Πέμπτη 2 Αυγούστου 2018

ΝΤ. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ (γ. 1931)


Ενός λεπτού σιγή
Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

Τύψεις
Όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει
η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι
τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου
από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν:
δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια,
φώτα που πέσαν πάνω μου ανελέητα,
λόγια που πρόστυχα κι απ’ τις χειρονομίες –
μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου,
όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω
μ’ ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει
βουβή, ξαγρυπνισμένη και χλομή.

Ρήμαγμα
Τις παγωμένες νύχτες της ερήμωσης,
όταν κι ο τελευταίος τράχηλος σ’ αρνείται,
ποια αρετή σου μένει ακόμα να ρημάξεις,
ποια χαρά να στολίσεις τα όνειρά σου,
ποια αθωότητα να δικαιωθείς;

Τις παγωμένες νύχτες της ερήμωσης,
ψυχή μου, πως αντέχεις τέτοιο ρήμαγμα,
εσύ που αναζήταγες τον ουρανό;   

Το χούφταλο
Έγινε χούφταλο κι ακόμα επιμένει να με κάνει κουμάντο:
«Γιατί άργησες; Που ήσουν τέτοια ώρα;» (γυρνώ στις δέκα,
και το βρίσκει αργά». Μάτι επιτιμητικό, γεμάτο κακία, γυναίκα
που συνήθισε για το παραμικρό να τιμωρεί το παιδί της. Και
τώρα που μεγάλωσα, ακόμη τα ίδια. Να μη με δει καμιά βραδιά
να επιστρέφω χαρούμενος –αμέσως αρχινάει το φαρμάκι:«Ως
τώρα περίμενα τον πατέρα σου απ’ τις ταβέρνες, τώρα περιμένω
εσένα απ’ τους δρόμους». Κι όσο περνούν τα χρόνια και χάνει
από πάνω μου τον έλεγχο, κοιτάει πώς να με εξουθενώνει
καθημερινά με κλάματα και με αρρώστιες. Και πάντα η ίδια
επωδός: «Σκύλε, εγώ πεθαίνω, κι εσύ γλεντάς!»

Θε μου, η μητρική στοργή που βρήκε τόσο δηλητήριο; Κι η μάνα
που έτρεμε μην πάθω τίποτε από μικρός, πως τώρα το ‘βαλε
σκοπό να με ξεκάνει; 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου