Δευτέρα 6 Αυγούστου 2018

Π. ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ (1948-1990)




Μου ‘πες θα φύγω
Μου ‘πες θα φύγω χθες στο βράδυ ξαφνικά
απλώς κουράστηκα δε φταίω για όλα αυτά
Θεέ μου δε θέλει το βλέπω καθαρά
κι όλα γίναν Θεέ μου τόσο μα τόσο ξαφνικά.

Σηκώθηκα μονάχος το πρωί
χωρίς καφέ χωρίς τσιγάρο και ψυχή
Θεέ μου το ξέρω τώρα είμαι μοναχός
κι όμως θα γυρίσει πάλι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.

Το ξέρω είναι λίγο δύσκολο μα εγώ
στο λέω μπορούσα να περιμένω και μπορώ
βλέπεις οι δυο μας μόνοι δε νιώσαμε ποτέ
τώρα πες μου, ποιον θα ‘χεις να τα λες;

Που να γυρίζεις
Έξω ο καιρός βροχερός, λέω να βγω να μη βγω
που να γυρίζεις;
Λέω να πάω σινεμά, βόλτα απ’ του Γιώργου το μπαρ
Που να γυρίζεις;

Έξω βραδιάζει, έπιασε αγέρας δυνατός
βρέχει κι εγώ γυρνάω μοναχός
ψάχνω κάπου στην τύχη να σταθώ
και σπίτι δεν θα μπορώ να κοιμηθώ.

Στην πόλη τα φώτα σβυστά
δυο φίλοι μου λεν γεια χαρά
που να γυρίζεις;

Το ξέσπασμα
Μια μέρα στην Αθήνα
μπούχτισα απ’ τη ρουτίνα
φιλάω τη γριά μου
κι απλώνω τα φτερά μου
κι όπου γουστάρω πάω
και τρέχει ο άνεμος μπροστά
τον ήλιο ακολουθάω
κι ο μήνας έχει εννιά.

Κι οργώνοντας τους δρόμους
ακούω χιλιάδες νόμους
μα εγώ όμως προχωράω
και πίσω δεν κοιτάω
κι όπου γουστάρω πάω
και τρέχει ο άνεμος μπροστά
τον ήλιο ακολουθάω
κι ο μήνας έχει εννιά.

Οι σοβαροί κλόουν
Τους είδα στα υπόγεια καταφύγια
κείνες τις νύχτες του Μαγιού
με βλέμμα καρφωμένο προς την πόρτα
ανήσυχο από το φόβο του διωγμού.

Τους είδα βιαστικούς μέσα στη νύχτα
σ’ ένα παράνομο κρυφτό
δραπέτες των λεωφόρων
σκορπώντας στους πολίτες πανικό.

Τους είδα σε διαδήλωση
να φεύγουν με τη γεύση του μισού
το πλήθος ξέρναε την αγρύπνια τους
και τους σημάδευε το μάτι ενός φακού.

Στα σκοτεινά δωμάτια με συζητήσεις
που δεν τέλειωσαν ποτέ
στις μυστικές βιβλιοθήκες και στα πάρκα
με Πόε, με ντε Σαβ και Μαρκ Τουέν
και με μια άγνωστη αρρώστια στη σάρκα.

Γυμνοί από αγάπη κι από μίσος
διωγμένοι σαν εξτρεμιστές
γνώρισαν τον Χριστό μέσα απ’ την πείνα τους
ή μες στις φυλακές
πεθαίνοντας στον τρόμο ότι πεθαίνεις
στην αγωνία της επόμενης στιγμής.

Τους είδα περαστικούς
από τις αίθουσες των Πανεπιστημίων
και των δημόσιων σκοτεινών ψυχιατρείων
να συλλαβίζουνε την αλφαβήτα της κραυγής.

Το ’69 με κάποιο φίλο
Το ’69 καθώς γυρνούσα εδώ κι εκεί
τους δρόμους έπαιρνα νωρίς απ’ το πρωί
είσαι ένα φίλο λιωμένο από ρακί
τα παρατάω μου ‘πε κι αρχίζω απ’ την αρχή.

Σ’ ένα παγκάκι στο μουσείο σε μια γωνιά
μου ‘πε κλατάρω δεν αντέχω άλλο πια
δουλειά και σπίτι, σπίτι και δουλειά
θα τα φτύσω όλα και θα φύγω μια βραδιά.

Τ’ αφεντικό με βρίζει η μάνα μου βογγά
μια καλημέρα δε μου λεν στη γειτονιά
πως είμαι αλήτης συνεχώς μου κοπανά
γι’ αυτό σου λέω Παύλο φεύγω πια για τα καλά.

Μια μέρα γύρισα στο σπίτι το πρωί
βρήκα ένα γράμμα πεταμένο στην αυλή
όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή
τον Λευτέρη λέει τον εκλείσαν φυλακή
αποπλάνησε είπαν δεκαεξάχρονη μικρή
αποπλάνησε είπαν…

Στην Κ.
Όταν κάποιο βράδυ θα σε ξυπνήσει απότομη η
    κραυγή σου
και τρέξεις στη μαμά σου να το πεις
και εκείνη τρομαγμένη μες στο ψυγείο κλείσει τη
    φωνή σου
θα ‘ναι αργά μεσάνυχτα και θα ‘χεις κουραστεί.
Όταν θα αγαπήσεις το γέλιο σου και την αναπνοή σου
και δεις πως έχεις κάτι να μας πεις
στο πλάι σου ο άνθρωπος που διάλεξες βιτρίνα στη
    ζωή σου
τριάκοντα αργύρια αντίτιμο σιωπής.

Πες μας τι θα γίνει αν κάποτε αγγίξεις το κορμί σου
και το ‘βρεις τσακισμένο απ’ τις πληγές
και γύρω σου κούκλες χλωμές ανίκανες να ακούσουν
    τη φωνή σου
και οι αλήθειες σου να σέρνονται στο πάτωμα γυμνές.

Η ώρα του Stuff
Κίτρινο το σούρουπο η ώρα έξι και μισή
πες μου κάτι μίλησε δεν αντέχω στην σιωπή
κλείσε το παράθυρο, τρέμω και το σκέπασμα βαρύ
τούτη η πόλη γίνηκε ανυπόφορη πληγή.
Δες βραδιάζει, μη μιλάς, μόνο έλα λίγο πιο κοντά.

Ξέρω πως ανάσκελα θα μας βρούνε ένα πρωί
σέρνοντας στο βλέμμα μας
κάποια σιωπηλή κραυγή
άδειο θαν’ το πρόσωπο κι η ματιά τους αδειανή
με ένα αργό θάνατο να μας λειώνει το κορμί.
Μη φοβάσαι σβησ’ το φως δεν υπάρχει που, πότε και πως.
Πριν τελειώσει η νύχτα αυτή, πριν μας έβρει το πρωί.

Πες μου αν μ’ αγάπησες όσο ο ήλιος την αυγή
όσο ο γκρίζος ουρανός κάποιας άνοιξης βροχή
αν τον φόβο μου έβλεπες πίσω από κάθε μου φιλί
πες μου αν μ’ αγάπησες όσο η νύχτα τη σιωπή.

Τω αγνώστω Θεώ
Σ’ είδα χθες το βράδυ να κάνεις εμετό
φύγε μου ‘πες φίλε μου πριν γίνει το κακό
μέσα μου κρύβω Μορλόκς μαύρα ξωτικά
μισώ μου ‘πες το σώμα μου κι αρνιέμαι στα τυφλά
κι ουρλιάζω σιωπηλά.

Ήταν πρωί τ’ Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή
σκοράριζες τον θάνατο κει στη δεξαμενή
και σκούζοντας γι’ αλήθειες που στάζαν πανικό
σε βρήκαν τα μεσάνυχτα ολότελα γυμνό
να καρφώνεις στο κενό.

Η Άννα μου ‘πε Παύλο  Αθήνα είναι τρελή
τη νύχτα ειν’ ολοφώτιστη τη μέρα σκοτεινή
μ’ αγάλματα κομμάτια στα μάτια της τα δυο
τριγύρναε στα μουσεία μ’ ένα μπάσταρδο μωρό
κι ανάμεσα στις πέτρες θυσία τω άγνωστω Θεώ
κόβει η δόλια μάνα τη γλώσσα απ’ το μωρό
τραγουδώντας σ’ αγαπώ.

Η.
Είναι μέρες που πατάω γερά
είναι μέρες που το νιώθω πως πεθαίνω
δε ξέρω αν είναι πριν ή τώρα ή μετά
μα μέσα σε είκοσι λεπτά
σ’ είδα να με μισείς,
σ’ είδα να μ’ αγαπάς και περιμένω.

Φωνή του φίλου κατάντησε φτηνή
στην κρίση σου αλύπητα αφημένη
και κάπου υπάρχει μια αιώνια απειλή
σε σένανε μονάχα αφοσιωμένη.

Είμαστε μόνοι εγώ και συ
κι ανάμεσά μας μια φωνή απελπισμένη
σ’ ότι μισώ, σ’ ότι αγαπώ, είμαι εγώ,             
μα πίσω μου εσύ είσαι κρυμμένη.

Του εγώ μου φίλε τα όσα στεγανά
διαλύθηκαν σε κάποια μαύρη φλέβα
σ’ ένα μονόδρομο αγωνίας, αλήθεια και ψευτιά
το ίδιο πρόσωπο σκοτάδι με τη μέρα.

Παραπονιέμαι στη σκιά, με μια καρδιά και μια
    παντιέρα
ειν’ η ηρωίνη φίλε και ίσως να ξεχαστείς
μα λες πως την ελέγχεις
πως ξέρεις τι ζητάς και το γιατί.

Θέλει χρυσάφι και κάποια υποταγή
αγάπη μεταχείριση στα μέτρα τα δικά της
ειν’ επικίνδυνη και θέλει προσοχή
θανάτου άγγελος σωματοφύλακάς της.

Μα είναι γλυκιά πολύ γλυκιά
μα είναι κλειστά τα περιθώριά της
και είναι αυτή, μονάχα αυτή
και δεν μπορεί κανένας, μα κανείς να την
    χορτάσει.
Ένα φιξάκι φίλε μου δεν είναι παρά μια στιγμή
Κι όμως μπορεί να γίνει μια ολόκληρη ζωή.

RnR’ στο κρεβάτι.
Γουστάρω να σ’ ακούω κούκλα μου όταν μιλάς
να αλληθωρίζουν μάτια όταν στην πίστα πηδάς
γουστάρω όταν ακούω «Αχ, τι παιδί ειν’ αυτό!»
γιατί εσύ ξέρεις στο κρεβάτι τι θα πει ροκ εντ ρολ.

Στα σκοτεινά δωμάτια ειν’ η ψυχή μας γυμνή
και δεν χωράν εκεί μυστικά
και συ μονάχα ξέρεις πως η αλήθεια ειν’ εκεί
που η μοναξιά μου στον καθρέφτη κοιτά.

Γουστάρω που όταν κλαίω δεν ρωτάς το γιατί
γιατί εσύ ξέρεις πως ο πόνος μου έχει αιτία τυφλή
γουστάρω σαν γατούλα όταν μου παίζεις κρυφτό
κι όταν φοβάμαι μη σε χάσω να μου λες σ’ αγαπώ.

Το ξέρω πως δεν ειμ’ αυτός που πάνω του θα στηριχτείς
ούτε λεφτάς κι ίσως γυρνάς πιωμένο μες στα μπαρ να με βρεις.
Όμως εγώ θα σου μετρώ της πόλης το σφυγμό μ’ αγκαλιές
θα σου χαϊδεύω το μυαλό με χίλιες και μια νύχτα γλυκιές.

Ο χαρμάνης
Χαρμάνης κι άφραγκος μεσάνυχτα Αθήνα
κι ούτε ένας φίλος δεν υπάρχει πουθενά
Χριστέ μου βόηθα να περάσει τούτη η νύχτα
κι έχω τον πόνο για μονάχη συντροφιά. 

Νομίζω άδικα τις ώρες μου πως χάνω
και κάθε μέρα μπαίνω όλο πιο βαθειά
και μια γυναίκα να τα βρούμε πόσο κάνουν
δε βρίσκω Θε μου ή δεν υπάρχει πουθενά.

Στο δρόμο οι φάτσες μακρινές είναι και ξένες
και δεν γουστάρω να παίρνω μέρος στα κοινά
ίσως να ‘ρθούνε οι καλύτερες ημέρες
πάντως για μένα τούτη η νύχτα είναι κακιά.

Το μπλουζ του αποχωρισμού
Απόψε τόσος μόνος να ‘μια
και συ να λείπεις μακριά
σαν να ‘ναι τώρα το θυμάμαι
το τελευταίο όταν μου ‘πες έχε γεια.

Ήτανε τρεις θυμάμαι Απρίλη
κάποια Δευτέρα αλλιώτικη
κι ήτανε κάπου προς το δείλι
όταν δακρύσαμε στο τελευταίο φιλί.

Μεγάλωσες μες στα σαλόνια κι έμαθες
στο πάρκο με τα περιστέρια
με τον αλήτη που ‘μπλεξες τι γύρευες
αφρόψαρο στα φουσκονέρια.

Κάποτε κύλαγε το αίμα
μέσα στις φλέβες μου καυτό
τώρα συμβόλαιο με το ψέμα
έχουμε κάνει εσύ εκεί και εγώ εδώ.

Μα αυτή τη νύχτα ώρα μία
όπου κι αν είσαι θα αισθανθείς
το κάλεσμά μου σαν μια υποψία
μες στο σκοτάδι στα τυφλά να σε καλεί.       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου