Κυριακή 10 Μαΐου 2020

ΜΕΣΑ




Είμαι μέσα από χτες, μπορεί και προχτές, δεν ξέρω, ολόγυμνος, ζαρωμένος και κουλουριασμένος πάνω στο καφετί ταπέτο. Απ’ την εξώπορτα μπαίνει λίγο φως, θαμπό, ξεθωριασμένο κι έξω στο δρόμο κάποιες σκιές βαδίζουν πάνω κάτω. Μιλούν ψιθυριστά, ακατάληπτα. Χτυπώ το τζάμι να μου ανοίξουν, φωνάζω δυνατά, μα δεν δίνουν σημασία. Δεν βλέπουν, δεν ακούν, μόνο μικραίνουν και φαρδαίνουν, στο τέλος χάνονται. Προσπαθώ ν’ ανοίξω την πόρτα, μα είναι κλειδωμένη, το τζαμάκι σφραγισμένο, το γυαλί άθραυστο. Ουρλιάζω πάλι. Η γδαρμένη φωνή είναι άγνωστη. Ταξιδεύει  μέχρι την άλλη άκρη του διαδρόμου (είκοσι πέντε βήματα μετρημένα), χτυπάει στη μεσαία πόρτα του σαλονιού, σκοντάφτει στο παλιό σκοροφαγωμένο πορτ-μαντώ και επιστρέφει παραμορφωμένη, τρομακτική. Εκκρεμεί για κάμποση ώρα, πέρα δώθε, πέρα δώθε, μετά από λίγο σβήνει και χάνεται. Όπως οι σκιές κι αυτή. Κάθε τόσο όλα σβήνουν και χάνονται από γύρω μου. Δεν ξέρω γιατί δε φοράω ρούχα, ούτε γιατί η είσοδος είναι άδεια. Λείπουν τα μικρά κάδρα του τοίχου, αλλά και οι γλάστρες με τα σπαθιά της μαμάς, κι ούτε μια κατσαρίδα δεν βρίσκεται να μου κάνει παρέα. Μοιάζει με εφιάλτη, μα είναι ζωντανός, πολύ ζωντανός. Τσιμπιέμαι για να ξυπνήσω, κλείνω τα μάτια, μετράω μέχρι το δέκα και τα ξανανοίγω, κυλιέμαι πάνω στο βρώμικο ταπέτο κι οι σκληρές τρίχες μού σκίζουν την πλάτη, χρησιμοποιώ όλα μου τα κόλπα, όμως δεν πιάνει κανένα. Μάταια προσπαθώ να ξυπνήσω και τότε γύρω μου σκοτεινιάζει απότομα, σκρατς, σαν να τραβήχτηκε πάλι μια βαριά σκουρόχρωμη κουρτίνα.

Το πρωί ήταν όλα μια χαρά. Σάββατο, χωρίς σχολείο, χωρίς άσχημα όνειρα. Σηκώθηκα τρέχοντας για την τουαλέτα, αποφεύγοντας μια χοντρή δυσκίνητη κατσαρίδα. Πάνω στο πλυντήριο η χτεσινή εφημερίδα έγραφε για τις εκλογές της Κυριακής, για την αλλαγή που έρχεται, από αύριο κιόλας, όπως τόνιζε με έμφαση και μεγάλα γράμματα ο δημοσιογράφος για να ανασάνει επιτέλους ο τόπος, και άλλα τέτοια ακαταλαβίστικα. Το τασάκι είχε μια γόπα μέσα, παραδίπλα το κόκκινο πακέτο του πατέρα άδειο. Μυρίζω το τσιγαρόχαρτο, το σαλιώνω και κάνω πως φουμάρω. Η ξανθιά κοπέλα χαμογελά με νόημα κι εγώ της κλείνω πονηρά το μάτι. Ο μπαμπάς καπνίζει ακόμα σαντέ, παρ’ όλο που οι γιατροί, μετά το έμφραγμα, τού το ‘χουν απαγορέψει. Το έπαθε στο γραφείο, την ώρα της δουλειάς και ο βοηθός του, τρομαγμένος, τηλεφώνησε αμέσως να έρθει το ασθενοφόρο. Στο τσακ τον προλάβανε. Εγχειρίστηκε, έμεινε κάμποσες μέρες στο νοσοκομείο, τελικά την σκαπούλαρε. Μια θρησκόληπτη θεια, δεύτερη ξαδέλφη του,  μίλησε για νεκρανάσταση και θαύμα κι έκανε έντεκα φορές τον σταυρό της. «Ήταν θέλημα θεού», είπε. Απ’ την άλλη, οι γιατροί διέγνωσαν οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, επομένως, κομμένες οι καταχρήσεις και τα πιώματα, από δω και στο εξής έπρεπε να προσέχει. Συνέστησαν  αυστηρή δίαιτα, περπάτημα και λιγότερη δουλειά, μα αυτός τον χαβά του, ισχυρογνώμων κι αγύριστο κεφάλι, όπως έλεγε κι η μαμά.  «Τι κάνεις τόση ώρα, γεννάς;» ακούστηκε θυμωμένη η φωνή της και χωρίς να χάσω λεπτό πατίκωσα το τσιγαρόχαρτο στο τασάκι, τράβηξα το καζανάκι  και βγήκα γρήγορα έξω.

Ανακάτευε το φαγητό μουρμουρίζοντας έναν εύθυμο σκοπό. Ήταν χαρούμενη. Έπρεπε  να βιαστώ, είπε, σε λίγο θα ‘ρχόταν ο πατέρας με το θείο. Την τελευταία φορά είχε μπαρκάρει για πολύ μακριά, έλειπε κοντά ένα χρόνο. Ήταν το τελευταίο του ταξίδι και τώρα θα ‘βγαινε στη σύνταξη. Πενηντάριζε, είχε κουραστεί. Ταξίδευε από παιδί, τριάντα τόσα χρόνια βαρέα και ανθυγιεινά. Είχε ασπρίσει, τον είχε σκάψει η αλμύρα της θάλασσας, μέσα στις μηχανές και στα αμπάρια, σε φορτηγά και γκαζάδικα, μια ζωή χωμένος στην καταπακτή. Τώρα επιτέλους θα ξεκουραζόταν και θα μπορούσε βέβαια να βρει και μια καλή γυναίκα, δεν τον είχαν πάρει δα και τα χρόνια, να αποκατασταθεί κι αυτός.  Ενώ ετοιμαζόμουν, άκουσα την εξώπορτα να ανοίγει και ρίχτηκα τρέχοντας στην αγκαλιά του. «Ψήλωσες, ρε, κοτζάμ άντρας έγινες!» φώναξε με τη βραχνή του φωνή και μ’ έσφιξε δυνατά. Πόνεσα λίγο μα προσπάθησα να μη το δείξω. Του χαμογέλασα. Ύστερα αγκάλιασε τρυφερά και φίλησε τη μικρή του αδερφή. Ο μπαμπάς, βαστώντας κάτι φακέλους με χαρτιά, χαμογελούσε κι αυτός, μα έδειχνε κουρασμένος. Κάθε μέρα σηκωνόταν απ’ τ’ άγρια χαράματα και δούλευε πολύ, δεν πρόσεχε. Στο τραπέζι μίλησαν για δουλειές, κουτσομπολέψαν τους παλιόφιλους –θα τους βλέπανε το βράδυ- και στο τέλος η κουβέντα γύρισε στις εκλογές. Θα ‘ρθουν καλύτερες μέρες, πίστευε ο μπαμπάς, μα ο θείος δεν ήταν το ίδιο αισιόδοξος. «Παραμύθια λένε, μην ακούτε κανένα, ο καθένας μόνο την πάρτη του κοιτάει», έλεγε την ώρα  που χτύπησε το κουδούνι. Ευτυχώς, η κουβέντα κόπηκε στη μέση, προτού ανάψουν τα αίματα, είχαν κοπανήσει και τα ποτηράκια τους. Ήταν η φίλη της μαμάς με τη λευκή στολή. Μας καλησπέρισε όλους, ιδιαίτερα τον θείο που είχε καιρό να τον δει και σκύβοντας μου ‘δωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Είχε μόλις τελειώσει την υπηρεσία της στην κλινική. Σπούδαζε νοσηλεύτρια κι έκανε την πρακτική της. Η μαμά της έβαλε να φάει, αντάλλαξαν και κάποιες αδιάφορες γυναικείες κουβέντες, μα τα μάτια και το χαμόγελο της νοσοκόμας ήταν συνέχεια πάνω στο θείο. Μετά από λίγο οι άντρες σηκώθηκαν απ’ το τραπέζι και πήγαν να ξαπλώσουν. Το δωμάτιο του θείο ήταν στο βάθος του σπιτιού, μετά την κουζίνα. Μ’ έστειλαν και μένα στο δωμάτιό μου με το ζόρι. Η νοσοκόμα έχει όμορφες γάμπες και κόκκινα χείλη. Την σκέφτηκα για λίγο με το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι κι έβγαλα έναν μικρό αναστεναγμό. Υπήρχε βέβαια μια διαφορά ηλικίας, μα θα την ήθελα για θεία μου.

Θαμπό φως ξεθωριασμένο μπήκε πάλι μέσα κι έτσουξε τα μάτια μου. Κόλλησα στο τζάμι και προσπάθησα να δω τι γίνεται έξω. Οι σκιές τον χαβά τους, πέρα δώθε, πέρα δώθε, δεν μ’ άκουγαν που φώναζα. Προσπάθησα πάλι ν’ ανοίξω την πόρτα, τσάμπα ο κόπος. Σκέφτηκα να πάω στην άλλη άκρη του διαδρόμου, ίσως η μεσαία πόρτα που οδηγεί στο σαλόνι να ήταν ξεκλείδωτη και να κατάφερνα να βγω απ’ την αυλή στο πίσω μέρος.  Προσπάθησα να σταθώ όρθιος, μα δεν με κρατούσαν τα πόδια μου και τότε κατάλαβα πως είχα παραλύσει. Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας, μα σιγά σιγά σύρθηκα μέχρι την μέση του διαδρόμου. Όσο προχωρούσα τόσο λιγόστευε το φως. Ο μεγάλος καθρέφτης  ήταν σκεπασμένος μ’ ένα άσπρο σεντόνι. Το τράβηξα κι έπεσε στο πάτωμα. Ήταν ραγισμένος. Τέσσερις παραμορφωμένες φάτσες με κοίταζαν γεμάτες απορία. Ήμουν και δεν ήμουν εγώ. Γκρίζα μαλλιά, ρυτίδες στο κούτελο, ζάρες και ουλές στο μάγουλο, μόνο το λεπτό άτριχο κορμάκι έδειχνε πως σε ένα μήνα έκλεινα τα δώδεκα. Δεν μπορεί να ‘φταιγε το αχνό φως ούτε η κούραση των ημερών. Πλέον είχα βεβαιωθεί πως είναι εφιάλτης. Η σκέψη αυτή λιγόστεψε κάπως τους φόβους μου, αφού, δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα ξυπνούσα και η ζωή θα συνεχιζόταν κανονικά. Μερικά βήματα παραπέρα φαινόταν η μεσαία πόρτα του σαλονιού. Ήταν κλειστή κι εγώ πολύ κουρασμένος για να φτάσω μέχρι εκεί. Ακούμπησα προσεκτικά το μάγουλό μου στο ραγισμένο καθρέφτη και σκέφτηκα τις δυο φιλενάδες  ξαπλωμένες πλάι πλάι να μιλούν ψιθυριστά, σχεδόν συνωμοτικά. Το βλέμμα μου διέσχισε τις όμορφες γάμπες, έφτασε ψηλά, μέχρι τις κόκκινες δαντελωτές κυλότες κι ένιωσα την καρδιά μου να χτυπά γρήγορα και δυνατά, όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, και το σκουλίκι ανάμεσα στα σκέλη μου άρχισε να μεγαλώνει, να διογκώνεται, να γεμίζουν οι φλέβες του με αίμα, να γίνεται σκληρό σαν πέτρα, κοτζάμ δράκος, και να βγάζει με ορμή την πηχτή και δύσοσμη φλόγα του κατακαίγοντας το ραγισμένο γυαλί. Πρώτη φορά. Συνέχισα για λίγο να ανασαίνω βαθειά και άρρυθμα. Ανακουφισμένος και ήρεμος τύλιξα γύρω μου το λευκό σεντόνι κι έκλεισα τα μάτια. Σκρατς, έπεφτε πάλι το μαύρο σκοτάδι.

Το απόγευμα με ξύπνησαν τα γέλια και οι φωνές τους. Έπιναν καφέ στην αυλή, κάτω απ’ την ξεραμένη μουσμουλιά. Ο θείος και η νοσοκόμα, πλάι-πλάι, είχαν πιάσει κουβέντα και κάθε τόσο εκείνη ξεσπούσε σε γέλια. Ο μπαμπάς, βαρύς κι αμίλητος, ρουφούσε το φλιτζάνι του και φουμάριζε αργά. Οι άντρες θα πήγαιναν στο καφενείο κι αργότερα στο μπαρ της κουτσής. Έτσι την φώναζαν, παλιά γκόμενα του θείου, μεγαλύτερή του σε ηλικία και «παλιά καραμπαμπάμ!» που έλεγε κι ο θείος, φαφούτα κι ασχημομούρα πλέον, που όμως στα νιάτα της είχε κάνει μεγάλη θραύση. Η μαμά τής είχε απαγορεύσει να έρχεται στο σπίτι, όπως και στον νεκροθάφτη με το μακρύ μαύρο παλτό –το φορούσε χειμώνα καλοκαίρι- τον παρασάνταλο αδερφό της, παλιός φίλος του θείου κι αυτός, γιατί τους θεωρούσε «κακή επίδραση για το παιδί», αν κι εγώ έσπαγα πολύ πλάκα μαζί τους. Όμως, η μαμά ήταν ανένδοτη, μα και ο μπαμπάς δεν τους πολυγούσταριζε, αντίθετα με άλλους φίλους του θείου που τους θεωρούσε πιο νοικοκυραίους, καθωσπρέπει και εντάξει. Ο θείος δεν είχε πρόβλημα με κανέναν. Μ’ όλους έκανε παρέα και στον καθένα φερότανε ανάλογα. Τούς ξεπροβοδίσαμε μέχρι την πόρτα κι η μαμά τούς είπε να μην αργήσουν, μην πιουν πολύ, τα γνωστά, μα αυτοί δεν έδωσαν σημασία. Εγώ βγήκα στο στενό κι έπαιξα μπάλα με τα παιδιά της γειτονιάς. Όταν σκοτείνιασε μπήκα πάλι μέσα, έφαγα για βράδυ, χάζεψα λίγο τηλεόραση και έπεσα για ύπνο. Πλησίαζαν μεσάνυχτα και στο σαλόνι η μαμά με τη νοσοκόμα άκουγαν τις τελευταίες ειδήσεις της ημέρας. Για τον μπαμπά και το θείο ήταν νωρίς ακόμη.

Μέσα στη μαύρη νύχτα φωνές και καυγάδες με ξύπνησαν απότομα. Πίσω από την πόρτα τρεμόπαιξε το κόκκινο φωτάκι. Ακούστηκαν ουρλιαχτά, μαζί με τρεις εκκωφαντικούς πυροβολισμούς. Βγήκα τρομαγμένος στο διάδρομο και κατά λάθος πάτησα την κακομοίρα την κατσαρίδα. Η νοσοκόμα στεκόταν ολόγυμνη στη μέση της κουζίνας, φορώντας μόνο την κόκκινη δαντελωτή κυλότα και προσπαθούσε να κρύψει τις ρόγες της. Είχα κοκαλώσει απ’ το φόβο μου, δεν μπορούσα να βγάλω μιλιά. Ακούστηκαν άλλες δυο ντουφεκιές απ’ το βάθος, στο δωμάτιο του θείου. Η φίλη της μαμάς με κοίταξε με απόγνωση και μ’ αγκάλιασε σφιχτά. Έτρεμε ολόκληρη. Ο μπαμπάς με το σώβρακο μόνο και την καραμπίνα στο χέρι στεκόταν μπροστά στη πόρτα. Πιο μέσα, ίσα που φαίνονταν τα χιλιοτρυπημένα από τα σκάγια σώματα αγκαλιασμένα στο κρεβάτι. Για λίγες στιγμές ο χρόνος πάγωσε, δεν κουνιόταν κανείς, δεν ακουγόταν τίποτα. Τότε, σε αργή κίνηση, ο μπαμπάς γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε. Πρώτα αντίκρισα το δασύτριχο στήθος του αγριεμένου γορίλα, μετά το ιδρωμένο του πρόσωπο. Τα όμορφα γαλανά του μάτια είχαν εξαφανιστεί. Στη θέση τους έβλεπα δυο μεγάλες κόκκινες λίμνες. Με κοίταζε αλλά δεν ξέρω αν μ’ έβλεπε. Σήκωσε το όπλο και μας σημάδεψε. Η κοπέλα έβγαλε μια στριγκλιά και έτρεξε προς την εξώπορτα. Απορώ που βρήκε το κουράγιο. Εγώ δεν είχα τόσο δυνατό ένστικτο αυτοσυντήρησης, τα αντανακλαστικά μου είχαν νεκρώσει κι έμεινα άγαλμα να κοιτάζω το στόμιο της αχνισμένης κάνης, μέχρι που ξεπρόβαλλε μπροστά μου μια τεράστια φλόγα και ένας εκκωφαντικός θόρυβος τρύπησε τα τύμπανα των αυτιών μου. Έκπληκτος ένιωσα ένα τσούξιμο σ’ όλο μου το κορμί και σωριάστηκα χάμω. Ένιωθα τα ζεματισμένα σκάγια να τρυπούν το τρυφερό μου μάγουλο, να χώνονται βαθιά στο στόμα, να ξεροψήνουν τη γλώσσα και τις ευαίσθητες αμυγδαλές μου και να σταματούν την τρελή πορεία τους στο στενό μου φάρυγγα. Δε μ’ ένοιαζε πια τίποτα. Απολάμβανα την εξαγνιστική θερμότητα που έλουζε όλο μου το κορμί, τη θαλπωρή που με είχε τυλίξει και το καυτό φρέσκο αίμα που άχνιζε από παντού. Όμως, δεν ήξερα σε τι είχα φταίξει. Ήταν απλά η θολούρα της στιγμής, δεν κατάλαβε ποιος ήμουν ή είχε τους λόγους του; Έτσι κι αλλιώς, τα παιδιά είναι πάντα αθώα, έχουν το ακαταλόγιστο, έτσι τουλάχιστον λένε οι μεγάλοι, ότι κανένα δικαστήριο δεν μπορεί να τα δικάσει, ότι κι αν έχουν κάνει. Μα εγώ δεν είχα κάνει τίποτα. Πλέον, τον κοιτούσα με μισό μάτι, με ότι είχε μείνει απ’ αυτό κι αυτός μαρμαρωμένος κάρφωνε μπροστά του το άπειρο, πέρα μακριά. Ίσως, τη γυμνή κοπέλα που έτρεχε τρομαγμένη προς την είσοδο, άνοιγε βιαστικά την εξώπορτα  και χάλαγε με τα τσιρίγματά της την ησυχία της γειτονιάς. Δεν κουνιόταν καθόλου ο μπαμπάς, μόνο κοιτούσε μπροστά και μακριά. Και κάποια στιγμή, σαν να συνήλθε, έχωσε την κάνη στο στόμα του και πάτησε τη σκανδάλη.

Σκρατς, άκουσα τη βαριά σκουρόχρωμη κουρτίνα ν’ ανοίγει και να μπαίνει πάλι μέσα φως θαμπό ξεθωριασμένο. Τα μάτια μου έτσουξαν. Μάταια προσπάθησα να τ’ ανοίξω, λες και ήταν ραμμένα. Προσπάθησα να κουνήσω τα χέρια, τα πόδια, τίποτα, δεν τα ένιωθα. Ολική παραλυσία. Το κορμί μου δεν υπάκουγε στις εντολές. Ευτυχώς κατάφερα να στρίψω λίγο το κεφάλι δεξιά κι αριστερά. «Ελάτε γιατρέ να δείτε, κουνιέται!» άκουσα μια γυναικεία φωνή κάπως ταραγμένη. Γρήγορα το κρεβάτι μου γέμισε σκιές. Τουλάχιστον απ’ τα μισόκλειστα σκεβρωμένα μάτια μου έβλεπα γκρίζες θαμπές σκιές, κάτι ήταν κι αυτό. Μια αντρική φωνή μου συστήθηκε ως ο διευθυντής της κλινικής και με ρώτησε αν καταλάβαινα τι μου λένε. Προσπάθησα να μιλήσω μα δεν τα κατάφερα, βγήκε μόνο ένα ξεψυχισμένο μουγκρητό. Τουλάχιστον μπορούσα να επικοινωνώ μαζί τους, έστω και μ’ αυτή τη μικρή κίνηση του κεφαλιού. Αυτοί θα μάντευαν τις επιθυμίες, τις σκέψεις και τις ανάγκες μου, θα διατύπωναν τις εύστοχες ερωτήσεις τους και εγώ θα απαντούσα. Ναι αριστερά, όχι δεξιά. «Η μόνη λύση σ’ αυτή τη δύσκολη περίσταση», είπε ο διευθυντή. Έστριψα το κεφάλι αριστερά κι αμέσως ακούστηκαν πολλά μπράβο και χειροκροτήματα, λες και έκανα κάποιο κατόρθωμα. «Τελικά γίνονται και θαύματα» κόμπιασε συγκινημένος ο διευθυντής και θέλησε να με ενημερώσει για την κατάστασή μου. Αρχικά, με ρώτησε αν θυμάμαι κάτι απ’ την προηγούμενη ζωή μου. Γύρισα το κεφάλι δεξιά. Δεν θυμόμουν τίποτα απ’ το παρελθόν. Ούτε ποιος είμαι, ούτε για πιο λόγο  βρίσκομαι στο νοσοκομείο, ούτε γιατί δεν μπορούσα να μιλήσω, να δω και να κουνηθώ. Τουλάχιστον τους άκουγα, έβλεπα κάποιες σκιές και επιπλέον μπορούσα να σκεφτώ και να νιώσω. Όμως, παρ’ όλα αυτά, η κατάστασή μου ήταν δραματική. Δεν είχα αναμνήσεις, ταυτότητα και εαυτό, ήμουν ο κανένας, και το χειρότερο αναγκασμένος να πιστεύω σε ότι μου λένε. Όμως, δεν μπορούσα να τους πω τίποτα από όλα αυτά που σκεφτόμουν.

Ο διευθυντής παρακολουθούσε τη σπάνια στα ιατρικά χρονικά περίπτωσή μου εδώ και σαράντα χρόνια, από τότε που ήταν ακόμη ειδικευόμενος. «Ήμουν νιος και γέρασα» διαπίστωσε με κάπως εύθυμο τρόπο, προσπαθώντας να κρύψει την μελαγχολία του. Η τραγωδία μου ξεκίνησε από ένα μοιραίο τροχαίο, όταν επιστρέφοντας νύχτα από μια εκδρομή το αυτοκίνητο του μπαμπά έγινε σμπαράλια. Ο οδηγός της νταλίκας –πιωμένος  όπως έδειξαν αργότερα οι τοξικολογικές εξετάσεις- πρέπει να αποκοιμήθηκε πάνω στο τιμόνι, μπήκε στο αντίθετο ρεύμα κι έπεσε πάνω μας. Σκοτώθηκε ακαριαία, μαζί και οι γονείς μου και η μικρότερη αδερφή μου. Εγώ σώθηκα από θαύμα, το κεφάλι μου όμως είχε γίνει λιώμα απ’ τη σύγκρουση. Η κατάστασή μου ήταν κρίσιμη, κινδύνευε η ζωή μου και έπρεπε άμεσα να χειρουργηθώ. Με νάρκωσαν, έγινε η επέμβαση -επιτυχημένη σύμφωνα με τους γιατρούς αφού γλύτωσα τα χειρότερα- όμως δεν μπόρεσαν να με ξυπνήσουν. Δώδεκα χρονών ήμουν τότε. Έπεσα σε κώμα, με έβαλαν σε μηχανική υποστήριξη, με τάιζαν ορούς και φάρμακα και περίμεναν να συνέλθω. Όλα αυτά τα χρόνια ερχόταν τακτικά και με έβλεπε μια θεία μου, η μεγαλύτερη αδερφή της μαμάς που ζούσε ολομόναχη, γεροντοκόρη, δεν παντρεύτηκε ούτε έκανε παιδιά.  Όμως, όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο λιγόστευαν και οι ελπίδες  των γιατρών. Όλοι οι άλλοι συγγενείς με είχανε ξεγραμμένο, αραίωσαν τις επισκέψεις και στο τέλος σταμάτησαν να έρχονται. Δεν υπήρχε λόγος, έλεγαν, το παιδί αυτό είναι πλέον φυτό, ένας ζωντανός νεκρός και  μάλιστα, συμφωνούσαν με τους γιατρούς να διακόψουν την μηχανική μου υποστήριξη. Όμως, η θεία ήταν ανένδοτη. Προσευχόταν στο θεό και δεν έχανε τις ελπίδες της. Κάθε Κυριακή ήταν δίπλα μου και μου μιλούσε. Πίστευε ότι άκουγα τα παρηγορητικά της λόγια και ότι μου κάνανε καλό. Κάπου κάπου, μου διάβαζε και κάποια ευαγγελική περικοπή και μου ψιθύριζε στο αυτί «αγόρι μου, μη χάνεις τις ελπίδες σου, να πιστεύεις στη δύναμη του θεού», Θεός σχωρέσ’ την. Πέθανε πριν έξι μήνες, μα θα ήταν πολύ ευτυχισμένη και θα ένιωθε δικαιωμένη αν μάθαινε τις ευχάριστες εξελίξεις. «Μέχρι το τέλος πίστευε ότι θα τα καταφέρεις» κατέληξε ο διευθυντής και με χάιδεψε στο κεφάλι. Πρέπει να με είδε βουρκωμένο, και από μια άποψη θα του φάνηκε καλό σημάδι, τουλάχιστον σχετικά με τις συναισθηματικές λειτουργίες του κατεστραμμένου εγκεφάλου μου. Τα μισάνοιχτα μάτια μου είχαν πλημυρίσει με νερά, μα μόνο ένα θαρραλέο δάκρυ αψήφησε τα προκαθορισμένα όρια και τόλμησε να ξεφύγει, διασχίζοντας το αριστερό  μάγουλο και καταλήγοντας στα μαραμένα χείλη, που τόσα χρόνια κανείς δεν σκέφτηκε να δροσίσει. Ένιωσα τη θαλασσινή του αλμύρα μα και πάλι η μνήμη μου παρέμεινε κενή.  Δυστυχώς, παρ’ όλες τις προσπάθειες του διευθυντή να μου τη σκαλίσει με κάποια ευχάριστα οικογενειακά γεγονότα –«ήσασταν μια πολύ ευτυχισμένη οικογένεια», τόνισε-  δεν μπόρεσα να θυμηθώ τίποτα. Τα είχε πληροφορηθεί απ’ την καλή μου θεία, που δυστυχώς ούτε κι αυτή μπορούσα να φέρω στο μυαλό μου. Η αμνησία μου ήταν ολική. «Δεν πειράζει, αυτά τα πράγματα θέλουν τον χρόνο τους», κατέληξε και μετά από λίγο βγήκε απ’ το δωμάτιο μαζί με τους άλλους. Σίγουρα χρειαζόμουν ηρεμία. Οι σκιές χάθηκαν πάλι. Έμεινε μόνο η νοσοκόμα να ελέγχει τα μηχανήματα και την κανονική ροή του ορού.

Τα πράγματα είναι άσχημα, λοιπόν. Έχω ξυπνήσει ανυπεράσπιστος και άοπλος μέσα σ’ έναν εχθρικό και άγνωστο κόσμο. Το μόνο που μπορώ να θυμηθώ είναι ότι πάντα φοβόμουν τη μοναξιά και ήθελα όλοι να μ’ αγαπούν. Μα οι προσπάθειες του διευθυντή δεν ωφελούν σε τίποτα. Ακόμα και αν μου έρθουν κάποιες αναλαμπές της προηγούμενης ζωής μου, ακόμα κι αν ξεμπλοκάρει τελείως, η τωρινή μου κατάσταση, μάλλον,  δεν πρόκειται να αλλάξει. Έχουν περάσει από τότε σαράντα χρόνια που εγώ δεν τα έζησα. Κατά μία άποψη είμαι μόνο δώδεκα χρονών, κι αυτά με κάθε επιφύλαξη. Και πέρα από την ολική μου αναπηρία, είμαι πλέον ολομόναχος στον κόσμο, χωρίς αγάπη και ελπίδα, χωρίς σκοπό. Η καλοσύνη των ξένων δε φτάνει, η επαγγελματική συμπόνια του διευθυντή και της νοσοκόμας θα διαρκεί μόνο λίγα λεπτά της μέρας, ψίχουλα δηλαδή που δεν μπορούν να σε χορτάσουν. Έχω επιστρέψει στην ταλαιπωρία της ζωής, κάτω απ’ τις χειρότερες συνθήκες. Είναι εφιάλτης, μα ζωντανός, πολύ ζωντανός και δίχως ξύπνημα. Όταν ήμουν μέσα ίσως να ήταν καλύτερα, δεν ξέρω, δεν θυμάμαι. Οι γιατροί βέβαια πανηγυρίζουν, μιλούν για νεκρανάσταση, «να που τελικά υπάρχει θεός και κάνει θαύματα»  θα διαλαλούν σε λίγο οι θρησκόληπτοι στις εφημερίδες και τις τηλεοράσεις. Οι ειδικοί θα σέρνουν την περίπτωσή μου στα διάφορα συνέδρια, θα δημοσιεύουν εργασίες, κάθε τόσο το κρεβάτι μου θα γεμίζει από θολές μακρόστενες σκιές και ακατάληπτες φράσεις, θα περιεργάζονται το αθώο παιδικό μου κορμί, θα το πασπατεύουν φορώντας λευκά πλαστικά γάντια και θα πειραματίζονται πάνω του για να διαπιστώσουν σε ποια σημεία του ανταποκρίνονται τα νευρικά μου κύτταρα και σε ποια όχι. Και εγώ δεν θα μπορώ να τους μιλήσω, να τους πω ότι δεν θέλω άλλο να ζήσω, ότι τέτοια ζωή δεν αξίζει, ότι οι προσευχές της καλής μου θείας μού έκαναν μεγάλη ζημιά, ότι ο δικός της κι ο δικός τους θεός είναι ένας κακόβουλος δαίμονας, ένας διεστραμμένος σαδιστής, ένας παλιάνθρωπος που ηδονίζεται όταν τα δημιουργήματά του βασανίζονται και μόνο αν δεν είναι ούτε παντογνώστης ούτε παντοδύναμος, ακόμα καλύτερα, μόνο αν δεν υπάρχει, τότε μόνο απαλλάσσεται των κατηγοριών που επισύρουν τη θανατική του ποινή. Να τους πω ότι αν μπορούσα θα έβγαζα τα καλώδια απ’ τη πρίζα, θα έσβηνα τα μηχανήματα ή τουλάχιστον θα πρόσταζα την καλή νοσοκόμα να μου σφηνώσει το μαξιλάρι στο πρόσωπο και να με απαλλάξει απ’ το μαρτύριο. Ήθελα, πλέον, με κάθε τρόπο να επιστρέψω μέσα, εκεί που ίσως να ήμουν λιγότερο μόνος, λιγότερο ξένος. Ευχόμουν σύντομα να μου γίνει η σωστή ερώτηση, η τελευταία κρίσιμη ερώτηση και δίχως να το πολυσκεφτώ να γυρίσω το κεφάλι αριστερά. Γιατί όλοι είναι αξιολύπητοι και αξιοθρήνητοι, δεν χωρά καμιά αμφιβολία σ’ αυτό, μα πιο πολύ εγώ. Και ολομόναχοι. Μα πιο πολύ εγώ. Και κανείς δεν μας λυπάται. Σκρατς, η νοσοκόμα τράβηξε απότομα την βαριά σκουρόχρωμη κουρτίνα και πάλι το δωμάτιο σκοτείνιασε. Μου είπε καληνύχτα,  μου χάιδεψε τα μαλλιά και με φίλησε στο μάγουλο. Έμεινα μόνος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου