Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

ΟΒΕΛΙΣΤΗΡΙΟΝ Ο ΤΣΟΛΙΑΣ

Πήγαινα κάθε σαββατόβραδο γιατί είχε καλό λευκό κρασί, σπιτικό, δικιάς τους παραγωγής, εύγευστο και διαυγές, χωρίς φάρμακα και συντηρητικά, το φέρνανε από το χωριό, μου είχανε πει, γεγονός ασυνήθιστο και σπάνιο για τέτοια μαγαζιά. Δεν είχα λόγους να μην τους πιστέψω. Ανακάλυψα την ψησταριά τυχαία σε μια απ’ τις μακρινές και ατέλειωτες περιπλανήσεις μου, μπήκα μέσα και ήμουν απ’ τους λίγους τυχερούς. Οι περισσότεροι έρχονταν και ψώνιζαν πίτες, σουβλάκια και κοντοσούβλια για το σπίτι, πίνοντας κόκα κόλα και σπανιότερα μπύρα. Θεωρούσαν τον οίνο παλιακό και ξεπερασμένο, οι άσχετοι. Μάλλον ήταν και ζήτημα αισθητικής, τον είχαν συσχετίσει αποκλειστικά με την ταβέρνα, άντε και με το πιο νεωτερικό μεζεδοπωλείο. Στο φουλ δούλευαν και οι ντελιβεράδες του μαγαζιού, τρία παιδιά με μηχανάκια, όλες τις μέρες. Όμως, υπήρχαν και κάποια τραπέζια στο πίσω μέρος του μαγαζιού για όσους ήταν μόνοι και δεν βιάζονταν πολύ. Εκεί καθόμουν και απολάμβανα το λιτό σαββατιάτικο δείπνο μου.  Και πάντα στο τέλος, λίγο πριν σηκωθώ να φύγω, έχωνα στην τσέπη κρυφά μη με πάρουν χαμπάρι, λίγες οδοντογλυφίδες και χαρτοπετσέτες για τα σπασμένα μου δόντια, τις μύξες και τα φλέματα. Δεν ήμουν κλεπτομανής, δεν υπήρξα ποτέ, απλά ήταν η μικρή μου αταξία, η ζαβολιά που με έκανε χαρούμενο και μου θύμιζε κάτι από τα μακρινά παιδικά μου χρόνια.      

Κάθε φορά παράγγελνα μία πίτα ανοιχτή, απ’ όλα, χωρίς κρέας και μισό κιλό κρασί κατά την έξοδό μου στην αγαπημένη πολιτεία, μέχρι πρωίας, νοσταλγώντας τις παλιές καλές εποχές, όταν ήμουν νεότερος και πιο ακμαίος, αν και το ίδιο μόνος, μα τότε δεν είχε μεγάλη σημασία, περνούσα το ίδιο καλά παρέα με τον εαυτό μου. Πιο πριν, το απόγευμα, θα έκανα μια μεγάλη βόλτα χαζεύοντας την κίνηση των καταστημάτων και των ανθρώπων, θα έπινα τον καφέ μου σε κάποιο κεντρικό σημείο και κατόπιν θα ανηφόριζα ασθμαίνοντας προς την παλιά πόλη για την ψησταριά, κοντά στο φωτισμένο κάστρο. Απέξω οι γατούλες περίμεναν υπομονετικά για τα αποφάγια και τα περισσεύματα, μέσα η τηλεόραση έπαιζε τραγούδια λαϊκά. Κόσμος έμπαινε και έβγαινε, έρχονταν κι έφευγαν με τις σακούλες στο χέρι. Απλοί, λαϊκοί, καθημερινοί άνθρωποι του μεροκάματου και της βιοπάλης, έντιμες φάτσες, και πολλοί νεαροί. Οι σερβιτόροι και οι ψήστες, αν και είχαν πάντα πολύ δουλειά,  με εξυπηρετούσαν σχεδόν αμέσως. Πλέον, με είχανε μάθει για τα καλά, τα τελευταία δύο χρόνια ήμουν τακτικός πελάτης, έστω και μόνο μια φορά τη βδομάδα. Επιπλέον, δεν τους δυσκόλευα, είχα σταθερές προτιμήσεις. Μια από τα ίδια, τους έλεγα, τα γνωστά, κι αμέσως έμπαιναν στο νόημα, τα υπόλοιπα γίνονταν αυτόματα και αστραπιαία. Μέχρι να πάω στην τουαλέτα, να κατουρήσω, να πλύνω τη μούρη μου και να ξαναβγώ, είχα ήδη σερβιριστεί και όλα τα πράγματα βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι. Ένιωθα άρχοντας, έστω και για μία μέρα τη βδομάδα.

Θέλω να είμαι ειλικρινής, δεν με τράβηξε μόνο το καλό κρασί, μα και ο νεαρός που ερχόταν να πάρει παραγγελία και να με σερβίρει. Είχε ωραίο χαμόγελο, σφιχτό καλοσχηματισμένο κωλαράκι και φαινόταν καλό παιδί, γι’ αυτό και από ευχαρίστηση του άφηνα πάντα ένα μικρό πουρμπουάρ. Ακόμα και αργότερα, όταν έμαθα πως ήταν ο μικρότερος γιος του μαγαζάτορα. Και ο πιο όμορφος. Όχι πως έτρεφα ιδιαίτερες ελπίδες να συμβεί κάτι μεταξύ μας, μου ήταν εντελώς αδιανόητο, πλέον δεν είχα τίποτα πάνω μου για να τον τραβήξω, ένα χάλι και μισό είχα καταντήσει, μα ούτε και φαινόταν να του αρέσουν ο ώριμοι και παρασιτεμένοι άνδρες. Έτσι κι αλλιώς είχε τη σχέση του, μια όμορφη κοπέλα στην ηλικία του, και περνούσε καλά, φαινόταν πως το απολάμβανε. Δεν πετούσα στα σύννεφα και ανέκαθεν σε τέτοια δύσκολα θέματα δεν ήμουν αισιόδοξος. Πήγαινα μόνο για τον βλέπω, τίποτε άλλο. Και για να αγγίζω ελαφριά τα δάχτυλα των λευκών και απαλών χεριών του όταν στο τέλος που θα πλήρωνα το λογαριασμό. Τα ρέστα δικά σου, του ‘λεγα και με ευχαριστούσε χαμογελώντας. Βλέπεις, όλα έχουν το αντίτιμό τους και με τα χρόνια η επιθυμία δεν μειώνεται, μα ευτυχώς η ορμή δεν σε καταδυναστεύει και σίγουρα δεν έχει τον πρώτο λόγο, όλα είναι υπό έλεγχο πια. Τουλάχιστον, δεν κινδυνεύεις να ξεφτιλιστείς, να γίνεις ρόμπα ξεκούμπωτη, μπροστά σε ένα νέο παιδί και να κοκκινίσεις από ντροπή, αν ου ‘χει απομείνει λίγη τσίπα και κάποιο φιλότιμο ακόμα. Όλα τα άλλα είναι ζήτημα της αναπτυγμένης φαντασίας σου και των ανεξίτηλων ηδονικών στιγμών του παρελθόντος. Έτσι κι αλλιώς, δεν είσαι στερημένος, χόρτασες από φρέσκια σφριγηλή σάρκα, μην είσαι άπληστος, είναι καιρός να αποσυρθείς και το σημαντικότερο, να μην ενοχλείς. Φάε ήσυχα την πιτούλα σου, πιες το κρασάκι σου, θυμήσου τις όμορφες στιγμές της νιότης σου και άντε στο καλό. Κι αύριο μέρα είναι, σκατοκωλόγερε.  

Ήταν οικογενειακή επιχείρηση, τη δούλευαν οι γονείς και τα δυο παιδιά, ίσως και κάποιοι άλλοι κοντινοί συγγενείς. Ήταν πάντα ευγενικοί και καλοκάγαθοι, με το χαμόγελο στα χείλη, καλοί επαγγελματίες, σε όλα τους. Σπάνια έκαναν ερωτήσεις, πάντα καλοπροαίρετα, ποτέ δεν γίνονταν αδιάκριτοι και ενοχλητικοί. Μια φορά, στην αρχή, είχαν την απορία γιατί παίρνω την πίτα ορφανή, χωρίς κρέας. Ίσως να νόμισαν ότι δεν εμπιστεύομαι την ποιότητα και την καθαριότητα των προϊόντων τους και θα ήταν έτοιμοι να με διαβεβαιώσουν για το αντίθετο, πως ήταν άριστα, από ντόπια και φρέσκα κρέατα, και τόσα χρόνια κανένας πελάτης τους δεν είχε το παραμικρό παράπονο. Όχι πάντως επειδή νηστεύω και αύριο πρέπει να πάω στην εκκλησία για να κοινωνήσω, τους είχα απαντήσει χαριτολογώντας και γελάσαμε. Εδώ και κάμποσο καιρό είμαι χορτοφάγος, τους εξήγησα, σοβαρά πλέον, τα λυπάμαι τα κακόμοιρα τα ζωάκια, δεν μπορώ να τα φάω, και συμφώνησαν μαζί μου, έστω με μισή καρδιά, δίχως αντιρρήσεις και περαιτέρω περιττές εξηγήσεις για τις ωφέλειες των ζωικών πρωτεϊνών στον ανθρώπινο οργανισμό. Απλά δαγκώθηκαν κι έκοψαν τη συζήτηση μαχαίρι. Ήξεραν πως δεν είχαν σοβαρά επιχειρήματα, ότι δεν μπορούσαν να με πείσουν, απλά έκαναν τη δουλειά τους όσο καλύτερα μπορούσαν. Τουλάχιστον δεν παρεξηγήθηκαν, δεν το πήραν στραβά, πιο προσωπικά. Ίσως μόνο να απόρησαν που με τέτοιες απόψεις και ευαισθησίες συνέχιζα να τρώω σε ψησταριές, σε έναν απ’ τους τόπους θυσίας και μαρτυρίου των κακόμοιρων ζωντανών. Χίλια δίκια θα είχαν να περάσουν για μουρλό και ανισόρροπο, δεν θα τους παρεξηγούσα.

Ούτε και θα με ένοιαζε. Έτσι κι αλλιώς, τους είχα πει τη μισή αλήθεια. Τα τελευταία χρόνια ζούσα με το γλίσχρο επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης της πρόνοιας και μετρούσα και το τελευταίο κέρμα που βρισκόταν στις τρύπιες μου τσέπες. Έκοβα από όπου μπορούσα κι έτσι έγινα βίγκαν από ανάγκη, γι’ αυτό σταμάτησα και το κάπνισμα, πέρα από την τράκα, δηλαδή να αγοράζω τσιγάρα, όχι βέβαια για το καλό της υγείας μου κι επειδή μου το είπαν οι γιατροί. Ίσως και να το κατάλαβαν, δεν ήταν μαλάκες, έκοβε το μάτι τους, είχαν εμπειρία από ανθρώπους. Τα παλιά και βρώμικα ρούχα με πρόδιδαν, το ίδιο και η απλυσιά μου. Ζούσα σε μια μικρή εγκαταλειμμένη αποθήκη στην άκρη της πόλης, αυτό δεν τον ξέρανε, αγνώστου ιδιοκτήτη, χωρίς νερό και ηλεκτρικό, παρέα με τις γάτες και τα αδέσποτα σκυλιά της περιοχής, μακριά απ’ τους ανθρώπους. Όμως, έστω και με χίλιες θυσίες και φορώντας βρώμικα παλιόρουχα, διατηρούσα για τον εαυτό μου την πολυτέλεια της σαββατιάτικης εξόδου, ως ανάμνηση στιγμών ελκυστικών από τις προηγούμενες ζωές μου. Και άφηνα πάντα ένα μικρό πουρμπουάρ στα ωραία αγόρια που συναντούσα στο δρόμο μου. Την ομορφιά ποτέ δεν την πρόδωσα.          

Μια άλλη φορά ο μαγαζάτορας με είχε ρώτησε γιατί έρχομαι μόνο τη συγκεκριμένη μέρα. Είμαι σαββατόμαγκας, του είπα μεταξύ σοβαρού και αστείου και γελάσαμε ξανά. Τη ζωή πρέπει να την παίρνεις με χιούμορ και ελαφράδα, αλλιώς δεν βγαίνει εύκολα πέρα, αυτή είναι η φιλοσοφία μου, τώρα που μεγάλωσα επικίνδυνα, γέρασα και βρίσκομαι στο κατώφλι της τρίτης ηλικίας. Όμως, αμέσως σοβάρεψα και άλλαξα ρόλο, έγινα λίγο πιο τραγικός, πιο μελοδραματικός, δεν ξέρω πως μου ‘ρθε, μάλλον είμαι παραμυθάς, μου αρέσει να σκαρφίζομαι και να πλάθω ιστορίες, και του είπα ότι είμαι φυλακή, ισόβια για φόνο, και πλέον κάθε Σάββατο μου δίνουν άδεια με διανυκτέρευση, αφού όλα αυτά τα χρόνια που είμαι μέσα έχω δείξει ειλικρινή μεταμέλεια και καλή διαγωγή, βελτιώθηκα, έγινα καλύτερος άνθρωπος. Πρέπει να ‘μουν πολύ πιστευτός, καλός ηθοποιός, μέσα στο ρόλο, γιατί αμέσως σοβάρεψε και έχασε το χρώμα και τη μιλιά του. Δεν το περίμενε, μα δεν ρώτησε λεπτομέρειες, δεν είπε τίποτα άλλο κι αμέσως επέστρεψε στη δουλειά του. Σχεδόν τον λυπήθηκα κι ένιωσα τύψεις για το ψέμα μου. Στο βλέμμα του αναγνώρισα, όχι φόβο ή απέχθεια, αλλά ειλικρινή συμπόνια και σεβασμό, ένα σφίξιμο για το πού μπορεί να καταντήσει ο άνθρωπος. Από κείνη τη στιγμή τον εκτίμησα ακόμα περισσότερο, ένιωσα σχεδόν έναν απέραντο θαυμασμό για αυτόν. Και όχι μόνο επειδή συχνά μου κερνούσε το κρασί.

Η σαββατιάτικη νύχτα είναι μεγάλη, αν και πλέον δεν έχω τις παλιές αντοχές, δεν είμαι για πολλά και σε λίγο καιρό θα γίνω απλά ένας σκατόγερος, δίχως σκοπό και νόημα, που απλά θα πιάνει χώρο πάνω στον πλανήτη μέχρι να ψοφήσει και να τον πετάξουν στο μεγάλο λάκκο. Όπως, ακόμα δηλώνω παρόν και είμαι ολοζώντανος. Μετά την ψησταριά θα πάω σε κάνα νεανικό καφενείο ή μπαράκι να πιω κάνα τσίπουρο. Θα το συνοδεύσω με τσιπς ή ξηροκάρπια και θα τσουλήσω την ώρα χαζεύοντας όμορφες φατσούλες, θεσπέσια κωλαράκια και υπεροπτικά καβλάκια, αλλάζοντας φλογερές ματιές με πολύχρωμες αδερφές του ελέους και του στρατού της σωτηρίας, κάπως ασχημούλες, βέβαια, με φρικαρισμένες αγριόφατσες, μα κατά βάθος καλές ψυχούλες, άγρια τριαντάφυλλα με μεγάλα δηλητηριώδη αγκάθια, στερημένες ψυχικά και σαρκικά, που και μαζί μου θα πήγαιναν αν μπορούσα να ανταποκριθώ, δηλαδή με έναν ξοφλημένο, βρωμερό και τρισάθλιο πουστόγερο της κακιάς ώρας, ειδικά λίγο πριν το ξημέρωμα, όταν οι ορμόνες και το αλκοόλ σε τρελαίνουν και η κάβλα χτυπάει στα κόκκινα, την ώρα που γίνεσαι ευάλωτος και καθόλου εκλεκτικός, ψάχνοντας έστω και για μια πίπα στα όρθια, λίγα χάδια και φιλιά, μια ζεστή αγκαλιά. Τότε, μέσα στο συνωστισμό και τη δυνατή μουσική του μαγαζιού, θα φερθώ πρόστυχα, θα πάω και θα κολλήσω από πίσω τους, θα τριφτώ πάνω τους, θα τους πιάσω τον κώλο και θα τους βάλω αυστηρό κωλοδάκτυλο, θα τους το χώσω βαθιά μέσα στην ξεσκισμένη κωλοτρυπίδα τους για να θυμηθώ τα παλιά μήπως και ερεθιστώ, θα τους αρέσει, μες στο σκοτάδι οι άλλοι δεν θα μας βλέπουν, μα θα τις καυλώσω μάταια, τις κακόμοιρες, πλέον δεν μπορώ να κάνω πολλά πράγματα, να φτάσω στο αίσιο τέλος, να τις εκτονώσω και να τις ικανοποιήσω έτσι όπως πρέπει, αντρίκια, έτσι όπως έκανα κάποτε. Παρ’ όλα αυτά, παράπονο ουδέν. Έτσι είναι η ζωή. Δεν ζηλεύω την νιότη και την ορμή τους, δεν θα ήθελα να γυρίσω πίσω τον χρόνο, τον αφήνω να τρέχει αδιάφορα.

Δηλαδή, του κώλου τα εννιάμερα και το μουνί της χάιδως. Όσο και να προσπαθώ, δεν μπορώ να κάνω τίποτα πια, είμαι ένας αδύναμος παλιόγερος κι εκείνες λυσσάρες, δηλαδή σαν να παλεύω με ανεμόμυλους. Ίσως μόνο να καταφέρω να ξεροχύσω και τότε, πλήρης ηδονής, θα πληρώσω τα ποτά μου, θα βγω βιαστικά απ’ το μαγαζί, σχεδόν τρέχοντας, παρά την ηλικία μου, για να χαθώ, να εξαφανιστώ από προσώπου γης, μακριά απ’ τους ανθρώπους, που θα συνεχίζουν να χορεύουν, να τραγουδούν και να διασκεδάζουν, να ερωτεύονται και να αγαπιούνται, να τσακώνονται και να μισούνται, να γαμιούνται και να αλληλοσπαράζονται, να τρώνε τις σάρκες τους και τα σωθικά τους, και να επιστρέψω στην ετοιμόρροπη παράγκα μου, στο άγιο κελί μου, εκεί που με περιμένουν υπομονετικά τα ευλογημένα πλάσματα με τις υγρές μυτούλες, τα αδέσποτα με τα θλιμμένα μάτια και τις καυτές ανάσες για να τα ταΐσω. Την ώρα που τελειώνει άλλη μια μεγάλη νύχτα, που αρχίζει άλλη μια μικρή μέρα, με το πρώτο κικιρίκου, λίγο πριν να φέξει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου