Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

ΑΠΟΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ



Μνήμη Παναγιώτη Σάββα

Σκέψου η ζωή να τραβά τον δρόμο της, και συ να λείπεις
να ‘ρχονται οι Άνοιξες, με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις
                                                                              Γιάννης Ρίτσος

Τον είδα πρώτη φορά πριν από τριάντα χρόνια στο μαγαζί της μάνας του, την «ταβέρνα της χήρας», όπως την ξέρανε οι παλιοί. Τριάντα κάτι, με πυκνά γένια και κατάμαυρα σγουρά μαλλιά, κεφάτος και χαμογελαστός, έπινε και κάπνιζε ασύστολα, που και που σερβίριζε και κανά πελάτη. Με πρωτοπήγε  η αδερφή μου και ο Γιάννης ο Ντρες, με τον οποίο συσχετιζόταν εκείνη την εποχή, φίλος καλός του Παναγιώτη, που σιγά σιγά έγινε και δικός μου. Δεν είχα κλείσει τα είκοσι, εσώκλειστος στη μεγάλη του γένους σχολή και σπάνια, κανά σαββατοκύριακο το μήνα, κατέβαινα στην Πάτρα. Όμως, κάθε φορά, θα περνούσα να πιω ένα ποτό και ν’ ακούσω κάνα ρεμπέτικο, στην αρχή παρέα με φίλους παιδικούς απ’ τη γειτονιά ή με το Γιάννη, αργότερα μόνος. Έτσι πέρασε η δύσκολη δεκαετία του ενενήντα, από δω κι από κει λόγω της κωλοδουλειάς, συντροφιά με παλιά ρεμπέτικα –είχα αρχίσει να μαθαίνω μόνος μου και λίγο μπουζούκι και λίγο μπαγλαμά- και τα πρώτα λογοτεχνικά διαβάσματα, και πάντα να έρχομαι και να φεύγω σαν επισκέπτης με τα υπεραστικά λεωφορεία, τα τραίνα και τα πλοία της γραμμής, από Αθήνα, Λαμία, Σάμο, Πρέβεζα, με κλεισμένο εκ των προτέρων το εισιτήριο της επιστροφής.  Και πάντα να περνάω απ’ την ταβέρνα του Σάββα για ένα δύο τρία όμορφα ξενύχτια, και κατόπιν στο ρεμπετάδικο του Σκέντζου ή στο ουζάδικο του Νεζερίτη ή αλλού μέχρι πρωίας και για ούλτιμο που και που ένας δυναμωτικός πατσάς. Ώσπου ξημέρωνε, φώτιζε το αχνό γαλάζιο του ουρανού, έβγαινε ο πρώτος ήλιος και αποκαμωμένος, μα γεμάτος ζωντάνια και ευθυμία, απρόθυμος να πάω ακόμα για ύπνο, σ’ ένα παγκάκι παρέα με τον Γιάννη να κουβεντιάζουμε περί ανέμων και υδάτων για ένα λίγο πιο αισιόδοξο παρόν, αφού το μέλλον κανείς δεν το ‘ξερε, και ποιος νοιαζόταν τότε γι’ αυτό. Στιγμές εκστατικής ευτυχίας που σου δίνει άπαξ η απρόσμενη νύχτα, συντροφιά μ’ έναν καλό φίλο και κάμποσο αλκοόλ, που δεν ξεθώριασαν διόλου απ’ την αχλή του χρόνου. Μα την επόμενη πάντα έφευγα, με προορισμό απομακρυσμένα στρατόπεδα και καταθλιπτικά γραφεία για να συναντήσω αγέλαστους προϊστάμενους και οξύθυμους διοικητές καριέρας. Πάντα για το καλό του έθνους και της πατρίδας. Μέχρι που έγινε ο μεγάλος σεισμός, η ταβέρνα κατεδαφίστηκε, στη θέση της χτίστηκε άλλη, πιο γερή, πέθανε και η μάνα του Σάββα, πέθανε κι η δική μου, χάσαμε και τον φίλο μας, όλα μαζί και τόσο πρόωρα, σκληρά και αδυσώπητα στο γύρισμα της χιλιετίας.

Παρ’ όλα αυτά η ζωή συνεχίζεται, τρέχουμε και εμείς ασθμαίνοντας από πίσω της να προφτάσουμε. Το μαγαζί άνοιξε πάλι. Ως «1871» το μαθαίνανε πλέον οι φουρνιές των φοιτητών που ανηφορίζανε κατά κει -τιμής ένεκεν στην ένδοξη παρισινή κομμούνα που τόσο θαύμαζε ο Παναγιώτης-  μα για μας, τους πιο παλιούς και τους πιο γνωστούς, ανέκαθεν ήταν η «ταβέρνα του Σάββα», απάγκιο και κρυψώνα για κάθε πληγωμένο και μοναχικό νυχτοπούλι. Ώσπου η βόλτα μου στην Ελλάδα έλαβε τέλος. Ήρθα με κατ’ εξαίρεση μετάθεση στην Πάτρα για να φορέσω για άλλα τέσσερα χρόνια την επίσημη στολή με τα αστέρια και τα παράσημα και κατόπιν να την κλειδώσω μια για πάντα στην ντουλάπα. Είχα ξεμείνει από κίνητρα και φιλοδοξίες, είχα κουραστεί. Τότε άρχισα να κάνω άλλα πράγματα. Να σπουδάζω φυσική, να παίζω σκάκι στα τουρνουά, να τραγουδάω ρεμπέτικα σε καφενεία και ταβέρνες και να ξοδεύω αφειδώς και ποικιλοτρόπως τον άπειρο χρόνο μου. Στον Σάββα είχα γίνει πιο τακτικός. Τουλάχιστον μια δυο φορές τη βδομάδα θα πέρναγα να του πω μια καλησπέρα, να πιω κάνα τσίπουρο και να ακούσω κάνα τραγούδι. Μα όταν τέλειωσα οριστικά -και έγκαιρα- με το στρατό, καθάρισα κι απ’ το πανεπιστήμιο, ξανάφυγα για τέσσερα χρόνια στην Αθήνα, έτσι, ας πούμε για αλλαγή περιβάλλοντος, μα και σαν κάτι να με κυνηγούσε ή κι εγώ σαν κάτι να έψαχνα. Αγόρασα μια γκαρσονιέρα στο Κουκάκι κι άρχισα να ασχολούμαι λίγο με τη φωτογραφία και το σινεμά, να γράφω που και που καμιά ιστορία, να παρακολουθώ και κάνα μάθημα στην Πάντειο, να βολτάρω δίχως μεγάλη περιέργεια πια στα Εξάρχεια της ξεθυμασμένης αναρχίας και να γνωρίζω μια άλλη νύχτα, πιο σωματική και μοναξιασμένη, περπατώντας τη δεξιά όχθη της γυμνής λεωφόρου ή ανάμεσα στα πυκνά φυλλώματα των σκοτεινών πάρκων. Έτσι, οι επισκέψεις μου στη ταβέρνα αραίωσαν και πάλι, μια φορά το μήνα μόνο που κατέβαινα απ’ την πρωτεύουσα, όμως άρχισαν να γίνονται όλο και πιο ουσιαστικές. Με τα χρόνια αναπτύχθηκε, ας πούμε, μια αμοιβαία κατανόηση και εμπιστοσύνη με τον Παναγιώτη, μια φιλία δηλαδή. Ειδικά κάποιες καθημερινές, παράωρα, που μέναμε μόνοι στο μαγαζί ή τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού, κουβεντιάζοντας ανοιχτά και χωρίς υπεκφυγές για τα προσωπικά μας, τα οικογενειακά μας, την πολιτική, την ιστορία, την φιλοσοφία, την τέχνη, για το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον, για όλα όσα μας πλήγωναν και μας πονούσαν, ξορκίζοντας –έστω και προσωρινά-  τους δαίμονές που απειλούσαν να μας καταπιούν. Σε πολλά συμφωνούσαμε, σε κάποια όχι, καμιά φορά τσακωνόμασταν κιόλας, χωρίς όμως να δίνουμε συνέχεια και να το κάνουμε θέμα. Περασμένα ξεχασμένα, που λένε.

Και οι δυο μας δεν πιστεύαμε σε πανάγαθους και παντεπόπτες θεούς, ούτε σε αιώνιες ψυχές, δεύτερες και τρίτες παρουσίες, ούτε ψάχναμε για μεταφυσικές παρηγοριές, παρ’ όλο που από πολύ νωρίς είχαμε γνωρίσει το σκληρό πρόσωπο της ζωής, ειδικά ο Πάνος. Ίσως γι’ αυτό είχαμε απορρίψει και την ύπαρξη ενός υπέρτατου και παντοδύναμου όντος, που αν υπήρχε θα  ήταν σίγουρα, πάντα με τα ανθρώπινα μέτρα και σταθμά,  ένα μεγάλο σαδιστικό κάθαρμα, ένας τρισάθλιος παλιόπουστας, αφού μας έβαζε σε τέτοιες φοβερές δοκιμασίες. Επομένως, δεν υπήρχε. Απλά, ήμασταν απόγονοι της μητέρας φύσης, παιδιά της τύχης ή της ατυχίας -όπως το πάρει κανείς- πλάσματα αδύναμα και προσωρινά πάνω στον μάταιο τούτο κόσμο που αργά ή γρήγορα θα γινόμασταν χώμα και νερό, όπως και όλοι οι άλλοι ζωντανοί οργανισμοί γύρω μας. Όμως κοινή μας μοίρα δεν θα μπορούσε να αποτελεί μια κάποια παρηγοριά, αφού μόνο εμείς το γνωρίζαμε. Αυτή ήταν η δυστυχία μας, μα δεν υπήρχε κανείς να μας λυπηθεί. Το ζήτημα του θανάτου με απασχολούσε έντονα, εκείνον πάλι όχι -τουλάχιστον έτσι δήλωνε- θεωρώντας την φθορά και τον τελικό αφανισμό μας ως μια φυσική διαδικασία, τίποτα περισσότερο, ούτε καλό ούτε κακό, ούτε δίκαιο ούτε άδικο, κάτι που έπρεπε να αποδεχτούμε και να συμφιλιωθούμε μαζί του.  Όχι ότι μου προκαλούσε τρόμο η ιδέα του ολοκληρωτικού αφανισμού μου, μα το θεωρούσα μέγα σκάνδαλο να μην υπάρχω και η ζωή, αυτό το μεγάλο πανηγύρι, να συνεχίζεται σαν να μην τρέχει τίποτα. Το εγώ δεν μπορεί να διανοηθεί την ανυπαρξία του, την επιστροφή στο Μεγάλο Τίποτα. Με τα χρόνια, η σκέψη αυτή με βούλιαζε, σαν κινούμενη άμμος, όλο και πιο πολύ μέσα στη ματαιότητας των πραγμάτων, δυναμώνοντας επικίνδυνα την έμφυτη απαισιοδοξία μου. Η ζωή λοιπόν δεν είχε κανένα νόημα, κι αυτό ήταν ένα θλιβερό και οδυνηρό συμπέρασμα. Καθημερινά ένιωθα όλο και πιο απειλητικό έναν μηδενιστικό κυνισμό να με αρπάζει απ’ το λαιμό και να προσπαθεί να με στραγγαλίσει. Εκείνος φαινόταν πιο ψύχραιμος. Ήταν ζήτημα ιδιοσυγκρασίας.

Ήταν σίγουρα πιο αισιόδοξος από μένα, περιμένοντας να ξημερώσει ένας καλύτερος και δικαιότερος κόσμος. Αυτό ήταν η παρηγοριά και το αποκούμπι του. Ορθόδοξος μαρξιστής και θαυμαστής του Λένιν –αλλά και των κομμουνάρων επαναστατών του 1871!- πίστευε στα οράματα του κομμουνισμού, στην απελευθέρωση της εργατικής τάξης και του προλεταριακού κινήματος, αλλά και ολόκληρου του λαού, σταθερά και αταλάντευτα, πίσω απ’ τις γραμμές του Κόμματος, στο οποίο όμως ασκούσε σκληρή κριτική, όταν διαπίστωνε συντηρητικές, μουχλιασμένες και οπισθοδρομικές νοοτροπίες –που δεν ήταν και λίγες ούτε απλά περιστασιακές- και μικροαστισμούς, ειδικά σε πρόσωπα και πράγματα που γνώριζε πολύ καλά και από μέσα. Δεν ήταν κανένας αφελής ούτε ανυποψίαστος. Και δεν φοβότανε να συγκρουστεί για τα ιδανικά του, να χαλάσει ακόμα και μακρόχρονες φιλίες. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τσακώθηκε άγρια με παλιούς του φίλους, συντρόφους και συνοδοιπόρους. Δεν είχε πάντα δίκιο και σε κάποια επί μέρους θέματα ήταν αρκούντως δογματικός. Αδυναμίες, θα πεις, για άλλους όμως συνεπής, αταλάντευτος και ανυποχώρητος στις απόψεις του, σε κάποιες τουλάχιστον, αφού στις υπόλοιπες ήταν συζητήσιμος και ανοιχτός στην καλόπιστη κριτική. Καθαρά ζήτημα οπτικής, λοιπόν. Σίγουρα όμως, τέτοιες κουβέντες, δεν πρέπει να γίνονται αργά, μέσα στη ζάλη της νύχτας, γιατί συνήθως οι διαφωνίες διογκώνονται, οι απόψεις διαστρεβλώνονται, τα επιχειρήματα γεμίζουν τρύπες και μπάζουν νερά, και όλα αυτά έχουν άσχημη κατάληξη. Εγώ, από ένα σημείο και μετά, απέφευγα τις πολιτικές συζητήσεις για να μην δημιουργούνται παρεξηγήσεις και χαλάμε τις καρδιές μας. Έτσι κι αλλιώς σε θεωρητικά και ιδεολογικά ζητήματα –όπου ο καθένας έτσι κι αλλιώς έδινε τη δική του ερμηνεία- ήμουν μπερδεμένος και ημιμαθής, ένα κουμφούζιο. Πάντως, σε γενικές γραμμές διαφωνούσα. Ο πεσιμισμός μου ήταν πλέον τελεσίδικος και αδιαπραγμάτευτος. Δεν ήμουν με κανένα, εκ γενετής ανένταχτος και πλάνης. Ήμουν ενάντια στον φιλελεύθερο καπιταλισμό, αλλά έπαιρνα τις αποστάσεις μου και απ’ τον υπαρκτό σοσιαλισμό –τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη- και φυσικά απέναντι σε κάθε άσκοπη και αναποτελεσματική μορφή τρομοκρατικής βίας, αποτέλεσμα μίσους και οργής και καταφύγιο της λύπης των από κάτω. Δεν ήταν ο κατάλληλος τρόπος, ο σκοπός δεν πρέπει να αγιάζει τα μέσα. Από την άλλη, έβλεπα πως αυτός είναι ο τρόπος που βαδίζει η Ιστορία, τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Παραδεχόμουν ως ορθή την οξυδερκή κριτική του Μαρξ στον καπιταλισμό, αλλά και το ίδιο ορθή την αναρχική κριτική πάνω στο πρόβλημα της μετάβασης και στην κριτική της εξουσίας και του τρόπου διακυβέρνησης.  Επιθυμούσα κι εγώ έναν καλύτερο κόσμο για τους πολλούς και τους από κάτω, δεν πίστευα όμως ότι μπορούσε αυτό να επιτευχθεί στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Οποιαδήποτε επαναστατική προσπάθεια ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία ή εκφυλισμό, όπως και όλες οι προηγούμενες. Έτσι έπαιρνα τις αποστάσεις μου τόσο απ’ τον ορθόδοξο λενινιστικό μαρξισμό όσο και απ’ τον κλασικό αναρχισμό, παρ’ όλο που ορισμένοι νεαροί υπερεπαναστάτες ποικίλων ιδεολογικών αποχρώσεων που σύχναζαν στην ταβέρνα με θεωρούσαν ηττοπαθή, συντηρητικό, εγωτικό, αλαζόνα και υπερόπτη, συμβιβασμένο, βολεμένο και άλλα ηχηρά. Τουλάχιστον, δεν μπορούσαν να με κατηγορήσουν για χαφιέ ή πράκτορα του «εχθρού», εφόσον ήμουν ανένταχτος, μη συνωμωτικός και ανοιχτά διαφωνών με όλους, αν και συμπαθών προς όλες τις αριστερές και επαναστατικές παρατάξεις και γκρουπούσκουλα. Είπαμε, σκέτο κουμφούζιο!  Ίσως και να ‘χαν δίκιο. Εγώ πάντως πίστευα ότι απλά είμαι ρεαλιστής και ορθολογιστής, και δεν ήθελα να είμαι ούτε θύτης αλλά ούτε και θύμα. Ασκούμε κριτική προς όλες τις κατευθύνσεις –ειδικά προς τον εσώτερο κωλοεαυτό μας!- αρνούμαστε το υπάρχον και αντιστεκόμαστε με κάθε μέσον, είμαστε επαναστατημένοι και εξεγερμένοι, τηρούμε στάση ολικής ανυπακοής και αμφισβήτησης, είμαστε αντιεξουσιαστές, αλλά ως εκεί. Γιατί είμαστε τραγικά λίγοι και πάντα ήμασταν λίγοι. Δεν υπάρχει κίνημα που θα διεκδικήσει την ελευθερία και δικαιοσύνη για όλη την κοινωνία. Δυστυχώς, ο κόσμος δεν γίνεται να αλλάξει, τουλάχιστον στο εδώ και τώρα, για το μακρινό μέλλον ποιος ξέρει. Δεν είχα ψευδαισθήσεις ούτε έτρεφα αυταπάτες. Η εξουσία είναι κυνική, αδίστακτη και πανίσχυρη και –το σημαντικότερο- η μάζα φοβισμένη, ιδιοτελής, ανορθολογική, παθητική και αδιάφορη. Εθελόδουλη, ένα μάτσο σκυφτούληδες και ραγιάδες, κατά τ’ άλλα σεβάσμιοι και αξιοπρεπείς νοικοκυραίοι. Η κότα και το αυγό. Είμαστε οι αδύναμοι και αυτοί οι ισχυροί. Μόνο κλεφτοπόλεμο και αντάρτικο μπορούμε να κάνουμε, ο καθένας με τον τρόπο του, κάτι που ούτε εύκολο είναι ούτε ακίνδυνο, μα ούτε και λίγο. Διχασμένος και αντιφατικός, με το ένα πόδι στο παρόν της Ανάγκης και με το άλλο στο μέλλον Ουτοπίας, μόνο δυσφορία και θλίψη θα μπορούσες να νιώθεις, και πώς να βγει έτσι πέρα μια ζωή. Προτιμότερο βέβαια απ’ το να είσαι προβατάκι του θεού ή κάθαρμα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να διασώσεις τον αυτοσεβασμό και την  αξιοπρέπειά σου, να συνεχίσεις να αισθάνεσαι άνθρωπος, να δίνεις αξία και νόημα στη ζωή σου, να μην φτύνεις το πρόσωπό σου στον καθρέφτη και να πέφτεις το βράδυ στο κρεβάτι με λιγότερες τύψεις και ενοχές, αφού έκανες και σήμερα ότι μπορούσες, έστω κι αν αυτό δεν ήταν αρκετό. Και πάλι να αργεί να σε πάρει ο ύπνος.

Πάντως, ο Παναγιώτης, παρ’ όλο που δεν το ‘παιξε ποτέ υπερεπαναστάτης ή υπέρμαχος της τυφλής βίας, δεν είχε άδικο που καμιά φορά με κατσάδιαζε. Είναι αλήθεια ότι, επηρεασμένος τόσο απ’ τον ατομικιστικό αναρχισμό του Στίρνερ όσο και απ’ τον νιτσεϊκό ελιτισμό, έχοντας μεγάλη έπαρση, υπέρμετρο και απρόσβλητο εγωισμό, έβλεπα με καχυποψία όλη αυτή την χριστιανική ηθική της αλληλεγγύης προς τον διπλανό, τον ξένο, τον κάθε συνάνθρωπο που πρέσβευαν οι κομμουνιστές. Τη θεωρούσα υποκριτική και ψεύτικη. Ποιος νοιαζόταν για κοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, λίγοι ήταν αυτοί, πολύ λίγοι. Γινόμουν ειρωνικός και σαρκαστικός, εξόχως προκλητικός! Ο Παναγιώτης, με το δίκιο του, φούντωνε. «Πρόσεξε, βγάζεις πολύ εγώ!» μου φώναζε αγριεμένος. Όταν έπινα, μετά από κάποια ώρα, δεν πρόσεχα τις εκφράσεις και τα λόγια μου, όπως και αυτός βέβαια. Μας ξέφευγαν διάφορα. Έβγαζα έναν άγριο και ισοπεδωτικό μισανθρωπισμό, έναν πνευματικό ναρκισσισμό που οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στο μηδενισμό. Δεν πίστευα στην αγάπη. Κρίνοντας μάλλον εξ ιδίων τα αλλότρια, έβλεπα παντού γύρω μου εγωιστές που κοιτούσαν μόνο την πάρτη τους. Έπρεπε λοιπόν να προφυλαχθώ. Ήμουν σε διαρκή -κατά τ’ άλλα νόμιμη - άμυνα, με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο. Ένιωθα αβοήθητος και μόνος, ριγμένος στο λάκκο των λεόντων. Από παιδί. Αυτό κατάφερα να το συνειδητοποιήσω μόνο μέσα απ’ τις σκληρές του κουβέντες εκείνες τις όμορφες αλκοολικές νύχτες. Μου έσουρνε διάφορα, άκουγα χωρίς να απαντώ.  Έτσι κι αλλιώς στο τέλος, αφού ξεθύμαινε, έδειχνε πάντα κατανόηση. «Γαμώ την ψυχοπάθειά σου, Λοχαγέ, είσαι μεγάλο μουρλοκομείο, άντε γεια μας!» μου ‘λεγε τρυφερά και συμπονετικά, τσουγκράγαμε τα ποτήρια μας και ξεσπούσαμε σε γέλια. Είχαμε και οι δυο μας πολλά ελαφρυντικά. Δεν χαλάσαμε ποτέ τις καρδιές μας. Όμως, από αυτόν κατάλαβα ότι έπρεπε να προσπαθήσω απ’ την άμυνα να περάσω στην επίθεση, δηλαδή απ’ τον εγωισμό στον αλτρουισμό, να βγω απ’ το εγώ μου και να προσεγγίσω τον άλλον, με όλους τους κινδύνους που περιέχει ένα τέτοιο εγχείρημα, ειδικά όταν είσαι σχεδόν ανίδεος στις ανθρώπινες σχέσεις. Από αυτές τις συζητήσεις κατάλαβα πως η περιλάλητη νιτσεϊκή «επιμέλεια εαυτού» δεν μπορεί να σταματάει στο εγώ μας, χρειάζεται και η αγάπη και η συμπόνια του άλλου. Όπως και ότι η δύναμη της θέλησης δεν είναι μόνο για να επιβιώσεις με αξιοπρέπεια σε αυτή τη δύσκολη ζωή, αλλά και για να βοηθήσεις και τους άλλους να κάνουν το ίδιο, ακόμα και αν δεν περιμένεις ανταπόδοση. Μόνος του δεν μπορεί να σωθεί κανένας. Η νυχτερινή συναναστροφή μαζί του με οδήγησε σε ένα υψηλότερο επίπεδο αυτογνωσίας, με έκανε λίγο καλύτερο άνθρωπο. Του το οφείλω και μόνο γι’ αυτό θα τον θυμάμαι όσο ζω.

Μα πέρα από όλα αυτά τα πολύ ιδιαίτερα και προσωπικά, όλοι όσοι αγάπησαν τον  Σάββα είχαν άλλους, πιο σημαντικούς λόγους. Ήταν όλη αυτή η ευδιαθεσία και το χιούμορ του, ο ερωτισμός που εξέπεμπε και πλημύριζε όλο το μαγαζί, η τρυφερή αθυροστομία του, η διονυσιακή του έκσταση. Κατά μία έννοια, έζησε με γνήσια νιτσεϊκούς όρους –αυτός, ένας μαρξιστής!- αφού πρόβαλε με τον δικό του τρόπο τη χαρά της ζωής, κάνοντας τη δικιά του ζωή άξια να την αφηγηθεί ως μυθιστόρημα. Αγαπούσε πολύ την τέχνη, μα ο ίδιος έκανε τη ζωή του τέχνη, ήταν ένας αυθεντικός καλλιτέχνης της ζωής, ένας γνήσιος απόγονος της Νύχτας και μύστης του θεού Διόνυσου. Από την άλλη,  δεν ήταν φετιχιστής του χρήματος και δεν του έδωσε μεγαλύτερη αξία απ’ ότι έχει, δηλαδή ως απλό μέσο επιβίωσης. Επίσης, δεν κοίταξε ποτέ την εικόνα και το φαίνεσθαι, αλλά μόνο την ουσία και το περιεχόμενο των πραγμάτων, δηλαδή την αυθεντική σχέση με τον εαυτό του και με τους άλλους. Ακόμα και όταν γινόταν δυσάρεστος για τους συνανθρώπους του, το έκανε από αγάπη, για να τους ωφελήσει, ποτέ για προσωπικό του όφελος. Δεν είδε ποτέ τον εαυτό του ως ιδιοκτήτη καταστήματος, ούτε έβαλε πάνω απ’ όλα το οικονομικό κέρδος. 

Την τελευταία πενταετία, μόνιμα πια στην Πάτρα σπουδάζοντας φιλοσοφία, η σχέση μας ήρθε σε ισορροπία. Τα Σαββατόβραδα έπαιζα και να τραγούδαγα ρεμπέτικα κι ο Παναγιώτης, όπως πάντα, έπινε, καπνίζε και καμιά φορά, όποτε ερχόταν στο τσακίρ κέφι, σηκωνόταν και χόρευε με ένταση και πάθος, σαν εκστατική χθόνια θεότητα του κάτω κόσμου κάνα απτάλικο. Οι συζητήσεις μας είχαν αραιώσει, δεν λέγαμε πλέον πολλά πολλά, μα συνεννοούμασταν τέλεια με τα βλέμματα, κάπου κάπου σκάγαμε και κάνα χαμόγελο σύμπνοιας και συνενοχής. Δεν υπήρχαν πλέον σοβαρές διαφωνίες μεταξύ μας.  

Ο Παναγιώτης Σάββας υπήρξε μια ιδιαίτερη περίπτωση «ταβερνιάρη». Όχι μόνο γιατί δεν έβαζε πάνω από όλα τα οικονομικό του συμφέρον, όχι μόνο γιατί ήταν έντιμος και καθαρός στις σχέσεις του με τους πελάτες, όχι μόνο γιατί δεν είχε υπαλλήλους να τους εκμεταλλεύεται και έφερνε βόλτα το μαγαζί μόνος του –με την πολύτιμη βοήθεια βέβαια της Σοφίας, της γυναίκας της ζωής του- όχι μόνο επειδή ήταν ένας συμπονετικός άνθρωπος, όχι μόνο γιατί ήταν ένας αφοσιωμένος συμπαραστάτης για τους φίλους και συνοδοιπόρους του, αλλά και επειδή υπήρξε μια σπάνια και ολοκληρωμένη προσωπικότητα λαϊκού διανοούμενου, ένας ποιητής της νύχτας και καλλιτέχνης της ζωής που οραματιζόταν ένα καλύτερο μέλλον για την ανθρωπότητα συνολικά. Μα ο Παναγιώτης πάνω απ’ όλα ήταν ένας ευαίσθητος και πονεμένος άνθρωπος που όμως δεν φοβήθηκε να ζήσει τη ζωή του με ένταση και πάθος. Έπινε και κάπνιζε πολύ, αγχωνόταν και στεναχωριόταν πολύ, κάθε βράδυ πάλευε με τέρατα και δαίμονες. Και η μοίρα, σκληρή και άδικη όπως πάντα, του επιφύλαξε την τελευταία δύσκολη μάχη, που αναπόφευκτα έπρεπε να χάσει.     

Τέλος εποχής, λοιπόν, αρχή μιας άλλης. Ο χρόνος κύλισε, ο φίλος μας έφυγε, το μαγαζί μας έκλεισε. Αυτός καθάρισε. Εμείς να δούμε τώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου