Πέμπτη 2 Αυγούστου 2018

Α. ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ (1940-1991)


Η πικροδάφνη
Το στόμα σου κάθε πρωί μυρίζει πικροδάφνη
κι όπως ο ύπνος βαραίνει ακόμα τα μάτια σου
σε παίρνω πάλι εκεί που το σκοτάδι
μας προστάτευε χτες
χωρίς ταυτότητα, αφομοιωμένους και πλήρεις.
Με το λίγο φως που μπαίνει απ’ το παράθυρο
αρχίζουν και φαίνονται τα σημάδια στο λαιμό.
στο στήθος, στην κοιλιά, σαν από πάλη
που έδοσε η αγάπη μας και νίκησε
και συ γαλήνια να ξυπνάς
και ν’ ασημίζεις από σπέρμα,
να βεβαιώνεσαι για το βλέμμα μου
και να ξανακοιμάσαι στις πικροδάφνες σου.
Ποιος ξέρει τι ονειρεύεσαι και δεν αφήνεις το χέρι μου,
μόνο το σφίγγεις και χαλαρώνεις σαν παιδί
που φοβάται να μείνει μόνο στα όνειρά του,
βυθίζεσαι σε μια θάλασσα από μένα κι από σένανε
χωρίς φύκια κι ουρανό, μόνο
στόμα, ιδρώτα και ψίθυρο.

Ερωτικό
Τα χείλη σου μισανοίξανε ωριμάσανε
είσαι δεν είσαι δεκαεφτά
με μια κάθετη γραμμή στη φλούδα όπως το σύκο
    έσκασε άνοιξε
και βγήκε ο Ιούλιος από μέσα·
τα χείλια μου πεισματικά χρόνια κλεισμένα
κάτι πήγαν να πουν της συφοράς της πίκρας,
ν’ αρθρώσουν τα’ όνομά σου,
τ’ άρπαξες τα ρούφηξες και πια το καλοκαίρι
τελειωμό δεν έχει
όλο κόκκινα λουλούδια της φωτιάς του αιμά του
χόρτα τσουκάλι κι έρωτας.

Παράπονα
Στις ταβέρνες του Μεταξουργείου
κινδυνεύεις από μαχαίρωμα,
στα λαϊκά σινεμά απ’ το επ’ αυτοφώρω,
στο πάρκο από τα μπλόκα της αστυνομίας,
στα ουρητήρια μην κάνει φτερά το πορτοφόλι σου
και στο λιμάνι
μην αρπάξεις καμιά σύφιλη από ναυτικούς
-κατά κανόνα, εύκολη λεία.
Άσε πια το χτυποκάρδι σου
αν φέρεις μες στον πυρετό σου κάποιον σπίτι.
Παλιά, μας καίγαν με τις μάγισσες
πάνω σε μια καρότσα,
με μια τσουγκράνα και με φρύγανα.
Μας αναγνώριζε ο θεός,
έτσι καρβουνιασμένους,
να πούμε, βρε αδερφέ, το τι τραβήξαμε,
να βρούμε, έστω μεταφυσικά, το δίκιο μας;
Ποιος να ξέρει…

Αυτογνωσία
Και το φεγγάρι αυτοπυρπολείται
ξέροντας τόσα πολλά για όλους μας,
σαν πουτάνα που γέρασε στο κουρμπέτι
και σκύβει τώρα στο πλεχτό της,
σοφή απ’ όσα είδε,
χωρίς ελπίδα ή ψευδαισθήσεις,
χωρίς να περιμένει πουρμπουάρ,
χωρίς να περιμένει σύνταξη,
χωρίς να καρτεράει το γιο της απ’ τη φυλακή,
χωρίς ν’ αδημονεί καν για το θάνατο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου