Στη
μνήμη της θείας μου
Καλλιόπης Πλιάκα
Πριν από πολλά χρόνια υπήρχε ένα μικρό αγόρι, μόνο και
λυπημένο, που μεγάλωνε ανάμεσα σε γέρους και γριές με μαύρα ρούχα. Η γιαγιά τού
είχε χαρίσει έναν ωραίο ξύλινο σταυρό κι ένα χρυσαφένιο λιβανιστήρι και για να
την ευχαριστήσει συνέχεια έψελνε και ευλογούσε. Ήθελε να γίνει παπάς, μα λίγο
μετά που αυτή πέθανε -και όλοι οι άλλοι- και τα μαύρα ρούχα έγιναν σκιές,
άλλαξε γνώμη. Αποφάσισε να γίνει πόρνη, αφού πάντα του άρεσε να χαϊδεύει λευκές
και απαλές σάρκες. Δυσκολεύτηκε να μεγαλώσει. Στον ελεύθερο χρόνο του έφτιαχνε
ποιήματα, απλά και μόνο για να αποδείξει στον εαυτό του ότι πραγματικά υπάρχει.
Αυτά όμως έβγαιναν σκάρτα. Οι λέξεις κλοτσούσαν, οι φράσεις μπερδεύονταν, δεν
έβγαινε νόημα. Δεν έχανε το κουράγιο του. Τα δούλευε συνέχεια, χρόνια ολόκληρα,
χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ώσπου ξαφνικά γέρασε. Πλέον δεν υπήρχε λόγος, πήρε τα
χαρτιά στα χέρια του και τα ‘κανε χίλια κομμάτια. Ετοιμοθάνατος στο κρεβάτι του
φέρανε τον ιερέα να μεταλάβει για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του. Τα μαύρα
ρούχα τον τρόμαξαν, στο νου του ξαφνικά ήρθαν οι παλιοί εφιάλτες, οι νυχτερινές
ουρήσεις και οι υπνοβασίες. Τον έδιωξε κακείν κακώς, στο διάολο ψεύτη. Έμεινε
μόνος. Σκατά, μια μαλακία ήταν, είπε και η κομματιασμένη ψυχή τράβηξε
ασθμαίνοντας για τον ουρανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου