Ανοίγει τα μάτια του μέσα
στο βαθύ σκοτάδι και νιώθει χαλίκια και χώμα να του γαργαλάνε τα ρουθούνια και
τα βλέφαρα. Δεν ξέρει πού βρίσκεται. Αναπνέει με δυσκολία, ασφυκτιά, ξαπλωμένος
ανάσκελα, εγκλωβισμένος, δεν μπορεί να κάνει ρούπι, ούτε να ανοίξει το στόμα,
να φωνάξει βοήθεια, έχει απομείνει εντελώς μουγκός και άλαλος, λες και βλέπει εφιάλτη,
σαν έχει πάθει μόρα. Προσπαθεί να θυμηθεί τι του συνέβη, μα είναι ακόμα ζαλισμένος,
θολωμένος, το κεφάλι του πονά μαζί με όλο του το κορμί. Πρέπει να είναι θαμμένος
κάτω από τη γη, όχι πολύ βαθιά, ως εκεί που πατά η γάτα. Την ακούει να νιαουρίζει
από πάνω του, αναγνωρίζει τη φωνή της, φωνάζει από μέσα του το όνομά της, τελικά
καταφέρνει να το ψιθυρίσει, σαν γουργουρητό. Εκείνος αρχίζει να σγαρλεύει και
να σκάβει το χώμα. Κάποια στιγμή ίσα που ξεμυτίζει το αριστερό του χέρι και του
το γλύφει. Προσπαθεί, μα ακόμα δεν μπορεί να σηκωθεί όρθιος. Η αρσενική γάτα συνεχίζει
να του δίνει κουράγιο και να σκάβει. Ίσως θέλει να τον χέσει πατόκορφα, σκέφτεται
και μες στη δυστυχία του προσπαθεί να χαμογελάσει, μα όχι, δεν μπορεί, είναι
ευγενικό, συμπονετικό ζώο. Τότε αρχίζει να βρέχει, γρήγορα δυναμώνει, ρίχνει
καρεκλοπόδαρα, μια απρόσμενη και σωτήρια ξαφνική μπόρα απ’ τον από μηχανής θεό.
Το χώμα μαλακώνει, γίνεται λάσπη και καταφέρνει να απελευθερωθεί, να βγει απ’
τον τάφο μου.
Είναι νύχτα και βρίσκεται
στο οικόπεδο απέναντι απ’ το σπίτι του, γεμάτο με αγριόχορτα και βρωμόδεντρα. Παραδίπλα
βλέπει πεταμένα ένα φτυάρι κι ένα κασμά, τα σύνεργα του εγκλήματος. Ο λάκκος
είναι ρηχός, ο φίλος του βαρέθηκε να σκάψει βαθύτερα, θα ‘θελε να τελειώνει μια
ώρα αρχύτερα με το χώσιμο και το θάψιμο, μη τον δει κάνα μάτι κι έχει μπελάδες.
Η πιστή γάτα παραμένει στο πλάι του, έχει γίνει μούσκεμα απ’ την ξαφνική μπόρα,
τινάζεται για να διώξει τα νερά από πάνω της, μα δεν τον αφήνει ούτε στιγμή μόνο
του, υπομένει το μαρτύριο μαζί του. Όταν τον βλέπει να σηκώνεται και να ξεπροβάλει
σαν ζωντανός νεκρός μέσα από τη γη, δεν τα χάνει, δεν τρομοκρατείται, παραμένει
ψύχραιμη κι αρχίζει να τρίβεται στο πόδι του και να γουργουρίζει. Εκείνος της
χαϊδεύει απαλά το κεφάλι και της λέει να σταματήσει να τον ακουμπά γιατί θα λερωθεί.
Είναι ολόγυμνος και λασπωμένος απ’ την κορυφή ως τα νύχια, το χώμα έχει
κολλήσει πάνω του και το νερό της βροχής δεν καταφέρνει να τον ξεπλύνει, γύρευε
πόσες ώρες ήταν θαμμένος κάτω από τη γη, από τύχη ζει ακόμα. Μοιάζει με ζόμπι
που επιστρέφει από τον κόσμο των κολασμένων ή με αρχαίο γλυπτό που μόλις
ξέθαψαν οι αρχαιολόγοι πανηγυρίζοντας την επιτυχία τους. Είναι όλοι χαρούμενοι εκτός
από εκείνον. Το κεφάλι του πονάει ακόμα απ’ το χτύπημα, βάζει το χέρι στο πίσω
μέρος και ακουμπάει το ξεραμένο αίμα. Ευτυχώς, μόνο εκεί είναι χτυπημένος,
πουθενά άλλου. Μετράει τα πονεμένα του πλευρά και τα βρίσκει εντάξει. Τουλάχιστον
παραμένει σώος και αρτιμελής. Όλα είναι στη θέση τους, δεν λείπει κανένα.
Ξαφνικά, το μυαλό του μπαίνει
πάλι στη θέση του, παίρνει γρήγορες στροφές και θυμάται τι έχει συμβεί. Ήταν με
τον φίλο του στο σπίτι και τσακώθηκαν, του ζητούσε λεφτά για να πάει στο
καφενείο και να παίξει με τα άλλα τα ρεμάλια. Του έδωσε, μα ήταν λίγα, δεν του
έφταναν, ήθελε κι άλλα. Άρχισε να φωνάζει, να του βρίζει τη μάνα και τον
πατέρα, να τον λέει παλιόπουστα και πουτάνας γιο, βρισκόταν σε έξαλλη
κατάσταση, σαν πρεζάκιας σε τρελή χαρμάνα, του είχε γυρίσει το μάτι ανάποδα,
τρεις μήνες που γνωρίζονταν πρώτη φορά τον έβλεπε έτσι. Κάποια στιγμή, η μια κουβέντα
έφερε την άλλη, πιαστήκαν και στα χέρια. Τον έσπρωξε, τον χτύπησε, παραπάτησε, έπεσε
και χτύπησε άσχημα το κεφάλι του στη γωνιά του κομοδίνου. Τότε λιποθύμησε, δεν
θυμάται τίποτα άλλο. Ο φίλος του πρέπει να είδε τα αίματα, ότι είναι ακίνητος
και δεν συνέρχεται και τρόμαξε, θα τον πέρασε για πεθαμένο. Πανικοβλήθηκε, με
τα χίλια ζόρια τον έσυρε έξω απ’ το σπίτι, ήταν και βαρύς, ασήκωτος, άνοιξε ένα
ρηχό λάκκο και τον έθαψε πρόχειρα στο απέναντι ακάλυπτο οικόπεδο. Ευτυχώς,
βαρέθηκε να σκάψει πιο βαθιά, ίσως να κουράστηκε, άμαθος στις χειρωνακτικές
εργασίες. Παρ’ όλο που ήθελε να εξαφανίσει τα ίχνη του, ποιος θα ενδιαφερόταν
αν ζούσε ή αν πέθανε, ήταν μοναχικός, δίχως συγγενείς και φίλους, δίχως πολλά
πάρε δώσε με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Και ήταν νύχτα, μαύρη ερημιά, σκοτάδι,
έκανε κρύο, δεν τον είδε κανείς. Μόνο ο μπόμπος, η γάτα του, που δεν τρόμαξε από τις φωνές και για
καλή του τύχη τον ακολούθησε. Ενδιαφέρθηκε για το αφεντικό της, για τον άνθρωπο
που την βρήκε μωρό, νεογέννητη, έκθετη, πεταμένη στα σκουπίδια, που την πήρε
στο σπίτι του και την μεγάλωσε σαν δικό του παιδί, που της στάθηκε σαν μάνα και
πατέρας μαζί. Σε αυτόν χρωστούσε τη ζωή της. Τώρα είχε φτάσει η ώρα
της ανταπόδοσης.
Τον άλλον τον είχε γνωρίσει
τυχαία περνώντας έξω από ένα προπατζίδικο της κακιάς ώρας, σκέτη παρακμή.
Κυνηγούσε κι αυτός την τύχη του. Ήταν νέος και όμορφος, αλητάκος και σίγουρα
λίγο τυχοδιώκτης, μα ξεχώριζε απ’ τις υπόλοιπες σκατόφατσες, τον υπόκοσμο της
συμφοράς, σαν τη μύγα μες στο γάλα. Υπόγειος κόσμος, γεμάτος αδυναμίες και
πάθη, τη μέρα ζούσαν κάτω από τη γη, τη νύχτα ξεμυτούσαν από τα λαγούμια τους
σαν τα ποντίκια. Παρακολουθούσε στην τηλεόραση του μαγαζιού κάποιον κρίσιμο ποδοσφαιρικό αγώνα με μεγάλο
βαθμολογικό ενδιαφέρον. Στα μάτια όλων υπήρχε μεγάλη αγωνία για το αποτέλεσμα. Κάποια
στιγμή τεντώθηκε, χασμουρήθηκε, ανακλαδίστηκε, γύρισε το κεφάλι του πίσω,
κοίταξε βαριεστημένα προς τα έξω και τον είδε. Τους χώριζε η τζαμαρία, κοιταχτήκανε
έντονα, αντάλλαξαν φλογερές ματιές με κάποια σημασία κι αμέσως συνεννοήθηκαν, χωρίς
λόγια και εξηγήσεις, κατάλαβαν καλά τι ήθελε ο ένας απ’ τον άλλο. Βγήκε έξω και
τον ακολούθησε, τον πήρε από πίσω, οι υπόλοιποι μέσα στο μαγαζί αδιαφόρησαν,
ούτε καληνύχτα δεν του είπαν, συνέχισαν απορροφημένοι να παρακολουθούν το ματς. Σίγουρα ο μικρός δεν
ήταν πρωτάρης, αλλά μπασμένος ήδη σε περίεργα κόλπα, για να την βγάλει καθαρή.
Η απόγνωση που τους έφερε κοντά, η επείγουσα ανάγκη, ήταν διαφορετική, όμως το ίδιο ισχυρή, βάναυση
και αβυσσαλέα, δύσκολα μπορούσες να της ξεφύγεις. Μέσα στην άγρια νύχτα, τους
είχε και τους δύο βουτήξει αμείλικτα απ’ το λαιμό και τους καρύδωνε. Τους είχε
σβερκώσει και είχαν κοκαλώσει, δεν μπορούσαν να κάνουν ρούπι. Απλά κυνηγούσαν ο
ένας τον άλλον κι όπου τους βγάλει.
Την πρώτη φορά έγιναν όλα βιαστικά
και στα όρθια, σε μια σκοτεινή γωνιά ενός μικρού, αφώτιστου, και αδιέξοδου
δρόμου. Κατόπιν, αφού τελείωσαν, έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις, αντάλλαξαν
τηλέφωνα και από κει κι έπειτα τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Τον πήγαινε στο
σπίτι του, τον έβαζε στο κρεβάτι του, για πιο άνετα, πηδιόντουσαν και τον
χαρτζιλίκωνε. Ήταν καθαρή συναλλαγή, δούναι και λαβείν, μα φαινόταν καλό και
ευγενικό παιδί, με κατανόηση και όμορφα συναισθήματα. Κάθε φορά που τον
αντίκριζε, ένιωθε την ίδια τρυφερότητα και συγκίνηση, σαν να ήταν γιος του. Απλά
είχε κι αυτό τις ανάγκες του και τα προβλήματά του και κάπου η ζωή το είχε
αδικήσει, τουλάχιστον εκείνος έτσι το έβλεπε, κάπως ρομαντικά και λίγο στοργικά,
ας πούμε. Καμιά φορά κοιμόντουσαν και ξυπνούσαν μαζί, σαν ζευγάρι, του έφτιαχνε
πρωινό και τον κανάκευε, εκείνος του έκανε κόνξες κι έπαιζε σαν μικρό ελαφάκι.
Βγαίνανε και μαζί, πήγαιναν βόλτες και τσάρκες σε ταβέρνες, καφενεία και
μπαράκια, δεν είχε παράπονο, περνούσανε
ωραία οι δυο τους. Ένιωθε όμορφα πράγματα για κείνο το ωραίο αγόρι, δεν ήταν
απλά το βδομαδιάτικο ξεκάβλωμα. Μα δεν μπορούσε ποτέ να διανοηθεί πως θα έφτανε
σε τέτοιο σημείο. Να τον σκοτώσει, έστω και κατά λάθος, έστω και παραλίγο, και
να θελήσει να εξαφανίσει τα ίχνη του από προσώπου γης. Έτσι, η σχέση τους είχε
αποδειχθεί καταστροφική και ολέθρια, μα το τέλος της αβέβαιο. Η μοίρα δεν είχε
παίξει ακόμα το τελευταίο της χαρτί.
Ξέρει πού θα βρει τέτοια ώρα
το κωλόπαιδο. Προχωράει αργά και προσεκτικά, σαν ρομπότ ή αυτόματο, είναι ακόμα
πιασμένος, πονά ολόκληρο το σώμα του, λες και τον έχει πατήσει λεωφορείο και η
γάτα, ο φύλακας άγγελός του, τον ακολουθεί από κοντά. Ευτυχώς, είναι αργά,
περασμένες τρεις, τέτοια ώρα η γειτονιά δεν έχει κίνηση, όλοι κοιμούνται. Όμως,
στο δρόμο συναντά μία παρέα νεαρών ξενύχτηδων, τέσσερα αγόρια, εικοσάρηδες, γυρνούν
από διασκέδαση. Είναι πιωμένα, παραπατούν, σπάνε πλάκα και πειράζονται μεταξύ
τους. Θα σε γαμήσω, λέει το ένα στο άλλο και του πιάνει τον κώλο. Οι φωνές και
τα γέλια τους κάνουν χίλια κομμάτια την ησυχία της νύχτας. Μόλις τον βλέπουν,
χάνουν το χρώμα τους, βουβαίνονται, τρομοκρατούνται από την όψη, τη γύμνια και
το λασπωμένο του κορμί, αμέσως ξεμεθούν και συνέρχονται. Δεν καταλαβαίνουν τι
είναι. Ίσως ένας πρωτόπλαστος φτιαγμένος από πηλό που μόλις βγήκε ψημένος από
τον φούρνο και πήρε πνοή. Εκείνος τους αγνοεί, δεν τους δίνει καμιά σημασία,
είναι σαν να μην υπάρχουν, ονειρικές οπτασίες της νύχτας, τους προσπερνά αμίλητος,
προσηλωμένος στον σκοπό του, την επικίνδυνη αποστολή του. Τα παιδιά κάτι
ψιθυρίζουν μεταξύ τους, ανοίγουν το βήμα τους και απομακρύνονται βιαστικά,
δίχως να κοιτάξουν πίσω.
Φτάνει έξω απ’ το καφενείο
που διανυκτερεύει και κοιτάζει απ’ την τζαμαρία. Δεν είναι πολλοί μέσα, έχει μείνει
μόνο ο υπόκοσμος που περνάει όπως μπορεί και το αποψινό βράδυ, με σφιγμένα
δόντια, θολωμένο μυαλό και κρύα καρδιά. Το αρχιδάκι που τον έθαψε ζωντανό είναι
εκεί, μαζί τους και παίζει χαρτιά, αναψοκοκκινισμένος και απορροφημένος στην
παρτίδα, ανακατέβει την τράπουλα σαν να μην τρέχει τίποτα, σαν να μην σκότωσε
πριν από λίγο έναν άνθρωπο, και μάλιστα φίλο του, που είχαν κοιμηθεί μαζί, που
είχαν ανταλλάξει τα υγρά και τις θερμοκρασίες τους. Είναι η σειρά του να
πετάξει το τελευταίο του φύλο. Το ρίχνει με δύναμη πάνω στην πράσινη τσόχα παίζοντας
τα ρέστα του. Πίνει και καπνίζει και μάλλον χάνει. Δεν τον πολυνοιάζει, σήμερα είναι
ματσωμένος, θα περάσει όμορφα η βραδιά, ίσως έψαξε και βρήκε τα λίγα χρήματα
που ήταν κρυμμένα στο σπίτι. Ο άλλος, επιστρέφοντας από τον υπόγειο κόσμο των
νεκρών, ανοίγει την πόρτα του μαγαζιού και μπαίνει μέσα παρέα με τον μπόμπο,
τον πιστό του γάτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου