Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

Κ. ΓΩΓΟΥ (1948-1993)



 Η ζωή μου είναι σουγιάδες
σε βρόμικα αδιέξοδα
σάπια δόντια ξεθωριασμένα συνθήματα
μπάσο βεστιάριο
μυρουδιές από κάτουρα αντισηπτικά
και χαλασμένα σπέρματα. Ξεσκισμένες αφίσσες.
Πάνω κάτω. Πάνω κάτω η Πατησίων.
Η ζωή μας είναι η Πατησίων.
Το ROL που δεν ρυπαίνει τη θάλασσα
κι ο Μητροπάνος μπήκε στη ζωή μας
μας τον έφαγε η Δεξαμενή κι αυτόν
σαν τις ψηλόκωλες.
Εμείς εκεί.
Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
την ίδια διαδρομή.
Ξεφτίλα – μοναξιά – απελπισία. Κι ανάποδα.
Εντάξει. Δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε.
Μονάχα όταν βρέχει
Βυζαίνουμε κρυφά το δάκτυλό μας. Και καπνίζουμε.
Η ζωή μας είναι
άσκοπα λαχανητά
σε κανονισμένες απεργίες
ρουφιάνους και περιπολικά.
Γι’ αυτό σου λέω.
Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε
να μην την κοπανήσουμε. Να ζυγιαστούμε.
Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας, ρε.
Μη. Βρέχει. Δωσ’ μου τσιγάρο.

*****

Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων
    σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο. Μετς.
Κάνουν ότι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν ερήμους
διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.
Εμένα οι φίλοι μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτώρια Κουκάκι Γκύζη.
Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια
    μανταλάκια
τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά
    φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ότι λάχει.
Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή.
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί η δική σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.

*****

Τροίας 35α
Το σπίτι μου όπως και το δικό σας
μπαίνει στα σπίτια των άλλων ανθρώπων
έτσι στενοί που ‘ναι οι δρόμοι
έτσι πολλοί που ‘ναι οι άνθρωποι.
Είναι φορές κολλητά όπως ζούμε
που θαρρώ πως κοιμόμαστε στο ίδιο κρεβάτι
πλένουμε τα δόντια μας με το ίδιο βουρτσάκι
και τρώμε το ίδιο φαΐ.
Μόνο που όταν φεύγετε
αφήνετε τα πιάτα σας άπλυτα
δεν εξηγείται αλλιώς
έτσι βρόμικος που είναι πάντα ο νεροχύτης.
Δεν πειράζει όμως.
Και κάνω ότι μπορώ
για να σας δείξω πόσο σας αγαπάω.
Γι’ αυτό κολλάω το μουστάκι
και βγαίνω με τη βεντάλια στη βροχή.
Για να γελάσουν τα παιδιά σας.
Μονάχα σας παρακαλώ μη μας κουτσομπολεύετε.
Κι αφήστε τη δική μου τη Μυρτώ ήσυχη.
Έτσι γεννήθηκε.
Λυπημένη.

*****

Η καταγωγή της οικογένειας
Σου την έφερα, παλιομπάσταρδε.
Κάνω τράκα τσιγαράκι απ’ το πακέτο σου
και μου δίνεις φωτιά.
Φυσάω καρφί τον καπνό
στα ξέθωρα απ’ τα γεράματα μάτια σου
και σε ρωτάω κοιτώντας τη φίλη μου
«Σου γουστάρει η γκόμενα;»
Βγάζεις απ’ το αρχαίο πορτοφόλι σου
μια φωτογραφία. Είμαι γω 5 χρονώ.
Μ’ έναν ηλίθιο φιόγκο στο κεφάλι
Πάνω σε μια καρέκλα.
Μου λες με σπασμένη φωνή «Κοίτα πως ήσουνα
    μικρή…»
κι είσαι έτοιμος να τα μπήξεις
παλιομπάσταρδε, δε θα με ρίξεις.
Έρχεται η κόρη μου.
Τη λες ευχαριστώ για το γλυκό
και μασάς αργά ένα βάτραχο.
Φοβάσαι.
Οι φλέβες σου φουσκώσανε
τα μηνίγγια σου χτυπάνε
η σοκολάτα που ‘φερες για τη μικρή
έχει λιώσει στην τρύπια τσέπη σου
θα ‘χει κολλήσει στο σώβρακό σου.
Είμαστε ξανά οι δυο μας τώρα.
Εσύ συνταξιούχος, μωρό μου.
Κι εγώ ανεβασμένη στην καρέκλα
Με τον ίδιο ηλίθιο φιόγκο.
5 χρονώ. 19 χρονώ. 20. 30.
Όλη μου τη ζωή, πατέρα.

*****

Καλημέρα, γιατρέ μου.
Μη.
Μη σηκώνεστε. Άλλωστε δεν έχω τίποτα σοβαρό.
Τα γνωστά.
Γράψτε βάλιουμ μαντράξ στεντόν τριπτιζόλ
    -ξέρετε τώρα εσείς-
κάντε με κοινωνικό πρόσωπο
βολέψτε με τέλος πάντων με τους ομοίους σας
περάστε με στους χαφιέδες σας
πηδήξτε με αν θέτε
ωραίες οι γκραβούρες στους τοίχους σας.
Τσάκω τώρα στα σβέλτα το χιλιάρικο
και φερ’ τη συνταγή
γιατί τέρμα η υπομονή μου, παλιόπουστε
κι όπου να ‘ναι θα εκραγεί.
Μη. Μη σηκώνεστε, γιατρέ μου. Δεν είναι σοβαρό.
Ευχαριστώ.
Καλημέρα σας.

*****

Με το κεφάλι θρύψαλα
απ’ τη μέγκενη των παζαριών σας
την ώρα της αιχμής και κόντρα στο ρεύμα
θ’ ανάψω μια μεγάλη φωτιά
κι εκεί θα ρίξω όλα τα μαρξιστικά βιβλία
έτσι που να μη μάθει ποτέ η Μυρτώ
τα αίτια του θανάτου μου.
Μπορείτε να της πείτε
Πως δεν άντεξα την άνοιξη ή πως πέρασα με κόκκινο.
Ναι. Αυτό είναι πιο πιστευτό.
Με κόκκινο. Αυτό να πείτε.

*****

25 Μαΐου
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
Και θα βγω στους δρόμους
Όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
ένα κομμάτι απ’ τον πατέρα
κι ένα κομμάτι απ’ τη θάλασσα –αυτά που μ’ άφησαν-
και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.
Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
ίσα ολοΐσα στη φωτιά
και θα μπω όπως και χτες
φωνάζοντας «φασίστες!»
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
μ’ ένα κόκκινο λάβαρο
ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Θ’ ανοίξω την πόρτα
κι είναι –όχι πως φοβάμαι-
μα να, θέλω να σου πω πως δεν πρόλαβα
και πως εσύ πρέπει να μάθεις
να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
χωρίς όπλα, όπως εγώ
-γιατί εγώ δεν πρόλαβα-
Γιατί τότε θα χαθείς όπως κι εγώ
«έτσι» «αόριστα»
σπασμένη σε κομματάκια
από θάλασσα, χρόνια παιδικά
και κόκκινα λάβαρα.
Ένα πρωί
Θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τα’ όνειρο της επανάστασης
μες στην απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται
μες στην απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με τον χαρακτηρισμό –μην τους πιστέψεις!-
προβοκάτορας.

*****

Η μοναξιά…
δεν έχει το θλιμμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάρδα παλιών «καλών» καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοϊδίσιο βλέμμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.

έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι –Αγ. Βαρβάρα –Κοκκινιά
Τούμπα- Σταυρούπολη- Καλαμαριά.
Κάτω απ’ όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ’ αλυσίδες
    τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γης –εδώ κοντά ειν’ η
    Κοτζιά-
ξυπνήστε πρωί
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατέλειωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ- ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γαντζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεϊμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω απ’ τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει
    γυρίζει γυρίζει

*****

Θα ‘ρθει καιρός που θ’ αλλάξουν τα πράγματα.
Να το θυμάσαι, Μαρί.
Θυμάσαι, Μαρία, στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
Που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
-μη βλέπεις εμένα- μη κλαις. Εσύ εισ’ η ελπίδα
άκου θα ‘ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουνε γονιούς
δεν θα βγαίβνουν στην τύχη.
Δεν θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές
με γερμένους απ’ έξω.
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δεν θα ‘μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι –σκέψου!-  θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες.
Να φυλάξεις μονάχα
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές
απροσάρμοστοι –καταπίεση- μοναξιά- τιμή-
    κέρδος- εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι, Μαρία –δεν θέλω να λέω ψέματα-
δύσκολοι καιροί.
Και θα ‘ρθουνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω –μην περιμένεις κι από μένα πολλά-
τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω καλά:
«Σημασία έχεις να παραμένεις άνθρωπος».
Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ’ όλα αυτά, Μαρία.         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου