Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2024

Η ΚΟΠΕΛΑ ΤΟΥ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ

Είχαν φτάσει και φέτος οι γιορτές, τέλος του χρόνου. Το πάρκινγκ έξω απ’ το σούπερ μάρκετ ήταν φίσκα στα αυτοκίνητα, κόσμος πολύς για τα ψώνια της τελευταίας στιγμής. Στην είσοδο δυο τσιγγανάκια λέγανε τα κάλαντα, μπέρδευαν τα λόγια τους, τα ξεχνούσαν και αυτοσχεδίαζαν, μα δεν είχε και μεγάλη σημασία, δεν θα τα βαθμολογούσε κανείς. Σήμερα τουλάχιστον δεν ένιωθαν πως ζητιανεύουν αναζητώντας την καλοσύνη και τον οίκτο των μπαλαμών, απλά τηρούσαν ένα πατροπαράδοτο έθιμο και με τον τρόπο τους συνέχιζαν να υπηρετούν μια παράδοση. Να τα πούμε; Ρωτούσαν με φανερή την αγωνία στις ψιλές τους φωνούλες. Τα ‘παν άλλοι, τους απαντούσαν, και τα ρέστα. Κάθε τόσο εμφανιζόταν μπροστά τους ένας  ψηλός, βλοσυρός, γεροδεμένος και μαυροντυμένος σεκιουριτάς και τα έδιωχνε. Εκείνα τρομαγμένα πήγαιναν λίγο παραπέρα και συνέχιζαν να χτυπούν με μανία τα τριγωνάκια τους. Έψαξα τις τσέπες μου, βρήκα κάτι ψιλά και τους τα ‘δωσα. Ευχαριστούμε κύριε, είπαν χαμογελώντας και συνέχισαν το ψαλτήρι τους. Τα προσωπάκια τους ήταν φωτεινά και χαρούμενα, τα ρούχα τους καθαρά, γιορτινά και περιποιημένα, τα παπούτσια τους ολοκαίνουργια, χάρμα οφθαλμών. Τα προσπέρασα και μπήκα στο κατάστημα.

Τουλάχιστον τα σούπερ μάρκετ σε όλες τις πόλεις είναι ίδια. Μπορεί να άφησα οριστικά και αμετάκλητα την πρωτεύουσα, να επέστρεψα στην πόλη που γεννήθηκα και έζησα τα παιδικά μου χρόνια, μα δεν πρόκειται να στερηθώ την υπεραφθονία των καταναλωτικών τους αγαθών, τα καροτσάκια στους διαδρόμους, τις ουρές στα ταμεία, όλα αυτά που θα μου θυμίζουν την μεγάλη πόλη, την πρωτεύουσα που έζησα τόσα χρόνια. Να μου την ξαναφέρνουν στο νου έστω και για λίγο, μια τζούρα μόνο, μέχρι να ξαναβγώ στους μικρούς δρόμους, στα στενά πεζοδρόμια, στις άδειες πλατείες, στους συνηθισμένους ανθρώπους και τότε κάθε ψευδαίσθηση θα διαλυθεί. Είσαι στην επαρχία, φίλε, μην το ξεχνάς και μην κάνεις όνειρα, ήρθες στο μικρό χωριό με τα μεγάλα φώτα, άλλο ένα τέλος εποχής για σένα και τα μεγαλεπήβολα σχέδιά σου, εδώ πλέον πρέπει να προσαρμοστείς, να έχεις μια ήσυχη και μετρημένη ζωή, δίχως εξάρσεις και ανατροπές, χωρίς παρατράγουδα, τέρμα οι τρέλες και τα παιδιαρίσματα, καβάλησες τα εξήντα, άντε και καλά γεράματα. Αυτά έλεγα συχνά στον εαυτό μου για να τα πιστέψω. Έξι μήνες κι ακόμα να συνηθίσω στην αλλαγή περιβάλλοντος. Οι επισκέψεις κάθε τόσο στα σούπερ μάρκετ κάπως βοηθούσαν την κατάσταση, έμοιαζαν με ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες, ειδικά στις εορταστικές περιόδους με τα στολίδια, τα φώτα, τα τραγούδια και τα πολύχρωμα λαμπιόνια, σου έφτιαχνε η διάθεση, ένιωθες λιγότερο μόνος. Κι όμως, είχα ήδη αρχίσει να νιώθω νοσταλγία, μου έλειπε η προηγούμενη ζωή μου. Τι ήρθα να κάνω εδώ πέρα; Άγνωστο. Μάλλον να πεθάνω, να τελειώσω ήρεμα την ασήμαντη ζωούλα μου. Ένας ξένος είμαι, δεν γνωρίζω κανέναν, τίποτα δεν με συνδέει με το παρελθόν, μόνο κάποιες αβέβαιες μνήμες και οι νεκροί. Ξανά από την αρχή λοιπόν, μηδενίζοντας το κοντέρ. Για τελευταία φορά.

Μπήκα μέσα και πίσω μου τρύπωσαν και τα δυο τσιγγανάκια με τρίγωνα για ένα μικρό διάλλειμα από τη σκληρή εργασία τους. Τόση ώρα στέκονταν στο αγιάζι και στο τάραμα, τους είχε φάει το κρύο εκεί έξω, και κατευθείαν πήγαν στο διάδρομο με τις σοκολάτες και τα γλυκίσματα. Γινόταν το αδιαχώρητο, οι διάδρομοι πήχτρα στο κόσμο. Ο βλοσυρός σεκιουριτάς έκοβε φάτσες και μάντευε προθέσεις. Μου ‘ριξε κι εμένα μια γρήγορη επαγγελματική ματιά, μα δεν ήμουν για δεύτερη. Η αθώα, αγγελική μου φατσούλα δεν του κίνησε τις υποψίες, ούτε καν την περιέργεια, του φάνηκα καθημερινός, συνηθισμένος και αδιάφορος, τίποτα το ιδιαίτερο, με προσπέρασε βιαστικά και πήγε παρακάτω. Πιστός στα καθήκοντά του, παρακολουθούσε μία ύποπτη ομάδα σκουρόχρωμων που ψώνιζαν διάφορα, φαγώσιμα κυρίως, σπρώχνοντας αργά το καρότσι τους και γελώντας δυνατά, ήταν κεφάτοι κι έκαναν μπόλικη φασαρία. Συγκεκριμένα κοιτούσε προσεχτικά τα χέρια τους, μη χώσουν τίποτα κάτω από τα ρούχα τους, τότε θα έπρεπε να επέμβει. Εγώ βέβαια δεν είμαι γύφτος ή αλλοδαπός, φαίνομαι καθωσπρέπει, δεν δίνω στόχο, μα το παλτό μου είναι μακρύ, φαρδύ, ευρύχωρο, με πολλές τσέπες και κρυψώνες και χωράει πολλά πράγματα. Με τα χρόνια έχω γίνει πολύ επιδέξιος και μέσα στον συνωστισμό δεν πρόκειται να με πάρει κανείς χαμπάρι, βάζω και τίποτα στο κόκκινο καλαθάκι, έτσι, για ξεκάρφωμα. Ήταν βέβαιο, και φέτος θα έκανα καλές γιορτές.

Και τότε την είδα. Ήταν ψηλή και όμορφη κοπέλα. Φαινόταν θερμή, καυλιάρα. Ένα φλογερό κράμα τσιγγάνικης και αράπικης ομορφιάς. Σπανιόλα. Μακριά μαύρα μαλλιά, μάτια αμυγδαλωτά, έντονες βλεφαρίδες, πρόσωπο γωνιώδες, χείλη λεπτά, μικρά στήθη. Φορούσε μαύρο κολάν και την κόκκινη μπλούζα του καταστήματος και τοποθετούσε με τάξη τα κουτιά πάνω στα ράφια. Όποτε διασταυρώνονταν τα βλέμματά μας ένιωθα την ταραχή της, ένα ελαφρύ τρέμουλο στα χείλη, σίγουρα καταλάβαινε κι εκείνη τη δικιά μου. Την κάρφωνα προκλητικά και ανελέητα, δεν μπορούσε να ξεφύγει απ’ το μαγνητικό μου πεδίο. Πέρασα από δίπλα της σύρριζα, ψάχνοντας δήθεν για κάποιο προϊόν, μόνο και μόνο για να μυρίσω το άρωμά της, να θαυμάσω από κοντά το λαιμό και τον όμορφο κώλο της. Μου ήρθε να τον πιάσω, η επιθυμία ήταν αβάσταχτη, η ανάγκη αδήριτη, με τα χίλια ζόρια συγκρατήθηκα. Δεν ξέρω πώς θα αντιδρούσε μετά, τι θα γινόταν, μα δεν βρήκα το θάρρος να το κάνω, δεν ρίσκαρα. Αυτό βέβαια λέγεται σεξουαλικά παρενόχληση εν ώρα εργασίας και είναι προσβλητικό και άκοσμο, παραπέμπει σε ασυγκράτητο σαλιάρη ή άγριο αρσενικό, εγώ δεν ήμουν τίποτα από τα δύο. Απλά την χαιρέτησα χαμογελώντας κι εκείνη ανταπέδωσε με ευγένεια και πάντα με ταραχή. Χρειάζεστε κάποια βοήθεια; Κάθε φορά ο πληθυντικός της με έσφαζε με το βαμβάκι, με έλιωνε, με πέθαινε. Δεν ήξερα τίποτα για την προσωπική της ζωή, μου ήταν εντελώς άγνωστη. Σκέφτηκα να της μιλήσω, να της την πέσω ανοιχτά, φόρα παρτίδα, μα τι να της πω, τις συνηθισμένες μαλακίες; Τι ώρα σχολάει, ποιες μέρες έχει ρεπό, ή πως μου αρέσει πολύ, τη γουστάρω, με καυλώνει και θέλω να την γαμήσω; Αν και ειλικρινής, θα γινόμουν χυδαίος και ξεδιάντροπος, θα έπεφτα στα μάτια της. Ή μήπως όχι; Πάντως, ένα ήταν βέβαιο, θα κάναμε ωραίο κρεβάτι οι δυο μας, σεισμός θα γινόταν, άντεχα ακόμα. Κι ύστερα όμως τι; Ο καθένας στο σπιτάκι του, το είχα ξαναδεί το όνειρο, δεν έβγαινε τίποτα. Πάντως, ήταν απ’ τις λίγες γυναίκες που μου άρεσαν και με τραβούσαν ερωτικά. Εξαίρεση και σε όλα της εξαιρετική. Όποτε την έβλεπα καθυστερούσα το ψάξιμο, γυρίζοντας μες στο μαγαζί απ’ τον ένα διάδρομο στον άλλο σαν την άδικη κατάρα για να την ξανασυναντήσω. Και πάντα κατέληγα τριγύρω της. Θα συναντιόμασταν αρκετές φορές πέρα δώθε και θα χαμογελούσαμε ντροπαλά ο ένας στον άλλο, σαν σχολιαρόπαιδα. Ήταν ωραίο, μα και επικίνδυνο παιχνίδι. Ειδικά για την ηλικία μου.

Αφού χάζεψα κάμποση ώρα στα ράφια, σούφρωσα και αγόρασα αυτά που χρειαζόμουν, πήγα στο ταμείο με τα πράγματα στο καλάθι και περίμενα στην ουρά. Μία γατόφιλη κυρία κουβέντιαζε με τη σκυλόφιλη ταμία για τα αγαπημένα τους κατοικίδια κι εγώ ο σκατόφιλος της παρακολουθούσα. Το κατάστημα είχε βάλει προσφορές στις τροφές των ζώων, να κάνουν κι αυτά τα καημένα γιορτές, να χαρούν λιγάκι. Μπροστά μου ήταν και τα γυφτόπουλα που λέγανε προηγουμένως τα κάλαντα. Ένα από αυτά ήθελε να πληρώσει δύο σοκολάτες μα δεν έφταναν τα κέρματα, έπρεπε να πάρει μόνο τη μία, του είπε αυστηρά η ταμίας. Ακούστηκαν κάποια ειρωνικά σχόλια απ’ τις γυναίκες, μα έβαλε όσα λείπανε ένας ηλικιωμένος κύριος που μόλις είχε πληρώσει και ήταν έτοιμος να φύγει.

Πλήρωσα κι εγώ και βγήκα έξω με τη σακούλα στο χέρι. Σκέφτηκα να περιμένω την κοπέλα του σούπερ μάρκετ να σχολάσει, να βρω μια δικαιολογία για να περπατήσουμε για λίγο μαζί, ίσως και να γνωριζόμασταν, να ανταλλάζαμε συστάσεις και τηλέφωνα, μα γρήγορα η επιθυμία μου ατόνησε και έσβησε. Για άλλη μια φορά επικράτησε η απαισιοδοξία και η ματαιότητα που έχω για τις καταστάσεις της ζωής, ειδικά για τον έρωτα. Σίγουρα κάποιος νέος και όμορφος άντρας θα την περίμενε, τέτοιες εξαιρετικές περιπτώσεις είναι σίγουρα από τα πριν καπαρωμένες. Όμως, γιατί όλα αυτά τα φλογερά βλέμματα κι εκείνη η σύγκορμη ταραχή; Ποιος ξέρει τι μου έβρισκε, άβυσσος η ψυχή των ανθρώπων. Ήμουν πια μεγάλος και χορτάτος για επιπόλαιες περιπέτειες της μιας νύχτας, δεν ψηνόμουν, τα είχα ξαναζήσει. Παραφορτωμένος, ερεθισμένος και βιαστικός έπρεπε να επιστρέψω στο καλό μου το σπιτάκι και να αδειάσω το παλτό με τα πράγματα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου