Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Ο ΜΑΡΤΥΡΑΣ



Τα βράδια πλέον δεν έχω ύπνο. Στριφογυρίζω για ώρα στο κρεβάτι, ανοίγω ένα βιβλίο κάπως να ζαλίσω το μυαλό μου, βγαίνω στο μπαλκόνι και μετράω τα αστέρια. Τίποτα, ακόμα και η μισερή σελήνη με προδίδει. Ντύνομαι βιαστικά, φοράω κάτι πρόχειρο και βγαίνω έξω. Μια βόλτα καμιά φορά σώζει την κατάσταση. Η πόλη είναι ήρεμη και άδεια, ούτε αυτοκίνητα ούτε διαβάτες, κι εγώ ο τελευταίος άνθρωπος του πλανήτη. Καταλήγω εδώ, στην εκκλησία. Καμιά φορά έχει ολονυχτία και μαζεύεται κόσμος, οι άνθρωποι πιστεύουν ακόμα. Άλλες πάλι φορές σταθμεύουν απ’ έξω μπάτσοι με μοτοσικλέτες, πάνοπλοι σαν αστακοί και έτοιμοι να επέμβουν για να σώσουν την κοινωνία απ’ τους κακούς. Δεν τους πιάνω ποτέ κουβέντα, τους αποφεύγω, μα ένα βράδυ πέσαμε μούτρα με μούτρα και μου ζήτησαν τα στοιχεία μου, πρέπει να τους φάνηκα ύποπτος. Δεν είχα μαζί μου ταυτότητα, κάλεσαν ένα περιπολικό και με πήγαν στο τμήμα. Ξημερώματα τελείωσε η εξακρίβωση, ευτυχώς δεν βρέθηκε τίποτα εναντίον μου.

Ήμουν και σήμερα εδώ, έξω από την εκκλησία. Ούτε αστυνόμους ούτε αγρύπνια είχε. Ένα μελαψό αγόρι με κουκούλα καθόταν στο σκοτεινό παγκάκι και έπαιζε με το κινητό του. Πρώτη φορά το ‘βλεπα, δεν μου θύμιζε κάτι. Το φεγγάρι δεν είχε βγει απόψε, όμως τα μάτια του γυάλιζαν στον ξάστερο ουρανό. Ο γέρος το ζαχάρωνε εδώ και κάμποση ώρα. Περπατούσε αργά και κουρασμένα πάνω κάτω στο προαύλιο της εκκλησίας, περνώντας συνέχεια από μπροστά του, καμιά φορά έκανε ασυναίσθητα το σταυρό του. Το κοιτούσε με λαγνεία, μα κείνο δεν έδινε σημασία.

Τον είχα δει κάμποσες φορές, μα δεν είχα πολλά πάρε δώσε μαζί του. Περπατά κι αυτός μονάχος μέσα στη νύχτα, κι αυτός εδώ καταλήγει, στο προαύλιο της εκκλησίας, ζητώντας βοήθεια από τον άγιο. Μόνο μια φορά μου ζήτησε τσιγάρο, του είπα δεν καπνίζω, κάπως θυμωμένα, και δεν με ενόχλησε ξανά. Είναι κοντός, σκυφτός, ξερακιανός, χωρίς δόντια, ούτε μασέλα, με ρουφηγμένα μάγουλα και καραφλό ξεφλουδισμένο κεφάλι. Απροσδιόριστης ηλικίας. Η φωνή του ψιλή και  θηλυπρεπής.  Ίσως στα νιάτα του να ήταν όμορφος και μοδάτος, να περπατούσε με κομψότητα και χάρη, με γυναικωτά φερσίματα, να γλέντησε και κορμί και ψυχή του, μα τώρα είναι σχεδόν ετοιμόρροπος, με το ένα πόδι στον τάφο. Φτωχός, άσχημος και πούστης. Κι όμως τον τρώει ακόμα το σαράκι. Μια ολόκληρη ζωή.

Κάθομαι στην άκρη και τους χαζεύω, δεν έχω και τίποτα καλύτερο να κάνω, ούτε ένα κοπρόσκυλο ούτε μια γάτα δεν περνά τέτοια ώρα. Η καμπάνα χτυπά τρεις φορές. Ο γέρος πλησιάζει το παιδί τρέμοντας. Θα μπορούσε να είναι και εγγόνι του. Κάτι του ψιθυρίζει. Αυτό σηκώνει το κεφάλι του και κοιτάζονται στα μάτια. Ο γέρος του χαμογελά και κάνει να τον χαϊδέψει στο μάγουλο. Το αγόρι τον χτυπά στο κεφάλι και πέφτει πάνω του. Ο γέρος σωριάζεται στο έδαφος και αρχίζει να βογγάει. Το παιδί του ρίχνει κλοτσιές ασταμάτητα. «Λεφτά, δώσε λεφτά!» του φωνάζει και συνεχίζει να τον χτυπά. Το κεφάλι του γέρου γεμίζει αίματα και γίνεται κατακόκκινο. Φωνάζει βοήθεια, μα δεν έχω διάθεση να επέμβω, παραμένω θεατής.  Δεν ξέρω καν αν έχουν καταλάβει ότι κάποιος τους παρακολουθεί. Μα έχω μεγάλη περιέργεια να δω πως θα καταλήξει ο καυγάς. Το παιδί συνεχίζει να χτυπά άγρια το γέρο με κλοτσιές και μπουνιές σε όλο του το κορμί. Φωνάζει ακόμα για λεφτά και κάποια στιγμή πλησιάζει πιο κοντά, σε απόσταση αναπνοής. Αρχίζει να ψάχνει τα σκισμένα ρούχα. Ο γέρος, δεν ξέρω από πού, βγάζει έναν μικρό αστραφτερό σουγιά, και μ’ όσες δυνάμεις του έχουν απομείνει τον μπήγει στην κοιλιά του αγοριού. Αυτό ξαφνιάζεται, γουρλώνει τα μάτια και τον κοιτάζει με απορία. Του φαίνεται ανήκουστο, πραγματικό σκάνδαλο, ότι μπορεί να χάσει τη ζωή του από αυτό το χλεμπονιάρικο γεροντάκι μπροστά του. Αυτός που ξέφυγε από τόσους κινδύνους και περιπέτειες και ένιωθε άτρωτος. Είναι άδικο, είναι πολύ νέος ακόμα, με πολλά όνειρα, με πολύ μέλλον. Σωριάζεται πάνω του και ξεψυχά. Ο γέρος τον κρατά στην αγκαλιά του. Του βγάζει την κουκούλα και του χαϊδεύει τα πυκνά μαύρα μαλλιά. Είναι ένα όμορφο νεκρό αγόρι που μπορούσε να ‘ταν και εγγόνι του. Κάποια στιγμή κολλάει τα χείλη του στα δικά του.

Όταν συνέρχεται, κάπως πιο ήρεμος, γυρνάει προς το μέρος μου. Με κοιτάζει με απόγνωση. Η τελευταία πράξη του δράματος. Του κάνω νόημα να φύγει, δεν είδα τίποτα. Δεν έχω καμιά όρεξη να με ανακρίνουν οι μπάτσοι και να παρασταίνω στα δικαστήρια τον μάρτυρα κατηγορίας. Και να με βάζουν να ορκίζομαι σε θεούς και δαίμονες ότι θα πω την αλήθεια και μόνο αυτή. Και άντε να εξηγώ στην αγάμητη πρόεδρο και στον καχύποπτο γυαλάκια εισαγγελέα ότι δεν πιστεύω ούτε σε θεούς ούτε σε δαίμονες ούτε καν στην υπόληψή μου και στη συνείδησή μου. Δεν έχω κάπου να ορκιστώ, αλλά και ποιος θα καταλάβει. Ο γέρος με πολύ προσπάθεια σηκώνεται όρθιος, περνά απέναντι απ’ τον φωτισμένο δρόμο και χάνεται μέσα στις σκοτεινές γραμμές του τραίνου. Νιώθω κουρασμένος και άυπνος. Επιστρέφω σπίτι και πέφτω ξερός στο κρεβάτι. Είμαι πολύ περίεργος τι θα γράψουν αύριο οι εφημερίδες.           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου