«Σήκω,
θα αργήσεις». Προσπαθεί να με ξυπνήσει και τοκ τοκ, χτυπά δυο φορές την πόρτα. Κοτζάμ
μαντράχαλος, η μαμά έχει ακόμα την
έγνοια μου. Κάνω κακό ύπνο, μα ανέκαθεν είχα πρόβλημα με το πρωινό ξύπνημα. Από
παιδί, ήταν το μαρτύριό μου. Μετά τις πρώτες άκαρπες προσπάθειες της μαμάς, ο
πατέρας μπουκάριζε αγριεμένος στο δωμάτιο, πέταγε τα σκεπάσματα μακριά και έβαζε
τις φωνές. «Σήκω τεμπελόσκυλο, μεσημέριασε!» Η καρδιά μου άρχιζε να χτυπά δυνατά,
έτοιμη να σπάσει και πεταγόμουν πάνω σαν ελατήριο, τα πόδια μου έβγαζαν φτερά,
μα το χτυποκάρδι δεν έλεγε να σταματήσει. Έφταιγε ο «κιρκάδιος κύκλος» μου, μα το
έμαθα πολύ αργότερα απ’ τον βιολόγος μου στο λύκειο. Τον είχαμε πρώτη ώρα και μάλιστα
δευτεριάτικα. Έφτανα πάντα καθυστερημένος, μα έδειχνε κατανόηση και δεν το πήρε
ποτέ προσωπικά το ζήτημα, όπως κάποιοι άλλοι. Μελετούσε νευροεπιστήμες και τον
ανθρώπινο εγκέφαλο, δαρβινιστής, υλιστής και άθεος, με σοβαρά όμως επιχειρήματα.
Ήμουν, λοιπόν, ένα δείγμα του ελαττωματικού «τύπου βήτα», όπως έλεγε, ανήκα δηλαδή
σ’ εκείνη την ισχνή μειοψηφία που ο εγκέφαλός τους λειτουργεί καλύτερα την
νύχτα παρά τη μέρα, ένα λάθος της φύσης, ας πούμε. Είχα, λοιπόν, μια πολύ καλή
δικαιολογία για τις αργοπορίες μου, αν και οι καθηγητές έδειχναν επιείκεια και
σ’ αυτό, σίγουρα, θα ‘παιξε το ρόλο του το επάγγελμα και η κοινωνική θέση του
πατέρα. Ο λυκειάρχης τον γνώριζε προσωπικά.
Ήμουν πάλι
με δυο ώρες ύπνο και το κεφάλι μου έτοιμο να σπάσει. Ντύθηκα βιαστικά, ήπια ένα
χάπι και πήρα ένα κουλούρι για το δρόμο. Η μαμά μού είχε ψήσει καφέ μα δεν
προλάβαινα, μια ρουφηξιά μόνο στα όρθια, τη φίλησα βιαστικά και έφυγα τρέχοντας.
Στην είσοδο συνάντησα το διαχειριστή της πολυκατοικίας που ψαχούλευε την αλληλογραφία
και αλλάξαμε βιαστικές καλημέρες. Ήταν ένα καλοσυνάτο γεροντάκι, πρώην καπετάνιος
του εμπορικού ναυτικού που ακόμη έστεκε καλά στα πόδια του. Έξω, θέριζε. Φλεβάρης
μήνας, χειμώνας βαρύς και η θερμοκρασία λίγο πάνω απ’ το μηδέν. Άναψα τσιγάρο,
σήκωσα τους γιακάδες της καπαρντίνας και χώθηκα βαθιά μέσα στις τσέπες μου.
Πρέπει να κρύωσα χτες, γιατί είχα έντονα ρίγη, μπορεί όμως να ήταν μόνο απ’ την
κούραση. Δεν είχα κοιμηθεί καλά, μου έλειπε ύπνος. Ευτυχώς η υπηρεσία ήταν
πέντε λεπτά δρόμος με τα πόδια, γιατί ούτε αυτοκίνητο είχα ούτε μηχανάκι, ούτε καν
ποδήλατο ήξερα να οδηγώ. Λένε πως το πρωινό περπάτημα κάνει καλό στην υγεία, όχι
όμως όταν είσαι κακονύχτης, ειδικά μ’ αυτό το ψοφόκρυο.
Στην
είσοδο χαιρέτησα το φρουρό και μπήκα μέσα. Ο κλητήρας καθόταν στο γραφείο του
και μουτζούρωνε κάτι χαρτιά. Όταν με είδε να μπαίνω τα έχωσε βιαστικά στο συρτάρι
και σηκώθηκε όρθιος. «Καλημέρα σας», είπε και με πλησίασε προσεχτικά ρίχνοντας μια διερευνητική ματιά
γύρω του. Έδειχνε ανήσυχος και κάπως φοβισμένος. «Σας ψάχνει ο διευθυντής, είναι
έξω φρενών», μου ψιθύρισε συνωμοτικά στ’ αυτί. Του είπα να μην ανησυχεί και τον
χτύπησα φιλικά στην πλάτη. Ήθελα μόνο να ειδοποιήσει για τον καφέ μου. Ήταν
καλός άνθρωπος, λίγο ελαφρούλης μόνο, χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις και ικανότητες, μα
για το πόστο του ο πιο κατάλληλος. Να εξυπηρετεί, δηλαδή, το υπόλοιπο
προσωπικό, να βγάζει φωτοτυπίες, να μεταφέρει φακέλους και έγγραφα απ’ το ένα
γραφείο στο άλλο, για ότι χρειαζόταν αυτός έτρεχε χωρίς να δυσανασχετεί. Αντίθετα
καμάρωνε. «Και τι θα κάνατε χωρίς εμένα, εδώ μέσα», έλεγε συνέχεια.
Εκείνη
τη στιγμή πέρασαν από μπροστά μας βιαστικοί δύο συνάδελφοι από άλλα γραφεία.
«Χαζολογάμε, κύριε κλητήρα;» του είπαν με δήθεν αυστηρό ύφος. Αμέσως έγινε
κατακόκκινος και μπερδεύοντας τα λόγια
του προσπάθησε να δικαιολογηθεί. Κάτι πήγαν να πουν και σε μένα, μα τους γύρισα
την πλάτη. Δεν ήθελα να ‘χω πάρε δώσε με
κανέναν τους, μόνο με τους αναγκαίους, αυτούς που για καθαρά υπηρεσιακούς
λόγους δεν μπορούσα ν’ αποφύγω. Τόσα χρόνια στη δουλειά, δεν είχα κάνει ούτε
ένα φίλο. Τους βαριόμουνα, ήταν όλοι τους πολύ προβλέψιμοι. Τα ίδια κρύα
αστεία, το ίδιο σνομπ ύφος, η ίδια ψευτομαγκιά, η ίδια υποκρισία. Βαριόμουνα
τις συζητήσεις τους για την μπάλα και το χρηματιστήριο, για τις γυναίκες και τα
πεθερικά τους, για τα σπουδαία και πανέξυπνα κουτσούβελα που μεγαλώνουν και
τους μοιάζουν σε όλα -τα δύστυχα- για τις σοβαρές υπηρεσιακές υποθέσεις που έχουν
αναλάβει, για την προαγωγή που περιμένουν, για την κρίση και τις οικονομικές δυσκολίες που
αντιμετωπίζουν μετά την άδικη μείωση των μισθών τους, για τη ρευστή και
επικίνδυνη πολιτική κατάσταση, για τα κουτσομπολιά και τις γκόμενες που τάχα
μου έχουν οι κακόμοιροι. Για όλα αυτά που μου φαίνονταν μακρινά, βαρετά και
αδιάφορα. Απ’ την άλλη, οι γυναίκες να βάφουν τα χείλη και τα μάτια, να κουνάνε
προκλητικά τον πισινό τους πέρα δώθε, να ρίχνουν στα βαρβάτα αρσενικά τις φλογερές
ματιές τους, να διαβάζουν στη ζούλα ιλουστρασιόν περιοδικά της μόδας για τα
ζώδια και τον ονειροκρίτη, να παίζουν πασιέντζα στον υπολογιστή και να ψάχνουν να
τυλίξουν κάποιο καλό κελεπούρι από κει
μέσα μην τυχόν και μείνουν στο ράφι. Μα και τότε, ως γεροντοκόρες δηλαδή, κάποια
δικαιολογία θα ‘βρουν να παρηγοριούνται. Ότι δώσανε προτεραιότητα στην επαγγελματική
τους καριέρα, ας πούμε, και τι έγινε που δεν παντρευτήκαν και δεν κάνανε
παιδιά, βλέπουν κι αυτούς που χωρίζουν στο χρόνο επάνω, τουλάχιστον αυτές
γλέντησαν τη ζωή τους, θα λέγανε με κακεντρέχεια οι έρημες κι αγάμητες. Κι όλο
θα χοντραίνουν. Μέσα σ’ όλη αυτή την ανυπόφορη ανθρωπίλα, με τις χρυσές μετριότητες
και τις κινούμενες δυστυχίες, μόνο ο κλητήρας δεν με ζάλιζε με παπαριές, δεν με
κούραζε με ανοησίες και πολλές φορές μου έφτιαχνε το κέφι με την παιδιάστικη αφέλειά
του. Ήταν ανύπαντρος και ζούσε με τη γριά μητέρα του. Ακόμα, από τότε που τον
πρωτογνώρισα.
Έκλεινα
δέκα χρόνια στο Εφετείο. Ο πατέρας με βόλεψε. Έγινε, βέβαια, και ένας γραπτός
διαγωνισμός, πέρασα κι από μια συνέντευξη, όλα για τα μάτια του κόσμου, αφού αν
δεν χρησιμοποιούσε τις γνωριμίες και τα μέσα του, αν δεν έβαζε λυτούς και δεμένους,
αν δεν μεσολαβούσε ακόμα και ο αρχιμανδρίτης, δεν θα ‘παιρνα τη θέση. Από καιρό
είχα τελειώσει με το σχολείο και το στρατό και μ’ όλα τα πρωινά βασανιστήρια
και γύριζα σαν κοπρόσκυλο εδώ και κει ξενυχτώντας με διάφορους τυχάρπαστους χαραμοφάηδες.
Βέβαια, είχα περάσει στο πανεπιστήμιο, πιο πολύ για τους δικούς μου, να νιώσουν
λίγο υπερήφανοι κι αυτοί για τον κανακάρη τους, μα και για δικό μου όφελος,
αφού έτσι θα έπαιρνε παράταση τουλάχιστον μια πενταετία η τεμπέλικη ανεμελιά
μου. Φυσικά δεν πάτησα το πόδι μου ποτέ, ούτε τα δωρεάν συγγράμματα δεν τους
έκανα την τιμή να παραλάβω. Ο πατέρας με προόριζε για τη νομική, όπως είχε
σπουδάσει και ο ίδιος, και γι’ αυτό πλήρωσε αδρά για ιδιαίτερα μαθήματα, αλλά
τσάμπα ο κόπος. Το μόνο που μετά βίας κατάφερα ήταν να περάσω στο τμήμα
φιλοσοφίας που είχε τις χαμηλότερες βάσεις. Όταν κατάλαβε ότι το πήγαινα για
αιώνιος και αχαΐρευτος φοιτητής, διέκοψε την οικονομική βοήθεια και μ’ έστειλε
φαντάρο στα σύνορα. Επιστρέφοντας θεώρησε ότι πλέον είχα γίνει πραγματικός άντρας
κι έπρεπε να φροντίσει για την επαγγελματική μου αποκατάσταση. Δεν ήταν δα και
καμιά κουραστική εργασία, απλή καθημερινή ρουτίνα. Συμβουλευόμουν τους νόμους
και τους κώδικες κι έγραφα τα κατηγορητήρια των υποθέσεων. Αργότερα αναλάμβανα
ολόκληρες υποθέσεις και αυξήθηκε κάπως η δουλειά. Όμως δεν είχα σκεφτεί το πιο
μεγάλο πρόβλημα, το ωράριο. Σπάνια ήμουν συνεπής και, κάθε φορά που αργούσα, η προϊσταμένη μού
τόνιζε ότι η παραβίασή του συνιστά σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα και αιτία
απόλυσης. Ευτυχώς είχα την κάλυψη του πατέρα. Ο διευθυντής τον υπολόγιζε και τον
φοβόταν και δεν τολμούσε να με πειράξει. Ως δικαστικός καριέρας, ήταν λίγο
χέστης κι αυτός με τους ανωτέρους του. Όπως και όλοι οι άλλοι φυσικά.
Μπήκα στο
γραφείο μου. «Σε ψάχνουν όλοι, που είσαι;» μου είπε αναστατωμένος ο νεαρός
συνάδελφος κι εκείνη τη στιγμή άνοιξε την πόρτα η κυρία προϊσταμένη. Όταν με
είδε έβαλε τις φωνές, αρκετά δυνατές για να τσιτώσουν ακόμα περισσότερο τα
νεύρα μου. Το έχω παραξηλώσει, είπε, ότι ώρα θέλω έρχομαι, ότι ώρα θέλω φεύγω, αυτό
το βιολί δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο, ούτε μπορεί συνέχεια να με καλύπτει. Δεν
είπα τίποτα, μόνο χαμήλωσα τα μάτια. Είχε παρουσιαστεί στο διευθυντή για την
υπόθεση της μαστροπείας. Με ρώτησε που βρίσκεται ο φάκελος, έφαγε τον τόπο, μα δεν
τον βρήκε πουθενά. «Πήγαινε να καθαρίσεις εσύ τώρα μαζί του» είπε, άνοιξε την
εσωτερική πόρτα και μπήκε αλαφιασμένη στο γραφείο της. Ο συνάδελφος, σουφρώνοντας
τα χείλη, μου ‘ριξε ένα βλέμμα συμπόνιας και κατόπιν συνέχισε τη δουλειά του. Το
γραφείο του βρισκόταν ακριβώς απέναντι απ’ το δικό μου, γεμάτο φακέλους, χαρτιά
και δικαστικές υποθέσεις. Τελευταία, είχε φορτωθεί και κάποιες δικές μου, τις
λιγότερο σημαντικές, μα δεν έδειχνε να δυσανασχετεί. Ήταν νέος στην υπηρεσία, μόνο
ένα χρόνο είχε στο τμήμα, απ’ την πρώτη
στιγμή όμως έδειξε εργατικότητα και ευσυνειδησία. Από μακριά έκανε μπαμ ότι
πήγαινε για καριέρα, εγώ πάλι όχι. Τώρα όμως έπρεπε να βρω το φάκελο και να δω το
διευθυντή κι ούτε καφέ δεν είχα πιει
ακόμα. Θυμήθηκα ότι τον είχα κλειδώσει στο συρτάρι, κάτω κάτω. Τις σημαντικές
υποθέσεις δεν τις αφήνω ποτέ έκθετες σε γραφεία και φωριαμούς, πολλά γίνονταν
στις μέρες μας. «Να μην εμπιστεύεσαι κανέναν και να προσέχεις που βάζεις την
υπογραφή σου», ήταν οι πρώτες συμβουλές του πατέρα. Ως έμπειρος εφέτης
ανακριτής, σίγουρα, κάτι παραπάνω θα ήξερε.
Ένιωθα
τα πόδια μου κομμένα, με τα χίλια ζόρια ανέβαινα τα σκαλιά. Χτύπησα την πόρτα και
μπήκα μέσα. Ο διευθυντής, σκυμμένος πάνω απ’ το γραφείο του, με κοίταξε βλοσυρά
μέσα απ’ τα γυαλιά του. Πριν προλάβω να του πω καλημέρα, είχε σηκωθεί όρθιος κι
άρχισε να με κατσαδιάζει, πρώτα για το ωράριο, κατόπιν για την υπόθεση των μαστροπών.
Την είχα αργήσει, μου είπε, και οι ανώτεροί του τον πίεζαν. Του θύμισα ότι
αυτός ο ίδιος μου είχε πει να την βάλλω τελευταία στη σειρά, ότι έχουμε άλλες
πιο επείγουσες υποθέσεις. Έτσι κι αλλιώς απ’ τη δική μου μεριά είναι έτοιμη,
μπορούσα να την προωθήσω για υπογραφή ανά πάσα στιγμή. «Εγώ ποτέ δεν σου έδωσα
τέτοια εντολή, και να προσέχεις τα λόγια σου!» φώναξε οργισμένος. Με ύφος
απόμακρο και πολύ υπηρεσιακό με αποκάλεσε ψεύτη και κοινό συκοφάντη, υπάλληλο
χαμηλής ηθικής στάθμης που δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες των πράξεων και των
παραλείψεών του. Είχε κοκκινίσει απ’ το κακό του και συνέχιζε να με κατηγορεί,
μα πλέον δεν τον άκουγα. Φταίει που ήμουν άυπνος και δεν είχα πιει καφέ ακόμα, έκανε
και μια κωλοζέστη εκεί μέσα, είχε στο φουλ το καλοριφέρ, μα ένιωθα τις φωνές
του -πρέπει ν’ ακούστηκαν σ’ ολόκληρο το δικαστικό μέγαρο- σαν σουβλιά να
τρυπάνε το κρανίο μου. Τα νεύρα μου ήταν σμπαράλια, πολύ τεντωμένα για ν’
αντέξουν έναν πρωινό εξάψαλμο. Ένιωθα παράλυτος, αποχαυνωμένος, έτοιμος να
σωριαστώ χάμω. Ευτυχώς, ο ξαφνικός θυμός με συνέφερε. Ήξερα πολύ καλά, τόσα χρόνια
στην υπηρεσία, για τις συναλλαγές που γίνονται σε ανώτερο επίπεδο, για τις
μεγάλες καθυστερήσεις στην απονομή αυτηνής που λένε δικαιοσύνης, για τα γραφειοκρατικά
εμπόδια μέχρι την τελεσίδικη παραγραφή μιας υπόθεσης, για τις παρεμβάσεις των
ανωτέρων και τα τηλεφωνήματα των παρατρεχάμενων. Ήξερα, πολύ καλά, τι σημαίνει
«βάλε τον φάκελο στο συρτάρι τελευταίο», μα δεν μ’ ένοιαζε. Δεν θα ‘βγαζα εγώ
το φίδι απ’ την τρύπα ούτε θα το ‘παιζα ήρωας και προστάτης του δίκαιου για να
μου δώσουν το παράσημο, αυτές ήταν δουλειές άλλων. Να μη βρω τον μπελά μου
ήθελα, μόνο, την ησυχία μου. Δεν ξέρω τι είχε αλλάξει με την περίπτωση των
μαστροπών και των ανήλικων αλλοδαπών γυναικών που είχαν πέσει θύματα στα δίχτυα
τους, κάποιο καινούργιο τηλεφώνημα ίσως, μια αντίθετη εντολή του υπουργείου, μα
αυτό το καθίκι προσπαθούσε να φορτώσει πάνω μου όλη την καθυστέρηση, ότι δήθεν
φταίνε οι αργοπορίες μου, η ασυνέπειά μου στην τήρηση του ωραρίου, μια γενικότερη
αμέλεια στην εκτέλεση των καθηκόντων μου.
Αυτά σκεφτόμουν και στάθηκα πάλι δυνατά στα πόδια μου. «Τι με κοιτάς σαν χάνος,
σου μιλάω!» άκουγα ξανά την οργισμένη του φωνή. Αυτό όμως που ξεχείλισε το
ποτήρι ήταν όταν μου είπε χαιρέκακα ότι πλέον «δεν είναι δω ο μπαμπάκας σου για
να σε ξελασπώσει». Θόλωσα, μου μπήκε ο διάολος μέσα και, χωρίς να πω κουβέντα,
πλησίασα προς το μέρος του. Ξαφνικά πάνιασε, έχασε το χρώμα και τη μιλιά του κι
απ’ το βλέμμα μου, μάλλον, γέμισε με άσχημα προαισθήματα. Έφτασα μπροστά του σε
απόσταση αναπνοής. Μέχρι το στήθος με πήγαινε το λιπόσαρκο ανθρωπάκι που ήθελε
να παραστήσει και τον αυστηρό και άτεγκτο διευθυντή. Του χάρισα ένα πικρό
χαμόγελο κουνώντας με νόημα το κεφάλι μου, του ‘βγαλα τα γυαλιά και τα έκανα
θρύψαλα. Κατόπιν του ‘σκασα ένα γερό μπάτσο στο πρόσωπο και σωριάστηκε στο
πάτωμα. Με κοίταζε κοκαλωμένος. Κιχ δεν έβγαλε το αρχίδι, μιλιά.
Δεν
υπήρχαν μάρτυρες, σίγουρα, όμως, την είχα βαμμένη. Πάντως, θα αρνιόμουν εντελώς
το συμβάν και, μάλιστα, θα τον κατηγορούσα στα ίσια για μυθομανή και κοινό συκοφάντη.
Αυτός θα στηριζόταν στη συστηματική –και δόλια, όπως θα ισχυριζόταν- αργοπορία μου
που μπορεί να αποδειχθεί από χίλιες μαρτυρίες, ζητώντας με συνοπτικές
διαδικασίες την απόλυσή μου. «Φταίει ο κιρκάδιος κύκλος μου, παλιοκαριόλη,
είμαι ο ελαττωματικός τύπος βήτα, παλιογαμιόλη!» θα του απαντούσα γελώντας
δυνατά. Βέβαια, θα γινόταν και πειθαρχικό
συμβούλιο, μα δεν θα ‘χα καμιά ελπίδα. Αν ζούσε ο πατέρας δεν θα ‘φτανα σ’ αυτό
το σημείο, ας μην είχαμε άμεση υπηρεσιακή σχέση, πάντα βοηθούσε. Τον έφαγε η
πολύ δουλειά κι αυτόν, όλη τη μέρα στο γραφείο να μελετάει υποθέσεις, να
προχωρά σε ανακρίσεις και έρευνες και να σκαλίζει τους κώδικες και τους νόμους
του κράτους. Εκεί τον βρήκαν ένα πρωί, από ανακοπή καρδιάς. Ήταν έντιμος, ποτέ
δεν μπλέχτηκε σε βρωμοδουλιές, τους έκλεινε το τηλέφωνο στα μούτρα, κι ας έμεινε,
για το λόγο αυτό, τα τελευταία χρόνια στάσιμος. Τους είχε σιχαθεί όλους, αν και
απέφευγε τέτοιου είδους κουβέντες μαζί μου. Δεν ήθελε να με αποθαρρύνει και να
χάσω την εμπιστοσύνη μου στην ηθική και το δίκαιο, μα το ‘βλεπα στο πρόσωπό του,
είχε απογοητευτεί. Του χρόνου θα ‘βγαινε στη σύνταξη. Δεν πρόλαβε.
Έξω απ’
την πόρτα του γραφείου μου περίμενε ο κλητήρας με τον καφέ και το νερό στο
χέρι. Μετά το ξέσπασμα στο διευθυντή είχα κάπως χαλαρώσει. Όταν τον είδα μου ‘φτιαξε
το κέφι. «Ο καφετζής είχε πολύ δουλειά, γι’ αυτό και άργησε ο καφές σας», δικαιολογήθηκε,
στο τέλος αναγκάστηκε να μου τον φέρει ο ίδιος. Τον ευχαρίστησα. Δεν τον ρώτησα
γιατί δεν τον άφησε στο γραφείο μου, σίγουρα θα είχε τους λόγους του. Διψούσα
από ώρα, τον κατέβασα μονορούφι, εκεί μπροστά του, μετά ήπια και το νερό. Με
ρώτησε για τον διευθυντή και του είπα ότι το ζήτημα είχε κανονιστεί, δε έπρεπε
να ανησυχεί πια. Αμέσως, η διάθεσή του άλλαξε και τα μάτια του βγάλανε μια
χαρούμενη λάμψη. Μου θύμισε ότι αύριο γιορτάζει, είναι μεγάλη μέρα για κείνον,
δεν θα ήθελε να απουσιάζω, ειδικά εγώ που με θεωρούσε τόσα χρόνια έναν καλό του
φίλο. Του ευχήθηκα από τώρα τα χρόνια πολλά και μ’ ευχαρίστησε, μα για την
αυριανή μέρα δεν έκανα κουβέντα, δεν ήθελα να τον κακοκαρδίσω. Σίγουρα, γι’
αυτόν θα ήταν μια μεγάλη μέρα, η πιο σημαντική της χρονιάς. Παρ’ όλο που θα ‘χε
άδεια, θα ερχόταν μετά την εκκλησία στην υπηρεσία με την επίσημη περιβολή του,
κουστουμαρισμένος και γραβατωμένος, θα καθόταν στο αγαπημένο του γραφειάκι, θα
δεχόταν τις ευχές και τις φιλοφρονήσεις των συναδέλφων και θα τους κερνούσε γλυκά.
Θα ένιωθε σημαντικός, αξιοπρεπής και ευτυχισμένος, μα δυστυχώς, εγώ δεν θα
‘μουν εδώ για να του ευχηθώ. Στην πραγματικότητα, δεν θα ξαναπατούσα το ποδάρι
μου μέσα σ’ αυτό το μουχλιασμένο κτίριο με τους δαιδαλώδεις διαδρόμους, τα
καταθλιπτικά γραφεία και τους βαρετούς συναδέλφους. Αυτός ο ευγενικός και
καλοκάγαθος άνθρωπος αποτελούσε την φωτεινή εξαίρεση μέσα σ’ όλον τον
υπηρεσιακό ζόφο. Ήταν σύμμαχός μου, ο μοναδικός και στην κατάθεση που θα του
‘παιρναν ίσως να ‘λεγε ένα καλό λόγο. Αν δεν τους φοβόταν.
Η μέρα
έξω ήταν ηλιόλουστη και χαμογελαστή, το κρύο είχε σπάσει λιγάκι. Οι δρόμοι
είχαν πολύ κίνηση, αυτοκίνητα σταματημένα απ’ το μποτιλιάρισμα και άνθρωποι να
τρέχουν βιαστικοί και αλαφιασμένοι για τις δουλειές τους. Εγώ πλέον είχα πολύ
χρόνο για πέταμα και πολύ καιρό να βολτάρω τέτοια ώρα. Ακόμα πιο πολύ να κάτσω
να πιω ένα ούζο στην πλατεία χαζεύοντας
τα περιστέρια και μαζεύοντας καταπραϋντικό χειμωνιάτικο ήλιο. Δίπλα μου καθόταν
αγκαλιασμένο ένα ζευγαράκι πίνοντας καφέ,
παραδίπλα μια κεφάτη αντροπαρέα τσιμπολογούσε, κουτσόπινε και καλαμπούριζε και
όλοι είχαν ξεραθεί στα γέλια με τα σόκιν ανέκδοτα του καραφλού τεραστίων
διαστάσεων χοντρομπαλά που είχε σφηνώσει στην καρέκλα του. Τους άκουγα και
γελούσα μόνος μου, είχαν πολύ πλάκα, σαν παιδιά κάνανε. Το ζευγαράκι δίπλα μου
είχε αρχίσει να χαϊδεύεται και να φιλιέται περιπαθώς. Όταν κατάλαβαν ότι τους
κοιτάζω μου χαμογέλασαν και μαζεύτηκαν κάπως. Σε λίγο πλησίασε το τραπέζι μου
ένας ευγενικός νεαρός για να πάρει παραγγελία. «Ούζο και κάτι να τσιμπήσω», του
είπα, με είχε κόψει λόρδα απ’ το πρωί. Δεν
ήθελα να γυρίσω από τώρα στο σπίτι, δεν υπήρχε λόγος και η μαμά, σίγουρα, θα
παραξενευόταν και θα ανησυχούσε, θα την ζώνανε τα μαύρα φίδια. Δεν είχα σκοπό
να της πω τίποτα, ακόμα, να μην τη στεναχωρήσω. Παρ’ όλο που μετά το δεύτερο
ποτήρι είχα πάρει οριστικά τις αποφάσεις μου.
Από
καιρό σχεδίαζα να υποβάλλω παραίτηση, όχι όμως μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν ήθελα τα
πράγματα να φτάσουν στα άκρα. Απ’ την μέρα που πέθανε ο μπαμπάς το σκεφτόμουν
πιο σοβαρά. Την δουλειά αυτή, του δημόσιου υπάλληλου που μουτζουρώνει χαρτιά μέσα
σ’ ένα μουντό και ανήλιαγο γραφείο ποτέ δεν την αγάπησα. Έτσι κι αλλιώς δεν
ήταν μέσα στα όνειρά μου, αν και την περίοδο που το αποφάσισα ούτε όνειρα είχα
ούτε σχέδια για το μέλλον. Το μόνο που ήθελα ήταν να γλεντήσω τη ζωή, να πιω,
να πηδήξω, να ταξιδέψω και να ερωτευτώ. Ούτε για δουλειά είχα όρεξη, τότε, πόσο
μάλλον για οχτάωρη μισθωτή σκλαβιά, και πρωί μάλιστα, ούτε για οικογένεια και
άλλες δεσμεύσεις. Είχα περάσει εικοσιπέντε χρόνια καταπίεσης από γονείς, δασκάλους
και καραβανάδες και επιθυμούσα πλέον κάποια ανεξαρτησία. Με δυο συμφοιτητές από
εκείνη την εποχή σχεδιάζαμε μόλις ξεμπερδέψουμε με το στρατιωτικό να τα
παρατήσουμε όλα και να κάνουμε ένα μεγάλο ταξίδι, κάτι σαν τον γύρο του κόσμου,
ας πούμε, να φτάσουμε μέχρι τα πέρατα της γης. Πράγματι, αυτοί το έκαναν,
πήρανε τις κιθάρες τους παραμάσχαλα και φύγανε μακριά, δεν τους ξανάδα από τότε.
Εγώ δείλιασα κι έμεινα πίσω, με τη μαμά και το μπαμπά, στο παιδικό μου δωμάτιο.
Κι όταν μου προτάθηκε μια βόλεψη ακόμα δεν την αρνήθηκα, λίγο από φόβο, λίγο
από σεβασμό στο πρόσωπο του πατέρα, λίγο από δειλία και ανασφάλεια απέναντι στη
ζωή. Τώρα, όμως, όπως ήρθαν τα πράγματα, δεν πρόκειται να παραιτηθώ και να τους
κάνω το χατίρι, ας με διώξουν αυτοί, αν θέλουν, έχω όμως πολλά ράμματα για τη
γούνα τους, θα πουλήσω πολύ ακριβά το τομάρι μου, τον διευθυντής ειδικά θα τον
εκθέσω ανεπανόρθωτα, δεν θα την βγάλει καθαρή μαζί μου. Μα στο γραφείο, ότι κι
αν γίνει, δεν πρόκειται να ξαναπατήσω το πόδι μου.
Καμιά
δεκαριά περιστέρια είχαν μαζευτεί γύρω μου, τους πετούσα ψίχουλα και τσιμπολογούσαν
ευτυχισμένα. Παραπέρα, ένας μαύρος γάτος λιαζόταν και τριβόταν στο πλακόστρωτο
γουργουρίζοντας, μα τον αγνοούσαν επιδεικτικά και δεν έδειχναν να πολυνοιάζονται.
Το ζευγαράκι είχε ήδη φύγει κι απ’ την διπλανή αντροπαρέα ένας ένας πήγαινε στο
σπίτι του. Είχαν απομείνει ο χοντρός καλαμπουριτζής κι ένας κοντός μουστακαλής να
καπνίζουν αμίλητοι και να χαζεύουν τα γκρίζα σύννεφα. Ήταν μουντός ο καιρός, ο
ήλιος είχε κρυφτεί πια, μα δεν το πήγαινε για βροχή. Κοίταξα το κινητό μου. Το
είχα στο αθόρυβο. Υπήρχαν τρεις αναπάντητες απ’ την προϊσταμένη, θα την
ενημέρωσε ο διευθυντής για το συμβάν. Το γκαρσόνι μού ‘φερε ένα ούζο ακόμη,
διπλό και σκέτο, το πλήρωσα και του ‘κανα κίνηση να κρατήσει τα ρέστα.
«Γιορτάζω σήμερα», είπα και πρέπει να του φάνηκε παράξενο που μ’ έβλεπε να πίνω
μόνος μου. Είχε μεσημεριάσει για τα καλά, η πλατεία σχεδόν άδεια κι εγώ δεν
κρύωνα πια. Ένιωθα το πρόσωπο να καίει και τ’ αυτιά μου είχαν γίνει κατακόκκινα
απ’ τα ούζα, μα τώρα, έπρεπε να σηκωθώ απ’ την καρέκλα, να βρω το δρόμο
για την τουαλέτα του μαγαζιού, να κατουρήσω
και να γυρίσω σπίτι, να κλείσω τελείως το τηλέφωνο, να πέσω με τα ρούχα στο
κρεβάτι και να ξεραθώ μέχρι την άλλη μέρα. Στη μαμά θα έλεγα ότι σήμερα είχαμε
πολύ δουλειά στο γραφείο κι αναγκάστηκα να μείνω παραπάνω. Μόνο ευχόμουν να μην
μυρίσει το στόμα μου, γιατί παρά την ηλικία της έχει γερή μύτη. Τότε θα αναγκαζόμουν
να της πω την αλήθεια. Ότι είχε γενέθλια ένας συνάδελφος, προσφέρθηκε να μας
κεράσει και δεν μπορούσα να του αρνηθώ. Μα με τίποτα δεν θα ‘πρεπε να μάθει ακόμα
για το περιστατικό. Χωρίς να ‘χω παραγγείλει, το γκαρσόνι μου ‘φερε άλλο ένα
ούζο. Απόρησα. Ήταν κερασμένο απ’ το μαγαζί, μου εξήγησε. Είχα πιει αρκετά, μα
δεν ήθελα να τον προσβάλω. Με ρώτησε τι γιορτάζω. «Σήμερα με διώξανε απ’ τη
δουλειά» του είπα χαμογελώντας και κατέβασα το ούζο άσπρο πάτο. Για κάποιες
στιγμές έμεινε να με παρατηρεί αμήχανα κι εγώ να κοιτώ στο βάθος τα σιντριβάνια
της πλατείας που δεν έβγαζαν νερό.
Ο
θάνατός του ήταν πολύ ξαφνικός. Δεν είχαμε βέβαια και τις καλύτερες σχέσεις,
έλπιζα όμως ότι με τα χρόνια θα δινόντουσαν οι κατάλληλες εξηγήσεις, θα γνώριζε
καλύτερα ο ένας τον άλλο και θα τα βρίσκαμε οι δυο μας. Δεν προλάβαμε. Είχε
βαριά σκιά ο μακαρίτης, αυστηρός και λιγομίλητος, στην ουσία μοναχικός, δεν
έκανε, μάλλον, για οικογένεια. Δεν θυμάμαι να έπαιξε ποτέ μαζί μου, ούτε με
πήγε μια βόλτα, να με κρατήσει λίγο απ’ το χέρι. Βέβαια, ούτε ακούμπησε ποτέ
χέρι πάνω μου, ένα βλέμμα του όμως ήταν αρκετό για να παραλύσουν τα πόδια μου.
Κάποιες φορές σκοτείνιαζε πολύ. Ήταν και νευρικός άνθρωπος, έβαζε συχνά τις
φωνές, για ψήλου πήδημα. Και στη μαμά. Αυτή δεν μιλούσε, τα υπέμενε όλα. Κι εγώ
μαζί. Όσο μεγάλωνα προσπαθούσα να τον αποφεύγω. Αν και μέναμε στο ίδιο σπίτι,
σπάνια συναντιόμασταν. Τα βράδια γυρνούσα αργά, αυτός συνήθως ήταν στο γραφείο
του. Δούλευε πολύ, σχεδόν όλη μέρα. Και με τη μαμά δεν πρέπει να είχε πολλές
κουβέντες τελευταία. Φαινόταν απόμακρος, στον κόσμο του. Δεν ξέρω τι μπορεί να
τον απασχολούσε, μα σίγουρα δεν πρέπει να ‘ταν μόνο η απογοήτευση απ’ τη
δουλειά. Βέβαια, τα πράγματα χειροτέρεψαν από πέρσι, που έμεινε στάσιμος. Κλείστηκε
τελείως στον εαυτό του.
Είπα
στον νεαρό να καλέσει ένα ταξί. Τα περιστέρια είχαν καθαρίσει τα πλακάκια απ’
τα ψίχουλα και είχαν απομακρυνθεί. Δυο τσιγγανάκια πλησίασαν το χοντρό και τον
φίλο του. Φαινόντουσαν καθαρά και περιποιημένα. Το αγόρι τούς πρόσφερε τα
γαρύφαλλα που κρατούσε στο χέρι, «πήγαινε παραπέρα, για γκόμενες μας πέρασες!»
του φώναξε εκνευρισμένος ο μουστακαλής και ο χοντρός συμπλήρωσε με ειρωνεία ότι
αυτά πουλιούνται το βράδυ και όχι μέρα μεσημέρι. Πιο πίσω το κατσαρομάλλικο
κοριτσάκι κοιτούσε με τα μάτια γουρλωμένα τους δυο άντρες. «Πεινάμε, να πάρουμε
κάτι να φάμε» παρακάλεσε το αγόρι και ο μουστάκιας το ‘σπρωξε πέρα να φύγει.
Κοίταξα τριγύρω την πλατεία. Συνήθως, από κάπου μακριά τα παρακολουθεί η μάνα
τους ή κάποιος άλλος συγγενείς, μα τώρα ήταν ολομόναχα. Ήρθαν σε μένα. Τους
χαμογέλασα και τους έδωσα ένα χαρτονόμισμα. Το κοίταξαν με έκπληξη, μ’
ευχαρίστησαν και μου πρόσφεραν ευγενικά τα τρία γαρύφαλλα. Δεν ήθελα να τα πάρω, μα επέμειναν. Τους ρώτησα
τα ονόματά τους, μου είπαν κι απομακρύνθηκαν ευχαριστημένα. Το αγόρι κρατούσε
την αδελφούλα του προστατευτικά απ’ τον ώμο. Οι δυο άντρες με κοιτούσαν περίεργα,
μα δεν έδωσα σημασία. Έτσι κι αλλιώς, εκείνη τη στιγμή ήρθε το ταξί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου