Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024

ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΤΣΟΛΙ

Για τους πιο πολλούς ήταν απλά ένα λαϊκό τσόλι μιας χρήσης, ένα από τα πολλά τεκνά που ψωνίζονται τοις μετρητοίς στις πλατείες, τα πάρκα και τους ύποπτους δρόμους, στις πιάτσες του πληρωμένου έρωτα,  απογευματινές και νυχτερινές ώρες, κυρίως, αφού πέσει ο ήλιος. Για τους ηθικολόγους είναι άλλη μια συνηθισμένη αρσενική πόρνη που από νωρίς πήρε τον κατήφορο χωρίς σταματημό και δεν θα ‘χει καλό τέλος, κάποια στιγμή θα το φάει το κεφάλι του, έτσι λένε. Ήταν όμορφο αγόρι, είχε μεγάλη πέραση και έβγαζε καλά λεφτά. Τριαντάρης, ψηλός, αδύνατος, άτριχος, καστανόξανθος με γαλάζια μάτια, έμπειρος περί των ερωτικών με καλοσχηματισμένο κώλο και μεγάλο πούτσο, θα μπορούσε άνετα να κάνει διεθνή καριέρα πορνοστάρ, μα δεν ήθελε να ξενιτευτεί. Πάντως δεν ξέμενε ποτέ από πελάτες, κάποιες φορές, έπαιρνε δύο και τρεις το ίδιο βράδυ. Και τα έκανε όλα.

Κυρίως πήγαινε με σοβαρούς κυρίους, μεσήλικες, αλλά και ηλικιωμένους, δεν είχε πρόβλημα, αρκεί να πλήρωναν καλά. Μάλιστα κάποιοι απ’ αυτούς τον είχαν καψουρευτεί άγρια και του τα σκάγανε χοντρά, ήθελαν και να τον σπιτώσουν, να τον έχουν αποκλειστικό, κτήμα τους, είχαν τον τρόπο τους, μα εκείνος ανένδοτος, δεν ήθελε δεσμεύσεις, ούτε βέβαια ένιωθε τίποτα γι’ αυτούς. Παρέμενε ένα ελεύθερο πουλί της νύχτας. Η συνεύρεση γινόταν συνήθως μέσα στα αυτοκίνητά τους, στο πίσω κάθισμα με θαμπωμένα τα τζάμια, ή σε ξενοδοχεία τετάρτης κατηγορίας, γαμιστρώνες περιωπής, όπου γνώριζε καλά τα κατατόπια. Ήταν προσεκτικός. Δεν πήγαινε ποτέ στα σπίτια τους, ακόμα και αν έδιναν διπλή ταρίφα και του ‘ταζαν τον ουρανό με τα άστρα, αφού σε περίπτωση που στράβωνε η δουλειά, κάτι συνέβαινε, ήθελε πάντα να έχει τρόπο διαφυγής, μια διέξοδο.

Ήταν αγνώστου πατρός, μοναχοπαίδι και ζούσε μαζί με την μάνα του σε ένα μικρό δυαράκι. Παλιά εκείνη, όταν περνούσε ακόμα η μπογιά της, έκανε κονσομασιόν σε καμπαρέ και κωλόμπαρα. Αργότερα, όταν ξέπεσε, την παίρνανε στα ίδια μαγαζιά σαν καθαρίστρια. Έκανε και τσατσά σε μπουρδέλα και λεκανατζού κι από όλα. Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή, έλεγε, ειδικά η δικιά της, ιέρια του έρωτα, καμάρωνε, έστω και ξεχαρβαλωμένη, πολύ χρήσιμη και ωφέλιμη στην κοινωνία.  Τώρα γέρασε, τα τσιγάρα και το αλκοόλ  της έκαψαν τα σωθικά, έχει σοβαρά προβλήματα υγείας, παίρνει πολλά χάπια, δίχως κάποια σύνταξη, και την φροντίζει ο γιος της. Δεν έχουν πολλά λόγια οι δυο τους. Ξέρει τι δουλειές κάνει τα βράδια και γνωρίζει από πρώτο χέρι τους κινδύνους του επαγγέλματος, μα δεν του λέει τίποτα, του έχει εμπιστοσύνη, είναι έξυπνο παιδί, μα κάθε πρωί, γεμάτη αγωνία, τον περιμένει ξάγρυπνη να γυρίσει στο σπίτι. Μόνο εκείνον έχει στον κόσμο. Έτσι κι αλλιώς, τόσα χρόνια συνήθισε. Αν δεν βγάλει ο ήλιος κέρατα, δεν πάει να πέσει στο κρεβάτι.

Με γυναίκες δεν είχε πολλές σχέσεις, ούτε με φίλους, ήταν μοναχικός. Με εξαίρεση την μπεμπέκα, έτσι τη φώναζε, ήταν το χαϊδευτικό της. Εισαγγελέας, δικαστικός καριέρας στο επάγγελμα, παντρεμένη χωρισμένη, χωρίς παιδιά και λοιπές υποχρεώσεις, ζούσε μόνη της. Ήταν λίγο μικρότερη από την μάνα του, μα καλοστεκούμενη και το ‘λεγε ακόμα η περδικούλα της. Τον αγαπούσε σαν γιο της, τον φρόντιζε και τον πλήρωνε καλά. Μάλιστα, μια φορά που είχε μπλεξίματα με τους μπάτσους, εκείνη τον καθάρισε, με ένα τηλέφωνο. Δήλωσε θεία του παιδιού που παραστράτησε για πρώτη και τελευταία φορά, μα που τώρα κατάλαβε το λάθος του, έβαλε μυαλό και δεν θα το ξανακάνει. Οι ασφαλίτες βέβαια δεν την πίστεψαν, μα τον άφησαν ελεύθερο, εντολές άνωθεν, δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς. Πηδιόντουσαν κάθε Παρασκευή, απαρεγκλίτως, γαμιόντουσαν ωραία, με ανοιχτή την μπαλκονόπορτα και τέρμα τις κουρτίνες, αν και ήξεραν ότι απ’ το απέναντι μπαλκόνι τούς έπαιρνε μάτι μέσα από τα σκοτάδια μια σκιά με την καύτρα του τσιγάρου της κάθε τόσο να αναβοσβήνει σαν φάρος. Δεν τους ένοιαζε. Η μπεμπέκα τον ήξερε τον τύπο, αν και δεν είχε πολλά πάρε δώσε μαζί του. Ηλικιωμένος, ψηλός, ξερακιανός, με γαμψή μύτη και άγριο βλέμμα, σωστό γεράκι. Δεν είχε τίποτα να κρύψει, για τίποτα να φοβηθεί. Είχε τσαγανό.

Εκείνο το βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, φεύγοντας απ’ τη μπεμπέκα, τον περίμενε στο απέναντι πεζοδρόμιο καπνίζοντας. Αμέσως κατάλαβε ποιος ήταν και τι ήθελε. Του ζήτησε να ανέβουν πάνω για ένα ποτό, να γνωριστούν καλύτερα. Είμαι κουρασμένος, μια άλλη φορά, του είπε, μα το γεράκι επέμενε. Δεν ήθελε να κάνουν κάτι, μόνο για παρέα και θα τον πλήρωνε καλά. Απόψε ένιωθε πολύ μόνος, τον παρακάλεσε. Ανέβηκαν πάνω. Ζούσε μόνος του, μα το διαμέρισμά του ήταν καθαρό, τακτοποιημένο, περιποιημένο και όμορφα διακοσμημένο. Μέσα έκανε πολλή ζέστη, ανυπόφορη. Κάθισαν στο σαλόνι κι εκείνος ετοίμασε τα ποτά. Με την πρώτη γουλιά, ζαλίστηκε, έχασε τις αισθήσεις του κι έπεσε χάμω.

Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του, ήταν ολόγυμνος και δεμένος στο κρεβάτι χειροπόδαρα. Εκείνος από πάνω του, ντυμένος όπως και πριν  και τα μάτια του να γυαλίζουν. Τον πλησιάζει αργά κρατώντας ένα μαχαίρι και τον λούζει κρύος ιδρώτας, μάταια προσπαθεί να αντισταθεί, δεν υπάρχει καμιά ελπίδα σωτηρίας. Ήταν απρόσεχτος και είχε πέσει σε παράφρονα. Και τον είχε προειδοποιήσει η μπεμπέκα, μακριά απ’ αυτόν, είναι επικίνδυνος. Δεν την άκουσε. Πλησιάζει το μαχαίρι στο πεσμένο του πέος και είναι έτοιμος να του το κόψει. Τότε τρομοκρατημένος λιποθυμά ξανά.

Όταν συνέρχεται, είναι σαν υπνωτισμένος. Βρίσκεται πάλι στο σαλόνι και φοράει κανονικά τα ρούχα του. Τα έχει χαμένα, δεν ξέρει τι να πιστέψει και τι όχι.  Το γεράκι κάθεται απέναντί του και του χαμογελά. Θα είσαι πολύ κουρασμένος, σε πήρε ο ύπνος, του λέει. Άντε, πήγαινε σπίτι σου να κοιμηθείς και να προσέχεις, θα τα πούμε κάποια άλλη φορά. Αντάλλαξαν τηλέφωνα, τον χαρτζιλίκωσε και προτού καληνυχτιστούν του έδωσε ένα τρυφερό φιλί στα χείλη. Το αγόρι δεν τραβήχτηκε, παρ’ όλο που δεν του αρέσει να το φιλάνε στο στόμα.

Δεν ξανασυναντήθηκαν. Μετά από λίγες μέρες, το γεράκι βρέθηκε νεκρό στο διαμέρισμά του από την καθαρίστρια. Όταν τον είδε, τρομοκρατήθηκε κι άρχισε να ουρλιάζει. Ήταν στο κρεβάτι χειροπόδαρα δεμένος, του είχαν κόψει τον πούτσο και τα αρχίδια και του τα είχαν χώσει στο στόμα. Ο δράστης δεν βρέθηκε ποτέ, αλλά πρέπει να ήταν γνώριμος του θύματος, γιατί δεν υπήρχαν ίχνη παραβίασης στο διαμέρισμα, είπαν οι αστυνομικές αρχές που ερεύνησαν την υπόθεση και η υπόθεση έκλεισε με συνοπτικές διαδικασίες. Ίσως πάλι να ήταν απλά η συντροφιά της μιας βραδιάς. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, ήταν ένας ανώμαλος που ψόφησε και ξεβρόμισε ο τόπος. Το λαϊκό τσόλι μιας χρήσης συνέχισε τα βράδια να κάνει τη δουλειά του, μα έγινε πιο προσεκτικός.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου