπνίζοντας το τσιγάρο του.

Όταν όμως το βράδυ της μεγάλης λύπης, στην κορύφωση των παθών του κυρίου, είδα ξαφνικά μπροστά μου τον επιτάφιο και όλη την ενορία να τον ακολουθεί και να ‘ρχονται κατά πάνω μου, όλο το αιμοβόρο και απειλητικό μέγα πλήθος, τότε τα χρειάστηκα, έπαθα σοκ κι έμεινα άγαλμα στη μέση του δρόμου να τους κοιτάζω. Στην κορυφή της θλιμμένης πομπής οι παπάδες και οι αρχιερείς με τα λάβαρα και τα εξαπτέρυγα, πίσω τους το άβουλο ποίμνιο, έτοιμο να εκτελέσει οποιαδήποτε προσταγή τους στο όνομα εκείνου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Να ενωθώ μαζί τους αποκλειόταν εξαρχής για λόγους αξιοπρέπειας, να πέσω χάμω στην άσφαλτο, να περάσουν όλοι από πάνω μου και να με τσαλαπατήσουν θα ήταν πολύ οδυνηρό, έως και θανατηφόρο. Και ανήθικο, αμαρτία και απρέπεια. Θα τους ανάγκαζα και σίγουρα μετά θα με κυνηγούσαν οι ερινύες. «Νεκρόφιλοι όλου του κόσμου ενωθείτε!» φώναξα σε τόνο ηρωικό και πένθιμο με υψωμένη τη γροθιά, τους έστειλα τους αγωνιστικούς μου χαιρετισμούς (για μια στιγμή μου φάνηκαν όλοι τους σαν  παραστρατημένοι σύντροφοί μου) κι άρχισα να τρέχω προς την αντίθετη κατεύθυνση. Έστριψα στο πρώτο σκοτεινό σοκάκι κι από κει ντουγρού για το σπίτι. Ευτυχώς δεν μ’ ακολούθησε κανείς, και προσευχόμουν στον ύψιστο να μην με είχαν καν αναγνωρίσει.

Στο δρόμο της επιστροφής συνάντησα τρεις ζητιάνους στα πόστα τους σε ώρα εργασίας. Μου ευχήθηκαν χρόνια πολλά και μου ζήτησαν μια μικρή βοήθεια, ότι είχα ευχαρίστηση, είπαν. Τους προσπέρασα αδιάφορα, ούτε καν κοίταξα προς το μέρος τους κι ένας απ’ αυτούς μου ‘ριξε μια βρισιά στα μούτρα. Χαμογέλασα. Και μόνο που μου έφτιαξε, έστω και στιγμιαία, τη διάθεση έπρεπε να του δώσω κάτι. Αυτό όμως θα ήταν άδικο για τους άλλους κι εγώ θέλω πάντα να είμαι ακριβοδίκαιος με τους συνανθρώπους μου, να μην κάνω εξαιρέσεις για λόγους συμπάθειας και μόνο, ή έστω από προσωπικό συμφέρον. Δεν τους έδωσα, όχι μόνο γιατί η διάθεσή μου ήταν κάπως, αλλά γιατί γενικά δεν δίνω ελεημοσύνη ούτε σε επαγγελματίες του δρόμου ούτε σε φιλανθρωπικές οργανώσεις, ακόμα και τούτες τις άγιες μέρες της αγάπης και της συμπόνιας. Όλοι τους με κοροϊδεύουν. Εκμεταλλεύονται την ευαισθησία μου και την καλή μου την καρδιά. Και μου δημιουργούν τύψεις. Ότι είμαι εγωιστής και άσπλαχνος, και κοιτάζω μόνο την πάρτη μου. Θέλουν όλοι το κακό μου. Ζητάνε συνέχεια τεκμήρια και αποδείξεις καλοσύνης, δηλαδή χρήματα και κάνα ψεύτικο δάκρυ να κυλίσει στο μάγουλο. Έτσι έχουνε μάθει. Δεν τους τα δίνω, και δεν νιώθω τύψεις γι’ αυτό. Κατά βάθος είμαι καλός άνθρωπος, μα το ξέρω μόνο εγώ. Μου αρκεί. Έτσι κι αλλιώς, δεν πέφτει λόγος σε κανέναν ποιος είμαι και τι κάνω. Να κοιτάνε τη δουλειά τους και τη δική τους καμπούρα. 

Έφτασα ασθμαίνοντας σπίτι, κλειδαμπαρώθηκα και ταμπουρώθηκα μέσα. Η βραδιά ήταν γλυκιά, ανοιξιάτικη. Βγήκα στο μπαλκόνι με σβησμένα φώτα και άναψα τσιγάρο. Οι πιστοί χριστιανοί επέστρεφαν κι αυτοί στα σπιτάκια τους και σε λίγο θα πήγαιναν στις ταβέρνες και τα μεζεδοπωλεία της πλατείας να γιορτάσουν πρόωρα την ανάσταση και την αποθέωση του καλού ανθρώπου. Με νηστίσιμα, όπως επιβάλει το έθιμο. Θα χλαπάκιαζαν μέχρι σκασμού, μα δεν θα ‘σκαγαν. Ευτυχώς, τα θαλασσινά είναι ελαφριά και υγιεινά εδέσματα, δίχως στομαχικές και καρδιολογικές παρενέργειες. Το μεγάλο μπαμ θα γινόταν μεθαύριο στο πασχαλινό τραπέζι με τα αρνιά και τα κοκορέτσια, τις γαρδούμπες και τα σπληνάντερα. Κυριακάτικα και μεσημεριάτικα θα ξεχείλιζε το λίπος  και το μίσος των συγγενών και θα τους έπνιγε μέσα στα χριστός ανέστη, τις λοιπές ευχές για υγεία και μακροζωία, κακαρίσματα, χυδαία χάχανα και λοξές ματιές γεμάτες νόημα. Μα εμένα, όλα αυτά τα κωμικά και ευτράπελα, δεν μ’ ένοιαζαν. Παρ’ όλο που φέτος η ανάσταση έπεφτε πρωτομαγιά, σύμπτωση άκρως σημαδιακή για ορισμένους, μου ήταν παντελώς αδιάφορη. Τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι, που λέει και το τραγούδι. Είμαι πολύ κουρασμένος και ο κόσμος γίνεται όλο και πιο κουραστικός. Πλέον, εγώ και ο κόσμος δεν ταιριάζουμε, ούτε μπορούμε να προσφέρουμε κάτι ο ένας στον άλλον.  Επομένως, πρέπει να μένουμε σε απόσταση, ειδικά τις γιορτινές μέρες, για το καλό όλων. Σίγουρα, φαίνομαι κάπως απαισιόδοξος, αδιάφορος για όλα, μα δεν φταίω εγώ. Απλά, το ποτήρι δεν φτάνει μέχρι τη μέση, από όποια γωνία και να το κοιτάξεις, είναι εντελώς άδειο. «Γιατί αγόρι μου, γιατί;» άκουσα τη λυπημένη φωνή της μαμάς και είδα το σκοτεινό βλέμμα του πατέρα με μια καύτρα στη μέση να κοιτάζει πέρα μακριά. Έσβησα τη γόπα και μπήκα μέσα. Είχα δυο μερόνυχτα να κλείσω μάτι κι ένιωθα πτώμα απ’ την κούραση. Δεν πρόλαβα να βγάλω τα ρούχα. Κοιμήθηκα δεκαπέντε ώρες σερί, δίχως όνειρα, και δεν άλλαξα ούτε πλευρό. Ύπνος σαν θάνατος.   

Οι γιορτές πέρασαν και φύγαν χωρίς άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις, κατανυκτικά, χωρίς εξάρσεις. Την άλλη μέρα ξύπνησα αργά. Και φέτος έγινε το θαύμα, το άγιο φως άναψε με αναπτήρα (οι πιστοί δεν το δέχονται) και έφτασε αεροπορικώς, με τιμές αρχηγού κράτους. Στην τηλεόραση το άκουσα, από την τελετή αφής με τον αρχιερέα να βγαίνει απ’ τον πανάγιο τάφο βαστώντας τριάντα τρία αναμμένα κεριά μέχρι το αεροδρόμιο, η απόλυτη ξεφτίλα του κράτους, της εξουσίας, του ποιμνίου και του λαουτζίκου. Κάποιος χτυπούσε το κουδούνι και την πόρτα. Επέμενε, μα δεν του άνοιξα. Ούτε καν είχα την περιέργεια να δω ποιος είναι. Μα μου φάνηκε απίστευτο, δεν μπορούσα να σκεφτώ το λόγο, ίσως και να το φαντάστηκα. Πεινούσα. Είχα προμηθευτεί έγκαιρα φαγώσιμα απ’ το μαγέρικο της γειτονιάς, άνοιξα και κάτι παλιοκονσέρβες (δεν είχαν λήξει ακόμη) και έφαγα. Έχω γερό στομάχι που δεν καταλαβαίνει ούτε από σκουλήκια ούτε από ξηρές τροφές, κι ας μην έχω κάνει φαντάρος, κι ας μην έχω πάει σε πόλεμο. Λες και όλη η ζωή δεν είναι πόλεμος, κάθε μέρα και μια καινούργια μάχη. Μόνο μου έσπασε ένα δόντι, όπως μασούλαγα ένα σκληρό κριτσίνι, η μοναδική απώλεια. Ευτυχώς, ήταν απονευρωμένο και δεν πονούσε. Όμως, καλά να πάθω, θεία δίκη. Γαμώ την πουτάνα μου μέσα.

Έμεινα σπίτι μέχρι να περάσει η μπόρα, απ’ το κρεβάτι στο μπαλκόνι και πάλι πίσω. Κάτω ο πεζόδρομος ήταν άδειος, τα μαγαζιά κλειστά. Πλήρης ερήμωση, όμως προσωρινά. Σύντομα η πόλη θα επέστρεφε στους κανονικούς της ρυθμούς και οι άνθρωποι στις δουλειές τους. Τότε θα ‘βγαινα και εγώ απ’ το καβούκι μου.