Ολοφάνερα, έφταιγε εκείνος. Ήταν
βιαστικός και απρόσεκτος, σαν γάτα πετάχτηκε στη μέση του δρόμου. Εκείνο το
βράδυ είχε πιει πολύ, πέραν του δέοντος, πάνω από αυτό που άντεχε ο οργανισμός
του και το ευαίσθητο νευροφυτικό του σύστημα. Όμως, ευτυχώς, στους πεζούς δεν
κάνουν αλκοτέστ, απλά τους πατάνε κι από πάνω φταίνε οι άλλοι. Το μηχανάκι δεν
πρόλαβε να φρενάρει, ούτε καν τον είδε, τόσο γρήγορα έγιναν όλα. Χτύπησε και η
κοπέλα σοβαρά. Δυο περαστικοί τους βοήθησαν, κάλεσαν την τροχαία και τις πρώτες
βοήθειες. Ευτυχώς, εκείνη την ώρα, περασμένες τρεις, ο δρόμος ήταν άδειος, δεν
περνούσαν άλλα τροχοφόρα. Ο αστυνόμος της είπε να φυσήξει πιο δυνατά, παρ’ όλη
την κατάστασή της. Δεν είχε πιει πολύ, ήταν μέσα στα επιτρεπόμενα όρια, μα σε
κάθε περίπτωση ο νόμος ήταν με το μέρος του θύματος. Στο νοσοκομείο βρέθηκαν
στα επείγοντα περιστατικά, τους εγχειρίσανε, τοποθέτησαν λάμες και βίδες στα σπασμένα
τους πόδια και κατόπιν τους βάλανε στον ίδιο θάλαμο, δίπλα δίπλα.
Όταν συνήλθε και ένιωσε
κάπως καλύτερα, της ζήτησε συγνώμη, εκείνος έφταιγε, ας λέγανε οι μπάτσοι τα
δικά τους, δεν θα της έκανε μήνυση, δεν θα την κυνηγούσε δικαστικά, ούτε θα
ζητούσε αποζημίωση. Έτσι κι αλλιώς, ήταν άνεργος, τεμπέλης και άεργος, ούτε
λεφτά έχανε, ούτε κάποια δουλειά. Ούτε και οικογένεια είχε, κάποιον δικό του,
μόνο έναν καλό φίλο που θα τον πρόσεχε μέχρι να αναρρώσει και να γίνει τελείως
καλά. Εκείνη του χαμογέλασε και τον ευχαρίστησε ευγενικά, αν και ενδόμυχα θα
‘θελε να τον στείλει στο διάολο, για την ταλαιπωρία που περνούσε εξαιτίας του.
Πάνω σ’ αυτόν τον μέθυσο βρήκε να πέσει μέσα σε ολόκληρη την άδεια νύχτα;
Τουλάχιστον, έδειχνε άνθρωπος με κατανόηση, φιλότιμο και τσίπα, δεν θα είχε
επιπλέον προβλήματα με δικηγόρους και αποζημιώσεις, σ’ αυτό είχε σταθεί τυχερή.
Έπρεπε μόνο να κάνει υπομονή. Μετά από ένα μήνα, που θα γινότανε καλά, όλο αυτό
το περιστατικό θα αποτελούσε παρελθόν, θα ξέχναγε ακόμα και τη φάτσα του. Μια
βδομάδα τους κράτησαν στο νοσοκομείο. Πήραν εξιτήριο την ίδια μέρα, έφυγαν την
ίδια ώρα και οι δύο με τις πατερίτσες και τα μπαταρισμένα τους ποδάρια. Ευχήθηκαν
σιδερένιοι, περαστικά κι έδωσαν τυπικά τα χέρια. Δεν αντάλλαξαν τηλέφωνα. Δεν
υπήρχε λόγος να κρατήσουν κάποια επαφή.
Όμως, το πεπρωμένο φυγείν
αδύνατον. Συνήθως, η μοίρα και η τύχη αποφασίζουν διαφορετικά από εμάς. Μετά από κάνα εξάμηνο, συναντήθηκαν ξανά σε ένα μπαράκι. Είχαν γίνει
και οι δύο εντελώς καλά, ειδικά εκείνη χοροπηδούσε κι έτρεχε μες στην τρελή
χαρά. Ήταν με την παρέα της, γνώριμες φάτσες από τις μέρες της νοσηλείας τους,
εκείνος μόνος. Τον είδε πρώτη, μόλις εκείνος
μπήκε και κάθισε στην μπάρα. Το ποτό σας είναι κερασμένο απ’ την κοκκινομάλλα, του
είπε ο μπάρμαν και την έδειξε. Ήρθε κεφάτη και χαμογελαστή κοντά του και τσούγκρισαν
τα ποτήρια τους. Στην υγειά μας, είπαν με νόημα. Πήγε κι αυτός και κόλλησε με
την παρέα της, ήπιανε πολύ, γελάσανε, καλαμπουρίσανε και στο τέλος, την ώρα που
έκλεινε το μαγαζί, αποχαιρέτησαν τους υπόλοιπους και φύγανε οι δυο τους μαζί. Τον
πήγε σπίτι της, σε μια μικρή γκαρσονιέρα που νοίκιαζε, και κάνανε έρωτα. Από
κείνη τη μέρα τον σπίτωσε κανονικά, τον τάιζε, τον πότιζε και τον ξεζούμιζε. Θερμή
κοπέλα, λυσσάρα, πηδιόντουσαν σχεδόν
κάθε βράδυ. Ψηλή, στενή, αδύνατη και αρρενωπή. Είχε τύπο, μαγκιά, τσαχπινιά και
τσαμπουκά. Έπινε, κάπνιζε, κι ήξερε να δροσίζει το μουνί της, με όποιον της
άρεσε και σε κανέναν δεν έδινε λογαριασμό. Ο αλήτης και η μαγκιώρα. Πάντως, εκείνος
δεν κατάλαβε τι του βρήκε, κι όσες φορές την ρώτησε, δεν ξέρω, του απάντησε,
αυτά τα ζητήματα είναι πολύ βαθιά και υπόγεια, δεν αποφασίζουμε εμείς. Αν και
με τις γυναίκες γενικά δεν είχε πολλά πάρε δώσε, εκείνη ήταν εξαίρεση, απ’ τις
λίγες που τον τραβούσαν δυνατά σαν τον μαγνήτη. Κι όμως, δεν της είπε ποτέ σ’
αγαπώ, την μαγική λέξη, ούτε κι εκείνη. Ντρεπόταν, δεν την είχε προφέρει ποτέ στο
στόμα του. Μόνο σε θέλω, της έλεγε, μου αρέσεις, μ’ αρρωσταίνεις, σε γουστάρω, με
καυλώνεις, τέτοια πράγματα που την έφτιαχναν. Πάντως, γαμιόντουσαν ωραία και περνούσανε
καλά, αυτό είχε σημασία. Κι ας είχαν πάνω από είκοσι χρόνια διαφορά.
Ένα χρόνο κράτησε η σχέση
τους, με σκαμπανεβάσματα. Από νωρίς άρχισε να ξεθυμαίνει, να χάνει την ορμή των
πρώτων εβδομάδων, όπως γίνεται πάντα στις περιπτώσεις του κεραυνοβόλου πόθου.
Απ’ την άλλη, εκείνος δεν ήταν των μακροχρόνιων δεσμεύσεων, είχε αρχίσει ήδη να
βαριέται και σκεφτόταν τρόπους να ξεκόψει, να ξαναβρεί την ελευθερία του, να μπει
σε νέες περιπέτειες, να ξαναγράψει ιστορία, να εμπλουτίσει τον προσωπικό του
μύθο, να ξαναρχίσει το ψάξιμο και την αλητεία. Τότε εκείνη του είπε ότι είναι έγκυος
και του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Σίγουρα ήταν ατύχημα, δεν το ήθελε, παρ’ όλο
που πρόσεχε όποτε έμπαινε μέσα της, έπαιρνε όλες τις προφυλάξεις. Της είπε να
το ρίξει, δεν ήταν αυτός για να μεγαλώνει κουτσούβελα, και μάλιστα σ’ αυτήν την
ηλικία, δεν έκανε για πατέρας, ούτε για σύζυγος, ίσως μόνο για εραστής, ήταν ένας
κουρασμένος άνθρωπος με σμπαραλιασμένα νεύρα, τι του έφταιγε το κακόμοιρο να το
βασανίσει. Αν ήταν γάτος, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, με το σπέρμα του θα
κατακυρίευε τον κόσμο όλο, μα δυστυχώς ήταν ένας άτριχος πίθηκος. Κι όταν την
ρώτησε αν σίγουρα ήταν δικό του, εκείνη τον χαστούκισε, τσακώθηκαν άγρια και
τον πέταξε έξω από το σπίτι, δεν σεβάστηκε καν τα γκρίζα του μαλλιά. Έτσι, χωρίσανε,
κακήν κακώς, όπως συνήθως τελειώνουν οι θυελλώδεις έρωτες, όχι πάντως ολέθρια
και καταστροφικά, δεν είχανε αίματα. Μα εκείνη ήθελε να γίνει μάνα, να μεγαλώσει
το παιδί, έστω και μόνη της, χωρίς πατέρα.
Την ξανασυνάντησε μετά από
χρόνια τυχαία στο δρόμο. Κοιταχτήκανε στα μάτια κι ένιωσε περίεργα, ένα πνίξιμο
στο στήθος. Είχε αλλάξει κόμμωση, είχε βάψει τα μαλλιά της ξανθά, μπορεί και να
‘ταν το φυσικό τους χρώμα, ποιος ξέρει, είχαν και λίγο μακρύνει, μα συνέχιζε να
είναι όμορφη, του άρεσε ακόμη. Και με μια μελαγχολία στο βλέμμα. Τον χαιρέτησε
χαμογελαστή, τον ρώτησε τι κάνει, πώς τα περνάει, πώς πάει το πόδι του, αν τον
ενοχλεί, και πάνω στην κουβέντα για τα παλιά του το ξεφούρνισε. Τελικά το έριξε
το παιδί τότε, στο τσακ πρόλαβε να κάνει την έκτρωση. Και ούτε καν έμαθε αν ήταν αγόρι ή κορίτσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου