Βαρέθηκα
Βαρέθηκα τη μίζερή μου φύση.
Κανένας πια δε λέει να ξεκουνήσει.
Κανένας πια δε λέει να ξεκουνήσει (αναμφιβόλως),
δε με χωράει ο τόπος, βρε παιδιά.
Βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια,
τα δάκρυα να κάνω μπιχλιμπίδια,
τα λόγια μοναχά μας απομείναν (κι οι θεωρίες),
στην πράξη μας γαμάνε οι θεσμοί.
Βαρέθηκα να λέω πως θ’ αλλάξει,
το σύστημα μας έχει επιτάξει,
απόκληρα απομείναμε πουλάκια (κυνηγημένα),
με ξεπουπουλιασμένα τα φτερά.
Βαρέθηκα κι αυτό το μονοπάτι
ακόμα και σαν βρω κάνα κομμάτι,
πως είναι δυνατό να μαστουριάζεις (εξήγησέ μου),
άμα σου περιφράξαν την καρδιά.
Συνέχεια μου έρχεσαι από πίσω.
Δεν έχω πια το σάλιο να σε φτύσω.
Πως γίνεται στον κάθε παλαβιάρη (εξήγησέ μου),
κουτόχορτο χιλιάδες να βοσκάν.
Μπαγάσας
Αφήνω πίσω τις αγορές και τα παζάρια
θέλω να τρέξω στις καλαμιές και τα λιβάδια,
να ξαναγίνω καβαλάρης
και ξαναέλα να με πάρεις ουρανέ,
για δεν υπήρξα κατεργάρης
και τη χρειάζομαι τη χάρη σου μωρέ.
Ρε μπαγάσα! Περνάς καλά εκεί πάνω;
Μιαν ανάσα γυρεύω για να γιάνω.
Δεν το πιστεύω να με χλευάζεις
σαν σε χαζεύω δε χαμπαριάζεις
πρότεινέ μου κάποια λύση
δε θα σου παρακοστήσει.
Και θα σου φτιάχνω τραγουδάκια
με τα πιο όμορφα στιχάκια στο ρεφρέν
για το χαμένο μου αγώνα
που τ’ αστεράκια μείναν μόνα να τον κλαιν.
Αφήνω πίσω το σαματά και τους ανθρώπους
έχω χορτάσει κατραπακιές και ψάχνω τρόπους
πώς να ξεφύγω από τη μοίρα
κι έχω μέσα μου πλημμύρα ουρανέ,
για δεν υπήρξα κατεργάρης
και θα το θες να με φλερτάρεις γαλανέ.
Ρε μπαγάσα! Περνάς καλά εκεί πάνω;
Κάνε πάσα καμιά ματιά και χάμω
κει που κοιμάσαι και αρμενίζεις
ξάφνου αστράφτεις και μπουμπουνίζεις
κι ότι σου ‘ρθει κατεβάζεις
μην θαρρείς πως με ταράζεις.
Της επανάστασης
Είπαμε πως θα καταργήσουμε τα σύνορα
είπαμε πως θα διαλύσουμε το κράτος,
κι αφήσαμε τους εαυτούς τους ίδιους μας
μες στο γλοιωδικό περίβλημά τους.
Η επανάσταση αποδείχτηκε ένα όνειρο
μια βολεμένη και ευφυής δικαιολογία
διατηρούμε την εσώτερη τη βρώμα μας
μ’ επαναστατική φρασεολογία.
Τα θλιβερά δε σπάσαν τα καλούπια μας
υποχθονιακές ψυχρές προκαταλήψεις
ύπουλα βράζεις μέσα μας αρρώστια μας
αγκομαχάς, για δεν το λες να μας αφήσεις.
Η επανάσταση αποδείχτηκε ένα όνειρο
μια ξοφλημένη και ευφυής δικαιολογία
διατηρούμε την αισχρότερη μιζέρια μας
μ’ επαναστατική φρασεολογία.
Δύσκολο μονοπάτι σε τραβήξαμε
ατέλειωτο και δεν σε ξεπερνάμε
μας μπόλιασες βουβό μ’ απογοήτευση
κι ίσως ν’ αξίζει μόνο που τολμάμε.
Η επανάσταση αποδείχτηκε ένα όνειρο
σαν ξεχασμένα να τελειώσουν παραμύθια
παρά τα τόσα όνειρά μας που συντρίφτηκαν
μες στα συντρίμμια ολοκληρώνεσαι αλήθεια.
Το φανάρι του Διογένη
Είπα κι εγώ ν’ αλλάξω ζωή,
ν’ αρχίσω καινούργιο παιχνίδι
το ‘ξερα πριν κρατούσα γυμνή
κι αγνή την καρδιά στο λεπίδι
και δεν την είδα την πρώτη ελπίδα,
να γίνει σπέρμα, να σαρκωθεί.
Στο φανάρι του Διογένη
κάθεται ένας νιος και περιμένει
μην τον γκρεμίσουν, κι ας νομίσουν φονιά
που ‘χει τόσο ευαίσθητη καρδιά.
Πια δεν γυρνάνε τα χρόνια πίσω βοριά
νιε μου το φανάρι δεν ‘φελά.
Έτσι κι εγώ θα ψάξω να βρω
βουνίν, φορεσιάν και ντουφέτσι
με δίχως θυμόν και δίχως μιλιάν,
ταφήν να πληρώσω τον κλέφτη
των δεσποτάδων, κυβερνητάδων,
χοντροτζεπάδων και δικαστών.
Άλλος μασάει, κι άλλος σωπαίνει
κι ο σκυφτός λαός να περιμένει
για τα δεσμά μας, δεν φταίει πάντα η σκλαβιά,
μα η υποταγμένη μας καρδιά.
Μ’ ένα φανάρι ξαναγυρνάς τις νυχτιές
ψάχνεις γι’ ανυπόταχτες ματιές.
Μάρα
Σαν στα παραμύθια που ‘λεγε η γιαγιά
κι όλα τέλειωναν κουφά…
Τη μισή αλήθεια κρύβανε κι αυτά
ψέμα που κυβερνά…
Μάρα Μάρα πήρες μια τρομάρα
κι ήταν μια φορά
που μπήκες καθαρά
και ράγισε η κατάρα.
Άμα θα ‘ρθει η ώρα να ψυχορραγείς
κέντα ρυθμούς ζωής.
Πρέπει να πεθάνεις και να αναστηθείς
ρέντα υπομονής.
Χάρο χάρο σ’ έκανα κουμπάρο
κι ήταν μια φορά
σε ήρεμα νερά
που κάναμε τσιγάρο.
Τα ανθρωπάκια ζούνε δίχως τη ζωή
Μάρα βγες απ’ το κλουβί
κι έλα στη δική μου τη διαδρομή
κι είμαι έρημο πουλί.
Τώρα τώρα πάει κι αυτή η μπόρα
σήμανε αργή
αλλά θα ξαναρθεί
η τελευταία ώρα.
Ο άτριχος πίθηκος
Το ‘χα τρακάρει και το ‘χα αγαπήσει
ήσουν παιδούλα κι όλο ζωντανή
μα ποια σου χάρις και ποιος θα σε γνωρίσει
δεν φτάνει να ‘σαι μοναχά παιδί.
Και στα ντουβάρια ακόμα κι αν μιλάω
την αορτή μου βγάζω στο κλαρί.
Άτριχέ μου πίθηκε, αχανής, ειν’ η μπαμπεσιά σου,
ηρωίνωσες το LSD απ’ την
άγνοιάσου
κι απ’ τη δειλία σου που είναι δικαστής.
Εμείς έχουμε ιστορία, πολεμήσαμε στην Τροία
Και συ μου ‘γινες πρεζόνι και σε πήρε το βαγόνι.
Που πας ξυπόλητη μωρή στ’ αγκάθια.
Βρες τη δύναμή σου κι έλα
έλεγχο θέλει κι η τρέλλα
εγώ έχω καθαρίσει
και αυτό ίσως βοηθήσει.
Στην απουσία λιώνω την ουσία
αναστενάρισσά μου μη χαθείς
στο πάντρεμα με την ανυπαρξία
δεν φτάνει να ‘σαι μόνο χασικλής.
Και μια στιγμή να σπάσεις τα ντουβάρια
τη δύναμή σου κράτα σταθερή
άτριχέ μου πίθηκε, η αυγή,
δείχνει τα τσιμέντα
μένει η ύπαρξή σου ορφανή
μένει κι η πατέντα
που σου επέβαλε να μείνεις αριθμός.
Εμείς έχουμε ιστορία πολεμήσαμε στην Τροία
και συ μου ‘γινες πρεζόνι
κούφια η ώρα που μας ζώνει
ανυπερθέτωσαν αι δυσκολίαι…
Όλοι δηλώνετε ιδιότητα
Όλοι δηλώνετε ιδιότητα,
καταναλώνετε ποσότητα,
και μου στερείτε τον ήλιο.
Κι εγώ δεν έχω καν ταυτότητα
κι αν είμαι μια μηδαμινότητα,
φτιάχνω δικό μου βασίλειο.
Αν μου ξηγιόσουνα αλάνικα,
τραγούδια μεξικάνικα
θα σου ‘φτιαχνα πολλά.
Και ξεπερνώ τη Λολομπρίτζιτα,
σαν το ‘ριξα στη βίζιτα,
αντικανονικά.
Δεν χαμπαριάζετε ρε μόμολα,
Όταν σας έδινα το πόμολα,
Να διαλύστε τον τοίχο.
Κολλήσατε στο μποτιλιάρισμα
κι ας σας το ‘χα κάνει χάρισμα,
να ξεπεράστε τον φρίκο.
Κι αν η ζωή σας θέλει βλήματα,
τελειώσανε τα θύματα
και πάλι απ’ την αρχή.
Θε να σε φτιάξω εγώ αθάνατη,
παράτα τη και γάμα τη,
τη σχετική ζωή.
Ρε μη μου πια τους κύκλους τάραττε,
τσιτατοχάφτη τρισκατάρατε
και μια πορδή μου θα φτάσει.
Και σαν ο πεντεφρής σου σε πονεί,
θε να σου βάλω λουκουμόσκονη
να λουκουμιάσει η πλάση.
Εσύ ξεφούσκωνες τα λάστιχα,
σε γράψαν στα κατάστιχα,
των τεντυμποϊστών.
Κι εγώ έχω γίνει γομολάστιχα,
που σβήνει τα τετράστιχα,
ανθρώπων και θεσμών.
Πως μ’ αρρωσταίνει
Πως μ’ αρρωσταίνει αυτή η ζωή.
Πως μου χοντραίνει την ψυχή,
καθυστερώντας την απόφαση,
καθυστερώντας την απόφαση